Σε μυσταγωγική ατμόσφαιρα έγινε η παρουσίαση του βιβλίου
" Το Αδελε και η Αγία Παρασκευή -Μια διαδρομή μέσα στο χρόνο"
Ο δρ. Παναγιώτης Παρασκευάς μας έχει προσφέρει ένα σημαντικό έργο
Ούτε μια κακοκαιρία δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην επιτυχία μιας βιβλιοπαρουσίασης.Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για έργο που υπογράφει ο γνωστός Πανεπιστημιακός δρ. Παναγιώτης Παρασκευάς.
Έτσι ήταν εκλεκτό το ακροατήριο που ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του Συλλόγου Αδελε -Αγίας Παρασκευής ,οργανωτή της πνευματικής αυτής εκδήλωσης η οποία πραγματοποιήθηκε στη φιλόξενη αίθουσα του πρώην ΞΕΝΙΑ,το βράδυ της Δευτέρας 22 Δεκεμβρίου 2008.
Ο πρόεδρος του Συλλόγου Αδελε Αγίας Παρασκευής κ. Παντελής Καραδάκης στο θερμό του καλωσόρισμα αναφέρθηκε στους συντελεστές της εκδήλωσης και ευχαρίστησε τους συγχορηγούς της έκδοσης "Το Αδελε και η Αγία Παρασκευή -Μια διαδρομή μέσα στο χρόνο"
Αναφερόμενη στο βιβλίο η Εύα Λαδιά που πήρε το λόγο αμέσως μετά είπε:
Αγάπη αρχή του παντός.
Αγάπη αρχή του παντός Από την ακένωτη αυτή πηγή αντλούνται όλα εκείνα τα στοιχεία που δίνουν ποιότητα στη ζωή. Από την αγάπη γεννιέται ο αγώνας για το καλό, το πάθος της έρευνας, η δίψα της γνώσης, η ανάγκη να κάνουμε τον κόσμο μας καλύτερο.
Από αγάπη δημιουργήθηκε και το πόνημα αυτό, μια πλήρης επιστημονική πραγματεία που αναφέρεται στο Αδελε και στην Αγία Παρασκευή. Από αγάπη για τον τόπο αυτό ο εκλεκτός πανεπιστημιακός μας κ. Παναγιώτης Παρασκευάς ανάλωσε ότι πολυτιμότερο διαθέτει ο σύγχρονος άνθρωπος ,τον ελεύθερο χρόνο του για να μας δώσει έναν πολύτιμο οδηγό και να γνωρίσουμε καλύτερα μια ευλογημένη περιοχή.
Γιατί πως αλλιώς να εμηνεύσουμε τη διάθεση του κ.Παρασκευά ,που λόγω αντικειμένου θα μπορούσε να ασχοληθεί με άλλα θέματα κοντά στην επιστήμη του ,με επίκεντρο κάτι μεγαλύτερης εμβέλειας που θα μπορούσε να τα αξιοποιήσει προς όφελος της καριέρας του. Εκείνος ασχολήθηκε με το μικρό αλλά τόσο σημαντικό του τόπο. Γιατί ένοιωθε και κείνος το βάρος της ευθύνης που αισθάνεται εκείνος που ζει σε μια περιοχή σταυροδρόμι των γεγονότων της ιστορίας που ξεπερνούν τα όρια της μεγαλοσύνης.
Τι ξέρουμε για το Άδελε και την Αγία Παρασκευή; Πέρα από ιστορικές μορφές που δέθηκαν με τον τόπο, εκτός από έναν ακόμα βωμό θυσίας στη Σαρακίνα, σχεδόν τίποτα. Αναζητούσα κάποτε να μάθω την ετυμολογία του Αδελε και δεν βρήκα ακόμα και σε πηγές έγκριτων ερευνητών τίποτα περισσότερο από αοριστολογίες. Μέχρι που πήρα στα χέρια μου αυτό το βιβλίο και αμέσως έλαβα απαντήσεις σε ερωτήματα που με απασχολούσαν χρόνια.
Είναι άραγε τόσο σπουδαίο να γράφονται βιβλία για μια περιοχή,από τη στιγμή που ελλοχεύει ο κίνδυνος των αθέλητων παραλείψεων;
Είναι καιρός που ο ένας μετά τον άλλο σημαντικοί άνθρωποι των Γραμμάτων καταθέτουν εργασίες για την ιδιαίτερη περιοχή τους.Κι όπως φαίνεται στο διάβα του χρόνου αυτές οι καταθέσεις ψυχής είναι πολύτιμες. Μπορεί για μερικούς -που κρίνουν εξ ιδίων τ’ αλλότρια- να υποτιμάται η προσπάθεια,χαρακτηριζόμενη σαν μια έξαρση σωβινισμού. Κι όμως πόσοι άνθρωποι δεν βρήκαν τις ρίζες τους από αυτές τις πηγές, πόσες ιστορικές ανακρίβειες δεν έχουν αποκατασταθεί και πόσες άγνωστες πτυχές ενός τοπικού γίγνεσθαι δεν έχουν ξεδιπλωθεί.
Από πηγές σαν αυτό το βιβλίο που παρουσιάζεται απόψε, έχουν αντλήσει στοιχεία, και κείνοι που ενδιαφέρονται για την τουριστική μας προβολή για να αποδείξουν ότι ο τόπος αυτός κρύβει παράδοση και λεβεντιά, πράξεις ηρωισμού και δρόμους που μπορούν να οδηγήσουν σε ένα ελπιδοφόρο αύριο.
Θα μπορούσαν όλα αυτά να γίνονται με μεγαλύτερη άνεση αν η Πολιτεία μεριμνούσε για την ενίσχυσή τους. Επειδή πάντα οι εποχές για έργα Πολιτισμού και Τέχνης του Λόγου είναι δύσκολες. Δυστυχώς όμως είναι σπάνιο να βρει ο ερευνητής ένα γερό στήριγμα και να προχωρήσει στην έκδοση του έργου του. Γιαυτό και διαβάζουμε κατα καιρούς ύμνους σε χορηγούς ,μεγάλους ομιλους που με αυτή την ενίσχυση επιβεβαιώνουν ότι δεν ξεχνούν την γεννέτειρα. Κάποιοι και αξίζει να το αναφέρουμε για να μην περνά απαρατήρητη μια σκληρή πραγματικότητα ,προκειμένου να μη βλέπουν το έργο τους στο συρτάρι ,υποβάλλονται σε αιματηρές δαπάνες θυσιάζοντας και το εφάπαξ τους, μόχθο ζωής.
Στην περίπτωση αυτή ήρθε ο Πολιτιστικός Σύλλογος Αδελε- Αγίας Παρασκευής να δικαιώσει το δεκαετή μόχθο του κ. Παναγιώτη Παρασκευά και να συμβάλει στην έκδοση αυτή που έχει όλες τις αρετές μιας σοβαρής, υπεύθυνης και πληρέστατης επισημονικής εργασίας.Και να βρει πρόθυμους συγχορηγούς το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο Αδελε Αγίας Παρασκευής, τους επιχειρηματίες Μανόλη Βαρούχα και Ανδρέα Βροντάκη.
Με την έκδοση αυτή ο Σύλλογος είχε την ευκαιρία να κάνει ακόμα ένα μνημόσυνο στην ευεργέτιδά του Ελένη Δρίβα που με τη δωρεά της βρήκε γη για να δημιουργήσει ένα σπουδαίο πυρήνα πολιτισμού ,καταξιωμένο και επαινούμενο απο όλους.
Επειδή το βιβλίο αυτό θα παρουσιαστεί σε λίγο από τους πλέον ειδικούς ,περιορίστηκα μόνο σε μερικές σκέψεις λαμβάνοντας και μια αφορμή να πω όσα πυροδοτούν μια οργή μέσα μου για την αδικία που διαιωνίζεται σε βάρος των πνευματικών ανθρώπων που λαμπρύνουν με την παρουσία τους το Ρέθυμνο.
Είναι πόνος ψυχής να βλέπεις όλο αυτό το πολύτιμο δυναμικό να αισθάνεται δίκαια το παράπονο της αδιαφορίας που όσο περνούν τα χρόνια γίνεται ολοένα και πιο προκλητική , σε μια περιοχή που η παράδοση την έχει καθιερώσει λίκνο των Γραμμάτων και Τεχνών.
Και το χειρότερο είναι ότι αυτή η αδιαφορία παρασύρει και τη νεολαία μας που θα έπρεπε σ’ αυτά τα βιβλία να δίνει μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Γιατί όποιος ξέρει τον τόπο του καλά τον σέβεται περισσότερο και αγωνίζεται για την πρόοδο και την προκοπή του. Αυτά τα βιβλία θα έπρεπε να βρίσκονται στα σχολειά και να δίνεται ερέθισμα στους μαθητές να εμβαθύνουν στο περιεχόμενο με κάποιες εργασίες. Αυτά τα βιβλία θα έπρεπε να αποτελούν τον πρώτο χαιρετισμό αγάπης ή και φιλοφροσύνης αν θέλετε, στο πλαίσιο μιας προσφοράς.
Αλλά και οι Αθάνατοι θάπρεπε με περισσότερο αξιολογικά κριτήρια να καταξιώνουν παρόμοια πονήματα που αξίζουν κάθε μεγάλης διάκρισης. Γιατί -αυτό από εμπειρία και μόνο το καταθέτουμε- είναι κρίμα να αξιολογείται ένας επιστήμονας και να καταξιώνεται ανάλογα με τον κύκλο των γνωριμιών που διαθέτει.
Ο κ. Παναγιώτης Παρασκευάς που σεμνά κινείται στο χώρο της έρευνας και μας έχει προσφέρει σημαντικό έργο, αξίζει κάθε ιδιαίτερης μνείας και κάθε διάκρισης. Γιατί τιμά την επιστήμη του, δημιουργώνας πηγές γνώσεις και εκτός πανεπιστημιακής έδρας. Ακούραστος πάντα δίνει πνοή και στο ελάχιστο στοιχείο που μπορεί να φωτίσει το ιστορικό μας παρελθόν. Ας μην ξεχνάμε ότι από ένα κιτρινισμένο δεμάτι χαρτιά, ανέδειξε πρόσφατα κι ένα ανεκτίμητης αξίας κατάστιχο που αφορά την προσφυγιά. Και με την πρόθυμη αρωγή της Δημόσιας Βιβλιοθήκης αξιωθήκαμε να το αποκτήσουμε και να έχουμε ακόμα ένα σοβαρό στοιχείο για την πορεία εκείνων των κατατρεγμένων τα πρώτα χρόνια που βρέθηκαν σε μια άλλη πατρίδα , σε ένα ασφαλές καταφύγιο για να γιατρέψουν τις πληγές τους.
Η ακρίβεια που χαρακτηρίζει κάθε εργασία του κ. Παρασκευά , η χαρισματική πένα του που κάνει το ανάγνωσμα τόσο ευχάριστο αν και έχει τη βαρύτητα ενός επιστημονικού συγγράματος, το πάθος της έρευνας που τον δακρίνει μας δημιουργεί επιτακτικότερη την ανάγκη να ευχόμαστε για τη συνέχεια ,επειδή έχει πολλά να μας προσφέρει.
Θα πρέπει να είναι βέβαιος ότι οι απλοί άνθρωποι του δίνουν μέχρι σήμερα τις πολυτιμότερες περγαμηνές που θα επιθυμούσε κάθε επιστήμονας , αυτές της καταξίωσης στη χορεία των σπουδαίων ανθρώπων που είναι καύχημα για τον τόπο τους.
ΕΝΑ ΠΟΛΥΠΛΕΥΡΟ ΒΙΒΛΙΟ
Για το βιβλίο μίλησε διεξοδικά αναλύοντάς το ο κ. Σταύρος Πλανάκης Σχολικός Σύμβουλος Μέσης Εκπαίδευσης τονίζοντας:
Έχομε σήμερα μπροστά μας ένα σημαντικό βιβλίο που ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 2008 από τον διδάκτορα της ιστορίας και σχολικό σύμβουλο φιλολόγων νομού Χανίων, τον Παναγιώτη τον Παρασκευά. Το βιβλίο εκδόθηκε από τις εκδόσεις Καλαϊτζάκη με τη συνδρομή του Πολιτιστικού Συλλόγου Άδελε και Αγίας Παρασκευής.
Όπως αποκαλύπτει ο συγγραφέας στην εισαγωγή αλλά και σε πολλές σημειώσεις και υποσημειώσεις, το βιβλίο υποστηρίχτηκε τόσο οικονομικά, όσο και στο περιεχόμενό του από πολλούς κατοίκους της περιοχής. Θέλω ξεκινώντας το σχολιαστικό μου ξεφύλλισμα να μείνω για λίγο σε αυτό το σημείο της εκδοτικής συμπαράστασης γιατί τη θεωρώ σαν μια πτυχή που κρύβει αξίες. Μου φαίνεται γενναιόδωρο το ότι κάποιοι παραχώρησαν στο συγγραφέα για αξιοποίηση κειμήλια οικογενειακά τους, που προφανώς φύλασσαν επί χρόνια για μια τέτοια δουλειά, κάποιοι προσέφεραν φωτογραφίες της οικογενειακής τους ιστορίας, γιατί πίστεψαν ότι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να το κάνουν, κάποιοι επέτρεψαν στο συγγραφέα να φωτογραφίσει οικοδομικά μέλη του σπιτιού τους, που προστάτεψαν από την τσιμεντοποίηση, γιατί γνώριζαν ότι αποτελούν απομεινάρια του ιστορικού παρελθόντος, βυζαντινά, της ενετοκρατίας, της τουρκοκρατίας… Ο εκκλησιάρχης, η κυρία Γιαμπουδάκη, με τα έγγραφα και τις φωτογραφίες που φύλασσε, ο Παρασκευάς Κανακάκης, που προσέφερε το αρχείο του Εμμ.Κυριακάκη, ο ιδιοκτήτης του μοναδικού χαμάμ, οι αυτόπτες μάρτυρες της μάχης της Κρήτης, οι Αδελιανοί επιχειρηματίες, όλοι και ακόμη πολλοί άλλοι που αναφέρονται ονομαστικά στο βιβλίο, αποκαλύπτουν μια πρωτότυπη πνευματική συνηγορία. Το βιβλίο αυτό των 233 σελίδων φαίνεται ότι ήταν η συλλογική προσδοκία και η ευχή μιας ολόκληρης κοινότητας εδώ και χρόνια. Απλοϊκοί άνθρωποι, αγρότες, κτηνοτρόφοι, τεχνίτες, επαγγελματίες φέρθηκαν σαν ακέραιοι διανοούμενοι. Φύλασσαν στα μπαούλα τους και στην ψυχή τους σύμβολα του πολιτισμού και του τόπου τους και όταν ο Παναγιώτης ο Παρασκευάς ανέλαβε το καθήκον της συγγραφής της τοπικής μικροϊστορίας, όλοι συνέδραμαν και ανταποκρίθηκαν. Το φαινόμενο αυτό από μόνο του είναι δείγμα πνευματικής εγρήγορσης και δείγμα αυθεντικό των ελληνικών λαϊκών αξιών. Αυτός είναι και ο βασικότερος λόγος που πιστεύω ότι το βιβλίο αυτό είναι πολύπλευρο. Δε διδάσκει μόνο ιστορία τοπική αλλά και τον τρόπο αξιοποίησης της τοπικής ιστορίας. Είναι μια εργασία που παραδειγματίζει, που διδάσκει δηλαδή τρόπους εργασίας. Μακάρι και άλλοι πολιτιστικοί σύλλογοι να δράσουν κατά παρόμοιο τρόπο. Αν μη τι άλλο θα αναδείξουν την αυθεντική ιστορία του τόπου τους. Γιατί ιστορία δεν είναι μόνο η δράση των πολιτικών αλλά και η ανεπίγνωστη δραστηριότητα των απλών ανθρώπων. Αυτή αναδεικνύεται μόνο με δράσεις όπως αυτή που σχολιάζουμε σήμερα.
