ΑΠΟ ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ ΜΟΥ
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΣΤΟ ΡΕΘΕΜΝΟΣ
Ήτανε τις πρώτες μέρες αρχές Ιουνίου του 1941:
Στο Τελωνείο μας κάτω στο λιμάνι υπήρχαν άφθονα τρόφιμα, Συμμαχικά, φασόλες, ρύζι, αλεύρι, κονσέρβες κτλ.
Οι Γερμαναράδες πηγαινοήρχοντο βιαστικοί αυτοκίνητα, μοτοσυκλέτες κτλ. Η Σημαία με το σήμα της βίας εκυματούσε και ερύπαινε το μέγαρο του τελωνείου μας.
Ο Ρεθεμνιώτικος Κόσμος και ο λαουτζίκος άρχισε σιγά σιγά να ξεφοβίζεται και να βγαίνει έξω.
Είπαμε παραπάνω πως ήταν οι πρώτες μέρες δηλαδή 2-3 μέρες που πρωτομπήκαν.
Μια από αυτές τις μέρες έτυχα κι εγώ εκεί. Γυναίκες, παιδιά, φτωχόκοσμος φοβισμένος και πεινασμένος.
Τα παιδιά παρακαλούσαν τους Γερμανούς να των δώσουν λίγο αλεύρι ή ότι άλλο (μαντζαριά μαντζαριά ) φώναζαν τα παιδιά, οι γυναίκες παρακαλούσαν κι αυτές το ίδιο.
Παραπέρα ένας όμιλος 5-6 αξιωματικοί κοιτάζανε τα γυναικόπαιδα και συζητούσανε γελώντας.
Κάποια στιγμή ένας στρατιώτης ελληνομαθής πλησίασε στα γυναικόπαιδα και των λέγει:«Οι κύριοι αξιωματικοί διατάξανε να σας δώσουν από μια κουραμάνα και από μια κονσέρβα είσθε λίγοι και πρέπει να μαζευτούν κι άλλοι.»
Μονομιάς από στόμα σε στόμα διαδόθηκε στις γειτονιές κι άρχισαν να καταφθάνουν ομάδες πολλές γυναικοπαίδων. Γυναίκες πολλές προπαντός κρατούσαν στην αγκαλιά των μωρά και παιδιά.
Μαζεύτηκαν καμιά 150αριά γυναικόπαιδα και πολύς άλλος όλοι πεινασμένοι, φοβισμένοι με τις πρώτες εντυπώσεις. Κάποτε τέλος έρχεται ένας αξιωματικός και βάζει στη σειρά από το Τελωνείον μέχρι του Αμπατζή το Καφενείο όλον αυτόν τον κόσμο. Στρατιώται γερμανοί πολλοί μοιράζανε από μια κουραμάνα και από μια κονσέρβα σε όλους γενικώς, αλλά με αυστηρή διαταγή κανένας να μην αρχίσει στέκοντας να τρώγει γιατί και ξύλο θα εισπράξει, αλλά θα του τα πάρουν και πίσω. Κατόπιν στάθηκε δίπλα στο γερανό στη βρύση του λιμανιού ένας αξιωματικός, τοποθέτησε μπροστά του σε τρίποδα μια μηχανή κινηματογραφική, κάμανε πρωτύτερα διδασκαλία στα γυναικόπαιδα να φαίνονται γελαστά και χαρούμενα και κατόπιν κρατώντας στα χέρια Κουραμάνες και Κονσέρβες να περνούν μπροστά από τη μηχανή. Πέρασε όλος αυτός ο κόσμος χαρούμενος και γελαστός με τα πολύτιμα τρόφιμα στα χέρια και παραπέρα στέκαν άλλοι πολλοί γερμανοί και με αγριοφωνάρες και απειλές παίρνανε πίσω τα δώρα των.
Θυμούμαι σαν αυτή της στιγμή τη θλίψη και την απόγνωση μα και τις κατάρες και βρισιές των λαβόντων, αλλά και τα κλάματα των μικρών.
Απ’ αυτό που διηγήθηκα μπορεί ο καθένας να σχηματίσει τη γνώμη του για τους Ναζίδες.
Γ. Σ.
( Δημοσιεύτηκε την Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 1947 στην εφημερίδα ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ)