- Ο ΜΙΚΡΟΣΩΜΟΣ ΑΔΑΜΗΣ
Το Αδαμάκι, ο ατρόμητος ταχυδρόμος του Γούμενου
Ο Πίκρης είναι ένα χωριό στο βάθος τ’ Αρκαδιώτικου φαραγγιού, σε μικρή απόσταση από το Αρκάδι. Τα άφθονα –τότε νερά του ποταμού άγγιζαν τα κάτω σπίτια του χωριού. Στον ποταμό υπήρχαν πλήθη Αχέλια (χέλια) και καβροί και στο δασωμένο φαράγγι πουλιά. Οι Πικριανοί είχαν τακτικό έδεσμα τα χέλια και τους καβρούς και πουλιά που έπιαναν με «πλάκες» και βεργιά. Οι ξένοι επισκέπτες των υπολόγιζαν πάντα ότι θα δοκίμαζαν και αυτοί απ’ αυτούς του εκλεκτούς μεζέδες που με ευχαρίστηση και απλοχεριά πρόσφεραν οι φιλόξενοι Πικριανοί. Στα γύρω χωριά ήταν πασίγνωστη αυτή η φιλοξενία των Πικριανών. Στο Αρκάδι ήταν τακτικοί επισκέπτες πολλοί κάτοικοι του Πίκρη. Αναζητούσαν εκεί κάποιο μεροκάματο, είτε είχαν τακτική απασχόληση.
Ήταν και ο Αδάμ Γεωργίου Παπαδάκης, ιδιαίτερα έμπιστος του Ηγουμένου Γαριήλ Μαρινάκη. Τον έλεγαν το «Αδαμάκι» ή «Αδαμακάκι», γιατί ήταν πολύ μικρόσωμος. Δεν τον γνώρισα όσο ζούσε. Πέθανε το 1905. Γνώρισα, όμως, τα παιδιά του. Το Γιώργη, που ήταν κι αυτός μικρόσωμος, και τις θυγατέρες του, τη Μαριγώ και το Παρασκιώ. Το Αδαμακάκι είχε σύζυγο –μετά το 1866- τη Φωτεινή Σχιζάρη.
Ο Γιώργης τ’ Αδαμακιού, «έστεσε» ένα καμίνι ξύλα, για να τα ψήσει και να πουλήσει τα κάρβουνα. Το καμίνι ήταν σε απόσταση πενήντα μέτρων από το πατρικό μου σπίτι, στα Καψαλιανά, και ο Γιώργης ερχόταν εκείνες τις μέρες σπίτι μας και πολλές ώρες τα έλεγαν με τον πατέρα μου. Η Μαριγώ και το Παρασκιώ ήταν τακτικές μαζώχτρες, κάθε βεντέμα, στις ελιές μας περί το 1925. Ήμουν μαθητής γυμνασίου τότε και τις ρωτούσα και μου έλεγαν για τον πατέρα τους. Απ’ αυτά λίγα θυμάμαι. Περισσότερα έμαθα για το Αρκάδι, στα 1866 και το Αδαμάκι όταν το 1976 πήγα επίτηδες στου Πίκρη. Σ’ ένα σπίτι ήρθαν η θυγατέρα της Μαριγώς, η Ελένη, σύζυγος Αλεξάκη και η σύζυγος του Γιώργη Αδάμ Παπαδάκη, Ελένη Πηγουνάκη και αυτή γέννημα και θρέμμα Πίκρη. Στη πολύωρη συζήτηση που είχαμε έμαθα και εξεκαθάρισα πολλά: Γράφει ο Τ. Βενέρης στο βιβλίο του για το Αρκάδι, σελ. 245, αναφερόμενος στους ταχυδρόμους Αδάμ Παπαδάκη και παπά-Κρανιώτη, που βγήκαν από το Αρκάδι μεταφέροντες επιστολές προς Κορωναίο κ.λπ. «Τους αγγελιοφόρους τούτους κατεβίβασαν δια σχοινίου εκ του μεγάλου παραθύρου του ευρισκομένου υπεράνω του εν τη Νοτία πλευρά της Μονής «Πορτάλι».
Σ’ αυτά τα γραφόμενα υπάρχει μια ανακρίβεια και σημαντική παράλειψη. Ο Αδάμ Παπαδάκης δεν κατέβηκε με σκοινί από το παράθυρο. Από μια υπόγεια τρύπα εμπαινόβγαινε.
Μια τρύπα, ένας υπόνομος για τα νερά της βροχής, αρχίζει μέσα από την αυλή της Μονής, δίπλα από τη βάση της σκάλας που ανεβαίνει στο μουσείο, περνά κάτω από τις οικοδομές, βγαίνει έξω σ’ ένα σόχωρο, το διαπερνά υπόγεια και εκβάλλει στην άκρη του, σ’ ένα δετάρι μικρό γκρεμνό, ύψους ενάμισι μέτρο.
Ο Γιώργης Σχιζάρης μου είπε κάποτε: «Πάμε στο Αρκάδι να σου δείξω την τρύπα που εμπαινόβγαινε το Αδαμακάκι».
Πήγαμε και είδαμε την είσοδό της και την έξοδο στο δετάρι. Η έξοδος είναι κρυμμένη από χόρτα και πυκνούς θάμνους. Τους παραμερίσαμε και την είδαμε.
Λίγη ώρα πριν την ανατίναξη της μπαρουταποθήκης, κάλεσε ο Γούμενος τον Αδαμάκη στο κελί του και του είπε: «Εμείς όλοι θα πεθάνουμε εδώ μέσα. Μόνο εσύ Αδαμάκη μπορείς να γλυτώσεις. Φύγε, και να θυμάσαι να δηγάσαι ότι γίνηκε εδώ μέσα».
Μόλις είχε απομακρυνθεί από το κελί λίγα μέτρα, ο Αδαμάκης άκουσε ένα πυροβολισμό στο κελί. Επέστρεψε και είδε τον Γούμενο νεκρό. Πήρε από τη μέση του το μαχαίρι του, με το ασημωτό θηκάρι και έφυγε. Ήταν ο πρώτος που είδε το Γούμενο νεκρό και όχι ο Μ. Καλλιγιάννης, που γράφει ο Τ. Βενέρης, σελ. 335.
Και έλεγε η θυγατέρα του Αδαμακιού, η Μαριγώ, (μου τα είπε η θυγατέρα της κ. Ελένη Αλεξάκη): «Ώστεν απού ‘ζενε ο μακαρίτης ο πατέρας μου το ‘λεγε με παράπονο: Γιάντα ‘γω να πάρω το μαχαίρι και να μην πάρω την κεφαλί του, μόνο την άφηκα των Τουρκώ και τηνε κάμανε μπαϊράκι. Και το ‘λεγε και το ξανάλεγε και δεν είχε ο πόνος του παρηγορημό».
Το ασημωτό θηκάρι το έκαμε δύο κομμάτια ο Γ. Σχιζάρης, όπως μου είπε ο ίδιος, και πήρε το ένα η Ελένη Αλεξάκη και το άλλο η Πηγουνάκη.
Παρακάλεσα την Ελένη να μου δώσει ένα κομμάτι για το Μουσείο, και μου το έδωσε. Το κατέθεσα στο Ιστορικό Λαογραφικό Μουσείο Ρεθύμνου.
Εφημ. «Ρεθεμνιώτικα Νέα», Ιούλιος 1997.
