Θρύλοι και παραδόσεις

Του  .Μιχαήλ . Παπαδάκη

 

Το νοτικά από τα ψηλά βουνά της επαρχίας του Αη – Βασίλη, πέλαγο
που σήμερα, με την απεραντοσύνη του με τα χαριτωμένα ακρογιάλια
του, και με τον κρυσταλλένιο, τον κατακάθαρο ουρανό του, δείχνει ένα
από τα πιο θαυμαστά τοπία που μπορεί κανείς να ιδεί σ’ όλον τον
κόσμο ήταν, μια φορά κι ένα καιρό, γεμάτο θεριά, άλλα μεγάλα και
άλλα μικρά.
Τότες κυβερνούσεν ένας άλλος Θεός, και η θέληση του ήτανε, όχι η
αγάπη για τον πλησίον, σαν του δικού μας του Αληθινού Θεού, αλλά το
μεγάλο θεριό να τρώει το μικρό.
Αυτή η δουλειά όμως να γίνεται μόνο τη νύχτα. Γιατί εκείνης της εποχής
ο Θεός, κοιμότανε τη νύχτα βαριά, πολύ βαριά, και δεν τον ενοχλούσε
η φασαρία όση και αν ήτανε. Αλλοίμονο όμως σ’ όποιο πλάσμα του δεν
περνούσε φρόνιμα τη μέρα και του χαλούσε τη ησυχία. Τον έκανε
χιλιάδες κομματάκια και τον πετούσε στον άνεμο.
Έτσι όλη η πλάση, από το φόβο του Θεού, κοιμότανε την ημέρα μα σαν
βράδιαζε αντιλαλούσανε από φοβερό μουγκρητό οι χαράδρες τα
φαράγκια και τα βουνά που ήταν κοντά στη θάλασσα και αυτή το πρωί
ήτανε θολή και καταματωμένη από την ταραχή και τον
αλληλοσπαραγμό που κάνανε τα θεριά όλη τη νύχτα μέσα της.
Χρόνια και χρόνια γινόταν αυτή η ιστορία, κι ήρθε στο τέλος μια μέρα
που όλα τα μικρά και αδύνατα θεριά είχανε καταφαγωθεί από τα
μεγάλα.
Αρχίσαν τότες τα μεγάλα αναμεταξύ τους τον πιο εξοντωτικό πόλεμο
που έγινε ποτές, και ύστερα από μάχες που τρελαίνεται ο άνθρωπος
μόνο να συλλογισθεί χάθηκαν και από αυτά τα περισσότερα.
Όσα έμειναν, λιγοστά, πήγαιναν τη νύχτα σε πολύ μακρινές θάλασσες
για να βρίσκουνε τροφή, έπιαναν κανένα θεριό και το τρώγανε και πάλι
γύριζαν το πρωί στη θέση που ο Θεός τους είχε τάξει να φωλιάζουν.
Στο τέλος, μόνο πέντε θεριά έμεινα σ’ όλο το πέλαγος που είναι νοτικα
από τα ψηλά βουνά του Αη- Βασίλη.

Ένα θηλυκό πολύ πιο μεγάλο με το παιδί του, κι από τ’ άλλα τρία τα δυο
ήταν κι αυτά μεγάλα και το άλλο πολύ μικρό. Το πρώτο το θηλυκό, το
μεγάλο είχε μπροστά στα μάτια του, το παιδί του, και πολύ πρόσεχε να
μην του το αρπάξει και το φάει κανένα άγριο θεριό. Και μ’ αυτήν την
αγωνία περνούσαν ημέρες και οι νύχτες του και δεν εύρισκε ησυχία.
Και σαν να μην έφταναν τούτα τα βάσανα, η πείνα πολύ τα τυραννούσε.
Και ο Θεός λυπήθηκε την θεριομάνα και το παιδί της. Δεν ήθελε η χάρη
του να βρίσκονται σε τόση απελπισία αυτά τα πλάσματα του από την
έλλειψη τροφής και από το φόβο, και τ’ απολίθωσε.
Το μεγάλο είναι τώρα νησί. Και το λένε Γαύδο. Και το μικρό νησάκι που
είναι μπροστά στην κεφαλή του Γαύδου η Γαυδοπούλα, είναι το παιδί
της.
Από τα άλλα τρία θεριά που απόμειναν τα δυο μεγάλα, έκαναν
αδιάκοπο κυνηγητό στο μικρό. Μα εκείνο ήταν έξυπνο και σβέλτο, κι
όλο τα κατάφερνε να τους ξεφεύγει. Ώσπου ένα μοιραίο πρωί το μικρό
θηριάκι βρέθηκε μπροστά στις μύτες των αλλωνών δυο, το μεγάλο. Κι
αυτά ορμήσανε να το καταβροχθίσουνε μόλις το είδαν, με το φως της
μέρας. Μα ο Θεός που παρακολουθούσες τη φοβερή σκηνή από την
κορυφή του Σιδέρωτα, που είχε μείνει εκείνο το βράδυ είδε την
παραβίαση της διαταγής του που μόνο τη βαθιά νύχτα έπρεπε να
γίνεται το κυνηγητό, και την αδικία που δύο μεγάλα θεριά θα πνίγανε
ένα μικρό κι ανυπεράσπιστο, κι απολίθωσε τα μεγάλα θεριά την ώρα
που θα χάφτανε το μικρό.
Μα και το μικρό θα’ ταν αξιολύπητο, μονάχο στον κόσμο, και πάντα,
στην έγνοια πως αν γλύτωσε τη σήμερο, την αύριο θα’ ρχόταν κανένα
άλλο μεγαλύτερο να το καταβροχθίσει. Και ο καλός Θεός το λυπήθηκε
και το απολίθωσε κι αυτό.
Ετσι βλέπουμε σήμερο τα Παξιμάδια, δυο μεγάλα νησιά που φαίνονται
από μακριά, τέρατα, όπως ήταν ζωντανά, με τα ράμφη τους με τις
τεράστιες κι απότομες καμπούρες τους, που απολιθώθηκαν όπως, από
αντίθετη διεύθυνση, έτρεχαν να πιάσουν το μικρό. Και το έχουν στη
μέση μπροστά στη μύτη τους, που κι έτσι όπως είναι απολιθωμένο,
φαίνεται αναστατωμένο, από τη φρίκη και τον τρόμο του.
Με τούτα τα τρία απολιθωμένα τώρα θεριά, τα παξιμάδια,
φανερώνεται στους ανθρώπους το παράδειγμα της δίκαιης τιμωρίας,

που πέμπει αργά ή γρήγορα θεός στους μεγάλους και τους ισχυρούς
όταν κάμουνε κατάχρηση της δύναμης που τους έδωσε και
καταλύσουνε και εξαφανίσουνε τους ανήμπορους, και τους μικρούς,
τον καιρό που πέφτουνε στο δρόμο τους.

Εφημ. «Καθημερινή»
18/9/1959

Αφήστε μια απάντηση