Νίκος Μαμαγκάκης
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο ‘Νίκος Μαμαγκάκης είναι Έλληνας συνθέτης, γεννημένος στο Ρέθυμνο το 1929. Ξεκίνησε τις σπουδές του από το Ωδείο Αθηνών και εν συνεχεία από το 1957 μαθήτευσε στην Ανώτατη Μουσική Σχολή του Μονάχου δίπλα στους Καρλ Ορφ και Γκέντσμερ. [1]
Οι αρχικές του αναζητήσεις αφορούσαν στην ανανέωση του ηχοχρώματος και τις δομικές και ρυθμικές σχέσεις που βασίζονται σε αριθμητικές αναλογίες, τόσο με βάση τα δυτικά πρότυπα όσο και με αναφορές στη δημοτική μας μουσική και κυρίως της ιδιαίτερης πατρίδας του.Σαν συνέπεια αυτής της αναζήτησης ήταν, η χρήση στα έργα του διαφόρων δημοτικών οργάνων (κρητική λύρα, σαντούρι, κ.α.) ή αντίθετα η χρήση και μόνο της ηχητικότητάς τους χωρίς αυτά καθ’ εαυτά τα όργανα.Από τα γνωστότερα έργα του είναι: Αναρχία για κρουστά και ορχήστρα, Σενάριο για δύο αυτοσχέδιους τεχνοκρίτες για ενόργανο σύνολο, ταινία και σκηνική δράση, Παραστάσεις για φλάουτο, φωνή και σκηνική δράση, Μουσική για τέσσερεις πρωταγωνιστές, Κασσάνδρα, Ερωτόκριτος, μουσική για τον Πλούτο του Αριστοφάνη, Τριττύς, Τετρακτύς, Εγκώμιο στο Ν. Σκαλκώτα και πρόσφατα, η σύγχρονη όπερα Οδύσσεια (βασισμένη στο ομώνυμο έπος του Νίκου Καζαντζάκη. Έγραψε μουσική για τον ελληνικό κινηματογράφο όπως: Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά, Η νεράιδα και το παλικάρι, Η αρχόντισσα και ο αλήτης (όλες του Ντίνου Δημόπουλου), Λούφα και παραλλαγή, Άρπα-κόλλα, Βίος και Πολιτεία (του Νίκου Περάκη), Η λεωφόρος του μίσους (του Νίκου Φώσκολου) και πολλά άλλα.
Μαμαγκάκης Νίκος
Από Musipedia
(Ρέθυμνο 1929). Φημισμένος σύγχρονος συνθέτης πολλών ειδών μουσικής. Κατάγεται από οικογένεια λαϊκών μουσικών (μεταξύ των οποίων και ο «θρυλικός» λυράρης Ανδρέας Ροδινός)
|
Σπουδές & Σταδιοδρομία
Σπούδασε αρχικά στη Φιλαρμονική Ρεθύμνου (από 10 ετών) και στο Ελληνικό Ωδείο στην Αθήνα (1947-1953) με καθηγητές στα θεωρητικά τους Μ. Κουτούγκο, Α. Ευαγγελάτο, Μ. Βάρβογλη και Επ. Φασιανό. Επέστρεψε στο Ρέθυμνο και ανέλαβε τη διεύθυνση του Ωδείου και της Φιλαρμονικής της πόλης. Το 1957 συνέχισε με γερμανική υποτροφία στην Ανωτάτη Μουσική Σχολή στο Μόναχο με τους Ορφ και Γκέντσμερ. Το 1961 και 1962 σπούδασε και ηλεκτρονική μουσική με τον J.A, Riedl. Το 1962 πήρε το Β’ βραβείο του μουσικού διαγωνισμού “Μάνος Χατζιδάκις” του ΑΤΙ, με τον “Μονόλογο” για σόλο τσέλο (ερμηνευτής ο Σωτήρης Ταχιάτης). Το 1964 πήρε το βραβείο μουσικής του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Θεσ/νίκης για τη μουσική του στην ταινία «Μονεμβασιά» του Γιώργου Σαρρή. Επίσης, το 1968, πήρε το βραβείο των κριτικών του Φεστιβάλ Θεσ/νίκης για τη μουσική του στην ταινία Παρένθεση» του Τ. Κανελλόπουλου. Μετά από παραμονή 8 ετών στην Ευρώπη, επέστρεψε οριστικά στην Αθήνα το 1965.
Εργογραφία (επιλογή)
Στη δεκαετία του 1970 έγραψε μουσική για τον κινηματογράφο (πάνω από 40 έργα) και τραγούδια (θυμίζουμε ορισμένα από τον Κύκλο “11 λαίκά τραγούδια του Γιάννη Ρίτσου”: “Χρόνια σε περίμενα”, “Ο τρύγος”, “Χωρισμός”, “Νυχτοπεντοζάλης”, “Χειμωνιάτικη βραδιά”, “Άιντε και ντε”, κ.λπ.).
Tραγούδια ο Μαμαγκάκης έγραφε ήδη από το 1957 (ίσως και νωρίτερα), αλλά πρωτοκυκλοφόρησαν το 1961. Σ’ αυτά περιλαμβάνεται ο πασίγνωστος “Μιχαλιός” (του Καρυωτάκη) καθώς και άλλα τραγούδια σε στίχους παλιότερων ποιητών, όπως: “Ω, χαμηλώστε αυτό το φως” και “Ω, μη με βλέπετε που κλαίω” (της Πολυδούρη), “Αλαργινό καράβι” (του Καρυωτάκη), “Θα σε περιμένω” (του Κ. Χατζόπουλου), κ.λπ.Στη δεκαετία του 1960 (και στη συνέχεια) έγραψε αρκετά δημοφιλή τραγούδια (συνήθως για τις ανάγκες κινηματογραφικών ταινιών). Αναφέρουμε μερικά: “Τα πέτρινα λουλούδια της θάλασσας”, “Η Ανθή”, “Εφτά ψαράδες”, “Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ”, «Όχι μαζί», “Σκληρό μου αγόρι”, “Ο Σαλονικιός”, κ.λπ.Τότε επίσης έγραψε και Κύκλους τραγουδιών (που αργότερα τους μετέτρεψε σε Καντάτες και σε άλλες φωνητικές μορφές: “Μπολιβάρ”, “Ερωτόκριτος”, “Ερωφίλη”, κ.λπ.).