Το Άδελε και η Αγία Παρασκευή είναι ένα μικρό σημαδάκι στο χάρτη της Κρήτης. Το ίχνος αυτό αποκαλύπτεται σαν ένα μικρό θησαυροφυλάκιο μεστής μνήμης. Όλες οι φάσεις της ιστορίας της Κρήτης έχουν αφήσει τη σφραγίδα τους στον τόπο αυτό. Ένα βιβλίο τοποθετεί τα πράγματα στη θέση τους. Βάζει ειρμό και τάξη στο διάσπαρτο υλικό, που ασύνδετο και σκόρπιο φυλασσόταν στη φύση και στη συνείδηση του χωριού. Κάπως έτσι είναι τα πράγματα σε όλη την Κρήτη, σε όλη την Ελλάδα. Οι πεποιθήσεις των σημερινών ανθρώπων μόνο διαφέρουν. Ο τόπος μας είναι ένα αδιάκοπο κανάλι ζωής. Είναι ένα παλίμψηστον ιστορίας. Η επιφάνεια του σήμερα δεν έχει εξαφανίσει πλήρως το στρώμα του χθες, του προχθές, του εγγύτερου και του απώτερου παρελθόντος. Αν οι συνειδήσεις των ανθρώπων παραμένουν ευαίσθητες και δραστήριες, η κληρονομιά, η πολιτισμική παρακαταθήκη αναδεικνύεται, φωτίζεται και φωτίζει. Μέσα σε ένα κλίμα πνευματικής προσφοράς και συνεργασίας η αναζήτηση του συγγραφέα μας διευκολύνθηκε και τροφοδοτήθηκε. Κρατώντας αυτόν τον τόμο μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι τίποτα από το ιστορικό παρελθόν δεν έχει χαθεί ή ξεχαστεί. Ο Παναγιώτης Παρασκευάς, γέννημα θρέμμα της περιοχής, γνώστης της μεθοδολογίας και της θεωρίας της ιστοριογραφίας, πλέκει σε ένα συνεκτικό σύνολο τα διάσπαρτα ιστορικά στοιχεία, τις μαρτυρίες, τα ντοκουμέντα και τις ενδείξεις, με τρόπο αρμονικό, που δεν αφήνει χάσματα ή κενά. Η διάταξη και η ροή της ύλης παρακινούν τον αναγνώστη να μελετήσει το βιβλίο στο σύνολό του. Πιστεύω ότι όλοι αυτό θα κάνουν όταν το πάρουν στα χέρια τους. Εμείς απόψε μόνο αποσπασματικά θα το προσεγγίσομε. Τα περιθώρια του χρόνου μόνο σταχυολόγηση και σχολιασμό σημείων με ξεχωριστό ενδιαφέρον επιτρέπουν.
Στις πρώτες σελίδες έχομε τον ετυμολογικό σχολιασμό της δύσκολης λέξης «Άδελε». Ο συγγραφέας την προσεγγίζει μέσα από το γνωστό δόγμα του Αντισθένη «αρχή επιστήμης η των ονομάτων επίσκεψις». Διερχόμενος μέσα από τους θρύλους και τις τοπικές παραδόσεις του «άδηλου» και κρυμμένου οικισμού, και του «άδολου» οικιστή, καταλήγει στο αραβικό Adil που σημαίνει ίσιωμα, πεδιάδα, και στα Adhali, Adheli και Adhele των περιηγητών. Η αραβική ετυμολογία είναι και η προφανέστερη, σε συνδυασμό πάντα με το κοντινό τοπωνύμιο «Σαρακήνα», το οποίο παραπέμπει στους Σαρακινούς Άραβες. Όπως είναι γνωστό, οι Σαρακινοί πειρατές κατέκτησαν την Κρήτη για 130 και πλέον χρόνια, από το 824 ως το 961 μ.Χ. και στο σκληρό διάστημα αυτό της πρώτης τυραννικής κατοχής των μουσουλμάνων, άφησαν πολλά τοπωνύμια και ανθρωπωνύμια σε όλους τους νομούς και σε όλες τις επαρχίες της Κρήτης. Αυτά είναι άλλωστε το μόνο που κράτησε ο τόπος μας από την οδυνηρή εμπειρία της αραβοκρατίας. Το συνηθέστερο τοπωνύμιο είναι το όνομα Σαρακίνα, Σαρακινός και Σαρακίνικο, που αναφέρεται αδιαμφισβήτητα στην φυλή του Απόχαψη των Βυζαντινών, του Αμπού Χαφς Ομάρ, ο οποίος με αφετηρία την Ισπανία, κατέκτησε την Κρήτη και τη μετέτρεψε σε πειρατικό ορμητήριο στη Μεσόγειο και σε απέραντο σκλαβοπάζαρο, μέχρι που ο Νικηφόρος Φωκάς και το υγρό πυρ των Βυζαντινών απελευθέρωσαν το νησί και το επανένταξαν στη χριστιανική γεωγραφία.
Στις επόμενες σελίδες μεταφερόμαστε στην αυγή των ιστορικών χρόνων. Φαντάζομαι τον αναγνώστη του βιβλίου, ειδικά τον εντόπιο, από τις πρώτες κιόλας σελίδες να ηλεκτρίζεται και να ανατροφοδοτείται για να αναζητήσει και να βρει στο μουσείο του Ηρακλείου τα 5 γεωμετρικά αγγεία και τον χάλκινο πέλεκυ που αποκάλυψε στους αρχαιολόγους η αδελιανή γη. Φιλοξενούνται στη συλλογή Γιαμαλάκη, στον πρώτο δηλαδή πυρήνα του αρχαιολογικού μουσείου Ηρακλείου. Παρόμοια φαντάζομαι τους μαθητές των σχολείων της περιοχής να αναζητούν τα ευρήματα του θαλαμωτού τάφου της θέσης Νταμουρού, τις λάρνακες με το ζωγραφικό διάκοσμο, όπως τον βλέπομε στη σελίδα 20 και τα 9 υστερομινωικά αγγεία της ίδιας θέσης. Η τέχνη της συγκεκριμένης γραφής παρακινεί για τέτοια αναζήτηση και πνευματική επαφή. Παρόμοια παρακίνηση, έμμεση αλλά ισχυρή, δίνει η τέχνη της γραφής για τα «δύο διαβατικά», τις σωζόμενες δηλαδή πύλες της παλιάς φρουριακής δομής του μεσαιωνικού και του ύστερου βυζαντινού οικισμού.
Σταχυολογώντας και αποδελτιώνοντας τα πιο εντυπωσιακά κομμάτια της καταγραφής, είμαι υποχρεωμένος σαν κριτής του ιστορικού αυτού πονήματος να σταθώ στο «Λογάρι της Σαρακήνας», που περιλαμβάνεται ακέραιο και αυτούσιο με τη γραφή του Παύλου Βλαστού. Πρόκειται για την ιστορία του θησαυρού, που βρήκε ο Οθωμανός Σπάθας πριν το 1821 στο Άδελε ακολουθώντας τη θαμμένη αλυσίδα στον αγρό του και καταλήγοντας στη «χαλκίνην λαγίναν» με τα χρυσά νομίσματα, που τον έκαναν πλούσιο στο Ρέθυμνο. Το αρχείο του Παύλου Βλαστού, είναι κατάφορτο με παρόμοιες καταγραφές θρύλων και λαϊκών παραδόσεων από τα χωριά του Ρεθύμνου. Τέτοιες προγεύσεις όπως αυτή κάνουν τη δημοσίευση και την έκδοση αυτών των αρχείων όλο και πιο επιτακτική. Σίγουρα κάτι τέτοιο θα τροφοδοτήσει με πολύ πλούτο τις κρητολογικές σπουδές και θα δικαιώσει τη ρήση του Ευριπίδη «όλβιος όστις της ιστορίας έσχεν μάθησιν».
Τα βενετσιάνικα συμβόλαια παρατίθενται πληθωρικά. Δε νομίζω να έχουν δημοσιευτεί άλλα με αναφορά στο συγκεκριμένο τόπο. Στις καταγραφές αυτές τα ονόματα των κατοίκων και τα τοπωνύμια έχουν εξαιρετική αξία. Τα μέτρα, τα νομίσματα και τα σταθμά, τα μουζούρια, τα μίστατα, τα υπέρπυρα, τα προϊόντα και η καταγεγραμμένη παραγωγικότητα κάθε χωραφιού, οι τοκογλύφοι, οι επιγαμίες και οι λόγοι των εμπράγματων μεταβιβάσεων είναι κοινωνιολογικά στοιχεία και οικονομικά δεδομένα που προσδιορίζουν την αληθινή ταυτότητα του κάθε τόπου στην πορεία του μέσα στο χρόνο. Ας μην ξεχνάμε ότι η πιο σύγχρονη αντίληψη για το σκοπό της ιστοριογραφίας είναι «η ανασύνθεση μιας ακριβούς εικόνας των δραστηριοτήτων του ανθρώπου και η διατύπωση μιας πιο βαθιάς ερμηνείας για τα ενδιαφέροντα και την ιδεολογία του».
Πολύ ζωηρή και παραστατική είναι η αναφορά στην τουρκοκρατία του Άδελε και της Αγίας Παρασκευής. Ο Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής κάνει την εισαγωγή με τους στίχους που περιγράφουν την αγριότητα των νέων κατακτητών το 1645, τότε που «εκυριεύσασι – το Άδελε και του Μαρουλά και την Πηγή, τη Μέση – και τις μπορεί να διηγηθεί και να μηδέν πονέσει». Οι πληροφορίες που παρατίθενται είναι πολλές και θεμελιωμένες. Μεταξύ άλλων αναφέρονται οι απογραφές του 1659, όταν το Άδελε συγκαταλεγόταν στο Καφτάνιο Ρεθύμνου και είχε 114 σπίτια, από τα οποία μόνο τα 24 των χριστιανών κατέβαλλαν τον κεφαλικό φόρο (το γνωστό χαράτσι), όπως διευκρίνισε ο Νίκος Σταυρινίδης. Τα υπόλοιπα 90 τα διαχειριζόταν Οθωμανοί επικυρίαρχοι, που αποστράγγιζαν τον πλούτο της γεωργικής παραγωγής, αλλά δεν κατέβαλλαν κανένα φόρο. Η ίδια κοινωνική ανισοτιμία παρουσιάζεται και στις επόμενες φορολογικές απογραφές των Τούρκων και στα έγγραφα του Ιεροδικείου Ρεθύμνου. Θα μπορούσε κανείς να σχολιάσει πολλά σημεία. Εντυπωσιακή είναι η περίπτωση της χριστιανής Καλλίτσας (σ. 179), η οποία κατά τα φαινόμενα αναγκάστηκε να παντρευτεί τον Μουσταφά Μπέη, γέννησε τον Μεχμέτ και ζητά μετά το θάνατο του συζύγου της τα έξοδα διατροφής και ένδυσης του τέκνου της. Επειδή εξακολουθούσε να είναι χριστιανή (ραγιά, δηλαδή φόρου υποτελής) δεν είχε έσοδα από την περιουσία του Τούρκου συζύγου της. Είχε μόνο την υποχρέωση της ανατροφής του νέου μουσουλμάνου, όχι όμως μερίδιο από τη διαχείριση του τιμαρίου. Ο ιεροδίκης επιδίκασε 5 άσπρα ημερησίως στη μητέρα, προφανώς επειδή δεν τα θέλει για τον εαυτό της αλλά για το τέκνο της. Τέτοιες μαρτυρίες μετά τις μεταφράσεις των Παπυομύτογλου και Σταυρινίδη, βρίσκομε για πολλούς οικισμούς της Κρήτης. Αυτή είναι η αληθινή ιστορία μας. Δείχνουν καθαρά τις γαιοκτητικές συνθήκες της οθωμανικής κατάκτησης και αποκαλύπτουν το βαθμό της κοινωνικής ανισοτιμίας που οι Τούρκοι επέβαλλαν στους χριστιανικούς χώρους που κατακτούσαν. Δείχνουν επίσης καθαρά την αληθινή προέλευση των Τουρκοκρητών από εξισλαμισμούς και βίαιες επιγαμίες. Όπως είναι γνωστό οι Τουρκοκρήτες αλλά και σήμερα οι Τούρκοι ιστορικοί δεν αποδέχονται την ανάμειξη των πληθυσμών, και υποστηρίζουν την φυλετική καθαρότητα του μουσουλμανικού στοιχείου και την εξ ανατολών προέλευσή του.
Μέσα στην έκδοσή μας συμπεριλαμβάνονται έγγραφα και ντοκουμέντα που δείχνουν τις συνοριακές και κτηματικές διαφορές μεταξύ Τούρκων και χριστιανών ή μεταξύ χριστιανών και μόνο, τις απόψεις και τις περιγραφές των Ευρωπαίων περιηγητών στα μαύρα χρόνια της τουρκοκρατίας. Τα ονόματα και τις οι γενεαλογίες των σημερινών κατοίκων προκύπτουν μέσα από τα προικοσύμφωνα και τα κληρονομητήρια, τα συμβόλαια και τις διαθήκες με πλούσια οικονομικά και εθιμικά στοιχεία από το στενότερο και ευρύτερο χώρο του Ρεθύμνου. Σίγουρα ο Παντελής Γιαμπουδάκης που αναφέρεται στο έγγραφο του ιεροδικείου Ρεθύμνης (σ. 36) είναι πρόγονος του θρυλικού πυρπολητή του Αρκαδίου. Πιθανώς η μη δικαίωσή του στη συγκεκριμένη ιεροπραξία να φόρτισε την οικογένεια με το αντιτουρκικό μένος που έδειξε ο Κωνσταντίνος όταν αποχαιρετούσε για πάντα την οικογένειά του με σκοπό να κλειστεί στο Αρκάδι και όταν άναβε τη φωτιά στην πυριτιδαποθήκη.
Πολύ αξιόλογα από ιστορική άποψη είναι τα στοιχεία που εμφανίζονται σχετικά με τις ωμότητες των Τούρκων στην τελευταία επαναστατική κινητοποίηση του 1896 και τον επακόλουθο γενικευμένο ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, με τον Τιμολέοντα Βάσσο στην Κρήτη και τη δυσάρεστη τροπή στην άλλη Ελλάδα. Πολλοί πιστεύουν ότι στην τελευταία αυτή εξέγερση δεν είχαμε σπουδαία γεγονότα και επειδή το Κρητικό ζήτημα οδηγήθηκε στη λύση της Αυτονομίας με την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων, τα έτη 96 – 97 είναι έτη ευτυχούς συγκυρίας. Στην πραγματικότητα είχαμε την πιο αιματηρή αντεπίθεση των γηγενών Τουρκοκρητών στις κινήσεις του ελληνικού πληθυσμού για ελευθερία. Σε όλη την Κρήτη είχαμε λυσσώδεις σφαγές με αποκορύφωμα τα έκτροπα του Ηρακλείου και το θάνατο του Άγγλου προξένου Καλοκαιρινού, που ενόχλησε την Αγγλία και διευκόλυνε τη λύση. Η Κρήτη συνολικά αιματοκυλίστηκε από τις οργανωμένες δολοφονικές συμμορίες των Τουρκοκρητών και των Τουρκαλβανών, που ο Εμίν Μπέης είχε από το 1895 προετοιμάσει με την επωνυμία «Δολοφονικό Κομιτάτο» (ο όρος από την ΙΕΕ της Εκδοτικής Αθηνών τ. ΙΔ, σ. 109). Η «Απόφασις» που δημοσιεύεται στις σελίδες 45 και 48 του βιβλίου μας αποκαλύπτει ότι και το «χωρίον Άδελε» του τότε δήμου Αρκαδίου Ρεθύμνης είχε λεηλατηθεί «κατά τας ανωμαλίας του 1896 – 1898» και οι δημότες ζητούν αποζημιώσεις «για τα διαρπαγέντα κινητά τους» εν έτει 1904 από τον Πρίγκιπα Γεώργιο και την αρμόδια επιτροπή των αποζημιώσεων. Πλην των σφαγιασθέντων κατοίκων η καταστροφή 84 οικιών και δύο εκκλησιών δείχνει το μέγεθος της εκδικητικής μανίας των Τούρκων σε ένα μόνο χωριό, το Άδελε, στο τέλος του 19ου αιώνα, τότε που η αγριότητα των Οθωμανών παρακολουθούνταν διεθνώς, καταγραφόταν, και για τα προσχήματα και μόνο όφειλε να μην είναι κατάφωρη. Τέτοιες μαρτυρίες, δυστυχώς, μόνο η τοπική παράδοση έχει διαφυλάξει, και είναι πολύ χρήσιμες για την ερμηνεία των ιστορικών εξελίξεων στην Κρήτη.
Παρακάμπτοντας λόγω χρόνου τα έγγραφα, τα δημοσιεύματα, τις αξιόλογες φωτογραφίες και τις επιστολές που παρατίθενται σταματώ στην Κρητική Πολιτεία και στη σελίδα 50, στο αποκαλυπτικό γράμμα του Παντελή Γιαμπού (Γιαμπουδάκη) προς τον εξάδελφό του Εμμ.Α. Κυριακάκη, με ημερομηνία 26 Μαρτίου 1904 και τόπο το Άδελε. Το κίνημα του Θερίσου δεν έχει ξεσπάσει ακόμα, όμως ο κρητικός λαός λόγω της απόλυσης του Βενιζέλου έχει διαιρεθεί και πάλι, όπως πριν από την Αρμοστεία στους Βενιζελικούς και στους Μιχελιδακιστές, τώρα Φιλοπριγκιπικούς. Η μετακίνηση από το ένα στρατόπεδο στο άλλο προσμετράται σαν απώλεια ή σαν θριαμβική επιτυχία, και για την απόσπαση οπαδών προβάλλονται χρηματικά ανταλλάγματα και διορισμοί. Εν προκειμένω ο επιστολογράφος και κομματικός πληροφοριοδότης ειδοποιεί ότι «ο κύριος Τερζιδάκης ήλλαξεν γνώμην και έγινε Μιχελιδακιστής, αλλά εμείς αυτό δεν είναι δυνατόν να το κάμωμεν, διότι είμεθα εν τη μεγίστη ικανοποιημένοι. Λοιπόν μας χρειάζονται φίλοι και πρέπει να φροντίσωμεν δια να αποκτήσωμεν νέους φίλους, διότι οι παλαιοί εφύγανε διότι γογγύζανε ότι δεν τους διώρισα υπαλλήλους όλους και δι’ αυτό οι μεν βενιζελικοί μου έφυγαν, οι δε άλλοι τα ίδια και κάθομαι και παίζω του ήλιου πέτρες…». Φαιδρός εν τη σοβαρότητί του ο επιστολογράφος παρακάτω ζητά κομματικό χρήμα για τις ανάγκες του και έμμεσα μας πείθει ότι έκπαλαι οι κομματικές διαδικασίες ήταν συμβατές με το φατριασμό και την εξαπάτηση. Η ένταση των πολιτικών αντιδικιών φαίνεται εναργέστατα σε τέτοιες περιγραφές ιδιωτών γιατί στα επίσημα κρατικά έγγραφα της τότε πολιτείας τα αισθήματα και οι κομματικές φιλοδοξίες συγκαλύπτονται, όπως φανερώνει και η επόμενη επιστολή του πρίγκιπα Γεωργίου προς τους Κρήτες στη σελ. 51 και 52.
Στο κεφάλαιο «Η ιστορία του Δημοτικού σχολείου Άδελε» ο συγγραφέας έχει επιδείξει αξιόλογη ερευνητική ικανότητα, στην επισήμανση και διασταύρωση των σχετικών πληροφοριών. Η αποκάλυψη ότι το 1860 στο Άδελε ιδρύθηκε δημοτικό σχολείο είναι εντυπωσιακή, με δεδομένο ότι μόλις το 1858 άρχισαν να υλοποιούνται δειλά οι πρόνοιες του Χαττί Χουμαγιούν, με πολλά εμπόδια από τον πολιτικό και στρατιωτικό διοικητή της Κρήτης. Πιθανότατα οι πρωτοβουλίες φιλομαθών και προοδευτικών κατοίκων του χωριού, η συνδρομή του Εμμανουήλ Βιβιλάκη και της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας των Αθηνών, αλλά και η δράση της νεοσύστατης Δημογεροντίας Ρεθύμνου έφεραν το Άδελε στην εκπαιδευτική πρωτοπορία στο χώρο της Κρήτης. Να θυμίσομε ότι το 1858 είχαμε το κίνημα του Μαυρογένη και την επαναστατική συνάθροιση στα Μπουτσουνάρια των Χανίων, που ανάγκασαν την Πύλη να πάψει τον πεισματικό κατά των φιλελευθεροποιήσεων Βελή Πασά, γιο του περιώνυμου Μουσταφά, και να αναθέσει τη διοίκηση στον μετριοπαθέστερο Σαμή Πασά. Αυτός χαλάρωσε την αυστηρότητα της διοίκησης, παραχώρησε αμνηστία, κήρυξε την ανεξιθρησκία (θεωρητικά μάλλον) και ανέθεσε στις Δημογεροντίες εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες. Τότε συγκροτήθηκαν σχολεία στα αστικά κέντρα, αγοράστηκε εξοπλισμός και κλήθηκαν δάσκαλοι. Οι πληροφορίες για ίδρυση σχολείων σε χωριά της Κρήτης έστω και αν ήταν εφήμερη η λειτουργία τους είναι πολύτιμες και φωτίζουν το ομιχλώδες τοπίο της παιδείας στα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Το κεφάλαιο για τον Μακεδονικό Αγώνα είναι πρωτότυπο. Εμείς οι Κρήτες οφείλουμε να συμπεριλαμβάνουμε στην ιστορική μας μνεία την πτυχή των μακεδονομάχων. Δε συνηθίζομε να γράφομε γι’ αυτούς. Στη Μακεδονία τους τιμούν και τους μνημονεύουν. Σχεδόν κάθε χωριό της Κρήτης έχει τους εκπροσώπους του στο απελευθερωτικό κίνημα της Μακεδονίας. Οι Κρήτες παρακινήθηκαν και από πατριωτική αλληλεγγύη προς τους υπόδουλους Μακεδόνες αλλά και από διπλωματική σκοπιμότητα. Κατάφεραν να πολλαπλασιάσουν τα πολεμικά μέτωπα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για να επιτύχουν λύσεις στα εκκρεμή αλυτρωτικά θέματα. Είναι εύστοχη και επίκαιρη η παρατήρηση του συγγραφέα ότι το ΄Αδελε δεν τίμησε καθόλου τον οπλαρχηγό Μακεδονομάχο Εμμανουήλ Σκουντρή, ενώ στη Φλώρινα έχει στηθεί η προτομή του. Πάντα υπάρχει χρόνος για τέτοιες εκδηλώσεις μνήμης και τιμής.
Ειδική αναφορά γίνεται στο γυμναστικό σύλλογο Ρεθύμνης και στο Σκοπευτικό Σύλλογο Άδελε «Ο Ιδομενεύς». Είναι πολύτιμες αυτές οι πληροφορίες και τα συνοδευτικά έγγραφα που έχουν καταχωριστεί μέσα στο βιβλίο. Επαναλαμβάνω ότι στις ιστορικές σπουδές του σήμερα έχει μεγάλη βαρύτητα η αποκάλυψη του ρόλου και της στάσης των απλών ανθρώπων σε κάθε φορτισμένη περίσταση και μπροστά σε κάθε ακανθώδες πρόβλημα. Ο ρόλος και η σκοπιμότητα αυτών των γυμναστικών και σκοπευτικών συλλόγων δεν έχει πλήρως μελετηθεί. Όσον αφορά τους γυμναστικούς συλλόγους η εκπαίδευση που προσέφεραν ήταν μάλλον στρατιωτική και είχε αφανή στόχο να αναπληρώσει τη στρατιωτική σκληραγωγία σε ένα άοπλο κρατίδιο όπως η Κρητική Πολιτεία. Υπάρχουν φωτογραφίες από την εκγύμναση και μάλλον αποκαλύπτουν στρατιωτική αγωγή ή προσκοπική εκπαίδευση. Και οι πρόσκοποι όμως μην ξεχνούμε, ήταν βαθμός και σώμα στρατιωτικό. Σκοπευτικοί Σύλλογοι με το ομηρικό όνομα «Ιδομενεύς» υπήρχαν σε πολλά μέρη της Κρήτης. Προσωπικά έχω μελετήσει το καταστατικό ενός ομώνυμου συλλόγου στον Γαλατά των Χανίων. Στα χρόνια της Αυτονομίας και υπό το βλέμμα των εγγυητριών Δυνάμεων μόνο χωροφυλακή λειτουργούσε στην Κρήτη και αυτή υπό τη φροντίδα και την καθοδήγηση των Μαυροβουνίων. Η διαρκής όμως τουρκική απειλή, το αίσθημα της ανασφάλειας, η ροπή των Κρητών προς τα όπλα, η ανάγκη της εκπαίδευσης σε νέα όπλα για την ενίσχυση του Μακεδονικού Αγώνα, πιθανώς οδήγησαν στη λύση των σκοπευτικών συλλόγων. Όπως αποκαλύπτει το πρακτικό που δημοσιεύεται στη σελίδα 91, οι σύλλογοι διέθεταν πυροβόλα ατομικά όπλα όλων των τύπων, φυσίγγια σε μεγάλους αριθμούς, και η φύλαξη των όπλων και των εφοδίων γινόταν με καταγραφές και απόλυτο έλεγχο. Τέτοιες πτυχές της τοπικής ιστορίας δεν έχουν φωτιστεί πλήρως και η δημοσίευση στοιχείων συναφών έχει μεγάλη ερευνητική αξία. Είναι πολύ εύλογη και εύστοχη η επισήμανση του Παναγιώτη Παρασκευά στη σελίδα 92, ότι επιστρατεύτηκαν στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο τον Οκτώβρη του 1912 «Αδελιανοί και Αγιοπαρασκιανοί» τόσοι, όσα περίπου και τα όπλα που διέθετε ο τοπικός σκοπευτικός σύλλογος. Φαντασθείτε πόσα παρόμοια έγγραφα σε χέρια ιδιωτών με συναφείς χρήσιμες πληροφορίες χάνονται και δεν βρίσκουν ποτέ δρόμο προς την δημοσίευση και την κοινοποίηση των πληροφοριών.
