ΚΥΡΙΑΚΗ 12 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1947(ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ)
Το Ραδιόφωνο του Βερολίνου, μετά την κατάληψη των Αθηνών
από τους Γερμανούς και το σημάζεμά της Ελληνικής Κυβερνήσεως
στα Χανιά, είχε ρίξει την απειλή πως γρήγορα θα τροχαλιάσει με
την Γερμανική Αεροπορία το μικρό Λονδίνο, δηλαδή τα Χανιά.
Αργότερα που ο Γερμανικός Στρατός κατέβαινε στη Πελοπόννησο,
το ίδιο ραδιόφωνο πετούσε την απειλή πως γρήγορα θα
καταληφθεί και η Κρήτη.
Ωστόδο καμιά ενέργεια σοβαρά δεν έδειχνε πως πρόκειται να γίνει
άμυνα οργανωμένη στρατιωτική Αγγλοελληνική.
Σ’ Έλληνες Αξιωματικούς της φρουράς της Ρεθύμνης υπεδείχθη
πως οι Γερμανοί αλεξιπτωτισταί, πιθανώς θα πέσουν στο Πλατανιά
δρώντες κατά της Ρεθύμνης.
Μα κανόνια αεροπορικά, πολυβόλα, νάρκες, παγίδες, οχυρώματα
και το παρόμοια μιας προετοιμασίας για μια σοβαρά μάχη
δεν φαινόταν. Οργάνωσις των υπολειμάτων του Στρατού μας,
Οργάνωσις των αδειούχων, επιστράτευσις τίποτε.
Οι Άγγλοι υπήκοοι της Κρήτης είχαν φύγει κατά΄διαταγή της
Κυβερνήσεώς των.
Οι Εφημερίδες μας, δεν έλεγαν τίποτε, για επίθεση των Γερμανών
κατά της Κρήτης.
Κι εις ο πληθυσμός έμενε σε μια «μεγάλη άγνοια» για κείνο που
τον περίμενε.
Απροσδόκητα απολύτως για τον πληθυσμό της Ρεθύμνης το
πρωί της 21ης Μαΐου 1941, Γερμανικά αεροπλάνα ήρχισαν να
βομβαρδίζουν την αμμουδιά των Περβολιών, έως τον Πλατανιά.
Έπεσαν δυο –τρια σπίρτα στα Περιβόλιακια σκοτώθηκαν μερικοί
πολίται.
Το μεσημέρι επαναλήφθηκε ο βομβαρδισμός των Περιβολιών.
Ανιχνευτικά Γερμανικά αεροπλάνα, πετώντας, πάνω από την
επιφάνεια της γης μας έψαχναν τις χαράδρες γύρω στο Ρέθυμνο
πυροβολούντα και βομβαρδίζοντα μέσα σ’ ίλα.
Αεροπορία Εγγλέζικη δεν φαινόταν και αντιαεροπορικά κανόνια
παρουσίαζαν.
Έτσι η Γερμανική αεροπορία επιτεθείσα κατά του Ρεθύμνου έκανε
όπως απλώς «γυμνάσια μετά γομώσεως»!
Ο κόσμος απροειδοποίητος έκανε ότι ενόμιζε πως έπρεπε να κάνει
να σώσει τη ζωή του.
Και κυρίως στις πρώτες ώρες έτρεχε στα καταφύγια τα οποία ήσαν
σαπιμένοι τουρκοβενετσιάνικοι θόλοι.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας στον ουρανό του Πλατανιά και ίσαμε
το Μπαγακλοχώρι, φάνηκαν μεγάλα μαύρα αεροπλάνα- λες κι
ήταν γάβροι ηττημένοι- το’ να πίσω από τ’ άλλο, που σε λίγο
άφησαν από την κοιλιά τους να πέφτουν χιλιάδες άσπρα, πράσινα,
καφέ, κόκκινα, πράγματα που φαινόταν σαν χααρτοπόλεμος.
Προκυρήξεις πετούνε φώναξε κάποιο παιδί.
Οι δαίμονες της κολάσεως. Οι κτηνάνθρωποι του Βορρά. Η
βρώμα και η δυσωδιά της ανθρώπινης ιστορίας προ της σκοτεινής
σκέψεως των οποίων ο Αλή – Πασάς των Ιωαννίνων γίνεται ο
ωραιότερος δραματικός ιππότης.
Και κατεβαίνουν στη γη μας. ανενόχλητοι από αέρως.
Επί γης καθαράς, πολεμικώς. Ό, τι πεζικό, Εγγλέζικο και Ελληνικό
υπάρχει εκεί, αρκετό ή όχι με εφέδρες ή όχι, κάνει το καθήκον του.
Μάχεται. Και αποκρούει τους Γερμανούς.
Μα η Γερμανική αεροπορία βομβαρδίζει, τρομοκρατεί και
καθηλώνει τα πάντα. Μια φωνή άγνωστη ίσως του τίμιου και
πατριώτου Φρουράρχου της πόλεώς μας αναπήρου πολέμου,
ταγματάρχου κ. Νικολακάκι, φωνάζει στο τηλέφωνο τα πέριξ χωριά
σε βοήθεις.
Μα και στα χωριά σύγχησις. Όλοι παίρνουν τα όπλα τους και πάνε
κατά τα Περιβόλια.
Τα Γερμανικά αεροπλάνα βομβαρδίζουν τώρα και της πόλη μας.
Και ο πληθυσμός με μόνο τα ρούχα που φοραέι φεύγει
στις σπηλιές της Τρυπητής, του Αγ. Αντωνίου, των τριών
Μοναστηριών, στον Κουμπέ, Σου Γάλλου στ’ Ατσιπόπουλο.
Και στην έρημη τώρα πολιτεία την νύχτα μπαίνουν εκατοντάδες οι
πλιατσικολόγοι χωρικοί και Ρεθεμνιώτες.
Ο τακτικός στρατός, η Σχολή Χωρογυλακής οι αδειούχοι
στρατιώται και οι χωρικοί από τα γύρω χωριά της Ρεθύμνης, όλη
τη νύχτα κυρίως κοπανίζουν του Γερμανούς που’ ναι οχυρωμένοι
στον Άι- Γιώργη. Των Μισσιριών, στο Σταυρωμένο και της ρίζα της
Σκαλέτας. Του κτυπούν και τους κάνουν να συμπτίσονται.
Έτσι το Ρέθυμνο δεν πάρθηκε από τους αλεξιπτωτιστές.
Αυτοί νικήθηκαν.
Στου Σταυρβμένου παρεδόθησαν, μα λόγο μιας παρεκτροπής
των δικών μας την ώρα της παραδόσεως τραβήχτηκαν πάλι στα
χαρακώματά τους.
Οι Λωποδύτες τις Λευτεριάς, των Λαών ηύραν κείνο που τους
χρειαζόταν, στο Ρέθεμνος.
Τ’ αεροπλάνα τους, όσο περνούσαν οι μέρες, τόσο και πετούσαν
νέους αλεξιπτωτιστάς σε ενίσχυση.
Όμως ανώφελα, γι’ αυτούς.
Το Ρέθεμνος βαστούσε.
Ύστερα, το απόγευμα της 29ης Μαΐου, φάνηκε στον αμαξιτόδρομο
των Χανίων κάτω από το Ατσιπόπουλο πολύς στρατός να
κατεβαίνει.
Ήσαν μοτοσυκλετισταί Γερμανοί που έρχονταν από τα Χανιά. Όσοι
έτυχαν, κρυμμένοι, στις Ατσιποπουλιανές χαλέπες, διηγούνται,
πως κατεβαίνοντας προς το Ρέθυμνο οι μοτοσυκλετισταί
ούρλιαζαν και πυροβολούσαν για να εσπείρουν το δρόμο.
Αυτοί μπήκαν στο Ρέθυμνο.
Κι αυτοί προχώρησαν προς τον Πλατανιά και ηνώθηκαν με τους
αποτυχημένους συντρόφους τουςΚαι στο στραπατσάρισμα, στην
εξουθένωση αυτή του πληθυσμού, προσετέθει και η πείνα, και
μαζί της η εμπορική αισχροκέρδεια, που πήρε στο καιρό της το
όνομα «μαύρη αγορά».
Τρομοκρατία, με φυλακίσεις, πρόστιμα, στρατοδικεία, πείνα
με μαύρη αγορά, σκοτίδι τη νύχτα και αστυνομική ώρα είναι
η ζωή μας, στους πρώτους χειμωνιάτικους μήνες υπό τους
Γερμανούς.
Μα ο Γερμανός έχει κι άλλα να μας δείξει.
Αρπάζει με κατάλογο που’ παιρνε από τας Κοινότητας και τους
Δήμους όλους τους άρρενες κατοίκους από 18 χρονώ έως 60,
και ανά δεκαπενθημερίς τους ρίχνει σε καταναγκαστικά έργα,
οχυρώσεις και οδοποιΐας στρατιωτικής!!
Στη Φορτέτζα, στον Ευλιγιά, στο Κουμπέ, στα Μισίρια, στου
Σταυρωμένου, στο αεροδρόμιο της Πηγής, στη Λούτρα,
στα τρία Μοναστήρια, στους Αρμένους, στην Αγιά Γαλήνη,
στις Μέλαμπες, στα Δράμια, στο Τυμπάκι, οι αγγαρεμμένοι
Ρεθεμνιώτες λερωμένοι, αξύριστοι, ξεπαπούτσωτοι, με
ολόκληρες χαράδρες πόνου και θλίψεως στα μούτρα τους,
με μάτια βαθουλωμένα από την απροσδόκητη κατάσταση,
δουλεύουν κάτω από το βούρδουλα, τη κλωτσιά, τη γροθιά, το
μπάτσο, την ύβρη, του κτήνους Γερμανού, στρατιώτη.
Δουλειά, ξύλο, κακοφαγία, κακοθεσούρα, περιφρόνηση.
Να στη πραγματικότητα, οι σκλάβοι της Ρωμαικής κορβέτας.
Να στην πραγματικότητα οι δούλοι των Βενετσιάνων.
Να πως χτίστηκε στον καιρό της η Φορτέτζα.
Να τα Ρωμαικά κάτεργα.
Να οι σκλαβιά.
Μα, να και η δίψα, το πάθος της Λευτεριάς. Και τα χρόνια
κυλούν.
Άνθρωποι τουφεκίζονται στη Φορτέτζα, για μικροπταίσματα.
Κι όλος ο κόσμος κυλιέται στην αγγαρεία.
Μα υπάρχει κι άλλο ακόμα.
Η ομηρεία- οι όμηροι.
Κόβουν ένα σύρμα κοντά σ’ ένα χωριό. Πυροβολούν ή
σκοτώνουν έναν Γερμανό. Απουσιάζουν από την αγγαρεία;
Αμέσως ένα Γερμανικό απόσπασμα κυκλώνει τα πλησιέστερα
χωριά, συλλαμβάνει, πέντε- δέκα κατοίκους, ξένους προς
το συμβάν και τους φυλακίζει, τους εξορίζει ή και τους
τουφεκίζει.
Εν ονόματι της. . . . . Ομηρείας!!!!! Πρέπει να ψάξουμε, βαθιά
μέσα στην Ιστορία, εις τους προ του Χριστού χρόνους, για να
βρούμε την Ομηρεία, ως νόμο με εφαρμογή.
Και πάλι κι εκεί, θα την δούμε ως αφορμή μεγάλη, που
δημιουργήθηκε ο χριστιανισμός.
Η νευρασθένεια, η ελονοσία, η φυματίωση, η αβιταμίνωση
παίρνουν και δίδουν με την Ομηρεία και την αγγαρεία.
Μα κι ακόμα παραπάνω έφτασε ο Γερμανός.
Μέσα τη νύχτα, η Γκεστάμπο, άρπαζε από τα σπίτια τους
Ρεθεμνιώτες αθώους και με το χαρακτηρισμό πως είναι
επικίνδυνοι για τους Γερμανούς, τους βάρκενε στη Γερμανία.
Εκεί σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, ύστερα από πείνα, δίψα,
γδύμνια, βαριά δουλεία, καταπονητική, ψυχής και σώματος,
τους έψηναν ζωντανούς σε πυρακτωμένους φούρνους. Οι
Ρεθεμνιώτες πήγαν στο Μαντχάουζεν.
Από εκεί λίγοι ζήσαν που γύρισαν, μερίμνη πάντων των Αγίων
συν τω Θεώ.
Κι ο Γερμανός που τώρα ντύθηκε σε ποικιλόμορφες στολές,
κυκλοφορεί σε πολυτελή αυτοκίνητα, προκλητικός προς
την δυστυχία μας, αδιάφορος προς τας ευθύνας του,
ζεμανφουτιστής για την αύριο.
Τίποτα το ηθικό, τίποτα το αλτρουϊστικό, τίποτα το κοινοφελές,
τίποτα το πολιτισμένο τίποτα το ευγενές, τίποτα το
ιπποτικό ,τίποτα που να μυρίζει άνθρωπο.
Μια συντερένια, χοντροκαμωμένη σφύρα, που χτυπά στραβή,
κουφή, άψυχη, ό, τι μπει από κάτω της. Ιδού ο Γερμανός!
Αυτό ήταν για το Ρέθυμνο, το τρίτο Γερμανικό Ράιχ.
Αυτός ήταν ο εθνικός σοσιαλισμός.
Αυτός ήταν ο Χίτλερ.!
Κ.