KAZANTZAKH ANABAΣΗ

IMG_7054Ομιλία του κ. Γιώργου Φρυγανάκη με θέμα ” Καζαντζάκη Ανάβαση” στην εκδήλωση του Λυκείου Ελληνίδων Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015.

Προλόγισε η πρόεδρος Φέφη Βαλαρή και η Μαριέτα Εκκεκάκη αναφέρθηκε στο βιογραφικό του ομιλητή

 

 

 

 

Ο κ. Φρυγανάκης είπε ;

Η επιλογή της ημερομηνίας δεν είναι τυχαία. Ο Καζαντζάκης βέβαια είναι ούτως ή άλλως επίκαιρος και διακαιρικός. Την επιλογή μου όμως την έκανα με το σκεπτικό της συγκεκριμένης επετειακής επικαιρότητας:

–  Πρώτον, βρίσκεται πολύ κοντά στην Παγκόσμια Ημέρα Βουνού που εορτάστηκε προχθές ( 11 Δεκεμβρίου) και δένει με τη βουνολατρία και τη «Ανάβαση» του Καζαντζάκη (που είναι και ο τίτλος της βασικής ομιλίας μου).

– Δεύτερον, βρίσκεται αρκετά κοντά στα Χριστούγεννα που δένουν με τη θεολογία του συγγραφέα και προπαντός με το μήνυμα της αγάπης, την καθολικής/πανανθρώπινης αγάπης που εκπέμπει το έργο του.

Πού να το φανταζόμουν, όμως, ότι ένα θλιβερό γεγονός την προηγούμενη Κυριακή θα ενίσχυε την επικαιρότητα της ομιλίας μου: η βεβήλωση του τάφου του Νίκου Καζαντζάκη, ενός από τα εμβληματικά μνημεία του Ηρακλείου και της Κρήτης, με τον τεράστιο συμβολισμό του πάνω στον προμαχώνα Μαρτινέγκο του ενετικού τείχους του Ηρακλείου. Γεγονός που μαζί με την προχθεσινή βεβήλωση του μητροπολιτικού ναού μας και του καμπαναριού του δείχνουν ότι ο βανδαλισμός έχει πολλές μορφές έκφρασης αλλά μια πηγή, τη βαρβαρότητα.

 

Β. Ακολούθησε βίντεο με τη βιογραφία και εργογραφία του Ν. Καζαντζάκη

 

Γ. Από την κεντρική 

 

«ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ ΑΝΑΒΑΣΗ»

 

                                                      Μια λέξη πάντα, σε όλη μου τη ζωή, με τυραννούσε

                              Και με μαστίγωνε η λέξη Ανήφορος…

                                                   Αυτός είναι ο δρόμος φώναζα μέσα στα όνειρά μου,

                                                  Αυτός είναι ο δρόμος του ανθρώπου, άλλον δεν έχει!

Αναφορά στον Γκρέκο

 

Συμπληρώνονται 58 χρόνια από τότε που έκλεινε για πάντα τα κουρασμένα από την αναζήτηση, τη μελέτη και τη συγγραφή μάτια του ο Νίκος Καζαντζάκης, ο μεγάλος Κρητικός συγγραφέας, η πιο πολυσυζητημένη και αμφιλεγόμενη φυσιογνωμία της Νεοελληνικής μας Λογοτεχνίας. Όμως ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΖΗ μέσα στην αιωνιότητα του έργου του, που με το γερό του σκαρί ταξιδεύει σ’ όλο τον κόσμο, προβάλλοντας παντού τη σκαλισμένη στο ακρόπλωρό του ΚΡΗΤΗ ως χώρο και, προπαντός, ως ιδέα.

Ο άνθρωπος αυτός, που σε όλη του τη ζωή ήταν «το χελιδονόψαρο που τινάζεται από τα νερά μοχτώντας να ξεπεράσει τη φύση του κι ο μεταξοσκούληκας που κάνει το σπλάχνο του μετάξι» Αναφορά στον Γκρέκο 1, μας άφησε δέκα μυθιστορήματα, πέντε φιλοσοφικά δοκίμια, έξι τόμους ταξιδιωτικών έργων, δώδεκα θεατρικά έργα, πέντε διασκευές θεατρικών έργων, τέσσερις τόμους αλληλογραφίας, δύο τόμους με παιδικά ιστορικά μυθιστορήματα, δέκα τόμους φιλοσοφικών μεταφράσεων, δύο τόμους μετάφρασης έργων του Πλάτωνα, μετάφραση της Οδύσσειας και της Ιλιάδας του Ομήρου, μετάφραση της Θείας Κωμωδίας του Δάντη, μετάφραση δεκαπέντε παιδικών βιβλίων από τον Ιούλιο Βέρν, σενάρια, μελέτες… Στην ποίηση μας άφησε τον τόμο Τερσίνεςκάντα» ή «τραγούδια» κατά καζαντζάκη) και την Οδύσσεια, που μαζί με την Ασκητική του συμπυκνώνουν όλη τη φιλοσοφία του, που είναι  η γνήσια ζωή μέσα από τη σ υ ν ε χ ή   α ν ά β α σ η…

Για την Ασκητική του ο Κ. λέει: «…Το έργο είναι ο πυρήνας και το κλειδί όλης μου της ζωής –πνευματικής, ψυχικής, σωματικής. Τίποτα άλλο δε σχολιάζει με περισσότερη ακρίβεια και πάθος την ύπαρξή μου. Όλο μου το έργο δεν είναι παρά η εφαρμογή κι ανάλυση της κεντρικής τούτης Κραυγής…»2. Και το κατεξοχήν έργο που φύτρωσε από το σπόρο της Ασκητικής είναι η Οδύσσεια: «Είναι το έργο της ζωής μου, κι από αυτό κρέμεται η σωτηρία της ψυχής μου. Θα σωθώ ή θα χαθώ μαζί του»3.