Στο επίμετρο δημοσιεύονται τα τοπωνύμια των δύο οικισμών μας. Η καταγραφή των τοπωνυμίων είναι μια τάση ευφυέστατη ακολουθημένη από πρωτοπόρους ιστοριοδίφες, που συμπεριλαμβάνουν στα ενδιαφέροντά τους τις διαστάσεις του χώρου και του χρόνου εξελικτικά. Στο συγκεκριμένο κατάλογο των σελίδων 161 και 162 παρακολουθεί κανείς τη γλωσσική ποικιλία από την αρχαία ελληνική ορολογία μέχρι τη νεότερη καθώς επίσης και διαπολιτισμική ανάμειξη των ονομάτων με αρχαία ελληνικά, βυζαντινά, αραβικά, βενετσιάνικα και τούρκικα δείγματα. Λόγου χάρη οι λέξεις Φράγγικα, Πύργος Σανγκουϊνάτσου, Πατελάρο, Τζωρτζάκη, Μαντόνα, κ.ά, παραπέμπουν χωρίς αμφιβολία στη βενετοκρατία. Οι λέξεις Μπεϊλήτικα, Καρκαντζή, Καλντιρίμια, Νταμουρού, Πηγιαλής, κ.λπ., απηχούν την τουρκοκρατία. Μια ευχάριστη αίσθηση μένει στον αναγνώστη όταν αντιπαραβάλλει τα σημερινά τοπωνύμια με όσα αναγράφονται στα συμβόλαια στα πωλητήρια, στα ενοικιαστήρια κ.λπ. των διαφόρων εποχών και τα βρίσκει ίδια. Μοιάζει σαν να διατηρούν οι τόποι πέρα από το σταθερό γεωγραφικό ανάγλυφο του εδάφους και μια ηχητική ή γλωσσική ταυτότητα διαχρονική και μόνιμη πέρα από τις πολιτικοκαθεστωτικές μετατροπές. Οι σημερινοί κάτοικοι των χωριών, για παράδειγμα, αυτόχθονες και πρόσφυγες, αναφέρονται στη θέση «Λουρί» που βρίσκεται και σε συμφωνητικό του 1644. Πηγαίνουν στη θέση «Λάκκοι» που τη βρίσκομε στη διαθήκη του Τζώρτζη Μπαρότση του 1645. Το «Δραγατοκάλυβο» υπάρχει και σε δωρεά του 1745, ο «Άγιος Παύλος» και ο «Άγιος Γεώργιος» σε διανεμητήριο του 1645. Έχω τη γνώμη ότι τα τοπωνύμια πρέπει να τα σεβόμαστε να τα καταγράφομε και να τα διατηρούμε. Το σημερινό βιβλίο το επισημαίνει. Με την τουριστική πρόοδο ένας μεγάλος αριθμός νέων και αλλόγλωσσων τοπωνυμίων πάντα με το συνθετικό ρουμς, χοτέλ, Παλάς, διώχνει τα παραδοσιακά ονόματα. Αυτό είναι αλλοτρίωση. Προσωπικά έχω μια ευχάριστη εμπειρία από μια επίσκεψή μου στη Σμύρνη και στο Αϊβαλί της Τουρκίας. Και οι γέροι και οι νέοι γνώριζαν να μου δείξουν τα «Μοσχονήσια» στο Αϊβαλί, έτσι με την ελληνική τους προφορά. Και στη Σμύρνη οι πάντες γνώριζαν που βρίσκεται το Κορδελιό, το Πανόραμα τα Αρμενικά και το «Και».
Θα σταθώ σε μια επιστολή στρατιώτη κατά τον Ά Βαλκανικό πόλεμο και θα τελειώσω. Βρίσκεται στις σελίδες 188 – 89 του βιβλίου. Με εντυπωσίασε γιατί με μετέφερε στο αυθεντικό κλίμα της εποχής και της αναμέτρησης. Αυτό το κλίμα του λαϊκού στοχασμού ή της δυσφορίας που οι μεγάλοι πολιτικοί, εκείνοι που παίρνουν τις σπουδαίες αποφάσεις δεν υπολογίζουν. Ο στρατιώτης Δημήτριος Παντελιδάκης γράφει στον πατέρα του από το μέτωπο της Δυτικής Μακεδονίας και της Ηπείρου. Βρίσκονται πάνω στα χιόνια της Πίνδου και οι κακουχίες τους έχουν κλονίσει. Ζητά χρήματα και διατυπώνει παράπονα προς τον πατέρα του γιατί τον έστειλε στο στρατό. «Θα παρακαλέσω πολύ να μου στείλεις λεπτά με τον εξής τρόπο: (διάζεται το κείμενο της επιστολής)…Καλύτερα να αποθάνη κανείς παρά να πει ότι αρρώστησενε.»
Ο ατυχής, όπως υπογράφει, στρατιώτης με τις απλές του γραμμές λέει σε μας σήμερα ποιες ακριβώς ήταν οι συνθήκες του μεγαλειώδους για μας τους Έλληνες Ά Βαλκανικού Πολέμου. «σέρνομαι σα σκύλος» λέει λυτά και δεν υπερβάλλει. «Κανείς δε λυπάται», «θα με φάνε οι ψείρες, το κρύο και οι πείνα…», «Αυτός είναι ο πόλεμος» καταλήγει στωικά. Να ποια είναι η αλήθεια του Άγνωστου Στρατιώτη, αυτού που έπλασε τη μεγάλη Ελλάδα. Αυτές οι μαρτυρίες μας χρειάζονται σήμερα γιατί λίγοι πια μαθαίνουν ότι το κράτος μας δεν προέκυψε στην τύχη. Δε διαμορφώθηκε με τις υπογραφές των υπερδυνάμεων. Απελευθερώθηκε σπιθαμή προς σπιθαμή με αγώνες υπεράνθρωπους και θυσίες απερίγραπτες. Μακάρι οι νεότεροι να το συνειδητοποιήσουν γιατί τελευταία συμπεριφέρονται αυτοκαταστροφικά. Μακάρι οι νέοι σήμερα να μελετήσουν τις φωνές και τη δράση των ομήλικων του παρελθόντος. Θα βρουν πολλά που θα τους δικαιώσουν στις ανησυχίες αλλά θα τους διορθώσουν στην πρακτική. Φωνές αυθεντικές από γνήσιους πρωταγωνιστές εδώ στην Ελλάδα σπάνια διαβάζομε. Αν αυτές τις αυθεντικές φωνές της κόπωσης τις αντιλαμβανόταν και ο Βενιζέλος ίσως να μην έχανε τις καθοριστικές εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, που οδήγησαν στην Καταστροφή. Μας χρειάζονται αυτές οι φωνές γιατί απηχούν τη μόνη ιστορική αλήθεια. Τέτοιες εκδόσεις καλύπτουν το κενό. Μακάρι να γενικευτούν. Υλικό διάσπαρτο υπάρχει.
Ο Παναγιώτης Παρασκευάς στο περιεκτικό και πολύπλευρο σύγγραμμά του μας δίνει μια πλήρη εικόνα σύγχρονης προσέγγισης της τοπικής ιστορίας. Είναι εθνική ευεργεσία πια η διάσωση και η προβολή αυτών των μαρτυριών που δε μιλούν αν κάποιος δεν τους δώσει βήμα, αν δεν τα καταρδεύσει με το λάλον ύδωρ της δημοσίευσης. Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Άδελε και Αγίας Παρασκευής μπορούμε να πούμε ότι εκπλήρωσε υψηλό πολιτιστικό καθήκον και προσέφερε απτό παράδειγμα αξιοποίησης της πολιτισμικής κληρονομιάς στους δύσκολους καιρούς της σύγχυσης και της αλλοτρίωσης που ζούμε.
