Άγιος Ιωάννης (Χλιαρός) Αμαρίου Ρεθύμνου

 

(ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ 27-7-2007)

Από τα πιο αξιόλογα κείμενα που συμπληρώνουν την αναφορά μας στα χωριά του νομού Ρεθύμνης είναι το παρακάτω που υπογράφει ο γνωστός λόγιος και σημαντικός πολιτιστικός παράγων κ.Σταύρος Φωτάκης .Είναι απόσπασμα από το βιβλίο του  «Το χωριό μου, Άγιος Ιωάννης-Χλιαρός-Αμαρίου Ρεθύμνου»και αναφέρει σχετικά:

 

“Το χωριό Άγιος Ιωάννης ο Χλιαρός, βρίσκεται στο νότιο τμήμα του Νομού Ρεθύμνου της τέως Επαρχίας Αμαρίου και ήδη αποτελεί Δημοτικό Διαμέρισμα του Δήμου Κουρήτων. Αποτελεί ένα από τα έντεκα (11) χωριά της Αμπαδιάς.

Είναι χτισμένο σε υψόμετρο 380 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας, στη βόρεια πλαγιά ενός υψώματος με την ονομασία «Κορφή» (υψόμετρο περίπου 450 μ). Με το Ρέθυμνο συνδέεται με αυτοκινητόδρομο 55 χιλιομέτρων περίπου και από Τυμπάκι και Αγία Γαλήνη απέχει 14 χιλιόμετρα. Είναι στο κέντρο της περιοχής Αμπαδιάς της Επαρχίας Αμαρίου. Έχει Ανατολικά τον Ψηλορείτη, Δυτικά το Κέντρος, Βορεινά τη Σάμιτο και Νοτικά τις ακτές του Λυβικού πελάγους. Η εδαφική περιφέρεια του χωριού έχει έκταση περίπου τεσσάρων (4) τετραγωνικών χιλιομέτρων. Συνορεύει με τις διοικητικές περιφέρειες των τ. Κοινοτήτων: προς Β. Βυζαρίου και Φουρφούρά, προς Α. Κουρουτών, Νίθαυρης και Αποδούλου, προς Ν. Αγίας Παρασκευής και προς Δ. Άνω Μέρους.

 

Οι κύριες ασχολίες των κατοίκων είναι η γεωργία και η οικόσιτη κυρίως κτηνοτροφία. Ολόκληρη η εδαφική κτηματική περιφέρεια του χωριού είναι κατάφυτη από ελιές, κυρίως «χοντρολιές» ή «θρούμπες», αρκετές από τις οποίες παράγουν μεγάλες ποσότητες από τις λεγόμενες «ψαρολιές» ή «σταφιδολιές» ή όπως έχουν χαρακτηριστεί «ελιές της Αμπαδιάς». Είναι ελαιόδενδρα που παράγουν κυρίως τέτοιες ελιές, φημισμένες για τη νοστιμάδα τους και τρώγονται είτε ωμές είτε αλατισμένες είτε διατηρημένες στα πιθάρια με αλατόνερο. Την ποιότητα και τη νοστιμάδα της ελιάς αυτής αποδίδει ποιητικά η παρακάτω μαντινάδα:

«Καλλιά ‘χω τσι σταφιδολιές παρά τσι κολυμπάδες,

καλλιά ‘χω δέκα κοπελιές παρά σαράντα γράδες».

Το χωριό έχει καταπληκτική θέα με μεγάλο ορίζοντα. Τα σπίτια του χωριού είναι χτισμένα σε συνεχή οικοδόμηση με ελεύθερους και βοηθητικούς χώρους, και αυτοπροσδιορίζεται σε Πάνω Ρούγα (γειτονιά) και Κάτω Ρούγα, με κέντρο τη Μεσοχωριά. Παλαιότερα όλα τα σπίτια ήτανε πετρόχτιστα με κεραμοσκεπή αλλά και με ειδικό χώμα, τη λεπίδα και όλοι οι δρόμοι του χωριού ήτανε με μικρές πέτρες, χτιστές, τα λεγόμενα «καντιρίμια» ή «καλντιρίμια», τα οποία αντικαταστάθηκαν με υλικά σύγχρονα και έτσι δυστυχώς χάθηκε ο παραδοσιακός του χαρακτήρας.

Τα πρώτα σπίτια του χωριού ονομάζοντο «Καβροκέλια» και κατοικούσαν σ’ αυτά όλες οι λιγοστές οικογένειες. Τα λέγανε «Καβροκέλια» γιατί όλα τα δωμάτια επικοινωνούσαν μεταξύ τους για να μπορούν οι κάτοικοι να συνεννοούνται συντομότερα στις επιδρομές των Τούρκων. Δεν είχαν παράθυρα και ο φωτισμός και ο αερισμός γινόταν από οπές που είχανε ανοίξει οι κάτοικοι στην οροφή, τον ονομαζόμενο «ανηφορά».

Λόγω τις παράπλευρης θέσης του χωριού από τον κεντρικό άξονα Βοράς-Νότου και της μεγάλης απόστασης από την πόλη του Ρεθέμνους τη «Χώρα» καθυστέρησε η σύνδεσή του με αυτοκινητόδρομο. Ο αμαξωτός δρόμος κατασκευάστηκε το έτος 1950, ύστερα από 5μηνη προσωπική εργασία όλων των κατοίκων του χωριού, με χειρονακτικά εργαλεία, κασμάδες, παλάμες, αλέτρια κ.λπ. και έτσι έγινε η σύνδεση με το χωριό Νίθαυρη 3 χιλιομέτρων περίπου. Στις 6 Αυγούστου 1950 ήρθε το πρώτο αυτοκίνητο (λεωφορείο) στο χωριό και το γεγονός εορτάστηκε από όλους τους κατοίκους με θερμές εκδηλώσεις. Το έτος 1954 η διάνοιξη του αμαξωτού δρόμου συνεχίστηκε και έφθασε στην Αγία Παρασκευή και αργότερα συνεχίστηκε και έφθασε στις Μάντρες και το έτος 1960 το χωριό συνδέθηκε και με το χωριό Χορδάκι.

Οι συμφορές της Γερμανοκατοχής, οι κακές συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων, αλλά και οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζαν για τη συντήρηση των οικογενειών και τη μόρφωση των παιδιών τους, ανάγκασαν πολλούς κατοίκους του χωριού να μεταναστεύσουν, αναζητώντας καλύτερη τύχη. Η μετανάστευση άρχισε κυρίως από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 τόσο στο Εξωτερικό (Γερμανία) όσο και στο Εσωτερικό κυρίως την Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκαν πολλοί απόδημοι Αηγιαννιώτες. Διέπρεψαν σε πολλούς τομείς, δημοσίου και ιδιωτικού χαρακτήρα, αλλά και σε σπουδές και διακρίθηκαν σε σπουδαίους Πανεπιστημιακούς επιστήμονες και Αξιωματικούς των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας. Το φαινόμενο της μετανάστευσης συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια, με αποτέλεσμα οι απόδημοι Αηγιαννιώτες να αυξηθούν αρκετά και να αισθανθούν την ανάγκη δημιουργίας πολιτιστικού Συλλόγου, που θα αποτελέσει το συνδετικό κρίκο των αποδήμων με το χωριό, αλλά και μεταξύ των μελών. Έτσι το έτος 1980 ιδρύθηκε στην Αθήνα ο Σύλλογος Αηγιαννιωτών Αμαρίου, που λειτουργεί μέχρι σήμερα με αξιόλογες δραστηριότητες. Παράλληλα το έτος 1987 ιδρύθηκε και στο χωριό αντίστοιχος Σύλλογος Αηγιαννιωτών, πλην όμως αδρανοποιήθηκε μέχρι το έτος 2001, όπου επαναδραστηριοποιήθηκε και μέχρι σήμερα λειτουργεί συνεργαζόμενος με αυτόν των αποδήμων με κοινούς στόχους, για την ανύψωση του επιπέδου των απανταχού Αηγιαννιωτών.

Για την ονομασία του οικισμού, Άγιος Ιωάννης Χλιαρός Αμαρίου Ρεθύμνου, η μοναδική εκδοχή που υπάρχει είναι ότι προέρχεται από τον παλιό ναΐσκο του Αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου, που βρίσκεται στο κάτω μέρος του χωριού μέσα στο κοιμητήριο. Ο ναΐσκος αυτός προηγήθηκε του οικισμού ως ξωκλήσι και μάλιστα υπήρξαν σαφείς ενδείξεις από ανασκαφές ότι ήταν μοναστήρι με κελιά και καλόγερους. Στο εσωτερικό του ναΐσκου σώζονται ακόμη τοιχογραφίες. Ο οικισμός του Αγίου Ιωάννη φαίνεται πολύ παλιός με πρώτες ενδείξεις από την εποχή της Ενετοκρατίας (1210-1669). Ο Άγιος Ιωάννης Χλιαρός αναφέρεται από τον Fr. Barozzi, (Fo27v) S.Z. (uann)e Chiliaru, στην Επαρχία Αμαρίου το έτος 1577.

Οι ενδείξεις του οικισμού Αγίου Ιωάννη Χλιαρού συνεχίζονται και στην εποχή της Τουρκοκρατίας (1669-1898). Ο Ενετός μηχανικός Francesco Basilicata αναφέρει στην έκθεσή του και τον οικισμό Αγίου Ιωάννη Χλιαρού το έτος 1630. Μα και σε Τουρκικό έγγραφο αναφέρεται ο οικισμός το έτος 1724.

Για την πρόσθετη ονομασία «χλιαρός» καταβλήθηκε προσπάθεια, τόσο στις δημόσιες όσο και σε ιδιωτικές βιβλιοθήκες και σε άλλα ιστορικά αρχεία και αναζητήθηκαν γραπτές πηγές που να δίδουν πειστική ερμηνεία για το τι σημαίνει «χλιαρός», πλην όμως δεν βρέθηκε καμιά σχετική γραπτή πληροφορία. Πρέπει όμως να παρατηρήσομε τα εξής:

α. Από τον Fr. Barrozzi αναφέρεται το 1577 S.Z. (uann)e Chiliaru.

β. Από τον Καστροφύλακα αναφέρεται το 1583 S. Giovanni Chiliaru

γ. Στην Νοταριακή Πράξη Νο 460 του 1607 που καταχωρείται κατά λέξη στη σελ. 65 αναφέρεται ως Άγιος Ιωάννης του Χλαρού (2 φορές).

δ. Στο Βραβείο του χωριού αναφέρεται το 1886 και 1921 Αγίου Ιωάννου Χλιαρού. Ως Άγιος Ιωάννης Χλιαρός, αναφέρεται και σε πολλές άλλες γραπτές πηγές.

ε. Εκτός από τις παραπάνω γραπτές πηγές, από προφορικές μαρτυρίες προκύπτει ότι, το χωριό έφερε και την ονομασία Άγιος Ιωάννης του Χλωρού.

Είναι αξιοσημείωτο ότι ο πρόσθετος χαρακτηρισμός χρησιμοποιείται κυρίως στη γενική κτητική δηλαδή του Χλαρού (1607), του Χλιαρού, του Χλωρού και αυτό μας οδηγεί στη σκέψη και εν γένει στο συμπέρασμα ότι του Χλαρού ή Χλιαρού είναι κτητικός προσδιορισμός. Είναι επομένως πολύ πιθανόν το Μοναστήρι του Άη Γιάννη από το οποίο πήρε την ονομασία του αργότερα ο οικισμός να ανήκε σε κάποιον ονόματι Χλαρόν ή Χλιαρόν ή Χλωρόν και συνεπώς προστέθηκε στην ονομασία του μοναστηριού και το επώνυμο του κτήτορα. Βεβαίως σήμερα δεν υφίσταται και είναι άγνωστο πότε απαλείφθηκε.

Αφήστε μια απάντηση