ΤΑ « Ρ.Ν» ΤΙΜΟΥΝ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΩΝ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΩΝ

Κλάψαν τση Κρήτης τα βουνά, ο Ψηλορείτης χώρια,

για το χωριό που εκάψανε οι Γερμανοί τ ‘Ανώγεια.

(Ζαχαρίας Καραμπίνης)

 

 

Είναι να καλοτυχίζεις τους Ανωγειανούς και για ένα ακόμα λόγο. Οι πνευματικοί τους ταγοί που κατέγραψαν την τοπική ιστορία βρήκαν άξιους συνεχιστές που μας εντυπωσιάζουν με την εμπεριστατωμένη τους έρευνα που αποκαλύπτει συγκλονιστικά στοιχεία.

Ο δάσκαλος και συγγραφέας Γιώργης  Σμπώκος που παρακολούθησε τα γεγονότα του Ολοκαυτώματος μικρό παιδί ,άφησε τη σκέψη του ,τη ζυμωμένη με τα μοιρολόγια και τις αναφορές της συμφοράς, να καταγράψει την ιστορική πραγματικότητα με όλα τα στοιχεία  που δίνουν κύρος στην ιστορική έρευνα.

Κι ακολούθησαν άλλοι με πρωτοστάτες τώρα τα τελευταία χρόνια το Γιώργη Καλογεράκη και το Γιάννη Φασουλά να συνεχίζουν και να αποδεικνύονται με τα γραπτά τους νέες αξιόπιστες πηγές.

 

 

Εφαλτήριο  για τις αναφορές τους αυτές είναι η ΑΝΩΓΗ. Από την εφημερίδα αυτή που τιμά τον τύπο της Περιφέρειας θα πάρουμε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα που καταγράφει ο Γιάννης Φασουλάς,τιμώντας έτσι με τη σειρά μας τα 63 χρόνια από το Ολοκαύτωμα των Ανωγείων .Η επέτειος με λαμπρό τρόπο θα τιμηθεί μεθαύριο  Δευτέρα από τον Δήμο

 

Και θα ξεκινήσουμε με μια αναφορά  της Ζαφειρένιας Ξυλούρη-Μπαμπακιούδαινα  , που στις 13 Αυγούστου 1944   έχασε το παιδί της, Στεφανή, από τις σφαίρες των Γερμανών επιδρομέων

 

«Του ‘πλυνα το πρόσωπο με τα δάκρυά μου»…

….

Αφήγηση Ζαφειρένια Ξυλούρη -Σκουλά του Εμμανουήλ ή Μπαμπακιούδενα (αδερφή του παπά – Γιάννη Σκουλά):

…το πρωί όταν ξημέρωσε η μέρα ήρθανε και είπανε να πάνε απάνω όλα τα γυναικόπεδα. Το διατάξανε οι Γερμανοί. Ο άντρας μου ήτανε αντάρτης στο βουνό. Άντρες στο χωριό δεν υπήρχανε. Όλοι ήτανε αντάρτες.

Οι Γερμανοί εβρήκανε πολλά γυναικόπεδα στο χωριό. Αν ήθελα δε βρούνε τόσα πολλά γυναικόπεδα οι Γερμανοί στο χωριό ήθελα μας εσκοτώσουνε. Άμα επήγαμε στο σχολείο μας είπανε να πάμε να πάρομε από το σπίτι μας κάτι ότι ήθελα μπορούμε να σηκώνομε. Πως ήθελα μας εφύγουνε δεν το ξέραμε βέβαια. Ήρθαμε μεις, ήρθενε και το παιδί μου, αυτό μου κλούθανε αυτό ήτονε εννιά χρονών. Το λέγαμε Στεφανή. Τότε εγώ είχα τρία παιδιά. Το άλλο βράδυ είχαμε φύγει πάλι από τα σπίτια μας και είχαμε πάει απέναντι και εξομείναμε έξω. Επεριμέναμε να έρθουνε οι Γερμανοί. Τα παιδιά ενομίζανε ότι ήθελα να πάμε πάλι έξω από το χωριό να ξομείνομε. Εγώ ήμουνε μέσα στο σπίτι και έγκυος οχτώ μηνών. Γύρευγα να πάρω ρούχα για την γέννα μου. Μπαίνει ο Στεφανής και μου λέει:

-Μάνα, ήντα να πάρω;

Είχαμε δυο γειτονάκια, το Μιχάλη και το αδερφάκι του το Γιώργη το Μπροκάκη. Του φωνιάζανε του Στεφανή. Το παιδί εγώ δεν τ’άκουσα που φώναζε του δικού μου. Είπα του Στεφανή μου :

-Πάρε παιδί μου το πάπλωμα και πήγαινε.

Δεν εκατάλαβα πως τα παιδιά δεν ήθελα γιαγύρουνε στο σχολειό μόνο να πάρουνε απάνω προς το βουνό. Το παιδί επήρε το πάπλωμα και εγώ στο σπίτι μέσα εγύρευγα τα ρούχα που μου χρειάζουνται. Τα βάνω σ’ένα τσουβάλι. Γρικώ τον πυροβολισμό κι ήμουνε μες στο σπίτι. Το παιδί μου ήτονε στο γύρο του δρόμου, στην καμάρα, εκεί που είναι ο Άγιος Νεκτάριος. Εγώ δεν άκουσα πως τους φώναξε ο Γερμανός.

Το γειτονάκι μας επήρε τον Στεφανή και πηγαίνανε προς τα πάνω να βγούνε έξω από το χωριό. Εγώ έβαλα το τσουβάλι τα ρούχα στον ώμο, το σηκώνω και εβγήκα και προχώρησα προς την μεριά της καμάρας. Εκεί που πήγαινα μου λέει του Μίχαλου η μάνα, η Ελένη Σκουλά:

-Έ καημένη, εσκοτώσα το.

Εγώ εξαφνιάστηκα, δεν εκατάλαβα και επήγαινα. Πάω και το βρίσκω πεσμένο στο δρόμο. Ήτανε πηγεμένες μερικές γυναίκες, πολλά παιδιά εστέκανε από πάνω του. Ο Γερμανός είδε τα παιδιά ότι δεν επηγαίνανε προς το σχολειό, τους εφώναξε αλλά αυτά δεν εδώκανε σημασία και επυροβόλισε. Η σφαίρα εβρήκε το δικό μου παιδί, τον Στεφανή μου.

Επήγα και το βάνω στα γόνατά μου. Η σφαίρα το βρήκε στο λαιμό. Ο Στεφανής μου άνοιξε το στόμα του και ετελείωσε.

ΑΘΑΦΤΟ ΕΞΙ ΜΕΡΟΝΥΧΤΑ

Έρχεται ο Γερμανός με το όπλο. Μου λέει να φύγω. Εγώ δεν έφευγα και τον έξύβριζα. Αυτός το καταλάβαινε πως τον έβριζα. Μου λέει ο Γερμανός ότι κι εγώ καπούτ. Εγώ δεν έφευγα μόνο έκλαιγα. Επήρα το πρόσωπο του Στεφανή μου και το καθάριζα από τα χώματα και εμοιρολογούμουνε. Του’πλυνα το πρόσωπο με τα δάκρυά μου. Ύστερα δεν μ’αφήκανε οι γυναίκες μόνο με πήρανε και φύγαμε. Το παιδί μου έμεινε εκεί πεσμένο. Έμεινε ξοπίσω η πεθερά μου και δυο τρεις άλλες γυναίκες. Εμείς οι υπόλοιπες επήγαμε στο Αρμί στο σχολειό. Οι Γερμανοί δεν εφήνανε να πάρουνε το παιδί από κια. Η πεθερά μου η Μαγδαληνή Ξυλούρη εβρήκε μια τση ανιψιά Κατερίνη Γιαννιούδαινα την λέγανε και πήγανε στους Γερμανούς και τους λένε να πάρουνε το παιδί. Ελέγανε των Γερμανών να πάρουνε το παιδί να το πάνε στην εκκλησία. Οι Γερμανοί δεν αφήνανε μόνο τση στείλανε στο φυλάκιο και τον έδωκε χαρτί ο υπεύθυνος και έτσι το πήρανε. Το πήγανε μες στην εκκλησία. Και έκαμενε έξε μερόνυχτα μες στην εκκλησία άθαφτο. Άμα το πήρανε το παιδί και το πήγανε στην εκκλησιά η πεθερά μου ήρθε κι αυτή στο σχολειό. Μας επήγανε οι Γερμανοί στο Γενή Γκαβέ. Εκεί εξωμείναμε. Το πρωί μας εβάνουνε στον αμαξωτό, μας επροπατούσανε και επήγαμε στο Πέραμα. Όλα τα γυναικόπεδα του χωριού. Εκεί μας εφήκανε σ’ένα λιόφυτο. Ήτανε σπερνό τση Παναγίας. Μας εφέρανε οι ανθρώποι ελιές ψωμί, πατάτες ότι είχανε. Μετά μας επήρανε οι Μυλοποταμίτες στα σπίτια ντως. Κάθε οικογένεια έπαιρνε και μια από τις δικές μας, μας το κάνανε πολύ καλά. Εγώ δεν επήγα στο Πέραμα. Ήρθε ένας και τονε λέγανε Σαρή και γνώριζε τον αδερφό μου τον παπά – Γιάννη.

