ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΡΕΘΥΜΝΟΥ
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΡΕΘΕΜΝΟΥΣ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ
του δρος Παναγιώτη Παρασκευά
Στη διάρκεια του Κρητικού πολέμου 1645-1669 παρατηρήθηκαν αθρόοι εξισλαμισμοί που εντάθηκαν μετά το 1669. Στο Ρέθυμνο εξώμοσαν πολλά χωριά όπως εκείνα στη Αμπαδιά. Οι εξωμότες ήταν πολύ χειρότεροι από τους γνήσιους μουσουλμάνους, πιο φανατικοί και άγριοι. Ο περιηγητής Τουρνεφόρ αναφέρει στα 1699 60.000 Κρήτες εξισλαμισμένους, τους γνωστούς μας Τουρκοκρήτες. Φυσικά η στροφή πολλών εξ αυτών δεν ήταν γνήσια, και αυτός είναι ο λόγος που κατά την επανάσταση του 1821 η Κυβέρνηση του νησιού δεν τους θεωρούσε τόσο πολύ εχθρούς της.
Η Τουρκοκρατία διάρκεσε 268 χρόνια και αποδείχθηκε πολύ βαρύτερη και οπισθοδρομική για τον Κρητικό λαό και για το Ρέθυμνο από τη βενετική. Οι Οθωμανοί προσπάθησαν να εξισλαμίσουν την Κρήτη, εφάρμοσαν το παιδομάζωμα, φόρτωσαν τους ραγιάδες με απίστευτα φορολογικά βάρη, σωματικά και ψυχολογικά ώστε να τον υποτάξουν. Η Εκκλησία προσπάθησε και στο νέο φοβερό περιβάλλον να προστατεύσει το λαό και αν τον κρατήσει στα ορθόδοξα πλαίσια. Το ενωτικό ζήτημα εγκαταλείφθηκε. Η ιεραρχία ανασυγκροτήθηκε με πολλούς κόπους για σένα και βάσανα. Οι εφημέριοι χειροτονούνταν εκτός Κρήτης, στο Μοριά, στη Μ. Ασία ή στα νησιά και κατόπιν επέστρεφαν στην Κρήτη. Και οι Οθωμανοί χρησιμοποίησαν τους Πρωτοπαπάδες για να χειραγωγήσουν τους ιερείς και το λαό. Αυτό δε σημαίνει φυσικά ότι και όλ
οι οι πρωτοπαπάδες ήταν συνεργάτες των Τούρκων.
Στο Ρέθυμνο τα μοναστήρια έγιναν οι τόποι εθνικής αγωγής και αφύπνισης στις ειρηνικές ημέρες, και τόποι περίθαλψης στις επαναστατικές. Το Αρκάδι διαχρονικά διαδραμάτισε το ρόλο αυτό, όπως και το Αρσάνι, η Μονή Ρουστίκων, Χαλέπας, Πρέβελη και άλλες. Πολλοί ιερείς πρωταγωνίστησαν στις μάχες, όπως ο Μελχισεδέκ Τσουδερός στα 1822. Πρωτοστάτησαν και στη διπλωματία της Επανάστασης όπως ο Ζαχαρίας Πρακτικίδης, ο Καλλίνικος Κριτοβουλίδης.
Στα 1821 η Εκκλησία έπαιξε ηγετικό ρόλο, αλλά πλήρωσε και βαρύ φόρο αίματος, όπως ο Γεράσιμος Περδικάρης ή Κοντογιαννάκης, ο Ιερόθεος επίσκοπος Λάμπης και πλήθος Μοναχών και ιερέων όχι μόνο κατά τη διάρκεια αυτής της επανάστασης οσο και στη διάρκεια των επόμενων επαναστάσεων. Σε όλες η εκκλησία του Ρεθύμνου προσέφερε τον κόσμον της, δηλαδή κάθε πολύτιμο αντικείμενο, ασημένια, και χρυσά κανδήλια, ευαγγέλια, αφιερώματα, δισκοπότηρα. Απόδειξη αυτού η επιστολή του Μελχισεδέκ Τσουδερού, ηγουμένου της Μονής Πρέβελη, στον Κομνηνό Αφεντούλιεφ στην οποία αναφέρεται ότι παρέλαβε από τον Ηγούμενο 8045 δράμια ασημικών του Πρέβελη σε σκεύη και του δίνει χαρτί, την απόδειξη, αυτό για να γνωρίσουν οι Γραικοί «την μεγάλη δούλευσιν την οποίαν προσέφερεν ο ειρημένος εις ένα πολλά σκληρόν καιρόν της ανάγκης..». Επίσης στα 1826 για τις ανάγκες νέας εκστρατείας των Ελλήνων στη Κρήτη εκποιήθηκαν στις Κυκλάδες ασημικά και χρυσά σκεύη των κρητικών εκκλησιών φυσικά και του Ρεθύμνου από την Επαναστατική Κυβέρνηση.