Το πολύπλευρο όμως έργο του Κ., ως σημαίνον και σημαινόμενο, και η πολύτροπη ζωή του μεγάλου «ταξιδιολόγου» – αντανακλάσεις της πολυδιάστατης προσωπικότητάς του- έγιναν συχνά αντικείμενο ποικίλων ακόμη και αντιφατικών αποτιμήσεων, καθώς η κριτική άλλοτε επικεντρώθηκε περιοριστικά σε μια πτυχή της ογκώδους πνευματικής δημιουργίας του και της ζωής του και άλλοτε αποκεντρώθηκε απεριόριστα, παραποιώντας ούτως ή άλλως την ουσία του πραγματικού Καζαντζάκη.

Έτσι, στο στόχαστρο της αρνητικής κριτικής, συχνά κακοπροαίρετης, βρέθηκε η σχέση πνευματικής και πραγματικής του ζωής, που χαρακτηρίστηκε αντιφατική. Τον κατηγόρησαν για την εμμονή του να μη στρατευτεί σε κάποιο από τα επαναστατικά κινήματα του καιρού του, για την παραμονή του έξω από τη μεγάλη εποποιΐα της Ελληνικής Αντίστασης 1941 – 45, για την αστραπιαία εμφάνισή του μετά στην πολιτική, για καιροσκοπική ανάληψη καίριων πόστων που θα του εξασφάλιζαν επαφές με ξένους εκδοτικούς οίκους ή θα προωθούσαν τις τιμητικές διακρίσεις του… Πέρα από αυτά, κάποιοι, σαν άλλοι…«παπαράτσι», προσπάθησαν να μπουν ακόμη και στην κρεβατοκάμαρά του, επιχειρώντας κτυπήματα «κάτω από τη μέση»…

Εντονότερες ήταν οι απορίες, οι επιφυλάξεις και οι επικρίσεις που διατυπώθηκαν αναφορικά με το έργο του και συγκεκριμένα για τη γνησιότητα των εμπνεύσεών του, για την τεχνική και την έκταση του έργου του, για τις γλωσσικές του επιλογές, για την απουσία πρότυπων «λύσεων» ζωής και κυρίως για τη «θεολογία» του, που συνάντησε και την πιο λυσσώδη αντίδραση. Πόσες φορές δεν ξάπλωσαν την πνευματική του δημιουργία οι δήμιοι ιεροεξεταστές κάτω από τους φακούς της προκατάληψής τους, πόσες φορές δεν την ερεύνησαν καχύποπτα, για να εντοπίσουν στοιχεία ή ιχνοστοιχεία μόλυνσης, να στοιχειοθετήσουν την κατηγορία της ενοχής της και να την τοποθετήσουν στη σκουριασμένη γκιλοτίνα τους. Κάποιοι, μάλιστα, θα περιμένουν δίπλα από τον τάφο του να τρέξει… κατράμι και οι πιο θερμοκέφαλοι θα προβούν σε βανδαλισμούς!…

Πενηνταοκτώ χρόνια, όμως, μετά το θάνατο του Ν. Καζαντζάκη, επιβάλλεται να μην επικεντρώνουμε τις βολές μας στις όποιες υπερβολές του -φυσικές άλλωστε για τα μέτρα ενός γίγαντα- ή στις διαβολές των φανατικών αντιπάλων του -φυσικές και αυτές, αφού «τους υψηλούς πύργους πλήττουν οι κεραυνοί», για να θυμηθούμε το Βιργίλιο-, αλλά να δούμε με καθαρό, οικουμενικό μάτι την εναγώνια ανηφορική πορεία που πραγματοποίησε ο ισόβιος αυτός πνευματικός ορειβάτης των πιο ψηλών κορυφών της γνώσης και των μυστηρίων της ζωής και του θανάτου, αλέθοντας με τις μυλόπετρες του αδηφάγου νου του τις πιο τραχιές ιδέες. Να δούμε την «αιμάτινη γραμμή» που άφησε το ανηφόρισμά του με τη διαρκή υπέρβαση των στόχων και όχι την παράβαση της βασικής στοχοθεσίας του, που ήταν, παρά τους όποιους στρατηγικούς μαιανδρισμούς, η ανάβαση για την ανάβαση, ο αγώνας για τον αγώνα, η διαρκής άσκηση ως ουσία και δικαίωση της ζωής. Να γευθούμε την οικουμενικότητα με την οποία είναι διαποτισμένο το συγγραφικό έργο του, που ουσιαστικά ήταν η πραγματική του ζωή, αφού ο ασκητής αυτός του πνεύματος ζούσε για να στοχάζεται και να συγγράφει. Διαφορετικά θα χάσομε από τα μάτια μας την ουσία του μεγάλου στοχαστή – συγγραφέα, που δεν είναι μόνο (ή τόσο) ο μηδενιστικός πεσιμισμός, ο διονυσιακός μηδενισμός, αλλά και η ηρωική κατάφαση της ζωής, της ανθρώπινης μοίρας.