Το 1982 κυκλοφόρησε τον δίσκο με λαϊκά τραγούδια του σε στίχους Γιώργου Ιωάννου «Κέντρο Διερχομένων», που αποτελεί τον πρώτο δίσκο της Ελευθερίας Αρβανιτάκη (μετέχουν και οι Δημ. Ψαριανός, Δημ. Κοντογιάννης). Θυμίζουμε ορισμένα τραγούδια αυτού του δίσκου (όσα δεν αναφέρονται σε άλλα σημεία του λήμματος): «Κλειστά παράθυρα», «Η Ομόνοια», «Το νιώθω τώρα», «Το γράμμα», «Λαϊκά ξενοδοχεία», «Δεν ξέρω πια», «Μείνε κοντά μου», «Τατουάζ».
Στη δεκαετία του 1980 έγραψε κυρίως 2 όπερες και τη δεκαετία του 1990, 9 κοντσέρτα για διάφορα όργανα και ορχήστρα.
Ύφος
Γενικά μπορούμε να πούμε ότι ο Νίκος Μαμαγκάκης “εισέβαλε” στη σύνθεση με όραμα την ανανέωση του ηχοχρώματος και την εφαρμογή δομικών και ρυθμικών σχέσεων βασισμένων σε αριθμητικές αναλογίες ολικού σειραϊσμού (κατά τα θέσφατα του Ντάρμστατ), αλλά και με πλούσιες “μνήμες” από τη δημοτική μουσική (κυρίως την κρητική). Έτσι, αφ’ ενός σε διάφορες συνθέσεις του μεταχειρίστηκε λαϊκά όργανα (κρητική λύρα, σαντούρι κ.λπ.) αφ’ ετέρου σε άλλες δημιουργίες του κατάφερε, χωρίς τη χρήση αυτών των οργάνων, να ανακαλεί χαρακτηριστικό “χρώμα” επηρεασμένο από την ηχητικότητα τους. Έτσι συχνά, κινούμενος γύρω από μια νότα (που χρησιμοποιείται στις πρωτοποριακές δημιουργίες του περίπου ως κέντρο ενός φανταστικού στόχου ή ως είδος τονικού κέντρου) πέτυχε σε ορισμένες περιπτώσεις να συν-θέσει πολύ “εύστοχα” την ελλ. δημοτική μουσική με τη μουσική της Αναγέννησης και τους σύγχρονους πρωτοποριακούς ήχους (ιδίως στα “κρητικά” έργα του) και μ’ αυτό τον τρόπο, να παρουσιάσει μια ιδιοσύστατη υπερμοντέρνα (μεταμοντέρνα;) μανιέρα.
Κυριότερα έργα
Τα κυριότερα έργα του: “Μουσική για 4 πρωταγωνιστές, για 4 φωνές και 10 όργανα” (σε κείμενο Καζαντζάκη, 1959-1960), “Κατασκευές” (για φλάουτο και κρουστά, 1960), “Συνδυασμοί” (για σολιστ κρουστών και ορχ., 1961), “Γλωσσικά σύμβολα” (για υψίφωνο, βαθύφωνο και ορχ., 1961-62), “Ανταγωνισμοί” (για τσέλο και σολίστ κρουστών, 1963-64), “Μονόλογος της Κασσάνδρας” (από τον Αισχύλο, για υψίφωνο, φλάουτο, κόρνο, τούμπα, άρπα και κρουστά, 1963), “Ερωτόκριτος 1” (κατά Κορνάρο, για 2 αντρικές και μία γυναικεία φωνή, κρητική λύρα, τσέλο, κοντραμπάσο, λαούτο και τσέμπαλο, 1964), “Ερωτόκριτος 2” (για μικρή ή μεγάλη ορχ., 1965), “Πλούτος” (λαϊκή όπερα, 1965), “Τριττύς” (για κιθάρα, σαντούρι, κρουστά και 2 κοντραμπάσα, 1966), “Αρκάδι” (σουίτα για φωνή και 7 όργανα, 1966), “Θέαμα-ακρόαμα” (για υψίφωνο, ηθοποιό, χορευτή, ζωγράφο, βιόλα, κιθάρα, κοντραμπάσο, κόρνο, τρομπόνι και 2 κρουστά, 1967), “Σενάριο για δύο αυτοσχέδιους τεχνοκρίτες” (για ενόργανο σύνολο, ταινία και σκηνική δράση, 1968), “Τετρακτύς” (για κουαρτέτο εγχ. 1968), “Βάκχες” (ηλεκτρ. μουσική μπαλέτου κατά Ευριπίδη, 1969), “Ελεγεία” και “Περίληψη” (σόλο φλάουτο, 1968-1970), “Παράσταση” (για φλάουτο, φωνή και σκηνική δράση, 1969), “Μπολιβάρ” (λαϊκή καντάτα από τον Εγγονόπουλο, για αντρική φωνή, μικτή χορωδία και ορχ., 1969), “Βάκχες” (ηλεκτρ. μπαλέτο, 1969), “Άσκηση” (τσέλο, 1969-70), “Αναρχία” (για κρουστά και ορχ., ανάθεση του Φεστιβάλ Ντόναουέσσιγκεν, 1970), “Ερωφίλη” (μουσικό δράμα σε 2 μέρη από το έργο του Χορτάτζη, για αφηγητή, 4 τραγουδιστές, χορωδία και ορχ. 1970), “Άσκησις” (για τσέλο σόλο, 1969-1970), “Πένθιμα” (για κιθάρα, ανάθεση της 4ης Ελλ. Εβδομάδας Σύγχρονης Μουσικής, 1970-1971), “Αγωνιστές της Λευτεριάς 1821” (τραγούδια σε κείμενα Σεφέρη, Πρεβελάκη και Ιατρόπουλου, 1971), “Αναρχία” (για σολίστ κρουστών και μεγάλη ορχ., 1971), “Κυκεών” (για 10 όργανα, ανάθεση του Φεστιβάλ Ολυμπιακών Αγώνων Μονάχου, 1972), “11 λαϊκά τραγούδια” (σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, για 2 φωνές σόλο, μικτή χορωδία και ορχ., 1972), “Οδύσσεια” (σύγχρονη όπερα στο ομώνυμο έργο του Καζαντζάκη, 1975), “Μουσική για πιάνο και μικρή ορχ.” (1977), “Μαγωδία” (για βαρύτονο και 8 όργανα, 1977), “Εγκώμιο στο Νίκο Σκαλκώτα” (κλαρινέτο, 1979), “Sine nobilitate” (“Snob”, κουαρτέτο εγχ., 1981-90), “Ερωτόκριτος και Αρετούσα” (όπερα κατά Κορνάρο. Ηράκλειο, Αθήνα, 1985), “Χροές” (Ι: για κιθάρα, 1986, ΙΙ: για βιολί και κιθάρα, 1989, ΙΙΙ: για φλάουτο και κιθάρα, 1988, ΙV: για βιολί και άρπα, 1992), “Πνοές” (για φλάουτο, 1989-90), 9 Κοντσέρτα (1990-93) για σόλο όργανα και ορχ. (1. για κιθάρα, 2. για τσέλο, 3. για βιόλα, 4. για μαντολίνο, μαρίμπα και έγχορδα, 5. για σαξόφωνο, 6. για κοντραμπάσο, 7. για τρομπόνι, 8. για πιάνο, 9. για 2 πιάνα). Ο Μαμαγκάκης, κατά τη “Μπριτάνικα”, έγραψε πρόσφατα τη μουσική για μεγάλα τηλεοπτικά σήριαλ, π.χ.”Felix Krull” (διάρκεια 6 ώρες), “Heimat” (“Πατρίδα”, του Edgar Reitz, διάρκεια 18 ώρες), “Heimat 2” (του ίδιου σκηνοθέτη, διάρκεια 26 ώρες). Το σενάριο του έργου με θέμα από τη σύγχρονη μουσική οδήγησε στη σύνθεση πολλών μεγάλων πρωτοποριακών έργων (κοντσέρτα, συμφωνίες, χορωδιακά, μουσική δωματίου, σολιστικά έργα), τα οποία γράφτηκαν με τη βοήθεια μεγάλης ψηφιακής εγκατάστασης Η/Υ που επέτρεψε την άμεση σύνθεση, την εκτύπωση του υλικού (παρτιτούρα, πάρτες) και την ηχητική εκτέλεση. Πολλά έργα του έχουν εκδοθεί από ξένους Εκδοτικούς Οίκους (Gerig, Modern, Breitkopf, κ.λπ.). Αναφέρουμε ορισμένες γνωστές ελλ. κινηματογραφικές ταινίες στίς οποίες έγραψε τη μουσική: “Σιλουέτες” (του Ζώη), “Πρόσωπο με πρόσωπο” (του Μανθούλη), “Η Εκδρομή” (του Κανελλόπουλου), “Η δασκάλα με τα χρυσά μαλλιά”, “Η αρχόντισσα και ο αλήτης”, “Η νεράιδα και το παλληκάρι”, “O ήλιος του θανάτου” (και οι 4 του Δημόπουλου), “Λούφα και παραλλαγή”, “Άρπα-κόλλα”, “Βίος και πολιτεία”, “Μήλο-Μήλο” (κι οι 4 του Περάκη), “Η λεωφόρος του μίσους” (του Φώσκολου), “Το Μπορντέλο” (του Κούνδουρου), κ.λπ. Επίσης: “Πρόσωπο με πρόσωπο”, “Ένοχοι”, “Έρωτες στην καυτή άμμο”, “Ανοικτή επιστολή”, “Ψωμί για έναν δραπέτη”, κ.λπ. Τέλος έγραψε μουσική για ντοκυμανταίρ και για θεατρικά έργα, όπως: “Πλούτος”, “Σφήκες”, “Φτερά του Ικάρου”, “Ιερό Σφάγιο” (Εθνικό Θέατρο), “Γκρέκο” (ΕΛΘ), “Θυσία του Αβραάμ” (ΚΟΘΒΕ), “Ιφιγένεια εν Αυλίδι” (“Ελλ. Σκηνή”, Αννας Συνοδινού), “Αμεδαίος” (του Ιονέσκο, Μόναχο), “Οθέλλος” (Κρατικό Θέατρο Μονάχου), κ.λπ. Τέλος, τον Απρίλιο του 1997 παρουσίασε στο ΜΜΑ το 3πρακτο λυρικό έργο του «Όπερα των σκιών» (εμπνευσμένο από τον Καραγκιόζη) σε ευρηματικό «λιμπρέτο» του Νάσου Θεοφίλου. Ο Νίκος Μαμαγκάκης δεν είχε μαθητές σύνθεσης. Εσφαλμένα αναφέρεται στη βιβλιογραφία ο Κώστας Μόσχος ως μαθητής του, στην πραγματικότητα συνεργάστηκε τον καιρό των σπουδών του μαζί του, όπως και πολλοί άλλοι αργότερα.
(Για τους πολυάριθμους δίσκους του Ν. Μαμαγκάκη, δες στον «Οδηγό Ελληνικής Δισκογραφίας» του Πέτρου Δραγουμάνου, Εκδόσεις «Νέα Σύνορα»). ΔΕΣ «ΔΙΦΩΝΟ» αρ. 17, σελ. 66.
Πηγές
- Τάκης Καλογερόπουλος, Λεξικό της Ελληνικής μουσικής, εκδόσεις Γιαλλελή
ΝΙΚΟΣ ΜΑΜΑΓΚΑΚΗΣ: ΚΑΙ ΒΟΥΝΑ ΝΑ ΕΒΑΖΕΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΟΥ, ΕΓΩ ΜΟΥΣΙΚΟΣ ΘΑ ΓΙΝΟΜΟΥΝΑ. |
|
Γράφει ο Γιώργος Μυζάλης – |
|
|
|
||||
|
||||
|
||||
|
||||
|
||||
|
||||
|
Όλα τα άρθρα του συντάκτη σε RSS
Νίκος Μαμαγκάκης: Το τραγούδι του Μπελογιάννη και της Έλλης Παππά
Ημερομηνία δημοσίευσης: 16/05/2010
(Εκδόσεις Ιδαία, 2010)
Ο δίσκος ηχογραφήθηκε και μόλις κυκλοφόρησε. Είναι μια ολοκαίνουργια σύνθεση του χαλκέντερου, ακαταπόνητου και υπερπαραγωγικού Νίκου Μαμαγκάκη, όμως, στην πραγματικότητα, η ουσία αυτού του ακροάματος, η πρώτη ύλη της παρτιτούρας, χαράχτηκε πριν από έξι δεκαετίες, τον καιρό τον κατάμαυρο των φοβερών γεγονότων που κορυφώθηκαν με μια σειρά εν ψυχρώ εκτελέσεων μετά από δίκες-παρωδία.
Ο Μαμαγκάκης ήταν τότε ένας εικοσάχρονος νέος μουσικός που κέρδιζε τα προς το ζειν καθαρογράφοντας ή γράφοντας (με νότες, σε χαρτί) γνωστά ρεμπέτικα του Μάρκου, του Τσιτσάνη, του Χιώτη, του Καπλάνη κ.ά. Για να πάρουν “άδεια γραμμοφωνήσεως” έπρεπε να καταθέσουν στίχους και μουσική στην Επιτροπή Λογοκρισίας και επειδή οι άνθρωποι δεν ήταν του ωδείου έπρεπε να έχουν κάποιον γι’ αυτό. Και μόνη η σχέση του με τους ρεμπέτες τον καθιστούσε ύποπτο στα μάτια των λογής ενστόλων (και η καπαρντίνα “στολή” ήτανε) πόσο μάλλον που είχε και αδελφό στη Μακρόνησο!
Έτσι, κυνηγημένος, βίωσε τα γεγονότα μέσα από τις φυλλάδες και τα ραδιόφωνα, μέσα από τις σιγανές κουβέντες στον δρόμο ή στο ιστορικό μουσικό καφενείο “του Μάριου” στην οδό Ίωνος. Η εποχή και τα τραγούδια της, η ζοφερή ψυχροπολεμική και άγρια ρεβανσιστική Ελλάδα του ’50 και τα πικρά ταξίμια στα γραμμόφωνα. “Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι”, με το παλικάρι που (όλοι το ήξεραν) δεν ήταν έγκλειστο για λόγους ποινικού δικαίου…
Το Τραγούδι του Νίκου και της Έλλης βασίζεται σε ποιήματα γραμμένα στη φυλακή και στο “ημερολόγιο” της Παππά, στο (από πρώτο χέρι) χρονικό της τραγωδίας. Κορφολόγημα, επιλογή κειμένων από τη φλαουτίστα-φιλόλογο Μαρία Παχνιστή και ερμηνείες (όλες φορτισμένες, συγκλονιστικές, μα και άρτιες) από τη Σαβίνα Γιαννάτου, τον Τάση Χριστογιαννόπουλο, την Ειρήνη Δερέμπεη και τον Παναγιώτη Παπαϊωάννου. Από το φυλλάδιο αντιγράφω τα λόγια του συνθέτη: “Θα μπορούσα να πω πολλά για το ηχούργημα αυτό, όμως νομίζω πως τα είπα με τη μουσική. Θέλω, όμως, να πω ότι ηχογραφώντας το έργο η Σαβίνα δεν άντεξε και κάποια στιγμή ξέσπασε σε δάκρυα διαβάζοντας και τραγουδώντας αυτή την εκπληκτική ιστορία των δύο ανθρώπων που για μένα είναι από τα σημαντικότερα πλάσματα που γέννησε αυτός ο τόπος”.
Οι στίχοι της Έλλης και η μελοποίηση του Μαμαγκάκη δεν αναφέρονται μόνο στην ψευτοδίκη και στον “νόμιμο” φόνο του Μπελογιάννη, αλλά και στη σχέση τους. Η Έλλη κυοφορεί τον καρπό του έρωτά τους και ο Νίκος είναι γεμάτος τόσο από την αγωνιστική του θέληση όσο και από τον έρωτά του για το κορίτσι που τον συντροφεύει. Δεν είναι τυχαίο το πλατύ του χαμόγελο στη φωτογραφία με το γαρύφαλλο. Ξέρει πως είναι ξεγραμμένος, μα δεν τον νοιάζει για τον εαυτό του. με αίσθημα που δεν είναι εύκολο να συλλάβει ο νους, βαδίζει στον θάνατο περιχαρής που η σύντομη ζωή του ήταν απόλυτα γεμάτη από τον διπλό έρωτα ως αριστερός και ως άντρας.
Από μουσική άποψη είναι ένας πολυστυλιστικός δίσκος. Το ύφος κυμαίνεται από λαϊκό με έντεχνα-σύγχρονα στοιχεία, έως πειραματικό, με νύξεις ρεμπέτικου. Το ότι η μελωδική χάρη και το ιδίωμα της προσωπικής γραφής του Ν.Μ. είναι (πάνω από τα στυλ) ευδιάκριτα, αυτό συνιστά τίτλο τιμής για κάθε συνθέτη που το κατορθώνει. Η ιδιαίτερη αρμονική, λυρική ποιότητα της γραφής του γίνεται αισθητή περισσότερο στα κομμάτια των τραγουδιστριών, στις “μπαλάντες” της Σαβίνας και τα ζεϊμπέκικα της Ειρήνης Δερέμπεη. Όμως δεν είναι δίσκος που προσφέρεται σε μουσικοκριτική ανάλυση. Ακούγοντας βλέπεις, αισθάνεσαι, βιώνεις μια ιστορία. Αν έπρεπε η μουσική να περάσει ένα κλίμα σύνθετο ζωής / θανάτου, πόνου / ευτυχίας, μνήμης / παρόντος, αυτό το κάνει, και αρκεί. Οι νότες μάλλον πηγάζουν από τα λόγια, παρά τα ντύνουν. Πώς ν’ ακουμπήσεις στίχους, όπως: “Τρέχει το αίμα μου ποτάμι, η σαΐτα η μαύρη, ωχ, δεν με βρήκε απ’ τον εχτρό, σύρτε φίλοι τον χορό. Μόν’ με χτύπησε στην πλάτη, η σαΐτα η μαύρη, ωχ, ήταν του αδερφού μου, ωχ, σύρτε φίλοι το χορό”… Κορνήλιος Διαμαντόπουλος (συνθέτης και μουσικοκριτικός)
Τέλος φόρμας
Νίκος Μαμαγκάκης
Συνέντευξη που παραχώρησε ο συνθέτης στο musicale
Μετς, Ιούλιος 2007
- • Κατάγεστε από οικογένεια με λαϊκές καταβολές ενώ είσαστε και συγγενής του αείμνηστου μεγάλου λυράρη της Κρήτης Ανδρέα Ροδινού. Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να γίνετε μουσικός;
Όλοι μας λαϊκές καταβολές έχουμε, ας μη γελιόμαστε, εμείς λέμε στην Κρήτη ότι ο άντρας κάνει τη γενιά όχι η γενιά τον άντρα. Ένας ταγμένος από το θεό να γίνει μουσικός – διότι πιστεύω ότι εμπεριέχει η ιστορία αυτή κι ολίγη μεταφυσική – είναι μοιραίο να τον επηρεάζουν τα ακούσματα. Αυτό όμως που έχει ο ταγμένος είναι το εξής: ακούει αλλιώς απ’ ότι ακούνε οι απλοί άνθρωποι. Καταγράφει αλλιώς. Η πρόσληψη είναι εντελώς διαφορετική, εκεί έγκειται όλη η ιστορία. Γι’ αυτό είναι και, αν θέλετε, ξεχωριστός, όσον αφορά βέβαια τη μουσική. Ο ήχος είναι ένα πάρα πολύ ιδιαίτερο υλικό. Ενώ με το λόγο γεννιέσαι, ενώ βλέπεις, ενώ πιάνεις, το άκουσμα ξέρετε τι είναι; αέρας. Γιατί σε κενό αέρος δεν υπάρχει μουσική.
• Βρεθήκατε στην πηγή του κινήματος της avant garde, στην καρδιά της σύγχρονης μουσικής ωστόσο τα έργα σας πατάνε πάνω σε γερά θεμέλια του ελληνικού λόγου και της παράδοσης. Πώς στραφήκατε προς τα εκεί;
Εκεί δεν πρέπει να πατάμε; Ο λόγος με έλκυσε, η παράδοση με έλκυσε, η ψυχή μου είναι προς τα εκεί. Τι είμαι εγώ μπροστά σε αυτά. Τι θα είναι ένας συνθέτης που ζει σε έναν τόπο εάν δε στραφεί προς αυτές τις κατευθύνσεις. Όταν έκανα τον Ερωτόκριτο, το έργο αυτό θεωρούνταν μια καθαρά Κρητική υπόθεση. Ο Ερωτόκριτος είναι πανελλήνιο έργο. Κι ο Κορνάρος είναι ο εθνικός ποιητής. Έλεγε ο Παλαμάς: ανάθεμα το έθνος που δεν έχει καταλάβει ύστερα από τόσα χρόνια ότι ο εθνικός ποιητής είναι ο Βιτσέντζος Κορνάρος. Στράφηκα προς τα εκεί και καλλιέργησα μια μουσική που την ονομάζω «μουσική λειτουργική, άμεση για χρήση». Εγώ είμαι «αβανγκαρντίστας» σκληρός, έχω γράψει πάρα πολύ δύσκολα έργα στο είδος τα οποία παιχτήκανε από μεγάλα συγκροτήματα. Ήμουνα πιτσιρίκος και με έπαιζε η συμφωνική της Βοστόνης, η μεγαλύτερη ορχήστρα του αιώνα. Πήγαινα στη Βοστόνη κι άκουγα το έργο μου και δεν πίστευα ότι το είχα γράψει εγώ. Από την άλλη μεριά όμως δε μπορούσα να αφήσω αυτά τα κείμενα. Το κείμενο αυτό του Μακρυγιάννη, ή το θείο κείμενο του Κορνάρου, ή του Χορτάτση, την Ερωφίλη, ή εκεί που όρμηξα κι έκανα μια καλή όπερα όπως είναι η όπερα των σκιών, του Καραγκιόζη, ενός από τα πιο δυνατά στοιχεία του νεοελληνικού πολιτισμού. Λοιπόν θα άφηνα αυτά για να κάνω «αβανγκαρντίστικα» έργα;
• Επιμείνατε στην πορεία σας στα «μεγάλα» έργα. Πόσο εύκολο ήταν να ευδοκιμήσουν εμπορικά αυτά τα δύσκολα έργα;
Τα δύσκολα κείμενα δεν έχουν άμεσα λεφτά, αλλά τώρα αυτά είναι επιτυχίες. Ο Μπολιβάρ πουλάει, το παίρνει ο κόσμος. Τότε ο Εγγονόπουλος είπε ότι την ίδια επενέργεια που είχε ο Μπολιβάρ στην κατοχή, την ίδια έχει κι ο Μπολιβάρ του Μαμαγκάκη τώρα. Ορισμένα πράγματα είναι πάρα πολύ σημαδιακά. Έχω καταλάβει ότι μόνο αν είσαι αληθινός, αν ψάχνεις μέσα στα συκώτια σου, μόνο τότε μπορείς να δημιουργήσεις. Δουλεύω την Οδύσσεια του Καζαντζάκη πάνω από τριάντα χρόνια και τώρα μου βγαίνει. Είχα κάνει τόσες δουλειές και πολύτεχνα έργα, τώρα όμως μου βγαίνει η Οδύσσεια, ύστερα από αυτά τα τριάντα χρόνια. Πρέπει να σκάψεις βαθειά, βαθειά είναι το φελόνι, το μετάλλευμα. Τα άλλα είναι χώματα.
• Έχετε κάνει όμως και εμπορικά τραγούδια. Ο Μάνος Χατζιδάκις αποκύρηξε κάποια από τα δικά του. Εσείς θεωρείτε μερικά έργα σας «δεύτερα»;
Δεν θεωρώ κανένα έργο μου δεύτερο, τα θεωρώ όλα πρώτα, όταν τα κάνω. Δούλεψα σε ένα χώρο που μπορούσε να ονομαστεί χώρος της ευτέλειας, το σινεμά. Δούλεψα με τη Βουγιουκλάκη και με το Φίνο, τα πιο εμπορικά τέρατα του ελληνισμού. Το έκανα όμως με όλη μου την καρδιά. Μη φανταστείς ότι ήταν εύκολο να δουλεύεις με αυτούς. Ξέρανε ακριβώς τι θέλανε κι όποιος έμπαινε στο χώρο αυτό έφευγε στα τρία δευτερόλεπτα πυξ-λαξ. Έλεγα στο Μάνο Χατζιδάκι: δε μου αρέσει το «Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ». Βρε Νίκο, μου έλεγε δεν είναι σωστό. Ο ίδιος όμως είχε αποκηρύξει έργα του… Άσε που μας δώσανε χρήματα, και υπήρχαν άνθρωποι που μεγαλώσανε με αυτά τα τραγούδια. Ήρθε μία γυναίκα στο Μόναχο και μου είπε ότι πέρασε ένα καλοκαίρι με τη μουσική μου και με ευχαριστεί. Με ποια μουσική μου; τη ρώτησα. Λέει «Η αγάπη θέλει δύο». Ρε γαμώτο, αντί να μου πει ότι της άρεσε ένα άλλο… αυτό βρήκε; Και τι γυρίζει και μου λέει: κ. Μαμαγκάκη με προσβάλετε, εγώ κάνω διδακτορική εργασία. Δε με ενδιαφέρει! Γιατί δε μού ’πε ότι της άρεσε το κοντσέρτο μου για βιολοντσέλο και ορχήστρα. Είμαι όμως πολύ χαρούμενος που τα έχω γράψει αυτά τα τραγούδια. Μοιραία ξεχωρίζεις ορισμένα πράγματα. Εμένα μου αρέσουν τα «μεγάλα τραγούδια». Οι άνθρωποι αυτολιβανίζονται, μην περιμένετε να μην το κάνω. Πιστεύω ότι έχω γράψει δέκα τραγούδια που δεν τα έχει γράψει κανείς.
• Πόσο δύσκολο ήταν τα τηρήσετε τις ισορροπίες στα δύσκολα χρόνια της επταετίας, να παραμείνετε συνεπής στην τέχνη σας και να ευδοκιμήσετε ως καλλιτέχνης;
Την επταετία, δεν είχαμε φράγκο, μας κυνηγούσανε κιόλας. Δεν ήθελα να συμβιβαστώ. Ήρθαν εταιριάρχες και μου προσφέρανε χρήματα. Μετά από το «σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ» μου ζήτησαν δέκα τραγούδια σαν κι αυτό. Τους λέω λυπάμαι, δε μπορώ να το κάνω. Παραλίγο δηλαδή να με βρίσουνε κιόλας. Τέτοιες περιπτώσεις υπήρξαν πολλές. Έφυγα από την Ελλάδα τότε. Πήγα δυο χρόνια στην Αγγλία και τη Γερμανία. Όμως δε μπορούσα να ζήσω εκεί, όλα μου τα λεφτά τά’ τρωγα στα τηλέφωνα, σε φίλους μου. Γι’ αυτό γύρισα. Εδώ δεν ευδοκίμησα καθόλου, πέρασα πολύ άγρια στην επταετία. Όταν ήρθε ο Φίνος και μου ζήτησε συνεργασία, ενώ πριν ούτε καλημέρα δε θα του έλεγα -σε ότι αφορά τη δουλειά, σαν άνθρωπος ήταν πάρα πολύ σημαντικός- κι όμως πήγα. Κι έκατσα και δούλεψα ειλικρινά. Το έκανα με όλη μου την καρδιά και προσπάθησα να μην «πουστέψω» -συγγνώμη για την έκφραση, αλλά είναι η σωστή. Να μην εκπέσω, αυτά είναι φοβερά δελεαστικά. Κι αν ξέρεις κιόλας να εκμεταλλευτείς το έργο σου… Εγώ λεφτά έκανα χωρίς να το ξέρω. Έκανα αυτή τη μεγάλη ταινία που έγινε παγκόσμια επιτυχία. Μια μέρα με πήρε ένας τραπεζίτης από το πουθενά και μου λέει ότι υπήρχαν κάτι χρήματα για μένα. Εγώ έπαιρνα κάθε έξι μήνες κάτι ποσοστά. Μου είπε ότι ήταν μεγάλο το ποσό και να συναντηθούμε. Πρώτη φορά που έβγαλα χρήματα, τότε αγόρασα και το σπίτι μου.
• Ως δημιουργός είστε «ακριβοθώρητος». Ποιος είναι ο λόγος που δεν έχετε συχνή επαφή με το κοινό σας;
Δεν είναι ότι αποφεύγω το κοινό, αλλά δεν εμπορευματοποιώ τη δουλειά μου να κάνω ότι μου λέει ένας ατζέντης. Αυτά εκχυδαΐζουν κι ευτελίζουν την τέχνη.
Δεν μου αρέσει να κάνω συναυλίες διότι δεν μου αρέσει να κάνω αυτού του είδους την καριέρα, του συνθέτη-συναυλιατζή που πάει και κονομάει πακτωλούς λεφτού σε κάθε συναυλία. Εμένα μου αρέσει να κάνω μία συναυλία την ώρα που έχω κάτι να πω. Μετά δεν το θέλω πια. Μου ζητούν συχνά συναυλίες και αρνούμαι. Πάω μόνο εκεί που μπορώ να παίξω κάτι ξεχωριστό το οποίο δε μπορώ να παίξω πουθενά αλλού. Οι μεγάλες ορχήστρες δίνουν υπέρτατη ηδονή. Δε με ενδιαφέρει να πάρω ένα ατζέντη και να οργώσω τη χώρα με ένα συγκροτηματάκι, αυτό θα με σκότωνε αν το έκανα. Όμως το αφιέρωμα στο θέατρο βράχων ήταν συγκινητικό γιατί ήρθαν εδώ τα παιδιά χωρίς να τα ξέρω και μου το ζητήσανε. Είναι αλλιώς άμα έρθουν και σε πιάσουν, εμείς οι άνθρωποι είμαστε και ανάποδα όντα, πρέπει να μας αγγίξεις για να ενδώσουμε. Με συγκίνησε το γεγονός ότι ήρθαν ενώ ξέρουν ότι είμαι αντιεμπορικός. Την πρώτη μέρα δεν ήρθε κόσμος, ήταν και από τις πιο ζεστές μέρες του αιώνα, αλλά τη δεύτερη γέμισε μέχρι επάνω.• Έχετε συντύχει και συνεργαστεί με ανθρώπους που διαμόρφωσαν το σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό. Τι θα μπορούσατε να μας μεταφέρετε από αυτήν τη συναναστροφή;
Πολλούς σημαντικούς ανθρώπους γνώρισα, αλλά αν περιμένεις να σου πω κάτι ιδιαίτερο δεν έχω, οι άνθρωποι «βρωμάνε το ίδιο παντού». Μη φανταστείς ότι ήταν ιδιαίτεροι. Κάποιοι έχουνε κάτι, αλλά αυτό το κάτι είναι ανεπαίσθητο. Τις πιο πολλές φορές το οσφρενόμεθα περισσότερο παρά το εντοπίζουμε. Αυτή όμως είναι η ζωή, δεν είναι άλλο πράγμα, εγώ έχω δει πολλά στο βίο μου, έχω ταξιδέψει σε όλη τη γη, έχω δει μιλούνια ανθρώπων. Κι όμως αν με ρωτήσεις τι ξέρω μπορώ να στο γράψω σε μία κόλα χαρτί και διαβάζοντάς το δε θα μάθεις απολύτως τίποτα.
• Είχατε την τύχη να μαθητεύσετε δίπλα στον Καρλ Ορφ. Τι έχετε να θυμηθείτε από τη σπουδαία αυτή φυσιογνωμία της μουσικής πρωτοπορίας;
Ο Καρλ Ορφ ήταν ένας ιδιοφυής θεατράνθρωπος, έκανε σπουδαία έργα. Ήταν ένας άνθρωπος ζωντανός, μου έλεγε να μιλάμε στον ενικό κι εγώ ήμουν 19 χρονών κι αυτός ήταν 70. Του χρωστάω πολλά. Δεν ξέρω αν μου έμαθε κάτι, αλλά με οδήγησε να μάθω μόνος μου από μένα. Με έκανε να εμπιστεύομαι το ένστικτό μου. Άμα ένας τέτοιος άνθρωπος σου δίνει συμβουλή, σε ανεβάζει στον ουρανό. Όταν είσαι νέος υπάρχουν θέματα που σε τρελαίνουν, δεν μπορείς να τα ξεκαθαρίσεις, δε μπορείς να τα ορίσεις, δε μπορείς να προσανατολιστείς. Μια κουβέντα αν σου πει ένας τέτοιος άνθρωπος, μπορεί να αλλάξει τη ζωή σου. Γι’αυτό του έχω ευγνωμοσύνη. Στην αρχή πήγα και σε σπουδαιότερους δασκάλους από αυτόν. Του Ορφ η απλότητα, η ανθρώπινη υπόσταση ήταν σημαντική.
• Στο σημερινό μουσικό τοπίο κυριαρχεί η ηλεκτρονική μουσική κι ο πειραματισμός. Δώστε ένα σχόλιο για τη σύγχρονη μουσική παραγωγή;
Η σημερινή ηλεκτρονική μουσική δεν έχει να κάνει με την avant garde, με τη μπρίζα έχει να κάνει. Πολλοί βάζουν μία ψευδοεπίφαση ποιοτική και παραμυθιάζουν τον κόσμο. Πώς ονομάζονται συνθέτες; ο συνθέτης είναι δύσκολη λέξη. Εγώ τους θαυμάζω για τον εξής λόγο: όλο αυτό το κάνουν με μηδέν έργο. Δεν υπάρχει παιδεία. Οι δημιουργοί πρέπει να είναι πολύ ψύχραιμοι κι όταν δουλεύουν να κοντρολάρουν το χώρο τους και να μην παρασύρονται. Τα περισσότερα πράγματα που ακούνε οι άνθρωποι σήμερα είναι χυδαία κατασκευάσματα. Σουξέ κάνουν κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι είναι να κλαις. Είναι αυτοί καλύτεροι συνθέτες από το Γιάννη Ξενάκη ή από το Γιάννη Χρήστου ή από κάποιον που δεν κάνει σουξέ; Κανένα από τα τραγούδια αυτά όλων αυτών των διαφόρων δεν έχει ξεπεράσει σαν φόρμα, σαν ποιότητα και σα μουσική υπόσταση, τα τραγούδια του Μιχαήλ Σουγιούλ. Πουλάνε τραγούδια τα οποία τα ψάχνεις απ’ όλες τις μεριές και δεν υπάρχει τίποτα. Συνήθως ο κόσμος αγαπάει τη μπαναλαρία. Αγαπάει ό,τι του γαργαλάει το υπογάστριο διότι δεν τρέφεται με την πραγματική πνευματική τροφή. Και βλέπεις συνθέτες εκατομμυριούχους. Υπάρχει συνθέτης τα τραγούδια του οποίου έχει βάλει ο ΟΤΕ μονομερώς να παίζουν στο τηλέφωνο. Μου κάνει κατάπληξη πώς το έκανε αυτό ο ΟΤΕ.. Και αυτό δεν έγινε επειδή ο συγκεκριμένος συνθέτης είναι εμπορικός. Ο ΟΤΕ είναι οργανισμός μεγάλος, ένας οργανισμός του λαού δεν κολάζεται από τέτοια, θα έπρεπε να βοηθάει λίγο την ποιότητα, την τέχνη και το πνεύμα.
• Το έργο σας επανεκδόθηκε στο σύνολό του από την «ιδαία», τη μικρή μουσική βιοτεχνία όπως την αποκαλείτε. Πώς προέκυψε αυτό το μεγάλο βήμα και πώς το αποτολμήσατε;
Η κίνηση αυτή προήλθε από μία αδήριτη ανάγκη να ελέγξω το έργο μου. Το έργο μου δεν μου ανήκε, το πήραν έμποροι στα χέρια τους και το εκμεταλλευτήκαν μέχρι θανάτου. Άμα δουλεύεις δεν έχεις καιρό να ασχοληθείς με τέτοιου είδους πράγματα, αφήνεσαι. Και τότε υπάρχουν οι επιτήδειοι που σε κατασπαράζουν κυριολεκτικά. Υπήρχαν όμως κι άλλα θέματα. Οι εταιρίες μέσα στη μιζέρια και την αδηφαγία τους βάζανε περιορισμούς στη δημιουργία, βάζανε τρία όργανα ενώ εσύ ως δημιουργός άκουγες δέκα, δεν είχες τη δυνατότητα να δημιουργήσεις όπως ήθελες. Πολλές φορές επειδή ξεπερνούσες το περίφημο «μπάτζετ» σε σταματάγανε. Γι’ αυτό αποφάσισα να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου. Έκανα ένα στούντιο ηχογραφήσεων εδώ στο σπίτι μου, όπως κι εργαστήρι εξωφύλλων και σχεδίασα όλα τα εξώφυλλα. κάτι που είναι πάρα πολύ δύσκολο. Είναι μια ολόκληρη δουλειά αυτή καθαυτή. Αλλά πάνω σε αυτήν την ορμή εγώ ανταποκρίθηκα, είχα και μία ομάδα από νέους ανθρώπους που με πλαισίωσαν κι έτσι έγινε αυτή η «περίφημη» αναβάθμιση του έργου μου. Έφτασα σε ένα σημείο να έχω ηχογραφήσει όλη αυτή τη μεγάλη σε όγκο δουλειά. Έγινα ηχολήπτης ο ίδιος, έμαθα καλή ηχοληψία -ήξερα κιόλας γιατί ήμουνα από τους πρώτους ανθρώπους που έκαναν ηλεκτρονική μουσική στο κόσμο το 1955 στο στούντιο Siemens, στο Μόναχο. Όταν έγιναν όλα αυτά άρχισαν οι δυσκολίες.
• Μία δισκογραφική εταιρία αποτελεί μεγαλόπνοο σχέδιο και τόσο η διαδικασία όσο και το κόστος είναι απαγορευτικό για τους δημιουργούς. Μιλήστε μου για την υλοποίηση της «ιδαίας» και τις δυσκολίες που αντιμετωπίσατε.
Κατ’ αρχήν τα έξοδα για να τυπώσω και να κόψω τα CD ανήκαν στη σφαίρα του φανταστικού, ήταν απαγορευτικά για να συνεχίσω. Eίχα ήδη εξαντλήσει το κεφάλαιό μου για να φτιάξω όλη αυτή την υποδομή και ηχογραφώντας περίπου 500 έργα. Και τότε έρχεται εξ’ ουρανού, απ’ το θεό, μια αλλεπάλληλη συγκυρία. Με παίρνουν τηλέφωνο από την Άγκυρα (εκδόσεις) και μου προτείνουν να με βιογραφήσουν. Τους απαντώ πώς δε θέλω βιογραφίες, δε μου αρέσουν καθόλου. To έκανα όμως και ως αντάλλαγμα μου τύπωσαν τα εξώφυλλα των δίσκων μου. Έπειτα το ίδιο συνέβη και με το Νίκο Περάκη. Έκανα τη μουσική για τη «λούφα και παραλλαγή» στην ΕΡΤ και ως αντάλλαγμα μου έκοψαν 50.000 CD. Έτσι έγινε η πραγμάτωση της εταιρίας. Η δουλειά μου μου επέτρεψε να προχωρήσω το έργο μου. Τότε πια εμφανίστηκαν σοβαρά προβλήματα. Όλοι οι συνεργάτες μου όπως η κα Γιαννάτου μου λένε: κύριε Μαμαγκάκη, μα που θα βρείτε τώρα να τα διανείμετε, η διανομή είναι το παν, η διανομή. Και σηκώθηκα ένα πρωί, έβαλα το παλτουδάκι μου, πήγα στα δέκα μεγάλα μαγαζιά του δίσκου και λέω: έχω αυτά, τα θέλετε; και τα πήραν. Σήμερα το έργο μου υπάρχει σε όλα τα μεγάλα δισκοπωλεία. Πρέπει όμως να πω ότι βοηθήσανε και οι συγκυρίες. Η εταιρία μου δεν είναι εταιρία, ένα label είναι, μία βιοτεχνία μουσικής, έτσι την ονομάζω εγώ άλλωστε. Έχουμε έναν κατάλογο που περιλαμβάνει κάπου 59 CD. Αυτή είναι όλη η ιστορία. Θέλω να σας πω το εξής: δε θέλω νά’ μαι εταιρία και δε μ’ ενδιαφέρουν τα κέρδη.
• «Μουσική ακούω, ζωή καταλαβαίνω». Η βιογραφία σας προβάλλεται πολύ από τα μέσα κι έχει κάνει αίσθηση. Αισθάνεστε καθόλου εκτεθειμένος από αυτό;
Αισθάνομαι λιγάκι εκτεθειμένος με τη βιογραφία, αλλά αν δεν υπήρχε αυτό το βιβλίο δε θα έβγαζα τα CD. Αν δεν έβγαζα τα CD θά’ μουν ένας άρρωστος άνθρωπος. Όλα υπηρετούν την τέχνη, σήμερα σηκώθηκα από τις τέσσερις η ώρα και δούλευα, έκανα κάτι τραγούδια του Κωνσταντίνου Καβάφη που τραγουδάει ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος με έναν τρόπο θεϊκό. Θέλω να τελειώσει η νύχτα για να σηκωθώ να δουλέψω. Ότι αγαπάει κανείς, αυτό είναι. Τα άλλα όλα είναι σκουριά. Το να κάνεις δεν είναι ματαιοδοξία. Όλο το έγκλημα βρίσκεται σε αυτό που δεν έγινε, σε αυτή τη συστολή που ταλαντεύεται να γίνει ένα πράγμα και δε γίνεται. Ό,τι γίνεται όμως είναι καλό. Γι’ αυτό οι αρχαίοι χαιρετούσαν με το «πώς πράττετε;».
• Νιώθετε όμως ικανοποίηση ως δημιουργός, τι μένει μέσα σας όταν ολοκληρώνεται ένα έργο;
Ανάθεμά τον αν είναι ικανοποιημένος κανείς. Αν ψάχνεις για ικανοποιημένους ανθρώπους δε θα βρεις καλό άνθρωπο, μέσα του δεν θα υπάρχει τίποτα. Κανείς δεν πρέπει να είναι ικανοποιημένος. Όμως το ότι υπάρχουν οι δίσκοι μου δίνει ικανοποίηση. Ότι κάποιοι άνθρωποι αγοράζουν τους δίσκους μου, μου δίνει μεγάλη ικανοποίηση. Ότι μπορώ εγώ να επηρεάσω αυτό το πράγμα, αυτό με κάνει ευτυχισμένο. Στη δημιουργία δεν ξέρεις που θα καταλήξεις. Κανείς άνθρωπος στον κόσμο δεν το ξέρει αυτό. Όλη η υπόθεση και το ευφυές είναι να κάνεις και να βλέπεις, όχι να ξέρεις και να κάνεις. Άμα ξέρεις και κάνεις δεν έχεις καμία πιθανότητα να εκπλαγείς ούτε να εκπλήξεις τους άλλους και είναι βαρετό. Αυτό είναι και η ουσία της ζωής, αλλιώς είναι τα πράγματα νεκρά, άκαμπτα. Οι άνθρωποι πρέπει να μπορούν ανά πάσα στιγμή να δημιουργούν κάτι, να το καταστρέφουν και να το ξαναδημιουργούν πάλι και πάλι. Αυτή είναι η ζωή, ένα αέναο γίγνεσθαι. Αλλιώς δεν είναι τίποτα και αν την πολυσκεφτείς μπορεί να ανοίξεις και τη μαύρη πόρτα να φύγεις διότι είναι αβάσταχτη. Έχει όμως και κάτι στιγμές που είναι τρομαχτικής έντασης και ομορφιάς.
• Με αυτήν την πορεία, τις λαμπρές συνεργασίες, το υλικό και τώρα με την δυνατότητα να το ελέγξετε και να το ορίσετε όπως ακριβώς επιθυμείτε, σταθήκατε τυχερός ως δημιουργός. Υπάρχει κάτι που να επιθυμείτε για το μέλλον;
Αυτό λέω στη ζωή μου, υπήρξα τυχερός. Δε θέλω να μιλώ, δε ζητάω τίποτα, ούτε οφίκια ούτε τίποτα. Τώρα έκανα τα CD αυτά. Τά’ στειλα σε καμιά δεκαπενταριά «μεγάλους ανθρώπους». Μού’ χουνε στείλει κάτι σπαραχτικά γράμματα. Το κομμάτι που γράφω τώρα πρέπει να είναι καλό γιατί αλλιώς χάθηκα. Χάθηκα εγώ για εμένα. Δεν έχετε δει τίποτε ακόμη από τη δουλειά μου. Αυτή τη στιγμή είναι έτοιμα εννιά CD όπως ο Αόρατος θίασος του Καβάφη, το μικρό λαϊκό έπος για τις χαμένες πατρίδες, ένα σπαραχτικό έργο από μια συλλογή του Μαγγανάρη, δε μπορείς να φανταστείς τι βρήκα μέσα εκεί. Βρήκα έναν θησαυρό και τον μελοποίησα. Ακόμη αυτά με συγκινούν. Επίσης μία δουλειά με ποίηση του Λόρκα και ακόμη εφτά λαϊκά τραγούδια που μου είχε στείλει τότε ο Ιωάννου για το κέντρο διερχομένων κι είχαν κοπεί από τη λογοκρισία. Ο ερωτικός λόγος εμπεριέχει Σεφέρη, αλλά και την προς Κορινθίους επιστολή, και το «έρως ανίκατε μάχαν» του Σοφοκλή και πολλά άλλα. Αυτά τα κείμενα όσο κι αν έχουν διαβαστεί και ξαναδιαβαστεί δεν έχουν κανένα τέλος. Και κάθε φορά διαβάζοντάς τα ανακαλύπτεις και καινούργια πράγματα.