«ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ ΠΟΥ ΦΕΥΓΕΙ»

Του ΓΙΩΡΓΗ ΚΑΛΟΜΕΝΟΠΟΥΛΟΥ

Με χίλιες γλυκοθώρητες σε είδαμε ελπίδες
στον ερχομό σου ψάλαμε κάθε χαράς παιάνα
και γίνηκαν λαμπρόχρωμες οι θαμπερές ακτίδες
που βλέπαμε χλομόθωρες στην όψι σου ω τιτάνα!

Μας ήρθες ω θεόπεμπτη ευλογημένη ώρα
και στο ανώλιο της σκλαβιάς το χτυπητό σκοτάδι
έλαμψες Συ χρυσόφωτος της λευτεριάς τα δώρα
σκορπίζοντας και διώχνοντας τ’ ανέσπερο το βράδυ.

Διαλύθηκαν οι καταχνιές εις το ροβόλισμά σου
Και λυώσανε στο διάβα σου τα παγερά τα χιόνια
Και ντροπιασμένη μέριασε στο ώρηο πέρασμά σου
η μαύρη άτιμης σκλαβιάς τυράννου – καταφρόνια.

Ονείρατα χρυσόφερτα και πόθοι γαλαζένιοι
πόθοι τρανοί ελευτεριάς που μες στα μαύρα στήθεια
καιρούς και χρόνια αμέτρητα εμένανε κλεισμένοι

στο διάβα σου τρανέψανε και γίνηκαν αλήθεια.

Κι η όψη σου επρόβαλε γιγάντινη πανώρια
Κάποιας ιδέας εφτάχρονης τρισπάναγνη γεννήτρα
π' αρπάζοντάς της μια γενειά εχύμαξε πελώρια
Ω δόξες – Μυριοδόξαστη τυραννοκαταλύτρα!

Και τώρα φεύγεις μακρυά φορώντας την χλαμύδα
Τη πορφυροχρωμάτιστη της Δόξας, κι ακλουθώντας
Δες τρόπαια πανίερα σου ψάλλει η Πατρίδα
τη δοξασμένη δύση σου ακριβοχαιρετώντας.

Και λέει χρόνιε πούφερες τις ζηλεμένες δόξες
σύρε τρανό καμάρι μου και στάσου ω ζηλεμένα
Λόγια που καρτερούσανε γενειές ν’ ακούσουν τόσες
Στο κωνοστάσι το ψηλό κοντά στο ‘κοσιένα.

Αφήστε μια απάντηση