Μας επήρε και μας επήγε σ’ένα δικό του σπίτι στο Μελιδόνι. Του άντρα μου δεν του λέγανε την αλήθεια πως εσκοτώσανε οι Γερμανοί το Στεφανή μας. Μόνο του λέγανε άλλα. Μια μέρα του λέει η Λακιώταινα:

-Έ καημένε Μανόλη, παίζουσί σε. Το κοπέλι σου σκοτώσανε οι Γερμανοί.

Ο άντρας μου εγύρευγε τότε να με βρει. Δεν εκάτεχε ούτε εγώ που ήμουνε ούτε τα παιδιά. Το κοπέλι ήταν ακόμη μες στην εκκλησία της Παναγίας εδώ στα Ανώγεια στο Περαχώρι. Το χωριό έρημο. Μόνο τρεις γυναίκες ηλικιωμένες ερχόντανε κάθε μέρα και επαίρνανε τρόφιμα από τα δικά ντως σπίτια. Η Κρυστάλλη η Σταυρακάκη, η θειά μου η Μαριόρα και η Πατάραινα. Και εκεί που είναι τώρα το κατηχητικό ήτανε νεκροταφείο παλιό. Ήρθενε ο άντρας μου στο Μελιδόνι και με βρήκε. Έμαθε που ήμουνε. Εγώ έκλαιγα. Εκεί μου’πε ότι θα’ρθει στα Ανώγεια να θάψει το κοπέλι.

«ΚΑΛΛΙΟ

ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΟ ΕΙΔΑ»…

Οι Γερμανοί κάθε πρωί ήρχουντανε στο χωριό εγκρεμίζανε και εκαίγανε τα σπίτια και κάθε βράδυ επηγαίνανε στα Σίσαρχα. Ο άντρας μου ήρθε και ήτανε εδώ στην γειτονιά μια κοπελιά Χρυσαυγή την λένε και επήγανε μες στην εκκλησία να πάρουνε το παιδί. Το λάδι του ήτονε χυμένο μες στην εκκλησία. Και το παιδί ήτονε μαύρο κατάμαυρο. Καλλιά που δεν το’δα μου’λεγε μετά η Χρυσαυγή. Ο άντρας μου είπε στην Χρυσαυγή να τονε βοηθήσει να το πάνε στο νεκροταφείο. Εβοήθησέ ντονε η Χρυσαυγή Ξυλούρη. Ήρθε επαδέ στο σπίτι μου να βρει ένα ρούχο να του βάλει και δεν έβρισκε. Όλα τα’χανε παρμένα. Σκέψου δα που είχα όλη την προίκα μου εδώ. Δεν εβρήκε ρούχο μόνο ένα παλιό γαμπά. Το πήγανε στο νεκροταφείο. Και μόλις εφτάξανε έπιασε ο άντρας μου να βγάλει μια πλάκα και να το θάψει. Εκεί ήτανε και οι τρεις γυναίκες η Κρυστάλλη, η Μαριόρα και η Πατάραινα. Και μόλις έπιασε να σηκώσει την πλάκα να βάλει το παιδί ο άντρας μου φωνιάζει μια γυναίκα απέναντι :

-Γερμανοί μόνο φύγετε!

Μόλις το’πε από πάνω από το δρόμο σ’ένα πρινάρι ήτονε οι Γερμανοί προβαρμένοι. Αφήνει ο άντρας μου το παιδί άταφο και φεύγει. Και παίρνει κάτω. Στου Σμπρουλογιώργη τα σπίτια εμέρδεψαν τα πόδια του κι εγανάχτησε να τα ξεμπερδέψει.

Και όντεν επέρνανε την εκκλησία τση Παναγίας του βάνανε με το πολυβόλο οι Γερμανοί και επήρε τση σφαίρες ο ρούκουνας τση εκκλησιάς. Ο ρούκουνας τση Παναγίας εσκότωσε τση σφαίρες. Και το παιδί το θάψανε οι τρεις γυναίκες και η Χρυσαυγή. Στο παλιό νεκροταφείο.

Ήρθε μετά ένας Παπαδογιάννης που γνώριζε ένα μου αδερφό το Λευτέρη και έρχεται και μας παίρνει και πάμε στην Αγυιά. Εκάναμε εκιά δυο τρεις ημέρες. Μετά ήρθε η κουνιάδα μου η παπα – Γιάνναινα και με πήρε και πήγαμε στον Άη -Γιάννη. Από τον Άη – Γιάννη επήγα στην Αξό. Εκεί εγέννησα και έκαμα ένα κοριτσάκι. Και επέθανε κι αυτό στο χρόνο απάνω. Όντεν ήμουνε στην Αγυιά, τα Ανώγεια εφαίνουντανε από κει και εθώριες μαύρους καπνούς και εβγαίνανε από το χωριό μας.

ΠΗΓΑ ΣΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ

Οι Γερμανοί εκαίγανε πρώτα τα σπίτια και μετά τα ρίχνανε.

Μια μέρα από την Αξό εθέλανε να ρθούνε στο χωριό η πεθερά μου και η μάνα μου μήπως βρούνε τίποτα από τα σπίτια μας. Εγώ τονα ακλούθουνα και εμπήκαμε ποταμό ποταμό να ρθουμε στ’Ανώγεια. Εφτάξαμε. Εγώ δεν ήρθα στο σπίτι. Αυτές ήρθανε μα εγώ επήγα στο νεκροταφείο. Απάνω στον τάφο του παιδιού μου έκλαιγα. Κι εκιά που έκλαιγα και ήμουνε μοναχή στο νεκροταφείο θωρώ έναν άνθρωπο ψηλό με τα θερινά ρούχα και έρχεται και μ’αγκαλιάζει Στρέφομαι και βλέπω τον αδερφό μου τον παπά – Γιάννη. Ξυρισμένο. Δεν τονε γνώρισα στην αρχή γιατί δεν τον είχα θωρώντας ξυρισμένο. Από δω έφυγε παπάς και μετά έγινε στην Μέση Ανατολή αλεξιπτωτιστής.

Σαν εγίνηκα εννιά μερών λουχούνα ήρθενε ο πατέρας μου και μας επήρε και επήγαμε στο Κεραμούτσι. Από κει ήτανε τση μάνας μου ο πατέρας. Και κάμαμε στο Κεραμούτσι ένα χρόνο. Στο χρόνο απάνω ο άντρας μου επολέμησε κι έκανε ένα μικρό σπιτάκι εδώ στ’Ανώγεια και εγυρίσαμε πίσω…

Σκότωσαν εν ψυχρώ στο κρεβάτι δυο ανάπηρα παιδιά!!!

…κατόπιν ανατίναξαν τα σπίτια τους. Έτσι πέτρες, ξύλα και κορμιά έγιναν ένα. Οι Ξυλούρηδες, ο Γιάννης και

ο Κωστής, πέρασαν στην αιωνιότητα

Στ’ Ανώγεια, σε γειτονικά σπίτια, βρισκόταν ανήμπορα στο κρεβάτι δυο ξαδέρφια. Ο Γιάννης και ο Κώστας Ξυλούρης. Χτυπήθηκαν από την μοίρα σε νεαρή ηλικία. Είχαν σπάσει σε ατυχήματα την σπονδυλική τους στήλη. Ο Γιάννης στο βουνό και ο Κώστας όταν προσπαθούσε να φορτώσει ένα γάιδαρο. Πριν τον πόλεμο. Όταν οι Γερμανοί τον Αύγουστο του 1944 αποφάσισαν να διώξουν τα γυναικόπαιδα από τ’Ανώγεια, δεν επέτρεψαν να μείνουν κοντά οι αδερφές τους για να τους φροντίζουν.

Κι όχι μόνο αυτό. Σκότωσαν τα παλικάρια και κατόπιν ανατίναξαν τα σπίτια τους. Έτσι πέτρες, ξύλα και κορμιά έγιναν ένα. Οι Ξυλούρηδες, ο Γιάννης και ο Κωστής, πέρασαν στην αιωνιότητα. Για να θυμίζει η θυσία τους την νέα τάξη πραγμάτων και πως την εννοούσαν οι δυνάμεις του άξονα.

Για να θυμίζει σήμερα η θυσία τους, την θέση που κατείχαν πανανθρώπινες αξίες όπως σεβασμός, αξιοπρέπεια, πολιτισμός, στην σκέψη των κατακτητών Γερμανών.

Αφήγηση Νίκη Ξυλούρη – Καλομοίρη (κουνιάδα του Γιάννη Ξυλούρη, ενός από τους δυο Ξυλούρηδες της παρακάτω ιστορίας) …μας επήρανε από παδέ οι Γερμανοί, μας εμαζέψανε και μας επήγανε στο σχολείο στ’Αρμί. Μας επήρανε από κια όλα τα γυναικόπεδα και μας επήγανε στο Γενή Γκαβέ και μας εδιακλαδώσανε και εμοιραστήκαμε στα χωριά προς το Πέραμα. Εγώ τότε, όταν εκατεβαίναμε στο Πέραμα, έβρηκα ευκαιρία και έφυγα από τση Γερμανούς. Μου κλουθούσανε και δυο τρεις άλλες κοπελιές. Τονε ξεφύγαμε, επιάσαμε τα βουνά κι εβγήκαμε εις το Χουμέρι. Από το Χουμέρι εβγήκαμε στον Άγιο Ιωάννη, από τον Άγιο Ιωάννη στα Ζωνιανά. Από τα Ζωνιανά ξετρυπήσαμε στην περιοχή του χωριού μας στη Σπαθαριά. Εγώ ήμουνε κοπελοπούλα. Στη Σπαθαριά εβρήκαμε κι άλλους χωριανούς μας, τον άντρα μου, το Διαμαντή και άλλους. Ο κουνιάδος μου ο Ιωάννης Ξυλούρης του Νικολάου (ή Κίτρης), τον αφήκανε οι κουνιάδες μου στο κρεβάτι. Αυτός πριν τον πόλεμο εβόσκευε στα βουνά. Έβλεπε τση κατσίκες. Εξάπλωσε σ’ένα χαράκι και φαίνεται πως εγύρισε εκεί που κοιμούντανε και έτσι που γύρισε έκανε πέζα, ( δάμακα δετάρι ) και εγκρεμίστηκε. Έσπασε τη μέση του. Γιατροί τότε ορθοπεδικοί και μέσα δεν εβρίσκουντανε. Και μια πραχτική η Μαριόρα του’πε : Θα κείτεσαι στο κρεβάτι ανάσκελα και ίσως να σε βοηθήσει ο Θεός να σταθείς στα πόδια σου. Αλλά αυτός εκοίτουντανε πολλά χρόνια.

 

 

 

ΠΗΓΑΝ ΓΚΕΣΤΑΜΠΙΤΕΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ…

 

Όταν μας εμαζέψανε οι Γερμανοί εφύγανε κι οι αδερφήδες του. Οι Γερμανοί τση βγάλανε όξω κι εφήκαντονε στο κρεβάτι. Ο Γιάννης ακίνητος. Και στο διπλανό σπίτι ήτανε στο κρεβάτι και ο ξάδερφός του ο Κώστας Ξυλούρης του Γεωργίου (ή Κίτρης). Κι ο ένας στο κρεβάτι κι ο άλλος. Την ίδια πάθηση είχε και ο Κώστας. Εφόρτωνε ξύλα στο γάιδαρο, πριν το πόλεμο. Ετσά που φόρτωνε, έβαλε το σκοινί στο σκαρβέλι. Πιάνει το φόρτωμα με τα δόντια του για να το σύρει. Σπα το σκαρβέλι και πέφτει με την πλάτη. Έσπασε κι αυτός την σπονδυλική του στήλη όπως και τον ξάδερφό του το Γιάννη. Και εκείτουντανε κι αυτός. Ήτανε και συνομήλικοι. Δεκαφτά – δεκαχτώ χρονών. Μας ελαλούσανε οι Γερμανοί και μας εβγάλανε όξω από το χωριό και εμείνανε τα παιδιά στο κρεβάτι στα σπίτια ντως. Αρχίξανε και καίγανε οι Γερμανοί το χωριό. Μέσα στους Γερμανούς ήτονε και γκεσταμπίτες και μπήκανε στο σπίτι του Γιάννη Ξυλούρη. Αυτός φαίνεται γνώρισε κανένα. Αυτό το συμπέρασμα έβγαλε ο άντρας μου. Και θα του’πενε ο Γιάννης του γκεσταμπίτη που μωρέ θα πας δε θα γυρίσει η εποχή; Ο άλλος σου λέει αυτός με γνώρισε εδά και πρέπει να τονε ξεβγάλω. Και του παίζει δυο πυροβολισμούς στο στήθος και μετά ανατινάξανε το σπίτι και τονε πλάκωσε.

(10-8-2007)

Αφήστε μια απάντηση