*          *          *

Έχει δίκιο η Έλλη Αλεξίου όταν λέει: «όταν σκύβει κανείς μελετώντας Καζαντζάκη, πρέπει να κλείνει τ’ αυτιά του σε κάθε άλλη φωνή φιλοσόφου, στοχαστή, ποιητή, μύστη για ν’ αφουγκραστεί την πολύβουη φωνή του Καζαντζάκη, άλλοτε άγρια και βαθιά μέσα σε μια τραγική αγωνία, άλλοτε πάλι λυπητερή, τρυφερή και γιομάτη παρακάλια, σαν τη φωνή του μικρού παιδιού».4

Αυτή τη φωνή ας ακούσομε όπως βγαίνει άμεσα ή έμμεσα μέσα από το έργο του…

Το μεγάλο ερώτημα είναι: «Τι είσαι, ποιος είσαι, από πού έρχεσαι;», με το στόμα του γέρο Μουστογιώργη στο μυθιστόρημα του Α. Ζορμπά.5

Ή «Τι γίνεται εκεί πάνω!… Τι πάει να πουν όλα αυτά; Ποιος τα ’καμε; Γιατί τα ’καμε;…  Από πού ερχόμαστε και που πάμε;»6 με το στόμα του ίδιου του Ζορμπά.

Ή «Από πού ερχόμαστε, βρε παιδιά, από πού ερχόμαστε, που πάμε; Να το σκουλήκι που με τρώει.. Δε θέλω να πεθάνω στραβός!», με το στόμα του Καπετάν Σήφακα στο μυθιστόρημά του Ο Καπετάν Μιχάλης.7

Ή «Από πού ερχόμαστε; Πού πηγαίνομε; Τι νόημα έχει τούτη η ζωή; φωνάζουν οι καρδιές, ρωτούν οι κεφαλές, χτυπώντας το χάος»8, που διαπερνά το έργο του και ιδιαίτερα την Ασκητική και τον Οδύσσεια που το εκπροσωπούν πληρέστερα.

Με αυτό το τρομακτικό, το αιώνιο ερώτημα ο ασκητής του πνεύματος αφήνει το «χουζούρι» της βεβαιότητας και ρίχνεται στην πνευματική περιπέτεια ενός αβυσσαλέου προβληματισμού, μήπως εξιχνιάσει το μεγάλο μυστήριο της ζωής και του θανάτου που του κατατρώγει από παιδί τα σωθικά. Με τον προμηθεϊκό δαυλό σφηνωμένο στο ένα χέρι και το λάβαρο του Κρητικού «ντεσπεράντο» στο άλλο, με ένα σβώλο κρητικό χώμα για φυλαχτό και τον αντιλογοκρατικό μπούσουλα κρεμασμένο στο λαιμό, με τη σπίθα της «Κρητικής Ματιάς» να σιγοκρυφοκαίει στα κατάβαθα των ματιών του και το κρητικό «όπου αστοχήσεις, γύρισε κι όπου πετύχεις, φύγε» να χορεύει ακατάπαυτα στα τύμπανα των αυτιών του, ξεκόβει από το πλήθος και μόνος, κατάμονος επιχειρεί την ανάβασή του μέσα από τα σκοτεινά περάσματα ενός κακοτράχαλου ατελείωτου ανήφορου προς την υψηλότερη κορυφή. Θέλει να δοκιμάσει την ανθρώπινη αντοχή, «να φτάσει όπου μπορεί… να φτάσει όπου δεν μπορεί»:

Χαρά στου ιερού βουνού τη μοναξιά,

στον καθαρό αέρα,

ν’ ανηφορίζεις μοναχός

μ’ ένα δαφνόφυλλο στα δόντια…

Και να μη λες: θα πάω δεξά,

θα πάω ζερβά μα να φυσούνε

κι οι τέσσερις ανεμικές

στο σταυροδρόμι του μυαλού σου

κι όσο ανεβαίνεις το Θεό

ν’ ακούς ολούθε να αναπνέεις…

Και να κινάς για τ’ άπιαστα πουλιά,

το νου ν’ αφήνεις πίσω

και τη ζωή τη βροντοκούδουνη

και τη χαρά την Κούρβα.           (Οδύσσεια)

Δε μακαρίζει εκείνους που ζουν τη μακαριότητα των κατοίκων του κάμπου, που προτιμούν «καλύτερα τη σκλαβιά με τα πολλά καζάνια»13:

Αυτοί θαρρούν πως μόνο με ψωμί

χορταίνει ο νους του ανθρώπου.14

Καλό και το ψωμί και το φαΐ,

μα πιο καλά χορταίνει

μια φλόγα απάνθρωπη που ασκώνεται

στα μαύρα σωθικά μου

κι αρέσει μου τη φλόγα εντός μου

αυτή θεό να ονοματίζω.15

 

