Aναμνήσεις  του Μανώλη  Ιωάννου Μυστράκη από την Αλβανία

 του   Αντγου ε.α.

Νικολάου  Ευαγ. Σαμψών

 

 

Aναμνήσεις  του Μανώλη  Ιωάννου Μυστράκη από την Αλβανία

Πριν κηρυχθεί  ο πόλεμος της Αλβανίας,  ο κακομοίρης ο αδελφός μου o  Σπύρος ήτανε  στρατιώτης κι’ ύστερα απολύθηκενε. Εμένα με πήρανε για εκπαίδευση τρείς μήνες. Κι’ όντε έκανα τσοι τρείς μήνες έφυγα κι’ είχα τον Γιάννη καμωμένο και τη γυναίκα μου βαρεμένη. Και με πήρανε στρατιώτη κι’ έκαμα στα Περβόλια και αλλού. Ετσά γυρίζαμε κι’ όντε  θελ’ απολυθώ κηρύχθηκε ο πόλεμος και πήγα στην Αλβανία μαζί με τον κακομοίρη τον αδελφό μου το Σπύρο με το 44 Σύνταγμα.

Μας επήγανε 200 χιλιόμετρα στα βόρεια τση Αλβανίας , κι’ εκειά  ήτανε ένας  αρχίατρος από τ’ Αμάρι  και σου λέει, οι κρητικοί δεν αντέχουνε στο χιόνι και μας εγυρίσανε πάλι οπίσω και μας επήγανε στο Πουντανόρι. Το Πουντανόρι το βουνό και το Μετζικοράνι, έκαμε μάνες να πονούν, παιδιά ‘στειλε στον Άδη.

Εκειά μας είχανε ζωσμένους άσπρα και το ‘βανες εκειά για να μη σε  ξεχωρίζουνε πάνω στο χιόνι. Εγώ απής επήγα στην Αλβανία χώμα δεν εύρηκα. Εσκάφταμε το χιόνι και το κάναμε ετσέ και θέταμε. Από τη μια μπάντα θέταμε την κουβέρτα κι΄από κάτω τη βάναμε ετσά  και το πρωί  που σηκωνόμαστε είμαστε ολόγροι και δεν μπορούσαμε να σαλέψομε. Εκειά περνούσανε οι φάλαγγες και καθίζανε να ξεκουραστούνε κι΄ αν απόμενε κιανείς και κοιμότανε τον βρίσκανε  ξηλιασμένο οι άλλοι που ακλουθούσαν.

Ερώτηση: Που σκοτώθηκε ο αδελφός σου ο Σπύρος ;

Άαα! Εγώ κατέβαινα από ‘κεια  πάνω και πήγαινα να βρώ τον Παναγιωτάκη και βρήκα τον Πατεράκη και τον Γιώργη του Παπαλέξη κι’ ήτανε κι’ άλλοι δυο Αξιωματικοί και μου λένε ετσέ κι’ ετσέ. Εσκοτώθηκενε κακομοίρη ο αδελφός  σου ο Σπύρος, μόνο θα γιαείρεις στη Διμοιρία σου και θα πας οπίσω, μόνο ν’ ακλουθάς  και να μη πας για νερό. Κι’ επήγα οπίσω εκειά στ’ αντίσκηνα και δεν εγνώριζα κιανένα και με ρωτάγανε, μωρέ ποιος είσαι; Moνο ‘τανε ένας από τ’ Αμάρι και μου λέει:  Έλα , έλα του Σπύρου του κακομοίρη ο αδελφός δεν είσαι ; Kι’ έμεινα εκειδά και το πρωί κατέβηκα κι’ έκανα το μάγειρα. Μ’ έβαλαν κι’ έκανα το μάγειρα κι’ έβραζα ρύζι – και των το λέω εδά και με παίζουνε- κι’ έβραζα το ρύζι και το βανα  σε τσουβαλάκια  και το ‘δινα και το τρώγανε.

Αλλά μια μέρα έλιαζε κι’ έκαμα δα εκειά  και λέω ας πάω πάνω πάνω, κι’ ήντα να δώ μέσα στον ποταμό – αν σας αρνούμαι λόγο να μην σηκωθώ- ήτανε μουλάρια πεταμένα  μέσα και κάτω κάτω εμείς πίναμε νερό . Από ‘κεια  έβαζα και νερό για να βράζω το ρύζι.

Ερώτηση: Tους σκοτωμένους  πως τους θάβατε ;

Όντε θελα σκοτωθεί κιανείς από μας εκειά κάναμε ένα λάκκο, είχαμε  τσαπάκια και τα κρεμούσαμε στη ζώνη μας και σκάφταμε το χιόνι κι’ απής εβάζαμε ένα σταυρό με δυο ξύλα κι’ από πάνω ύστερα έπεφτε το χιόνι και σκέπαζε τον σκοτωμένο. Που θα πας εδά να γυρεύεις εκειά κόκκαλα. Πάει τελείωσε.Εκειά  έπρεπενε να δεις πως θα γλυτώσεις κι’ ήντα θα γενείς. Έπρεπενε να έχεις το διπλανό σου φίλο και να προσκυνά ο γεις τον άλλο. Κι’ εδά πας και των το λες κι’ είναι αδέλφια και δεν σου δίνουνε σημασία.

Ατσιπόπουλο , 10 Mαίου 2000

 

 

Αφήστε μια απάντηση