Η αξιοποίηση της τοπικής παράδοσης έχει τη δική της σελίδα μνήμης
Τέλος ο επίσης Πανεπιστημιακός κ. Μανόλης Ανδρουλιδάκης που διδάσκει Λαογραφία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και Ελληνική Γλώσσα στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Σχολή , από μια διαφορετική επιστημονική προσέγγιση είπε για το βιβλίο:
Κάθε φορά που η αυθόρμητη λαϊκή ψυχή εγγράφει τα δημιουργήματά της, διεκδικώντας τις σελίδες της τοπικής ιστορίας, γεννιέται μιαν ακόμη ελπίδα για τη γνώση του παλιού κόσμου σε μας τους νεότερους. Αρκετοί πιστεύουν πώς η μελέτη του παρελθόντος είναι ματαιοπονία, καθώς φαινομενικά δυσκολεύεται μπορεί κανείς ν’ ανασυνθέσει τα δημιουργήματα του χθες, ώστε να κατανοήσει τη διαχρονική τους εξέλιξη. Ωστόσο από το 1904, χρονιά σημαδιακή για την ελληνική λαογραφία, καθώς ο πατέρας της Ελληνικής Λαογραφίας Ν. Πολίτης, προέτρεπε τους τότε δημοδιδασκάλους να διασώσουν τα «μνημεία του εθνικού μας πολιτισμού», ως αυθόρμητες λαϊκές δημιουργίες, έχουν εκδοθεί πλήθος από μελέτες καταγραφής για το ελληνικό λαϊκό πολιτισμό. Η διαπίστωση αυτή καταδείχνει ασφαλώς την «ακοίμητη» σχέση και παραγωγή των εκδηλώσεων του λαού μας. Η καταγραφή και τεκμηρίωση των διασωθέντων μνημείων του λόγου είναι ασφαλώς δύσκολη υπόθεση.
Σκέψεις μοναχικές κι αγαπημένες που γεννήθηκαν κατά τη μελέτη του τελευταίου βιβλίου του εξαίρετου φίλου Παναγιώτη Μιχ. Παρασκευά, δρα αρχαίας ιστορίας και Σχολικού Συμβούλου Φιλολόγων ν. Χανίων. Στο βιβλίο αυτό καταγράφεται ο κύκλος ζωής δυο συγκοινωνούντων οικισμών, του Άδελε και της Αγίας Παρασκευής.
Αρχίζοντας από τις τυπωμένες απλές σκέψεις, από τον πρόλογο, Στον πρόλογο του βιβλίου φανερώνεται μεθοδικά η πρόθεση του συγγραφέα, σε μια ρέουσα από αγάπη και γραμματική ακρίβεια γλώσσα, να προτρέψει τον αναγνώστη να μεταφερθεί ως επισκέπτης σ’ ένα περίοπτο φυσικό τοπίο. Η ετυμολογία του λέξης ΄΄Άδελε’’, κατά την επικρατέστερη άποψη, ‘’ισιωμένος τόπος’’, ως σπάνιο εδαφωνύμιο ενισχύει την παραπάνω πρόθεση. Το Άδελε ωστόσο μαρτυρείται ως οικισμός και τόπος δράσης από την έσχατη Βενετοκρατία, ανήκον στη δικαιοδοσία του καπιτάνου Μυλοποτάμου. Μια πρώτη αρετή του βιβλίου : τα ιστορικά και λαογραφικά τεκμήρια καταγράφονται όχι ως μεμονωμένα γεγονότα, (με την έγνοια ίσως να τεκμηριώσουν την ιστορική συνέχεια του τόπου), αλλά ως «ζωντανοί οργανισμοί» που συνεισέφεραν, στη φθορά του χρόνου, όλα τα στοιχεία που συνθέτουν το τοπικό πολιτισμό. Για παράδειγμα : οι αναφορές σε αγοραπωλησίες κτημάτων επωνύμων Αδελιανών, όπως των : Α. Καλλέργη, Ι. Κονταρίνη, Παπά Γιακουμή Καροφυλάτου, και άλλων, ερμηνεύονται ως ζωντανές παρουσίες προσώπων σχετικών με την τοπική ιστορία και παράδοση. Μην μας διαφεύγει πώς αρκετά ζητήματα του βιβλίου δεν επιδέχονται εύκολα αιτιολόγηση (όπως η σκοπιμότητα της συμμετοχής των προσώπων σε δικαιοπραξίες, η συμμετοχή πολλών Αδελιανών και Αγιοπαρασκιανών στους επαναστατικούς αγώνες, η λειτουργία του τοπικού δημοτικού σχολείου και η κοινωνική του προσφορά, οι πτυχές της θρησκευτικής ζωής, καθώς πριν από το 1933, δεν υπάρχουν ληξιαρχικά έγγραφα). Η προσφορά ντόπιων ανθρώπων σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής και της εγγραμματοσύνης (Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός Χαρκιανάκης, Εμμ. Βροντάκης διακεκριμένος δικαστικός λειτουργός, Γ. Καλομενόπουλος, νομικός με αξιόλογη λογοτεχνική εισφορά στα Ρεθεμνιώτικα γράμματα, Γ. Αλεξανδράκης, Καθηγητής Φυσικής σε αμερικανικό παν/μιο). αποτελεί κρίκο και δεσμό τιμής για τα χωριά που μελετούμε. Με προσοχή και αμεροληψία παρουσιάζεται το κοινοτικό ημερολόγιο του Άδελε, από τον Εμμ. Κυριακάκη και την πολύμορφη προσφορά τουΌπως προανέφερα, η τοπική παράδοση στηρίζεται στη δράση και προσφορά ντόπιων πολιτών, όπως του Εμμανουήλ Κυριακάκη, δικαστικού επιμελητή στα χρόνια της αυτονομίας αλλά και μέλος του Σκοπευτικού Συλλόγου Άδελε «Ιδομενεύς».
Οι παραπάνω διαπιστώσεις εντάσσονται και πρέπει ν’ αξιολογηθούν στα πλαίσια της κοινοτικής οργάνωσης των χωριών, από τον κοινοτάρχη Εμμανουήλ Κυριακάκη ως τον σημερινό Δήμαρχο Αρκαδίου.
Θα αναρωτιέται ακόμη ο αναγνώστης σε ποιο βαθμό επέδρασε η προφορική- λαϊκή παράδοση στη διαμόρφωση του τοπικού πολιτισμού ; Ο φιλίστωρ συγγραφέας φροντίζει από νωρίς να συνταιριάσει προσεκτικά την προφορική με τη γραπτή παράδοση. Για την πρώτη, ο δρόμος μελέτης είναι μακρύς και ακατάγραφτος, για τη δεύτερη, η προσθήκη ή η ‘’διαθήκη’’ ικανού αριθμούς εγγράφων πηγάζει τα θεμέλια γνώσης του τοπικού πολιτισμού (τα παραπάνω έχουν δημοσιευτεί σε έγκριτο άρθρο του στο, περιοδικό ‘’Κρητολογικά Γράμματα’’, που εκδίδει η από 20ετίας και πλέον ζώσα και δρώσα Ι. Λ. Ε. Ρ. Η γλώσσα των εγγράφων αποτυπώνει την προτίμηση των ντόπιων σε εγγράμματους και κοινωνικά εδραιωμένους.
Ειδική μνεία αξίζει να γίνει για την τοπική εκκλησιαστική παράδοση. Πολυάριθμα ιερά κτίσματα. Η γνώση ωστόσο πλουτίζεται με τις ποικίλες εικόνες του ιερού χώρου, ανάμεσα στην αρχιτεκτονική και την εσωτερική μικροτεχνία. Τα εκκλησιαστικά κτίσματα επαρκώς συνοδεύονται από σημαντική κτητορική παράδοση (αξιόλογη η αναφορά σε πρόσωπα που με το κύρος και τις ενέργειές τους διαμόρφωσαν την εκκλησιαστική παράδοση). Η βαθιά χριστιανική πίστη των ανθρώπων τελειωθήσεται στην προσωπική τους χορηγία. Ώστε να έχουμε πλήθος ναών και αγιωνυμίων. Ιδιαίτερος λόγος για το ονοματολόγιο των αγίων εκκλησιών στην ενορία των δυο χωριών. Ευάριθμα ξωκκλήσια, αντικείμενο περιήγησης και μελέτης για τους εξής λόγους : α. η θέση των μικρών εκκλησιών (όπως διαφαίνεται από τις ένθετες φωτογραφήσεις) συγγενεύει με τον περιβάλλοντα χώρο που θεωρείται τόπος συνάθροισης των πιστών, αλλά και πανυγηρότοπος, εκεί όπου μεγάλες και μικρές γειτονιές στεριώνουν τα όνειρα και την πίστη των ανθρώπων Ο φυσικός χώρος δένει όχι μόνο με το χρόνο αλλά και με το διάχυτο φυσικό περιβάλλον. Και τα δυο μαζί σημαίνουν την ιερότητα του χώρου. Με ενδιαφέρον μελετούμε την αρχιτεκτονική διάταξη των εκκλησιών, επώνυμες ενοριτικές ή μοναστικές δημιουργίες. Οι εκκλησίες από την ποικιλωνυμία τους και τις τοποθεσίες καταδεικνύουν τις θρησκευτικές δομές της κοινωνίας των Αδελιανών του περασμένου αιώνα, συγκριτικά με τους σύγχρονους που εξάντλησαν, κάτι κοινότοπο για τους νεοέλληνες, την θρησκευτικότητά τους στους ποικίλους νεωτερισμούς των εκκλησιαστικών κτισμάτων !
Η ναοδομία του ιερού χώρου, θα μελετήσει τα όρια που καταλαμβάνει κάθε εκκλησία. Η χρονολόγηση των εκκλησιών, (κάτι που φαίνεται στη συχνότητα των κτισμάτων) αποτελεί σοβαρό δείκτη και τεκμήριο για την τοπική ιστορία. Οι ιστορίες των ναών, πολύτιμες μαρτυρίες πίστης και λατρείας εγγράφουν στη μνήμη του λαού τη δική του ιστορία (για παράδειγμα η εκκλησία του νεκροταφείου μπορεί να θεωρηθεί δείκτης για τα όρια του χωριού και τις πιθανές μετατοπίσεις του). Πολύ περισσότερο (κάτι που εύλογα υπονοεί ο συγγραφέας) οι περισσότερες εκκλησίες βρίσκονται σε φυσικά μέρη μοναδικής ομορφιάς. Έτσι διαιωνίζεται με τον καλύτερο τρόπο η σχέση χώρου και χρόνου. Εκεί όπου βαθύσκιοι τόποι στεγάζουν μικρές ή μεγάλες εκκλησίες, όπως αντιπροσωπεύουν τις επίπονες προσπάθειες των ενοριτών αλλά και κείνων που ως άτομα ή ομάδες έχτισαν το ναό τους. Θα πρέπει να προσεχθεί εδώ η επιμέλεια του συγγραφέα να αξιοποιήσει τις παραπάνω μαρτυρίες ως ιστορικά τεκμήρια για τη ζωή και την εξέλιξη του τόπου. Οι περίτεχνες τέλος απεικονίσεις μας προσανατολίζουν όχι μόνο για την τεχνοτροπία της λειασμένη2 πέτρας από φιλότεχνους μαστόρους (σημαντική αφορμή για ειδικότερη αρχιτεκτονική μελέτη) αλλά και για σημαντικά κοινωνικά και ιστορικά γεγονότα (που ξαναγράφουν την πολιτισμική ιστορία του Άδελε). Ευνόητο είναι ότι η εκκλησιαστική παράδοση συνεχίζεται σε τούτο τον εκκλησιαστικό τόπο σε ιερείς, διακόνους και ιεροψάλτες, στο χώρο που συγκλίνει η τοπική ιστορία, ανάμεσα σε μια συστάδα χωριών, από τον Άγιο Δημήτριο ως το Χαμαλεύρι, δοκιμασμένοι τόποι από τα δεινά των Τούρκων ως μαρτυρείται στον «Κρητικό Πόλεμο» του Τζάνε Μπουνιαλή, το 1646.
Κάθε προσκυνηστάρι και μια ιστορία, καθώς ισάριθμα ξωκκλήσια μαρτυρούν ισάριθμες ιστορίες ανθρώπων που έταξαν να ζήσουν και να πεθάνουν στο γενέθλιο τόπο τους.
Η ανάγνωση ενός βιβλίου για το Άδελε δικαιώνει τους τιμητές της τοπικής πατρίδας, τον τοπικό πολιτιστικό σύλλογο και την εκκλησία. Η εικονογραφία του χωριού δεν φαίνεται να υπέκυψε στην χειμαρρώδη τουριστική ανάπτυξη, αντιστάθηκε στα τελειώματα του τοπικού πολιτισμού, γύρισε με υπομονή το ρολόϊ του χρόνου σε περιστάσεις που συνέθεσαν την Αδελιανή και Αγιοπαρασκιανή παράδοση. Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου ο κατάλογος των τοπωνυμίων, μια μορφή της ντοπιολαλιάς άγραφη και αδιάβαστη ακόμη σελίδα της κρητικής μικροϊστορίας, ερμηνεύει τα εσώτερα της περιοχής, με τους χαλασέδες, τα θυμοκέφαλα, τα μετόχια, τα ξεριζάμπελα, τα πατητήρια, τσι Ρουσσές, τα Σώχωρα και άλλα.
Ο Παναγιώτης Παρασκευάς ενέταξε τη βαθιά ιστορική του γνώση (συμπληρωματικά έχει πραγματοποιήσει λαμπρές μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές), στο μνημείο τιμής και προσφοράς του χωριού και δήμου, όπου οικογενειακώς κατοικεί. Απέθεσε ήδη ένα μεγάλο λιθάρι στην ιστορία του Άδελε, σημάδι και εμπόδιο λησμονιάς μαζί, κανόνας μελέτης για την ‘’μικρή’’ ιστορία και γνώση, γεγονότων που δεν φιλοξενούνται ακόμη στα σχολικά βιβλία. H γραφή και θροφή του ιστορικού λόγου, μας έκαμε να νοσταλγήσουμε απόψε χίλιες στιγμές του παλιού καιρού.
Στο Άδελε και την Αγία Παρασκεύ (-σκή) του 21ου αιώνα, η αξιοποίηση της τοπικής παράδοσης έχει τη δική της σελίδας μνήμης για τους παλιότερους, ευθύνης για νεότερους. Άραγε δικαιώνονται οι παλιοί λαογράφοι καθώς η μνημειακή ιστορία του Άδελε, γραμμένη με πάθος και μεθοδικότητα, υπερβαίνει τις αναμνήσεις των ζώντων, αφού μας ωθεί να περπατήσουμε ξανά στις κλεισούρες του παρελθόντος, εκεί που έσμιξαν οι ‘’ματωμένες’’ μέρες των προσφύγων με την ακάματη διάθεση των ντόπιων για να στεριώσουν τα έργα τους. Στο μακρυνό τούτο οδοιπορικό, διαδρομή αγώνα και ψυχής, ο Παναγιώτης Μιχ. Παρασκευάς, μας ταξίδεψε χίλιες φορές απόψε. Το βιβλίο που όλοι με ενδιαφέρον και αγάπη για τον τόπο που περίτεχνα προβάλλει, έργο πνοής και πολιτισμού του τοπικού πολιτισμού, διαβάζουμε, μας έφερε απόψε κοντά στους ανθρώπους που ομάδι, πάλαι και επ’ εσχάτων, αγκάλιαζαν τη ζωή. Σαν τη γραφή του δημοτικού τραγουδιού : ’’χριστέ μου πως μ’ αρέσουνε τα ρόδα όταν ανθούνε και τω μανάδω τα παιδιά όντε μονομεριούνε’’….Ευχαριστώ.
Στον καλό φίλο και ακριβό μου συμφοιτητή και συνάδελφο Τάκη, αλλά και στην ομότεχνη οικογένειά του, χρέος τιμής τριών δεκαετιών, συνοδοιπορίας πνευματικής κι αγαπημένης. Είη πάντα ισόφιλη η γραφή με την αγάπη του για τη γνώση και τους ανθρώπους.
Ηταν μια μυσταγωγική εκδήλωση που άφησε άριστες εντυπώσεις σε όσους την παρακολούθησαν