Στα 1816 οικοδομείται μέσα στο Ρέθυμνο ο ναός των Εισοδίων ως ιδιωτικός, όπως αναφέρει ο π. Χ. Καμηλάκης. Στα 1844 ο επίσκοπος Καλλίνικος Νικολετάκης θεμελίωσε το σημερινό ναό ως αντίγραφο του ναού του Αγ. Γεωργίου της Πόλης με τη διαφορά ότι εκείνος είχε δίπατο γυναικωνίτη, ενώ του Ρεθύμνου μονόπατο.
Στενά συνδέεται την περίοδο αυτή της Τουρκοκρατίας το θέμα της μισθοδοσίας των Αρχιερέων με την πορεία προς τη ελευθερία. Εως το 1877 οι Αρχιερείς μισθοδοτούνταν από τους φόρους των Χριστιανών προς τους Οθωμανούς με αποτέλεσμα να μην το θεωρούν σωστό οι υπόδουλοι Κρήτες. Μετά το 1877 η Γενική Συνέλευσις των Κρητών αποφάσισε να μισθοδοτούνται οι Αρχιερείς από το Δημόσιο Ταμείο της Νήσου Κρήτης και μάλιστα εγγράφηκε ποσό 264.000 γροσίων το οποίο ενέκρινε ο Σουλτάνος. Μερίδιο του ποσού αυτού είχε και ο επίσκοπος Ρεθύμνης και Λάμπης.
Το Αρκάδι ήταν το μοναδικό μοναστήρι που είχε το δικαίωμα να έχει καμπάνες εως το 1878. Το Μοναστηριακό ζήτημα είναι μια άλλη παράμετρος του ρόλου της Εκκλησίας στη Τουρκοκρατία. Το ζήτημα εστιάζεται στο θέμα της διαχείρισης των Μοναστηριακών κτημάτων και εσόδων που διαχειρίζονταν κατά το δοκούν οι επίσκοποι σε συνεργασία με τους πασάδες. Οι Κοινότητες ζητούσαν να αναλάβουν τη διαχείριση των κτημάτων και των εσόδων αυτές να αναπτύξουν τα χωριά με σχολεία και άλλα αναγκαία, δρόμους και ύδρευση, αλλά προσέκρουσαν στην άρνηση των Τούρκων. Αυτή ήταν και μια από τις βασικές αιτίες της Επανάστασης του 1866-69.
Μετα το τέλος της Επανάστασης αυτής, στα 1870, επετράπη στις Μονές να ιδρύουν σχολεία στις κοινότητες και αυτός είναι ο βασικός λόγος της ίδρυσης πολλών σχολείων σε χωρία της Κρήτης και του Ρεθύμνου. Ο ρόλος του κατώτερου κλήρου ήταν πρωταγωνιστικός στον τομέα της παιδείας. Στο Αδελε για παράδειγμα πρωταγωνίστησε ο ιερέας π. Δημήτριος στην ίδρυση του σχολείου σε μοναστηριακό οικόπεδο.
Ένα άλλο θέμα στο οποίο είναι σημαντική η συμβολή της Εκκλησίας είναι η επιστροφή των εξωμοτών στην Ορθοδοξία. Η δράση της Εκκλησίας εντείνεται μετα το 1869 και ιδίως μετά το 1878. Οι Κρήτες εξωμότες βλέποντας ότι η Οθωμανική κυριαρχία βαίνει προς το τέλος της επιδίωκαν να εκχριστιανιστούν ενισχυμένοι από το γεγονός ότι οι Οθωμανοί δεν αντιδρούσαν όωπς στο παρελθόν, όταν λχ. Μαρτύρησαν οι Τέσσερις Μάρτυρες. Ολες οι Μονές διαδραμάτισαν σημαντικά ρόλο και ιδιαίτερα η Μ. Πρέβελη. Οι Μονές βάφτιζαν μουσουλμάνους όχι μονο από το Ρέθυμνο αλλά από όλη την Κρήτη. Ο λόγος ήταν οι ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν στα διάφορα μέρη του νησιού.
Δρ. Παναγιώτης Μιχ. Παρασκευάς
Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων Νομού Χανίων.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