Παρόμοια αντίστιξη προς τους άλλους και μάλιστα πιο άμεση γίνεται στις επιστολές του, όπως:

«Λυπούμαι, θέλω να πω χαίρομαι, που δεν έχω κι εγώ καμιά καραμέλα να πιπιλίζω, όπως οι άλλοι, και να γλυκαίνω τα χείλη μου… θαρρώ δεν είμαι παρά τούτο: μια ψυχή απροσκύνητη που δεν καταδέχεται να πιπιλίζει καραμέλες».16

Η επιλογή του είναι ελεύθερη. Είναι ο αυτοεξόριστος του κάμπου, όχι το θύμα εξαπάτησης κάποιας Εύας. Και η επιλογή του αυτή πηγάζει από μια βαθιά συναίσθηση του καθοδηγητικού και προφητικού και κάποτε μεσσιανικού του ρόλου μέσα σ’ έναν κόσμο βασανισμένο:

«Δεν είμαι ο κατάδικος που πότισαν κρασί για να θολώσει το μυαλό του», γράφει στην Ασκητική, το δικό του ευαγγέλιο. «Με λαγαρά τα φρένα, νηφάλιος, δρασκελώ το ανάμεσα στους δύο γκρεμούς μονοπάτι. Και μάχουμαι πώς να γνέψω στους συντρόφους, προτού πεθάνω. Να τους δώσω το χέρι μου, να προφτάσω να συλλαβίσω και να τους ρίξω ένα ακέραιο λόγο -να τους πω τι φαντάζομαι πως είναι αυτή η πορεία και καταπού ψυχανεμίζουμαι πως πάμε. Και πως είναι ανάγκη να ρυθμίσουμε το περπάτημα και την καρδιά μας. Ένα σύνθημα, σαν συνωμότης, ένα λόγο απλό να προφτάσω να πω στους συντρόφους».17

Ο αιρετικός του κάμπου αίρεται προς την κορυφή μέσα από αναιρέσεις και αυτοαναιρέσεις. Τρέφεται σαν πρωτόγονος τροφοσυλλέκτης με ρίζες και καρπούς δέντρων στα μονοπάτια και τα υψώματα του Ιησού, του Βούδα, του Νίτσε και του Λένιν αλλά και του Μπέρξον, του Σπέγκλερ, του Σοπενχάουερ ή του Δραγούμη και του Ομήρου. Είναι «ένας αγωνιζόμενος που ανηφορίζει από την ύλη στα φυτά, από τα φυτά στα ζώα, στους ανθρώπους και μάχεται για λευτεριά».18 Μέσα του παλεύουν δύο φωνές: η φωνή του νου και η φωνή της καρδιάς: «Γιατί να χανόμαστε κυνηγώντας το αδύνατο. Μέσα στον ιερό περίβολο των πέντε αισθήσεων χρέος μας είναι ν’ αναγνωρίσουμε τα σύνορα του ανθρώπου» – «Όχι! Όχι! Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν’ αρνιέσαι,ότι θωρούν τα μάτια σου!…».19

Ξαποσταίνει. παρασύρεται προς όπου νομίζει ότι υπάρχει ένα ξέφωτο. μα επιστρέφει αμέσως στον εαυτό του, τον αγώνα και την αγωνία του. Γι’ αυτόν δεν υπάρχει τέλμα, δεν υπάρχει τέρμα, αλλά τέρματα…

 

Η ανάβαση του Νίκου Καζαντζάκη συνεχίζεται…

Ο Κρητικός Οδυσσέας δε θέλει «να γεράσει στα αγαθά του∙ όσο γερνά θα μάχεται σε νέα να ανηφορίζει νιότη…».20 Γι’ αυτόν «αυτό έχει αξία: η συνέχεια, το πείσμα, η διαρκής ανάβαση».21 Κι όσο αναβαίνει μονολογεί: «Δεν μπορώ να σταθώ, δεν μπορώ να καώ, κανείς δεν μπορεί να με σβήσει».22

Πρόκειται για μια ανάβαση που από τη βάση της απουσιάζει κάθε προοπτική έξωθεν ανταμοιβής:

Η ζωή μου η προσωπική για μένα μονάχα έχει κάποια πολύ σχετική αξία, για κανέναν άλλον∙ η μόνη αξία που της αναγνωρίζω είναι τούτη: ο αγώνας της ν’ ανέβει από σκαλοπάτι σε σκαλοπάτι και να φτάσει όσο πιο ψηλά μπορού(σα)ν να την πάνε η δύναμή της και το πείσμα -στην κορυφή που αυθαίρετα ονομάτισα Κρητική Ματιά».23

Μη ρωτάς, ανέβαινε! Ίσως δεν πάμε πουθενά, ίσως το ποδοκόπι της ζωής κανείς δεν το πληρώνει. Έτσι νικούμε και τον τελευταίο το μεγαλύτερο πειρασμό – την ελπίδα. Πολεμούμε, γιατί έτσι θέμε, χωρίς αμοιβή. Δεν είμαστε μισθοφόροι».24

Κάποτε φτάνει στ’ αυτιά του, σαν απόηχος του παρελθόντος, η φωνή του Κυρίου: «Σαούλ, Σαούλ, γιατί με διώκεις». Όμως δεν πρόκειται για δίωξη. Η μόνη του επιδίωξη είναι να βρει τη μορφή του Θεού, να τη σώσει μέσα του και να σωθεί μαζί της. Οι άνθρωποι γι’ αυτόν έχουν χρέος να γίνονται «Σωτήρες του Θεού», κατά τον υπότιτλο της Ασκητικής (Salvatores dei):

Μέσα στο ακατάλυτο σκοτάδι μια φλογερή γραμμή ανηφορίζει και σημαδεύει την πορεία του Αόρατου. Ποιο είναι το χρέος μας; Ν’ ανεβαίνουμε την αιματερή τούτη γραμμή μαζί του. Καλό είναι ό,τι ορμάει προς τα’ απάνω και βοηθάει το Θεό ν’ ανηφορίσει. Κακό είναι ό,τι βαραίνει προς τα κάτω, κι αμποδάει το Θεό ν’  ανηφορίσε»25

Εμείς θα σώσουμε το Θεό πολεμώντας, δημιουργώντας, μετουσιώνοντας την ύλη σε πνεύμα… Αν κουραστούμε, αν λιποψυχήσουμε, αν μας κυριέψει ο πανικός, όλο το Σύμπαντο κινδυνεύει».26

Κάποιες στιγμές φτάνουν στ’ αυτιά του αλλόκοτοι ήχοι: πολεμικοί αλαλαγμοί, κανονιοβολισμοί, βομβαρδισμοί, ριπές εκτελεστικών  αποσπασμάτων, σαλπίγματα πολεμικά και πολιτικά, θρήνοι ξεριζωμένων, ιαχές νικητών, κραυγές και οιμωγές «αδελφοφάδων», βουητό στάσεων και αναστάσεων… Προσπαθεί να κλείσει τ’ αυτιά του καρφώνοντας το βλέμμα του στην πιο ψηλή κορυφή, το Γολγοθά του…

Κάποτε σκέφτεται ότι «ήλθε ο καιρός να γυρίσει από την εξορία του… να βοηθήσει όσο μπορεί στην κρίσιμη τούτη στιγμή τη ράτσα του…»27 και κατεβαίνει στον Κάμπο. Όμως γρήγορα επανέρχεται στην εναγώνια ανηφορική πορεία του, γιατί «η ουσία της ηθικής μας δεν είναι η σωτηρία του ανθρώπου που, αλλάζει μέσα στον καιρό και στον τόπο, παρά η σωτηρία του θεού, που μέσα από λογής – λογής ανθρώπινες μορφές και περιπέτειες είναι πάντα ο ίδιος, ο ακατάλυτος ρυθμός που μάχεται για ελευθερία».28

Καθώς ανηφορίζει, ο αέρας φέρνει στ’ αυτιά του την οχλοβοή του Κάμπου: «Ήθελε, λέει, να είναι ελεύθερος, σκοτώστε τον». (Υπότιτλος στους Αδελφοφάδες). Οι προπηλακισμοί, οι βλασφημίες, οι χυδαιότητες, οι αφορισμοί, τα αναθέματα -τα πιο πολλά στα ελληνικά- των πολλών σκεπάζουν τα άτονα χειροκροτήματα και τα διακριτικά εγκώμια των λίγων και παγώνουν τον άφωνο θαυμασμό αρκετών.

Ο μεγάλος οδοιπόρος «γλυκύτατος με όλους και άγριος μόνο με τον εαυτό του», για όσους τον λιθοβολούν λέει: «Αυτοί οι άνθρωποι μένουν σ’ άλλο πάτωμα κι εγώ σ’ άλλο. Εγώ καταλαβαίνω πολύ καλά το δίκιο τους. Πιστεύω πως αν καμιά φορά ανέβουν κι αυτοί στο δικό μου, θα καταλάβουν πως έχω κι εγώ δίκιο. Όλοι έχομε δίκιο…».29

Ο ήλιος έχει αρχίσει να γέρνει…

Ξαποσταίνει στις ρίζες της τελευταίας, της πιο απόκρυμνης κορυφής. Το βλέμμα του   απλώνεται στον Κάμπο. Η φύση βρίσκεται στην «καλή και τη γλυκιά της ώρα»30. «Κι ανθίζει μέσα  του η ζωή μ’ όλα τα πλούτια πόχει».31 Δύο φωνές παλεύουνε μέσα του. Η μία του λέει: «Φύγε, γιατί δεν υπάρχει σωτηρία». η άλλη: «Μείνε, γιατί δεν υπάρχει σωτηρία».32 «Τρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της».33 «Άνθρωπος είμαι, μαθές, κουράστηκα να περπατώ, να πεινώ, να κυρώνω, να κτυπώ τον ουρανό και να μη μου ανοίγει…».34 «Πόσες φορές σκαρφαλώνοντας με τα πόδια, με τα χέρια, τον κακοτράχαλο ανήφορο του Θεού γλίστρησα κι έπεσα, πόσες φορές σηκώθηκα, όλο αίματα, και ξανάρχιζα ν’ ανηφορίζω…».35 «Είχαν βρει οι φρόνιμοι ετούτοι νοικοκυραίοι απάνω στη γης το Θεό που ζητούσαν, όπως τον ζητούσαν, του μπογιού τους, με παιδιά, με γυναίκες, με καλοπέραση -κι εγώ, ο αλαφροϊσκιωτος, γύριζα τις στράτες…».36 «Ε και να μη ζητούσα το Θεό, ε και να μη ζητούσα το Θεό, τι χουζούρι, τι ευτυχία! Θα ’τρωγα μεγάλες φέτες άσπρο ψωμί και γουρουνάκι του φούρνου, που μου αρέσει, ή λαγό να πλέει στο λάδι, με κρομμυδάκια, με δάφνη και κύμινο. Και θα κατέβαζα, να δροσερέψει το άντερό μου, ένα σταμνί μαύρο κρασί… Κι ύστερα θα πήγαινα σε καμιά χήρα να με ζεστάνει…».37

