«ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΘΥΣΙΑΣ» ΑΡΚΑΔΙ 1866-1976 του ΔΗΜ. ΑΕΤΟΥΔΑΚΗ.
Το Αρκάδι το χιλιόχρονο μοναστήρι, ριζωμένο στις απόκρυμνες βορεινές πλαγιές του Ψηλορείτη, σε υψόμετρο 500 περίπου μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, σε πυκνόδενδρο οροπέδιο, πάνω από μια βαθύσκιστη χαράδρα, στέκει στο χρόνο, περήφανο, μεγαλόπρεπο, ακατάβλητο κειμήλιο των καιρών, μνημείο ηρωϊσμού και αυτοθυσίας .
Το Αρκάδι που στάθηκε το κέντρο του σκλαβωμένου Ελληνισμού της Κρήτης, εκεί που η θρησκεία και το όραμα της πατρίδας ετοίμαζε το ξεσήκωμα της φυλής εκεί που τα κορμιά άντρευαν και γιγάντωνε η ψυχή, κάτω από την σκιά της θείας θέλησης και της ανθρώπινης πίστης, για λευτεριά και ένωση, τ’ Αρκάδι, που μέσα στη φλόγα του θάφτηκε το σκοτάδι και η βαρβαρότητα, γιορτάζει φέτος τα εκατόν δέκα χρόνια, από τότε που αυτοτινάχτηκε στον αέρα περιφρονώντας τον θάνατο και αγκαλιάζοντας την δόξα.
Εκατόν δέκα χρόνια πέρασαν από τις μνήμες των λαών, γεμάτα ηρωϊσμούς , θυσίες, καταστροφές, πολέμους, επιτυχίες, αποτυχίες, δάκρυα και θρήνους, πείνες, συμφορές και ολοκαυτώματα. Μα πάνω από όλα φεγγοβολά η θεία μυσταγωγία μιας ομαδικής θυσίας, όπου απλοί άνθρωποι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, έφθασαν μόνοι τους, χωρίς καταναγκασμό στην τελειότητα της πράξης που μένει φωτεινό παράδειγμα στο στερέωμα της ιστορίας. Και αυτοί οι απλοί άνθρωποι που ήσαν οι υπερασπιστές του Μοναστηριού δεν δείλιασαν ποτέ μπροστά στις απειλές και στις φοβέρες του εχθρού, ούτε σκέφτηκαν ποτέ να προδώσουν το ιδανικό της πατρίδας και της λευτεριάς, για να σώσουν τη ζωή τους. Ετσι όταν ο Μουσταφά Πασάς μήνυσε κατά Σεπτέμβρη μήνα του1866 να διαλύσουν την επαναστατική επιτροπή στο Μοναστήρι, και να πάψει τούτο να αποτελεί το Κέντρο των επαναστατικών ομάδων «γιατί θα το αφανίσει από το πρόσωπο της γης» ο ηγούμενος Γαβριήλ, Πρόεδρος της επαναστατικής επιτροπής απαντούσε με τούτα τα λόγια «Ο όρκος και το σύνθημά μας είναι η ένωση της Κρήτης με τα της Ελλάδος, ή ο θάνατος και πλέον τούτου δεν θέλομεν να ακούσωμε τίποτε άλλο». Ελευθερία ή θάνατος, ήταν το σύνθημα που στήριξαν τον αγώνα τους οι Κρήτες αποφασισμένοι ή να αποκτήσουν την ελευθερία τους πολεμώντας ή να πέσουν μέχρις ενός. Και όταν ο Μουσταφά – Πασάς
με 6.000 στρατό και πολλούς άτακτους και πυροβολικό, πολιόρκησε το μοναστήρι, από τις 6 του Νοέμβρη του 1866 και κάλεσε τους υπερασπιστές του να του παραδόσουν αντάλλαγμα τη σωτηρία τους, εκείνοι με μια γνώμη, με μια φωνή, απάντησαν «ΕΛΑ ΝΑ ΤΟ ΠΑΡΕΙΣ» και τότε άρχισε η γιγαντομαχία που κράτησε τρία μερόνυκτα για να καταλήξει στην ολοκλήρωση του δράματος στην ΟΛΟΚΑΥΤΩΣΗ.
Η μάχη μαίνεται, η πολιορκία στενεύει, η κατάστασις είναι κρίσιμη, μα η απόφαση είναι, παραμένει. «Ο ΘΑΝΑΤΟΣ». Την νύχτα της 7 προς την 8 του Νοέμβρη κάτω από ένα θλιμμένο φθινοπωρινό ουρανό, ο Γαβριήλ τελεί την θεία λειτουργία στο ναό του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης με κατάνυξη. Είναι η τελευταία νύκτα του Μοναστηριού. Τα γυναικόπαιδα, 657 τον αριθμό, μαζί με τους 286 υπερασπιστές, κοινωνούν για τελευταία φορά των Αχράντων Μυστηρίων.
