Aναμνήσεις του Μιχαήλ Κων. Δημητρακάκη από την Αλβανία.

του Αντγου ε.α. Νικόλαο Ευαγ. Σαμψών

 

Aναμνήσεις του Μιχαήλ Κων. Δημητρακάκη από την Αλβανία.

Με την κήρυξη της επιστράτευσης μας κάλεσαν και παρουσιαστήκαμε στους Αρμένους .Μετά από 10 μέρες μας πήγαν στα Περβόλια και τότε βρήκα την ευκαιρία να έλθω στο Ατσιπόπουλο να δω τους γονείς μου. Την επομένη κατέβηκα στο Ρέθυμνο όπου συνάντησα τον  Μάρκο Κουτσουράκη , που ήταν Λοχαγός.  Αυτός με απείλησε γιατί είχα φύγει χωρίς άδεια και έτσι  γύρισα στα Περβόλια. Ύστερα από λίγες μέρες ξεκινήσαμε με αυτοκίνητα από τους Αρμένους για τα Χανιά. Η φάλαγγα των αυτοκινήτων σταματούσε σε κάθε χωριό και οι γονείς και συγγενείς των στρατιωτών  τους αποχαιρετούσαν, γι’ αυτό και το ταξίδι μέχρι τα Χανιά κράτησε πολλές ώρες.

Στα Χανιά μείναμε 5-6 μέρες μέχρι να έλθει το καράβι και μετά φύγαμε για τον Πειραιά. Εκεί έγινε οργάνωση σε Διμοιρίες, Λόχους και Τάγματα και μετά μπήκαμε στο τραίνο και αναχωρήσαμε για το μέτωπο. Αφού γυρίσαμε όλη την Αλβανία καταλήξαμε στο Πρωτοκκλήσι νότια της Κλεισούρας. Εκεί όλα ήταν άσπρα από το χιόνι και γι’ αυτό μας είχαν δώσει άσπρα σεντόνια να τα φοράμε πάνω από τη στολή για να μη φαινόμαστε. Εσκάβαμε το χιόνι και κοιμόμαστε μέσα. Το χιόνι ήταν μεγάλο πρόβλημα γιατί δυσκόλευε τις κινήσεις μας και μας προκαλούσε κρυοπαγήματα. Όμως μας βοηθούσε γιατί το λειώναμε και πίναμε νερό και μας προστάτευε από τα βλήματα του Ιταλικού Πυροβολικού γιατί πολλά απ’ αυτά δεν έσκαγαν και εξοστρακίζονταν πάνω στο χιόνι.Oι ψείρες επίσης ήταν ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα, αλλά μας βοηθούσαν γιατί ξυνόμαστε και δεν μας έπαιρνε ο ύπνος για πολλή  ώστε να παγώσομε.

Είδαμε ένα στρατιώτη που ήταν κοντά σε ένα χαράκι ( βράχο ) ακουμπισμένος πάνω στο όπλο του και του φωνάξαμε να σηκωθεί αλλά δεν αντέδρασε. Όταν πλησιάσαμε  και τον σκουντίσαμε για να ξυπνήσει έπεσε κάτω γιατί ήταν  νεκρός παγωμένος από το κρύο. Σκάψαμε ένα λάκκο επί τόπου και τον σκεπάσαμε με το χιόνι.

Μέσα σε κάθε αντίσκηνο κοιμόμαστε τρία άτομα από την ίδια πλευρά για να ζεσταινόμαστε και ψείρες με το τσουβάλι. Ψωμί είχαμε να φάμε όμως άλλα τρόφιμα δεν υπήρχαν. Είναι σκληρό που το λέω μα τρώγαμε το ψωμί των σκοτωμένων που ήταν αρκετό γιατί ήταν πολλοί και οι σκοτωμένοι. Μας έδιναν κάπου κάπου  και ένα ποτηράκι κονιάκ. Σκέφτομαι πολλές φορές  και λέω πως καταφέραμε να γυρίσομε πίσω στα σπίτια μας. Πως εγλυτώσαμε.

Στις 9 Μαρτίου 1941, που έγινε η εαρινή αντεπίθεση των Ιταλών που διεύθυνε ο ίδιος ο Μουσολίνι, τραυματίσθηκα  στον αστράγαλο του αριστερού ποδιού από  θραύσμα βλήματος  όλμου. Με πήρανε και με πήγανε σε διάφορους τόπους και τράβηξα μεγάλη ταλαιπωρία .Με τους δυο Μυστράκηδες τα ξαδέλφια και τα δυο αδέλφια τους Γαγάνηδες που σκοτώθηκαν την ίδια περίοδο δεν συναντήθηκα ποτέ. Δυο άνθρωποι με βοήθησαν όταν τραυματίσθηκα, ο Παντελής Βλαστός από το Ατσιπόπουλο και ο Μανώλης του Γιωργούλη από του Γάλλου. Βρέθηκα σε ένα σπήλιο με τριακόσους τραυματίες και περίμενα την σειρά μου να πάω πίσω για να με χειρουργήσουν. Ο Παντελής Βλαστός παρακάλεσε τον Μανώλη του Γιωργούλη, που ήταν τραυματιοφορέας, να με μεταφέρει στο χειρουργείο στα μετόπισθεν κατά προτεραιότητα. Ο Μανώλης είπε πως είμαι εξάδελφος του και με πήρε με το ζόρι μαζί του για το χειρουργείο. ‘’ Εγώ θα τονε πάρω γιατί είναι εξάδελφος μου και ότι θέλετε κάμετε μου’’, είπε ο Μανώλης . Τους ευγνωμονώ και τους δυο. Στο νοσοκομείο  της Έλενας στην Αθήνα που με μετέφεραν  έμεινα ένα χρόνο γιατί το τραύμα μου ήταν βαθύ και απέφυγα τον ακρωτηριασμό χάρις στην επιμονή του γιατρού που με παρακολουθούσε.

Ατσιπόπουλο, 9 Μαίου 2000.

 

 

Αφήστε μια απάντηση