Του Δικηγόρου κ. ΜΙΧΑΗΛ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Ο Αγιος Ιωάννης ο Προδρόμος ήταν η αυστηρή φυσιογνωμία της Χριστιανοσύνης που επεβάλλετο με το μεγαλείο της απλότητος της, σε όλους που για τον ένα ή τον άλλο λόγο, ήθελαν να γίνουν αναχωρητές της ζωής, να βιούν εν προσευχή και νηστεία στην έρημο, και να τρέφονται με ακρίδες και μέλι άγριον όπως εκείνος.
Εξασκούσε μια ιδιαίτερη γοητεία η άψογη ζωή, η ασκητική διαβίωση η προφητική ιδιότητα, ο μαρτυρικός θάνατος του Αγίου, σ’ ολους τους χριστιανούς και ιδιαίτερα στους ρομαντικούς.
Και γι’αυτό εκείνοι, έχτιζαν εκκλησίες στ’ ονομά του , σε ερημιές σε κρημνους και σε χαράδρες, και ένα κελί κοντά, και μόναζαν οι ίδιοι σε τούτους τους τόπους, ξένους από την ανθρώπινη αθλιότητα. Μέσα στη μετάνοια και την προσευχή.
Περίπου στη μέση της ακτής που είναι από Βορρά, όριο της επαρχίας Μυλοποτάμου , υπήρχε ο όρμος Μπαλή. Απόκεντρο και όχι συναζόμενο λιμάνι, χρησίμευε στις Κρητικές επαναστάσεις σαν τόπος
που ξεφόρτωναν τα Κρητικά και τα Ελληνικά καράβια πολεμοφόδια, όπλα προμήθειες και φορτιά για τον αγώνα.
Μισή ώρα ανέβαινες από τούτο τον όρμο σε δύσβατο ανηφορικά και στενό δρόμο και φθάνεις σ’ένα Μοναστήρι που λέγεται και κείνο Μπαλή.
Στην άκρη του βουνού το’ χτισε ο στοχαστικός Κτήτωρας του και το κρύψε μεσ’ αυτή που να έχει γύρω του την ξερή βουνοπλαγιά και μόνο ο ανατολικός του ορίζοντας να’ ναι ανοιχτός,
μακρύς προς τη ατέλειωτη έκταση του Κρητικού Πελάγους.
Και το καθαγίασε με το όνομά του μεγάλου εκείνου Ερημίτη του Διδασκάλου στη Γη, του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου.
Τώρα είναι έρημο το Μοναστήρι, τα περισσότερα κελιά είναι ερημωμένα, εγκαταλελειμένος, και ρημαγμένος είναι και ο κάπως περίεργος περίβολος του. Το σύνολό του, ο μεγαλοπρεπής πυλώνας του, φανερώνουν παλιές εποχές πολλής κίνησης και πλούτου.
Στ’ ανώφλι της αυλόπορτας μια επιγραφή: «Αχλε (1635) αρχή σοφίας φόβος Κυρίου Μνησθιτι κυριε του δούλου σου Παχωμίου Ιερομονάχου».
Η ιστορία λέει πως το Μοναστήρι Μπαλή ήταν πλούσιο κάποτε. Είχε το μετόχι Λυτρα στ’ Αγγελιανά Μετόχια, με απέραντο ελαιόφυτο και εκτάσεις ασκεπείς. Μα το μετόχι πήρε λίγο προ του 1821, αδιανόητος Γενίτσαρος Καρπούζογλους. Και μ’ολους τους αγώνες που έκανε το Μοναστήρι, δεν το ξανάβαλε στα χέρια του.
Είχε το Μετόχι Αης Νικόλας στην Εξάντη, το Χάρακα και το Φουρνοκέφαλο στη Βλυχάδα, κι άλλα πολλά κτήματα.
Αλλα εδώ δεν πρόκειται για την ιστορία του Μοναστηριού. Πρόκειται για τον αδελφό Γεράσιμο Πικράκη, που γεννήθηκε στις Μαργαρίτες στα 1840, φοίτησε σαν δασκαλοπαίδι στο κρυφό σχολειό, και καλογερεύτηκε στο Μπαλή στα 1855.
Έγινε και ηγούμενος γι’ αυτο είναι γνωστός στην περιφέρεια με τον τίτλο του: «Μπαλιώτης Γούμενος».
Ήταν άνθρωπος με άδολο ενθουσιασμό και με μεγάλη αυταπάρνηση. Θεοσεβής κληρικός και φλογερός πατριώτης, αρέσκονταν στην περιπέτεια και τον κίνδυνο, προκειμένου για τη θρησκεία και την Πατρίδα, μα πράος, γλυκύς, καλοπροαίρετος κι ευσπλαχνικός στην άλλη του ζωή.
Μ’ αυτά του τα προσόντα είχε κατακτήσει ολες τις καρδιές των συνεπαρχιωτών του. Τον αγαπούσαν, τον θαύμαζαν , τον εσέβοντο χωρίς εξαίρεση τόσο που του έκαμαν τραγούδι που λέει τις περιπέτειές και μαρτύρια του δύο φορές που τον έπιασαν οι Τούρκοι.
Την μια όταν έφερνε πολεμοφόδια από τη Σύρα για τον Αγώνα του 1866 στους Κρητικούς. Και τη δεύτερη που τον έπιασαν ξαφνικά στο Μοναστήρι, γιατί είχαν μάθει πως είχε πάρει και μοιράσει πολεμοφόδια στους επαναστάτες. Και τις δυο φορές τον υπέβαλαν σε φοβερά βασανιστήρια, που κάνουν πιο συμπαθητική την προσωπικότητά του.
Εις το βαπόρι βάλαν τον κι αμέσως τον κρεμούσι, κρεμάσανε τον από τα μαλλιά, ώστε να
ξεπατώνεται η όμορφη του κόμη…
Και το σημείο αυτό του μαρτυρίου φαινόταν σ’ολη του τη ζωή. Και το τραγούδι είναι τούτο:
Ενας πατέρας του Μπαλιου Γεράσιμος Πικράκης
πολύς και μεγας στην καρδιά μα στο κορμί μικράκης.
Σαν άρχησε ο πόλεμος εις το νησί της Κρήτης (1866)
κι αυτός εζώσθη τ’ άρματα ωσάν καλός πετρίτης.
Κ’ εχύθη μέσα στην Τουρκιά με τους συναδέλφους του
φοβον και τρόμο έδωκε εις τους δειλούς εχθρούς του.
Μα το μπαρουτομόλυβο θωρεί και λιγοστεύει
κι σ’ένα βαρκάκι εμπήκενε στη Σύρα κατεβαίνει.
Κι εβρίσκει την επιτροπή κι αρχίζει και της λέγει
της Κρήτης την καταστροφή.
Και σύντομα γυρεύει όπλα,
πολεμοφόδια,πετσί καπνό κανόνι
εις του Βασίλη του Σοφού το πλοίο τα φορτώνει.
Και ξεκινά με 13 ομοίους επιβάτες
και για την Κρήτη τρέχουνε να βρουν τους παναστάτες,
θάρρον για να των εδώσουνε να του παρακινήσουν
να μην αφήσουν την Τουρκιά μα να την κυνηγήσουν.
Ως που να μας εβαρεθεί να φύγει από την Κρήτη
στη Μέκκα να περμαζωχθεί με τρόμο και με λύπη.
Αλλά εις την επιστροφή 16 Οκτωβρίου εις την Αγία Πελαγιά έξω
του λιμανιου ένα βαπόρι τουρκικό εφάνηκε μπροστά τους και εκυρίευσε αυτούς και όλα
τ’αρματά τους.
Εσφαξαν τον Βασίλειον και τον υιόν του ομάδι
τους άλλους τους εδέσανε μπιστάγκονα ως το βράδυ.
Οπου τους ανεβάσανε στη Σούδα στη Φεργάδα
και πάλιν τους εδέσανε τα χερια και ποδάρια.
Και τον Πατέρα ο πασάς έκραξε και του είπε
«ποιος εισαι συ και πού υπάς και τί ζητάς και τί σαι ;
«Δάσκαλος ειμαι Κρητικός αφέντη μου
και πάω όπ’ήκουσα πως γίνεται πόλεμος
για να παρω του πατερ Ζαχαρία Καλλινίκου τσ’ αδελφους
μαζί και τα παιδιά του.
-Εσύ πως εισαι Κρητικός δε μοιάζει η ομιλιά σου
δε σε δεικνύει Κρητικόν ουτε κι’ η προφορά σου.
Τρεις χρόνους έχω αφέντη μου εις το νησί της Σμύρνης
κι η προφορά μου ήλαξε γι’ αυτό δε μ’ αγνωρίζεις.
Θα σε ρωτήσω δάσκαλε και πες μου την αλήθεια
πότε τα καταστέσατε τούτα τα παραμύθια;
Πιοι τα πολεμοφόδια από την Συρα βάνουν
και πόσοι τ’αγοράζουνε
και πιοι τα κουμαντάρουν;
Να σου ειπώ αφέντη μου και λόγο δεν σ ‘αρνούμαι
όσοι τα Τουρκικά μέρη βαρκαρισθούνε.
Και εις τη Σύρα κατέβουν με πλοία ή με πόστα
οι Συριανοί τους θεωρουν δολίους και προδότας.
Και δια τούτο αφέντη μου δεν εμαθα κανένα
και να ρωτώ αδιάφορρα δε με συμφέρει εμένα.
Πολύ καλά, γιατι δεν πας στην Κρήτη με τις πόστες
μόνο πηγαίνεις τατσιρμά με κλέφτες και προδότες
Μα με την πόστα αφέντη μου κατέβηκα στη Συρα
αλλά όταν εγύρισα να πάω στο βαπόρι
ενας κλητήρας μ’επιασε και εις όλα με εθώρει.
Κι επήρε μου τα Τουρκικά χαρθιά και πασαπόρθια
και δια τούτο αφέντη μου δεν έφθασα .
Αλλά για να βεβαιωθείς στα λόγια που σου είπα
γράψε στη Σμύρνη και θα βρεις εκείνους που σου είπα.
Τότε ο πασάς διέταξε πάλι τους στρατιώτες
και τον Πατέρα στα δεσμά εδέσαν σαν και πρώτα.
Κι έδερναν και κτυπούσανε και εκυλιούσαν χάμαι
τέσσερα ημερονύκτια χωρίς ψωμί να φάνε.
Κι από τα βάσανα απέθαντέ και πάγει
ο Σεραφείμ Ηγούμενος του Χαλεβή εις τον Αδη.
Και σαν απέθανε αυτός εκείνη την ημέρα
τον πέτρον έκραξε ο Πασας μαζί με τον Πατέρα:
Ξέρετε σεις για τον Παπά που με τα σας στην Κρήτη
επήγαινε κι απέθανε κατω στην αποθήκη.
Αν ειχε την υγεία του και αν ήτο βαρεμιάρης
ή σαν επιάσθη εκτήκιασε και απέθανε αρρωστάρης.
- Μήτε βερέμι αφέντη μου μήτε κανένα πάθος
είχε αυτός που πέθανεν κι ερρίξανε στο βαθος.
Αλλα τον εσκοτώσανε με ξύλα και με γρόνθους
με κουτανιάς κτυπήματα δεν ήκουσες τους κρότους;
Τέσσερες μέρες σήμερα όπου μας κοπανίζουν
και όταν θα φωνάζωμεν παλιν μας ελακτίζαν.
Δεν ήκουσα μα πήγαινε μα μπλιο δε σας πειράζουν
κι εγώ ντεπίχι τσίκαμα κοίταξε πως στενάζουν .
Πάλι ο Πασάς διέταξε τότε τους στρατιώτες
και παλι τους εδέσασι καθως ήταν και πρώτα.
Πάνω στις 14 ημέρας κατεβαίνει να διορθώσει
ο Μαραγκός μια τάβλα εκεί σπασμένη μεσα στα εργαλεία
του είχανε μα λίμα παίρνει την ο Γεράσιμος κόβει την αλυσίδα.
Στρέφεται κάτω και θώρει προς του σκοπού το μέρος
σαν όφις εντάχθηκε κατ’ από το πορτέλο.
Στη θάλασσα κολυμπητός δυο ώρες να ξημερώσει
κι οι βάρκες τονε κυνηγούν να μην αποσώσει.
Μα ο πατέρας έπλεε καλιά πάρα τη βάρκα.