Λεπτομέρεια από το γνωστό πίνακα CIVITAS RETHYMNAE, όπου φαίνονται τα δύο κτήρια δίπλα στο χείμαρρο “Καμαράκι”.
Στην παλιά πόλη του Ρεθύμνου, στην οδό Αρκαδίου, στους αριθμούς 48 και 50, βρίσκονται δύο από τα σπουδαιότερα μνημεία της πόλης. Τα χάνια του Παττακού και του Μποτώνη.
Τα δύο αυτά κτήρια, ίσως, κάποτε συγκροτούσαν ενιαίο κτηριακό σύνολο με ένα δημόσιο χαρακτήρα ή αποτελούσαν την ιδιοκτησία μια αρχοντικής οικογένειας του Ρεθύμνου ή, τέλος, την κατοικία ενός ανώτερου διοικητικού αξιωματούχου (Δημακόπουλος Ι., 2001: 101). Σε αυτή την υπόθεση συνηγορούν και τα κτισμένα σήμερα ανοίγματα, πόρτες ή παράθυρα, που υπάρχουν στη μεσοτοιχία των δύο κτηρίων.
Το χάνι του Παττακού.
Τα χρόνια της τουρκοκρατίας το κτήριο ανήκε σε κάποια τουρκική οικογένεια, η οποία το άφησε μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924. Τότε περιήλθε στην κατοχή της υπηρεσίας Ανταλλαξίμων, από την οποία το αγόρασε ο Ιωάννης Παττακός, λίγα χρόνια αργότερα, πουλώντας την περιουσία του στο χωριό Χρωμοναστήρι. Ο Παττακός καταγόταν από το χωριό Αποδούλου Αμαρίου και ασκούσε το επάγγελμα του σαγματοποιού (σαμαρά), τέχνη που είχε μάθει από μικρή ηλικία.
Στο κτήριο αυτό, το ανατολικότερο απ’ τα δύο, σήμερα σώζεται μόνο το θύρωμά του
Τα χρόνια εκείνα, που δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, ο κόσμος χρησιμοποιούσε τα ζώα (γαϊδούρια, μουλάρια και άλογα) για τις μεταφορές. Όταν λοιπόν έρχονταν οι άνθρωποι από τα χωριά τους στην πόλη για να κάμουν τις δουλειές τους, έπρεπε να αφήσουν, «να παρκάρουν» τα ζώα τους σε κάποιο χώρο.
Τέτοιοι χώροι ήταν τα χάνια. Στο Ρέθυμνο, τα χάνια βρίσκονταν στις εισόδους της πόλης: Στην περιοχή της
Μεγάλης πόρτας, που ήταν η είσοδος για τους κατοίκους του δυτικού Ρεθύμνου και της επαρχίας Αγ. Βασιλείου και στς’ Άμμος την Πόρτα (στην αρχή της οδού Αρκαδίου), απ’ όπου έμπαιναν στο Ρέθυμνο οι Αμαριώτες και οι Μυλοποταμίτες. Σε αυτούς τους χώρους παρεχόταν στα ζώα φύλαξη, τροφή και νερό. Οι ιδιοκτήτες πλήρωναν στο «χανιτζή» ένα μικρό ποσό για τη φύλαξη αυτή. Την κοπριά από τα ζώα την πουλούσαν οι «χανιτζήδες» στους περιβολάρηδες από τον Πλατανιά, τα Μισίρια και τα Περιβόλια.
Ο Γιάννης Παττακός χρησιμοποίησε το μπροστινό μέρος του ισογείου του κτηρίου σαν σαμαράδικο και τον εσωτερικό χώρο του μακρόστενου κτίσματος ως χάνι για τα ζώα. Τους καλοκαιρινούς μάλιστα μήνες, έβγαζε έξω τον πάγκο του και πελεκούσε τα σαμάρια του στο δρόμο. Στον οντά προσφερόταν ύπνος, πάνω στα άχυρα, στους ιδιοκτήτες των ζώων, που μπορεί να κατέβαιναν στην πόλη για παραπάνω από μία μέρες για τις δουλειές τους. Ένα μέρος του οντά χρησιμοποιούσε, για κάποιο διάστημα προπολεμικά, ο Ανδρέας Θεοδωράκης ή «Χταπόδης» ως μαραγκούδικο.
Κατά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο, στην ταράτσα του χανιού έπεσαν τρεις γερμανικές βόμβες, οι οποίες, χωρίς ευτυχώς να σκάσουν, κατέστρεψαν τη λεπιδένια οροφή και τον οντά του χανιού. Από τότε ο χώρος, ξεσκέπαστος πια, λειτουργούσε αποκλειστικά ως χάνι.
Το 1963,το κτίσμα απαλλοτριώθηκε από το υπουργείο πολιτισμού και στον ιδιοκτήτη δόθηκε το ποσό των 100,000 δραχμών ως αποζημίωση.
Τότε, ο Παττακός άνοιξε ένα παντοπωλείο στην οδό Αρκαδίου, στο χώρο που πριν μερικά χρόνια βρισκόταν το ταξιδιωτικό πρακτορείο του Νικόλαου Αστρινάκη.
Τα τρία φουρούσια της πρόσοψης του κτηρίου. (Χάνι Παττακού)
Τα λιοντάρια, σύμβολα της Βενετίας, πάνω από το θύρωμα του κτηρίου. (Χάνι Παττακού)
Το θύρωμα του κτηρίου όπως το σχεδίασε ο Gerola.
Σαν λεζάντα , έγραψε: Είσοδος τοξωτή με πλούσια διακόσμηση και σύνθετο θριγκό στο πάνω τμήμα (στο επιστύλιο υπάρχει ελληνική επιγραφή). Διπλός ρυθμός στις βάσεις των κιόνων με ερωτιδείς στα τρίγωνα και φύλλα ακάνθου στο κλειδί του τόξου (Gerola G., 1917: τ. 3: 238, 242-243). Στο σκίτσο του Gerola φαίνεται καθαρά η ελληνική επιγραφή, ένα ελάχιστο τμήμα της οποία σώζεται και σήμερα (το γράμμα ‘Ε’ της λέξης ΘΕΟΥ), καθώς και ο τετραγωνικός φεγγίτης. Στο σκίτσο έχουν παραλειφθεί τα μεγάλα φουρούσια.
Το χάνι του Μποτώνη.
Το δυτικό κτήριο όπως το φωτογράφισε ο Gerola.
Το κτήριο αυτό, το δυτικό, κατασκευασμένο τα τελευταία χρόνια του 16ου ή τις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα, αποτελεί το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα ενός μικρού, αναγεννησιακού μεγάρου που σώζεται ακόμα όχι μόνο στο Ρέθυμνο ή την Κρήτη, αλλά σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Σύμφωνα με το σχέδιο του Ιορδάνη Δημακόπουλου, που δείχνει την πρόσοψή του, φαίνεται πως ο άγνωστος αρχιτέκτονας το είχε συλλάβει ως ένα οργανωμένο σύνολο, γύρω από έναν κατακόρυφο άξονα συμμετρίας, επάνω στον οποίο τοποθέτησε το θύρωμα και το φεγγίτη του ισογείου. Μια σειρά, κατόπιν, από τέσσερις οριζόντιες ζώνες έδενε, απ’ άκρη σ’ άκρη, την πρόσοψη του κτηρίου, μοιράζοντας έτσι, κατά τα αναγεννησιακά πρότυπα, την πρόσοψη του μεγάρου σε αλληλοεξαρτώμενες ζώνες.
Το κτήριο αυτό, όπως και το προηγούμενο, ανήκε αρχικά την υπηρεσία Ανταλλαξίμων. Αγοράστηκε από κάποιον Καθαράκη, ο οποίος αργότερα το πούλησε στον Αντώνη Γιατάκη-Μποτωνάκη, ο οποίος το αγόρασε πουλώντας ένα λιόφυτο που είχε στο Λατζιμά.
Η πρόσοψη του κτηρίου σε σχέδιο του Ι. Δημακόπουλου.
Ο Μποτώνης καταγόταν από τα Αγγελιανά Μυλοποτάμου και αρχικά εξασκούσε την τέχνη του σαμαρά στο χωριό Όρος. Αγοράζοντας το κτίσμα, το λειτούργησε ως σαμαράδικο και χάνι μαζί. Ήταν κι αυτό καλυμμένο με λεπίδα, την οποία τα προκατοχικά χρόνια έφερναν από το Ατσιπόπουλο έναντι 25 δραχμών το φορτίο. Φόρτωναν το γάιδαρο όσο μπορούσαν, αφού είτε πενήντα κιλά του έβαζαν είτε διακόσια το ποσό που θα πλήρωναν θα ήταν το ίδιο. Στον οντά του χανιού, το «μουσαφιροντά του Μποτώνη», όπως τον αποκαλούσαν, κοιμούνταν οι ιδιοκτήτες των ζώων που διανυκτέρευαν στην πόλη, καθώς και εργάτες του λιμανιού και άλλοι φορτοεκφορτωτές, κυρίως λαδιών, που τους παρεχόταν ύπνος έναντι μιας μικρής αμοιβής. Για στρώμα είχαν άχυρα και αφράτα, που τα χρησιμοποιούσε ο Μποτώνης για το γέμισμα των σαμαριών. Στη βορειοδυτική πλευρά του κτηρίου, υπήρχε πηγάδι, το οποίο κλείστηκε αργότερα.
Ο Αντώνης Γιατάκης, τυφλώθηκε κάποια στιγμή από ένα πελεκούδι που μπήκε στο μάτι του, καθώς πελεκούσε ένα σαμάρι. Από τότε η μόνιμή του κουβέντα ήταν:
«ε! το παντέρμο λιόφυτο», εννοώντας ότι μετάνιωσε που πούλησε το λιόφυτο στου Λατζιμά για να αγοράσει το χάνι, το οποίο, πλέον, λόγω της τύφλωσής του δεν του απέφερε χρήματα, αφού δεν μπορούσε να εργαστεί ως σαμαράς.
Σε αυτόν το μικρόκοσμο των χανιών, πέρα από τον καθημερινό μόχθο και την αγωνία για το μεροκάματο, δεν έλειπαν τα αστεία και τα πειράγματα μεταξύ των χανιτζήδων, των πελατών και των περαστικών. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα του Γιώργη Καλομενόπουλου με τίτλο «Ο Μποτώνης».
Ένας τίμιος, καλόψυχος και ανοιχτόκαρδος σαμαράς στο «Καμαράκι», που ήταν γλέντι για τη γειτονιά στα παλιά χρόνια. Ο καλόκαρδος Μποτώνης στου Αδελιανού το χάνι εις τον «πάγκο» του καβάλα τα σαμάρια πελεκούσε. Τον πειράζουν και πειράζει και αστεία σ’ όλους κάνει και το «Καμαράκι» όλο γέλια αντηχούσε.
Τα μουλάρια του Ρεθέμνου…που απ’ αλάργα τον γνωρίζουν μπρος στο χάνι σταματάνε κι ο αναβάτης τους πεζεύει. Ως τον βλέπουν τα γαϊδούρια, από τη χαρά…γκαρίζουν κι ο Μποτώνης με συμπόνια τα καπούλια τους χαϊδεύει. Και βροχή φάρσες κι αστεία του καλόψυχου Μποτώνη, σαν του λένε για καπίστρια, για «μπροστέλες» και γαϊδούρια. Και γειτόνους και πελάτες, όλους τους αποστομώνει μ’ ετοιμότητα και κέφι και μ’ ωραία καλαμπούρια.
«Γεια σου…γαϊδουρομοδίστρα»! «Είμαι… αφού σ’ έχω πελάτη». «Πάρε μέτρα για σαμάρι». «Του γαϊδάρου… ή δικά σου»; «Το μουλάρι μου κουτσαίνει». «Σήκωσέ το εις… την πλάτη». «Είντα πολεμάς, Μποτώνη»; «Ράφτω τα γαμπριάτικά σου». Με τα ζώα του ο Μποτώνης δένει πάντα μια φιλία. Τους μιλεί, τους κουβεντιάζει με δικούς του χίλιους τρόπους και γι αυτό συχνά φωνάζει πως «με πιότερη ευκολία τα βολεύεις με γαϊδάρους… από μερικούς ανθρώπους». Μα του άτυχου η μοίρα δίβουλη είναι –ανάθεμά τη-! και πικρό το ριζικό του, κακομοίρη μου Μποτώνη. Και στου μόχτου τον ιδρώτα πελεκούδι ένα κομμάτι μες στο μάτι σου καρφώνει και στο τέλος σε τυφλώνει. Στην περιοχή υπήρχαν άλλα δύο χάνια. Το ένα του Ανδρέα Μπουλούμπαση ή «Κάπρου» (εξαιτίας των δίδυμων παιδιών που έκανε) και του Παπαμάρκου. Έξω από τα δύο χάνια υπήρχε και ένας πεταλωτής, ο Γιάννης Φοβάκης, ο οποίος είχε αποκτήσει ειδικότητα στη διασταύρωση θηλυκιάς γαϊδούρας με «μπεγίρι». Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούσε το χώρο που σήμερα βρίσκεται το εστιατόριο του Σκεπετζή. Είχε μάλιστα και πρακτικές γνώσεις κτηνιατρικής και όλοι τον αποκαλούσαν γαϊδουροκτηνίατρο.
Αργότερα, την εποχή της γερμανικής κατοχής, ο γιος του Αντώνη Γιατάκη, Μανώλης Μποτωνάκης, μετέτρεψε το χώρο σε «σκιτζίδικο» (επιδιορθώσεις υποδημάτων) και αργότερα πουλούσε και ετοιματζίδικα παπούτσια και στιβάνια. Επίσης, έξω είχε στήσει έναν πάγκο που πουλούσε χύμα τσιγάρα. Εκείνη την εποχή, ή λίγο αργότερα, επενέβη στο χώρο προσπαθώντας να γκρεμίσει το θύρωμα για ν’ ανοίξει η «φάτσα» του μαγαζιού. Τότε στέγασε με πλάκα μπετόν ένα τμήμα του χαλασμένου οντά και τοποθέτησε ένα τσιμεντένιο δοκάρι στην πρόσοψη του κτηρίου, μισοκλείνοντας τον παλιό βενετσιάνικο φεγγίτη. Γι αυτές του τις ενέργειες, επειδή δηλαδή παρενέβη στην πρόσοψη διατηρητέου μνημείου, καταδικάστηκε σε 20 μέρες φυλάκιση.
Το κτήριο αυτό, όπως και το διπλανό του, απαλλοτριώθηκε το 1963 από το Υπουργείο Πολιτισμού και στον Μανώλη Μποτώνη δόθηκαν 100.000 δραχμές ως αποζημίωση.
Για πολλά χρόνια, παρέμειναν εγκαταλειμμένα. Πριν μερικά χρόνια , έγινε η αποκατάστασή τους. Η αποκατάσταση έγινε σεβόμενη την βασική αρχική διαρρύθμισης του συγκροτήματος και τις αρχικές βασικές στάθμες των ορόφων του.
Το κτίριο θα στεγάσει τα Γραφεία της Προγραμματικής Σύμβασης Παλιάς Πόλης Ρεθύμνου. Στο ισόγειο περιλαμβάνονται: μια μεγάλη αίθουσα που θα χρησιμοποιείται ως χώρος μόνιμης έκθεσης των έργων του Γραφείου, η αίθουσα γραμματείας – λογιστηρίου και άλλοι βοηθητικοί χώροι καθώς και το κεντρικό αίθριο με το κεντρικό κλιμακοστάσιο.
Στον όροφο περιλαμβάνονται τα γραφεία: του υπευθύνου, των μηχανικών και των αρχαιολόγων, μια αίθουσα συσκέψεων και οι αναγκαίοι βοηθητικοί χώροι.
Σε ενδιάμεση στάθμη μεταξύ των ορόφων με εκμετάλλευση του μεγάλου ύψους του ισογείου δημιουργούνται, πατάρια με χρήση αρχείου και σχεδιαστηρίου
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΠΗΓΕΣ
Δημακόπουλος Ι. (1970). Μεγάλη Βρύση, μια βενατσιάνικη κρήνη του Ρεθύμνου. Στο: Κρητικά Χρονικά τ. ΚΒ. Ηράκλειο.
- Δημακόπουλος Ι. (2001). Τα σπίτια του Ρεθέμνου. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού.
- Gerola G. (1917). Monumenti Veneti nell’Isola di Creta.τ. 3. Βενετία.
- Καλομενόπουλος Γ. (1964). Ποιήματα-Τα τραγούδια του παλιού Ρεθέμνους. Αθήνα.
- Πρεβελάκης Π. (1999). Το Χρονικό μιας Πολιτείας. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.
- Στεριώτου Ι. (1992). Οι βενετικές οχυρώσεις του Ρεθύμνου (1540-1646). Αθήνα: Τ.Α.Π.Α.
- Μποτωνάκης Μ. Μαγνητοφωνημένη συνέντευξη. 10/2/05.
- Γιατάκης Π. Μαγνητοφωνημένη συνέντευξη. 13/2/05.
- Μακρυδάκη-Παττακού Ι. Μαγνητοφωνημένη συνέντευξη. 14/2/05.
πηγή: deredakis.blogspot.gr
φωτογραφίες: Βασιλική Παπουτσάκη