Υψώνει το βλέμμα προς την κορυφή κι αναστενάζει:

«Όχου, ντροπή, και πώς να λυτρωθώ, κεφάλι πώς ν’ ασκώσω στα λασπωμένα τούτα σωθικά, να μην πνιγεί η ψυχή μου».38

Ανακάθεται και αναθυμάται…

Στην εναγώνια πορεία του πόσοι μεγάλοι δάσκαλοι -θνητοί ή αθάνατοι- του ’θρέψαν το νου και τον συντρόφεψαν κρατώντας τον από το χέρι! Συνάντησε Ζορμπάδες, Σικελιανούς, Ιστράτηδες, Πρεβελάκηδες κι ακόνισε μαζί τους το νου. Συνομίλησε με όλες τις φυλές του κόσμου, μα απάντηση να του χορταίνει το νου και να του στεριώνει τη ψυχή δε βρήκε. Σκέφτεται πόσο ισοδύναμα αδύναμοι είναι οι άνθρωποι απέναντι στο αιώνιο και εναγώνιο υπαρξιακό πρόβλημα της ζωής και του θανάτου και αυτοσαρκάζεται: «Τι ’ναι αυτά τα παλιόχαρτα που διάβαζα; Γιατί τα διάβαζα; Άμα δε λένε αυτό, τι λένε;… Τόσα χρόνια μαράζωσα απάνω στις Σολομωνικές. Θα ’χω στύψει δυο τρεις χιλιάδες οκάδες χαρτί. Τι ζουμί έβγαλα;».39

Στα χείλη του εναγώνιου ερημίτη ανηφορίζει μια προσευχή στο θεό του «μπογιού» του:

Θέε μου, τέντωσέ με, αλλιώς θα σαπίσω».40

Μια φωνή βγαίνει από μέσα του. σταθερή, επιτακτική:

Η ζωή είναι σύντομη, η ζωή δεν είναι παρά μια στιγμή. Ας μην την αφήσομε τη στιγμή να σβήσει άχρωμη και αδειανή. Ποιό είναι το χρέος μας; Να μετουσιώνομε τη στιγμή σε αιωνιότητα».41

Για να σταυρώσει κανείς το θάνατο, να ξεφύγει από τη φθορά πρέπει να πολεμήσει τη φθαρτή σάρκα, να την απαρνηθεί, να την κάψει, να την πνευματοποιήσει. Πρέπει σε τελευταία ανάλυση να την ταπεινώσει…».42

Κάθε άνθρωπος άξιος να λέγεται γιος του ανθρώπου σηκώνει το σταυρό του κι ανεβαίνει το Γολγοθά του… στην κορυφή του χρέους του, να σταυρωθεί, ν’ αναστηθεί και να σώσει την ψυχή του. Ξέρει πως η σταύρωση είναι ο μόνος δρόμος της ανάστασης. άλλον δεν έχει…».43

Κάνει άλλη μια προσευχή: «Θεέ μου, μη με παρατεντώσεις, θα σπάσω» και μετά άλλη: «Παρατέντωσέ με, κι ας σπάσω44

Ο ασυμβίβαστος Κρητικός Ακρίτας υποτάσσει τη φύση στη μεταφυσική του και με υπερφυσική φωνή δίνει την απάντηση στον Πειρασμό του Κάμπου: «Η δύναμή σου πέλαγος κι η θέλησή μου βράχος» 45. Και συνεχίζει τον ανήφορο για το θεό «του μπογιού του».

Κάποτε ο πάσχων ορειβάτης του στοχασμού φτάνει στην πιο ψηλή κορυφή∙. μα συναντά την Ίσιδα – Αλήθεια. Παραδέρνει, σέρνεται και  ακροπατεί στον πιο απόκρυμνο βράχο και  αντικρίζει το χάος, το άχαρο μηδέν… Λόγια  ακατάληπτα ανεβαίνουν στα σκασμένα του χείλια… Κάτι σαν «Ηλί, Ηλί, λαμ…». Όμως κι εδώ υπερβαίνει τα όρια του πεσιμισμού. Δεν καταρρέει. Νικάει την πτώση με την πτήση πάνω από τον υπαρξιακό τρόμο και την παραίτηση. Κλείνει τις ρωγμές της  «σαρανταπληγιασμένης» του ψυχής, κοιτάζει το χάος να το χωνέψει ο αδηφάγος του νους και όρθιος αντικρίζει την άβυσσο με την “Κρητική Ματιά” του, χωρίς ελπίδα∙  άφοβα∙ γαλήνια∙ με αξιοπρέπεια…Και χαίρεται τη λευτεριά στην τραγική μορφή της:

«Μερικοί άνθρωποι, οι πιο ατρόμητοι, φτάνουν ως την άκρα…· από την άκρα αυτή σκύβουμε, με τα μάτια ανοιχτά, τα αυτιά ανοιχτά, κάτω στο χάος. Ανατριχιάζουμε… Κι έτσι σκυμμένοι στην άβυσσο, νογούμε σύγκορμα, σύψυχα, να μας κυριεύει τρόμος. από τη στιγμή   εκείνη αρχίζει… ο μεγάλος κίντυνος… Άλλοι ζαλίζουνται και παραμιλούν, άλλοι φοβούνται και μοχτούν να βρουν μιαν απάντηση, που να τους στυλώνει την καρδιά και λένε: “Θεός”. άλλοι κοιτάζουν… τον γκρεμό ήσυχα, παλικαρίσια και λένε: “Μου αρέσει”».46

Μονάχα πέρα από την απελπισιά βρίσκεται η πόρτα της απόλυτης ελπίδας. Αλίμονο σ’ αυτόν που δεν μπόρεσε ν’ ανέβει το φοβερό μονοπάτι που βρίσκεται πάνω από την άκρα απελπισία. Αυτός αναγκαστικά είναι αγιάτρευτα απελπισμένος. Ο άλλος, αυτός που μπόρεσε ν’ ανέβει το σκαλοπάτι, αυτός μονάχα ξέρει τι θα πει απόρθητη χαρά της αθανασίας».47

 

Ο ήλιος πέφτει∙ η νύχτα κατεβαίνει∙ αναγκαστικό τέλος πορείας:

– «Μαζεύω τα σύνεργά μου: όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση, αφή, μυαλό -γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα σπίτι μου, στο χώμα. Όχι γιατί κουράστηκα, μα ο ήλιος βασίλεψε».48

Μια πειρακτική φωνή διαπερνά τα μέσα του:

– «Τι γυρεύεις εδώ; Γιατί δεν σταυρώθηκες; Άνανδρε, λιποτάκτη, προδότη! Αυτό ‘ταν όλο; δεν ντρέπεσαι;…».49

Απέναντί του ένα θεόρατο όρος, σαν όραμα, με την κορυφή του καρφωμένη στον ουρανό τον προκαλεί…

Ακόμη και την έσχατη αυτή στιγμή ο ασυνθηκολόγητος οδοιπόρος, ο αξεδίψαστος θαλασσοπόρος, ο αχόρταγος αεροπόρος του στοχασμού θέλει να ξεπεράσει τα ανθρώπινα όριά του, να υψωθεί πάνω και από την τέταρτη διάσταση, το χρόνο:

– «Όταν βλέπω τους ανθρώπους να κάνουν περίπατο και να χαζεύουν ή να σπαταλούν τον καιρό σε μάταιες κουβέντες, μου ’ρχεται να κατέβω στο σταυροδρόμι και ν’  απλώσω το χέρι μου σα ζητιάνος: Κάμετε ελεημοσύνη Χριστιανοί! Ελεήστε με λίγο από τον καιρό που χάνετε, μια ώρα, δύο ώρες, ό,τι προαιρείστε!..».50

– «Αχ, λίγο καιρό, να προλάβω, να τελειώσω το Έργο! Ύστερα, καλώς να ορίσει ο Χάρος!».51

Ρίχνει μια ματιά γύρω του και με χαμηλό  εξομολογητικό τόνο κάνει τον τελικό του απολογισμό.

– «Οι πνευματικές μου περιπλανήσεις και λοξοδρομίες, η καθεμιά χωριστά φάνταζε χαμένος καιρός και άπηχτο, αναρχούμενο μυαλό. μα όλες μαζί, τώρα το βλέπω, αποτελούσαν άσφαλτη ευθεία γραμμή, που κάτεχε πως μονάχα λοξοδρομώντας μπορούσε απάνω στην ανώμαλη ετούτη γης να προχωρήσει. Κι αν και τις παρατούσα, όλες μαζί αποτελούσαν ακλόνητη πίστη στην ουσία». 52

– «Νιώθω βαθιά πως το ανώτατο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος δεν είναι η Γνώση, μήτε η Αρετή, μήτε η Καλοσύνη, μήτε η Νίκη∙ μα κάτι άλλο πιο αψηλό, πιο ηρωικό κι απελπισμένο: το Δέος, ο ιερός τρόμος. Τι ’ναι πέρα από τον ιερό τρόμο; Ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να προχωρήσει… Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η Ποίηση».53

– «Ξέρω καλά πως ο θάνατος δε νικιέται. μα η αξία του ανθρώπου δεν είναι η Νίκη, παρά ο αγώνας για τη Νίκη. Και ξέρω ακόμα ετούτο, το δυσκολότερο: δεν είναι ούτε ο αγώνας για τη Νίκη. η αξία του ανθρώπου είναι μια μονάχα, ετούτη: να ζει και να πεθαίνει παλικαρίσια και να μην καταδέχεται αμοιβή. Κι ακόμα ετούτο, το τρίτο, ακόμα πιο δύσκολο: η βεβαιότητα πως υπάρχει αμοιβή, να μη σου κόβει τα ήπατα, παρά να σε γεμίζει χαρά, υπερηφάνεια και  αντρεία».54

– «Η λευτεριά δεν έχει σκοπό. Μήτε βρίσκεται στη γης ετούτη. Στη γης βρίσκεται μονάχα ο αγώνας για τη λευτεριά. Αγωνιζόμαστε για τ’ άφταστα και γι’ αυτό ο άνθρωπος έπαψε να είναι ζώο».55

Μέσα του ακούγεται η φωνή με το γνωστό δίλημμα: «Η κορφή του ανθρώπου… είναι ο Θεός. Δεν μπορούμε να φτάσουμε στην κορφή μας παρά πεθαίνοντας… Δε μπορούμε να φτάσουμε στην κορφή μας παρά ζώντας».56

Ο μεγάλος διανοητής «παίζει με αξιοπρέπεια και χάρη το δίδυμο αυλό της ζωής και του θανάτου».57

Βαθιά νιώθει μέσα του, πιο δικό του, τον  Εσταυρωμένο. Ρίχνει στερνή ματιά γύρω του και ψελλίζει: ΤΕ-ΤΕ-Λ…

Όμως, σταματά, εισπνέει όσο περισσότερο μπορεί αέρα και τον εκπνέει ανάμικτο με τους στίχους από την Τερτσίνα του «Εις εαυτόν»:

Για να ’χε η Γης χερολαβές κερκέλια

μαζί μου ν’ ανεβεί στον μπλάβο αιθέρα,

στου νου μου κρεμασμένη τα τσεγκέλια!

 

«Άνθρωπος-Σίσυφος» μέχρις εσχάτων!…

Τα μάτια του ορθάνοιχτα, απέραντα, γεμάτα θάλασσες, γεμάτα βουνοκορφές!…

Αλήθεια, αυτή την προσωπική περιπέτεια ποιος άλλος θα μπορούσε να ιστορήσει πιστότερα;

……………..

Ολόκληρη η «ανάβασή» του ασκητή του πνεύματος είναι γεμάτη επώδυνες αναιρέσεις. Και είναι αξιοσημείωτο ότι σ’ αυτές τις αναιρέσεις δεν δεχόταν εξαίρεση ούτε του ίδιου του εαυτού του. Αντίθετα, μάλιστα, έδειχνε να απολαμβάνει την προοπτική της εποικοδομητικής υπέρβασής του. Άλλωστε, στην «Ασκητική» του υπογραμμίζει το «χρέος να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει».

 

 

 

Την ομιλία έκλεισε ο ομιλητής με την παρακάτω ποιητική του αποστροφή προς το μεγάλο συγγραφέα

 

Γιώργος Φρυγανάκης

 

Στο Νίκο Καζαντζάκη

 

Κυνηγημένε κυνηγέ

Στα μονοπάτια της αέναης αναζήτησης

Στοχαστικέ και αστόχαστε ορειβάτη

Των άβατων κορυφών του μυστηρίου

Της  ζωής και του θανάτου,

Αιώνια θ` ανηφορίζεις

Στου Γολγοθά σου την αιμάτινη πορεία

Aνάμεσα σ` Αδελφοφάδες και Βραχόκηπους

Όσο Ο Χριστός ξανασταυρώνεται

Κι αλέθοντας με τις μυλόπετρες του νου σου

Τις πιο τραχιές ιδέες για τροφή

Τα είδωλα τα άπειρα θα καίεις

Kαι θα νικάς τον «Τελευταίο Πειρασμό»

Με την πυρά της Κρητικής Ματιάς σου

Της τρομερής.

 

Ακούραστε, ακόρεστε  αντάρτη

Και χαλαστή και χτίστη Πρωτομάστορα

Ηρωικέ πεσιμιστή και οπτιμιστή

Διεθνιστή,  εθνικιστή και εθνιστή

Άτοπε και τοπικιστή

Ιδεολόγε και υλιστή

Κοσμοπολίτη και ασκητή

Φτωχούλη του Θεού και Βούδα και Βραχμάνε

Ακρίτα Διγενή και Ιουλιανέ Παραβάτη

Πνευματικέ Ζορμπά και Καπετάν Μιχάλη

Νικηφόρε Φωκά, Πυρφόρε Προμηθέα

Χριστόφορε Κολόμβε, Δον Κιχώτη

Παλαιολόγε Κωνσταντίνε, ντεσπεράντο

Όμηρε και ομηρικέ και Κρητικέ Οδυσσέα ,

Αιώνια θα ταξιδεύεις με τα βιβλία σου σχεδίες

Μόνος, μοναδικός και πάντα Κούρος

Με ή χωρίς Αναφορά στον Γκρέκο.

 

Και οι  Ορίζοντες θα αιμορραγούν

Στις σαϊτιές της Κρητικής Ματιάς σου

Της τρομερής.

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση