Οι γερμανοί φεύγουν

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 17 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1947(ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ)

Μέρες τώρα αρκετές πάνε, που στο Ρέθυμνο κυκλοφορεί η μεγάλη
χαρά- κρυφά εννοείται- πως οι Γερμανοί φεύγουν από την Κρήτη.

Περνούμε το Σεπτέμβρη του 1944.
Σερπμέτι γλυκόσερτο είναι για όλους χριστιανούς η διάδοσις αυτή.
Μα πολλές φορές πώθηκε, και δεν αλλήθεψε, η είδησις αυτή, και γι’
αυτό και τώρα διστάσωμεν να την πιστέψωμεν.
Κι όμως από το Λασίθι φθάνει η είδησις, πως οι Γερμανοί εκεί άρχισαν
να μαζεύονται, και να φεύγουν προς το Ηράκλειο.

Στον αμαξιτό δρόμο Ηράκλειο- Ρέθυμνο- Χανιά η συνηθισμένη κίνηση
των Γερμανών δεν επαρουσίαζε τίποτα το έκτακτο.
Σε λίγο, όμως, τα φορτηγά αυτοκίνητα των Γερμανών, πλήθιαναν,
απάνω στο δρόμο αυτό.
Σωρός φορτηγά αυτοκίνητα φορτωμένα, με αποσκευές, υλικά διάφορα,
πυρομαχικά, δέκα- είκοσι, στη σειρά, σκονισμένα, βαροφορτωμένα,
περνούσαν από το Ρέθυμνο, κοντά στο μεσημέρι, με κατεύθυνση όλα,
από το Ηράκλειο προς τα Χανιά. Όσο οι μέρες περνούσαν τόσο και η
κίνηση αυτή γινόταν μεγαλύτερη.
Ύστερα άρχισαν, τα ίδια αυτά αυτοκίνητα, να γυρίζουν άδεια,
αντίστροφα από τα Χανιά προς το Ηράκλειο.
Περνώντας από το Ρέθυμνο, εστάθμευον για μεσημέρι. Τώρα πέρα,
πιστέψαμε στην είδηση.

Πραγματικά οι Γερμανοί απεφάσισαν να αδειάσουν το Λασίθι,
το Ηράκλειο, το Ρέθυμνο, να οχυρωθούν στα Χανιά, κι εκεί να
παραδοθούν στον Αγγλικό στρατό, που θα’ ρχετο, ξεφεύγοντας έτσι το
θυμό, και τη δίκια εκδίκηση του Κρητικού Λαού.

Με γοργό ρυθμό, τώρα οι Γερμανοί έρχονται από τη μεριά του
Κάστρου, χωρίς καμιά διακοπή μέρα και νύχτα.
Τώρα, ύστερα από τις αποσκευές, τα τρόφιμα, τα πυρομαχικά, περνούν
σειρές μεγάλες φορτηγά αυτοκίνητα, γεμάτα στρατό.
Τι θα πει πεζοπορία ο Γερμανικός στρατός δεν ξέρει, γιατί πάει πάντα
με τα αυτοκίνητα.
Και ύστερα, αρχίζουν τα μηχανοκίνητα κανόνια, μικρά και μεγάλα.

Αντιαεροπορικά, απάνω σε σιδερένιες πλατιές επιφάνειες, συρνάμενα
από δυνατά τρακτέρ, όμοια τέτοια μικρότερα. Ολόκληρες σειρές από
πέντε και δέκα.

Βαρέα τοπομαχικά, άλλα επάκτια, με χονδρό σωλήνα μήκους πάνω
από πέντε μέτρα, στηριγμένα απάνω σε βάση μακριά και πλατερά, με
κυγκλίδωμα γύρω, με πέντε κι εξ ρόδες από κάθε μεριά, με τα πελώρια
τρακτέρ τους, έδιδε καθένα τους την θέαν φρουρίου. Όλμοι μικροί
και μεγάλοι Αντιαρματικά. Φλογοβόλα. Περνούν μέρες ολόκληρες.
Κι ακολουθούνε άρματα μάχης μικρά και μεγάλα, και τάνξ μικρά και
ημιβαρέα.

Γεμίζει το Ρέθυμνο, ένα πρωί από μια τέτοια φάλαγγα, κι είναι φόβος
Θεού, να την βλέπει κανείς. Κανόνια, με σωλήνα τεράστια, τανκξ με
κανόνια απάνω, άρματα μεγάλα, όλα καμοφλαρισμένα με τεράστιους
κλάδους από ελιά, με τους πυροβολιτάς απάνω, με τα βλητοφόρα
κοντά, με πεζικό μαζί, ήταν η πιο δυνατή φάλαγγα που πέρασε.
Κρατούσε από τη Βιό, έως τα Κασαπιά.

Μια παρεξήγηση, ένας πυροβολισμός, ένα σκότωμα ενός Γερμανού,
το Ρέθεμνος, θα πήγαινε αδιάβαστο! Πότε πυρομαχικά, πότε
στρατός, πότε μηχανοκίνητα με κανόνι, ασυρμάτους, τηλέφωνα, πότε
υγιεινομικά συνεργεία, συνέχεια περνούν και φεύγουν από το Λασίθι

και το Ηράκλειο, οι Γερμανοί Μέρα και Νύχτα.

Τη μέρα σηκώνουν αι φάλαγγες σκόνες, τη νύχτα στον Πλατανιακό
κάμπο, σειρές από τριάντα- σαράντα φώτα αυτοκινήτων το’ να πίσω
από το άλλο, δείχνουν την σύμπτηξή τους προς τα Χανιά.

Στο Ρέθυμνο, πότε οι Γερμανοί πλήθαιναν πότε λιγόστευαν.

Ωστόσο, όσοι Γερμανοί κάθονταν σε σπίτια εξακολουθούσαν
να μένουν.

Τον τελευταίο καιρό, είχαν λιγοστέψει γιατί όλα τα επίταχτα
σπίτια τα είχαν αδειάσει. Όσα όμως κρατούσαν δεν άδειαζαν.

Σημείο, πως το Ρέθυμνο δεν άρχισε να εκκενούται από τους
Γερμανούς.

Οι φάλαγγες, όμως, από το Ηράκλειο εξακολουθούσαν, πάνε
όμως τώρα δυο- τρεις ημέρες που η κίνηση σχεδόν σταμάτησε.

Και είδηση πως άδειασε το Ηράκλειο δεν ήρθε.

Τι να συμβαίνει;

Άγνωστο. Η Αγγλική όμως αεροπορία εμφανίζεται και
πυροβολεί, κάμποσα Γερμανικά αυτοκίνητα και μικροάρματα
που βρε στο δρόμο βαδίζοντα.

Δυνατό σπηραύνι ήταν η επέμβαση αυτή, και αμέσως, αρχίζει
η πύκνωση των φαλάγγων που περνούσαν.

Κι όσο κτυπούσε η αεροπορία, τόσο οι Γερμανοί τρέχαν
γρηγορότερα.

Αρχίζει τώρα φανερά και το άδειασμα του Ρεθύμνου.

Ο Γερμανός διοικητής, διατάσσει γενική αγγαρεία του άρρενος
πληθυσμού της πόλεως, για να αδειάσει από τα πυρομαχικά
τα πυροβολεία του Ευλιγιά.

Όλοι οι Ρεθεμνιώτες δουλεύουν από το πρωί ως το βράδυ
φορτώνοντας οβίες και μπαρούτια σε αυτοκίνητα που τα
μεταφέρουν στο Λιμάνι, τα φορτώνουν σε καΐκια και τα
ρίχνουν στη θάλασσα.

Αν δεν πήγαιναν οι Ρεθεμνιώτες στην αγγαρεία ο Γερμανός
είχε δηλώσει πως θα τα ανατίναζε, οπότε το Ρέθυμνο θα
βούλιαζε. Αργότερα, ανετίναξαν τα τοπομαχικά κανόνια του
Ευλιγιά, που λέγεται πως ήταν κανόνια από τα φρούρια του
Βεδέν της Γαλλίας.

Η βρώμα η Γκεστάμπο, μαζεύτηκε από τους πρώτους, και
άφησε την φέλντ- ζανταρμερί (στρατιωτική αστυνομία) στο
ποδάρι της.

Η διοίκηση, των πυροβολείων Ρεθύμνης, τα Γραφεία
Συντάγματος, το Φρουραρχείο, η υγειονομική υπηρεσία, το
Νοσοκομείο, ένα- ένα μαζεύονταν.

Σύγχρονα, το ανατολικό Ρέθυμνο, αεροδρόμιο Πηγής, Άδελε,
οχυρώσεις Σταυρωμένου, άδειαζαν ανατινασσομένων των
οχυρωμάτων.

Το Αμάρι, ο Αι- Βασίλης, ένα- ένα εγλύτωσε.

Στο φεύγα τους οι Γερμανοί ανετίναξαν τις κυριώτερες
γέφυρες.

12 Οκτωβρίου. Οι Γερμανοί άδειασαν το Λασίθι ολόκληρο-
ολόκληρο το Ηράκλειο. Το Ανατολικό Ρέθυμνο- το Αμάρι- τον
Αι – Βαίλη.

Βαστρούνται τώρα στην πόλη μέσα του Ρεθύμνου, και στο
Δυτικό Ρέθυμνο.

Οι Κρητικοί αντάρτες είναι κατεβασμένοι, στον Εύλιγια, στα
τρία μοναστήρια.!

Εκατό μέτρα τους χωρίζουν, από τους Γερμανούς. Το κεφάλι
των Ρεθεμνιώτων είναι κάτω από την λαιμιτόμο.

Ένα βιάσιμο των ανταρτών και η λαιμιτόμος θα μας κόψει.

13 Οκτωβρίου. Ώρα 9 το πρωί. Μπροστά στο Καμαράκι,
αυτοκίνητα, φορτηγά, μικρά πολυτελείας είναι μαζεμένα.

Αξιωματικοί με τας αποσκευάς τους. Στρατιώται. Από τις
συνοικίες οι Γερμανοί Αξιωματικοί φεύγουν, και αποχαιρετούν
το πληθυσμό, που τους κοιτάζει από τα σπίτια και τα μαγαζιά
φοβισμένοι.

Γεμίζουν τ’ αυτοκίνητα στρατό. Γεμίζουν και τα μικρά, από
Αξιωματικούς – από τη σωχώρα φεύγουν τα Ιταλικά άρματα με
τους μαυροκούκουλους.

Ένας Γερμανός στρατιώτης ξεκρεμά την ταμπέλα της
Στρατιωτικής Διοικήσεως.

Η Γερμανική Σημαία δεν υψώθηκε σήμερα.

Και τώρα;

Οι Γερμανοί φεύγουν από το Ρέθυμνο.

Η Φάλαξ ξεκινά από τα Χανιά.

Ένα μικρό άρμα, σκεπασμένο με τη Γερμανική σημαία, δεν
ξεκίνησε ακόμα.

Είναι το ορόσημο μεταξύ ελευθερίας και Γερμανοκρατούμενης
ζώνης.

Μα να, άμα η φάλαξ φτάνει στους 4 μάρτυρες ξεκινά κι αυτό.

Κάθε γύρισμα της ρόδας τους, λευτερώνει κι ένα μέτρο από
τη γή του Ρεθύμνου. Η φάλαξ προχωρεί κι ακολουθεί το
ορόσημο.

Ακόμη λίγο και το ορόσημο άρμα φτάνει, τώρα, στου
Μπουχούρι, έξω από το Νεκροταφείο.

Μια ζητωκραυγή, ένα Χριστός Ανέστη, ένα ξεχύλισμα
των δρόμων του Ρεθύμνου, από τους σκλάβους, του
Εθνικοσοσιαλισμού, μια καμπανοκρουσία, θεία, αλησμόνητη,
όνειρο αριστούργημα, σκεπάζει το Ρέθεμνος.

Τα μπαλκόνια, τα παράθυρα, τα μαγαζιά, γεμίζουν με
τη κρυμμένη στο μπάτο της κασέλας, ΓΑΛΑΝΟΛΕΥΚΟ, τα
ζαρωμένα πρόσωπα γελούν. Χριστός Ανέστη, αντηχεί παντού.
Οι Γερμανοί έφυγαν.

Και το Ρέθεμνος συνεπέρνιεται από πυροβολισμούς.

Ανάσταση πραγματική!

Έτυχαν μερικοί στο Μπουχούρι, κι είδαν τους τελευταίους
Γερμανούς, να γυρίζουν προς το Ρέθυμνο, ακούοντας τις
ζητωκραυγιές και τις καμπάνες τους πυροβολισμού.

Ήσαν- λέει- χλωμοί, και μαραμένοι. Ήσαν οι ηττημένοι!

Ύστερα από μισή ώρα ακούστηκε μια δυνατή ανατίναξη.

Ήταν ο θάνατος της Ατσιπουλιανής καμάρας, πολεμικής κι
αυτής ηρωίδος.

Οι Γερμανοί έφυγαν και από το Ρέθυμνο. !

Κ.

X. Tσιριμονάκης :
Εγώ θυμούμαι που την παραμονή της αναχώρησης των γερμανων από το Ρέθυμνο για να ανατινάξουν τα πυρομαχικά τους ανεβήκαμε όλοι οι Ρεθυμνιωτες στον Ευλιγια.

Αφήστε μια απάντηση