Όλοι τους γονατιστοί, παρακαλούν με δάκρυα τη Μεγαλόχαρη. Οι ανδριωμένοι ψάλλουν το «Σώσον Κύριε τον λαό Σου» και τη «Υπερμάχω». Είναι η τελευταία λειτουργία. Ο θάνατος πλανάται γύρω από τα τείχη μα κανείς δεν σκέπτεται να εγκαταλείψει τον αγώνα. Οι τρεις απεσταλμένοι του Δημακόπουλου που κατόρθωσαν να διασχίσουν τον εχθρικό κλοιό για να ζητήσουν βοήθεια από τους γύρω πολεμιστές, θα γυρίσουν οι δύο για να φέρουν το πικρό μαντάτο πως η βροχή, μέρες τώρα, τριγύρω από το Μοναστήρι καθιστά αδύνατη τη βοήθεια. Ο φρούραρχος Δημακόπουλος εθελοντής από την Τριπολιτσά μαζί με τον ηγούμενο Γαβριήλ δίνουν τις τελευταίες οδηγίες.
Με το χάραγμα της ημέρας αλόφρονες οι Τούρκοι κτυπούν το Μοναστήρι. Και η 8η Νοεμβρίου προχωρεί με άκαμπτο το ηθικό των υπερασπιστών. Κρατούν γερά τα τείχη και τα 288 τουφέκια. Μα το μεγάλο κανόνι που έφεραν από το Ρέθεμνος, η Μπορπάδα, όπως την λένε, κτυπά αλύπητα τη δυτική πόρτα. Αντέχει για λίγο, μα στο τέλος, υποχωρεί μαζί με τα γύρω τείχη. Οι Τούρκοι αλλαλάζοντες εισορμούν στην αυλή του Μοναστηριού. Τα πυροβόλα όπλα τώρα σιγούν. Τον λόγο έχουν τα μαχαίρια και τα γιαταγάνια. Ο αγώνας γίνεται σώμα με σώμα. Το αίμα ποτίζει το αγιασμένο χώμα. Γεμίζει ο τόπος από κορμιά, κεφάλια, πόδια, χέρια, μυαλά χυμένα, μάτια βγαλμένα. Το θέαμα είναι φρικτό. Ο ηγούμενος με αναμμένο δαυλό τρέχει στο δυτικό υπόνομο με τα 7 βαρέλια πυρίτιδα. Μα η πυρίτιδα δεν παίρνει φωτιά. Έχει αλλοιωθεί από το νερό. Τρέχει στο προαύλιο μα ένας τούρκος τον πλησιάζει. Ο Γαβριήλ τον σκοτώνει με ένα πιστολισμό και ύστερα αυτοκτονεί για να μη πιαστεί αιχμάλωτος από τους Τούρκους. Η μάχη σώμα με σώμα μαίνεται τώρα στην βορειοανατολική πλευρά, στο κτήριο της πυριτιδαποθήκης και στην τραπεζαρία με τα ψηλά γερά τείχη. Μέσα είναι κλεισμένοι οι υπερασπιστές και τα γυναικόπαιδα. Οι Τούρκοι παραβιάζουν τις πόρτες, η αντίστασις ξεψυχά και οι Τούρκοι πλημμυρίζουν την πυριτιδαποθήκη. Ο Γιαμπουδάκης πυροβολεί την πυρίτιδα και το κτήριο τινάζεται στον αέρα. Μια λάμψη και ένας κρότος ταράσσουν την γή.
Τούρκοι και Έλληνες καταπλακώνονται κάτω από τα ερείπια. Η συμφορά για τον Τούρκο είναι μεγάλη. Οι απώλειες είναι σημαντικές μα η σφαγή συνεχίζεται. Οι τελευταίοι υπερασπιστές του Μοναστηριού μαζί με τον Δημακόπουλο έχουν ταμπουρωθεί και δίνουν τον ύστατο αγώνα. Μα τούτος ο αγώνας είναι μάταιος. Γι’ αυτό ο Δημακόπουλος δέχεται να παραδοθεί με τους ολίγους ύστερα από επίσημη διαβεβαίωση των Τούρκων, ότι δεν έχουν να πάθουν τίποτα.
Δυστυχώς για μια ακόμα φορά οι τούρκοι καταπάτησαν το λόγο και τον όρκο τους και μόλις παράδωσαν τα τουφέκια, οι Τούρκοι ξεχύνονται μέσα στην τραπεζαρία και κατασφάζουν τους ανυπεράσπιστους πάνω στα ξύλινα τραπέζια και άρπαξαν αιχμάλωτο τον Δημακόπουλο που τον έγδαραν ζωντανό, καθώς τον πήγαιναν αλυσοδεμένο στο Ρέθεμνος. Και το τραπέζι με τις μαχαιριές και το αίμα, υπάρχει ακόμη, αδιάψευστοι μάρτυρες της μεγάλης ιερής θυσίας. Έτσι τελείωσε το δράμα. Μια ακόμη σελίδα ανοίχτηκε στο βιβλίο της Κρητικής Παλληκαριάς. Τα ερείπια, τα κρανία και τα κόκκαλα, τα παραμορφωμένα κουφάρια και τα ιερά κειμήλια, όλα εκφραστικά μιλούν τη γλώσσα της αθανασίας το μεγαλείο που οδηγεί η θυσία όταν γίνεται για ένα ιδανικό. Οι νεκροί του Αρκαδιού ξυπνούν τους ζωντανούς, κάτω από το αθάνατο φως του ηρωϊκού θανάτου. Ότι αγωνίστηκαν σαν κάστρο και πέθαναν σαν ηφαίστειο, από τις ίδιες τις φλόγες της ψυχής και του νου τους.