-
ΟΙ ΤΟΛΜΗΡΟΙ ΔΡΑΠΕΤΕΣ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΚΑΙ ΠΑΪΣΙΟΣ ΔΙΑΦΥΛΑΞΑΝ Ο,ΤΙ ΑΠΟΜΕΙΝΕ
Στο σπουδαιότατο έργο του Τιμοθέου Βενέρη «Το Αρκάδι δια των αιώνων», αναφέρονται οι δύο ιερομόναχοι του Αρκαδίου Παρθένιος και Παϊσιος ως διασωθέντες και μη αιχμαλωτισθέντες κατά την ολοκαύτωση της Μονής το Νοέμβριο του 1866 (σελ. 341).
Η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική. Ο Παρθένιος και ο Παϊσιος, ευρισκόμενοι εντός της Μονής την 8η και 9η Νοεμβρίου, επέζησαν από την ανατίναξη της Μπαρουταποθήκης και αιχμαλωτίσθηκαν από τους Τούρκους, το εσπέρας της 9ης Νοεμβρίου. Ύστερα, δεν διεσώθησαν αλλά δραπέτευσαν. Διέφυγαν διακινδυνεύοντες ένα παράτολμο εγχείρημα. Θα ιστορήσω με λεπτομέρειες απόλυτα εξακριβωμένες αυτό το παράτολμο εγχείρημα:
Ο Παϊσιος Νικολουδάκης ήταν αδελφός της Γαρυφαλιάς Νικολουδάκη, η οποία ήταν μητέρα του πατέρα μου. Ο πατέρας μου Ανδρέας Ιωάννου Ξεξάκης ήταν πρώτος ανιψιός του Παϊσιου. Ο Παρθένιος Κανακάκης είχε αδελφό το Σταυρούλη Κανακάκη, που είχε ο Σταυρούλης, σύζυγό του τη Ζαφείρα Ξεξάκη και ήταν, η Ζαφείρα, αδελφή του παππού μου, Ιωάννη Ξεξάκη. Ο πατέρας μου ήταν πρώτος ανιψιός της Ζαφείρας. Ο Παϊσιος και ο Παρθένιος ήταν θείοι του πατέρα μου.
Όταν ο πατέρας μου εγκατέλειψε την Τρίτη τάξη του σχολαρχείου στο Ρέθυμνο, το 1897, οι θείοι του τον πήραν στο Αρκάδι, για να γίνει μοναχός και με την προοπτική ότι κάποια μέρα θα γινόταν Ηγούμενος, επειδή ήξερε πολλά γράμματα. Πήγε ο πατέρας μου στο Αρκάδι και «εκάρη» Αναγνώστης. Έχω ιδιόγραφά του, όπου υπογράφει: Αναγνώστης Ι. Ξεξάκης. Παρέμεινε στο Αρκάδι περίπου δύο χρόνια. Διέμενε στο κελί του Παρθένιου λίγους μήνες και περισσότερους στου Παϊσιου. Έμαθε πάρα πολύ καλά το τυπικό της εκκλησίας, ήταν καλλίφωνος και άριστος ψάλτης σε όλη του τη ζωή μετά.
Αλλά… ήταν νέος, όμορφος, τραγουδιστής, άριστος χορευτής και γλεντζές. Και γι’ αυτό εγκατέλειψε την καλογερική (βαριά ‘ναι η καλογερική) και επέστρεψε στο χωριό του.
Στα Καψαλιανά, η αδελφή του πατέρα μου, η Ζαχαρένια Ξεξάκη, σύζυγος του Παναγιώτη Γ. Σταματάκη, είχε μεγάλη περιουσία, αλλά δεν είχε παιδιά. Υιοθέτησαν τον πατέρα μου και εγκαταστάθηκε εκεί, παντρεύτηκε και εκεί γεννήθηκα. Στα Καψαλιανά –μικρό χωριό- δεν λειτουργούσαν κάθε Κυριακή και πολλές Κυριακές και στα πανηγύρια πήγαινε στη Ελεύθερνα, Πρινέ, Ορθέ, Αλφά κ.α. για να ψάλλει στην εκκλησία.
Γι’ αυτό είχε πολλούς φίλους σ’ αυτά τα χωριά και όταν αυτοί οι φίλοι είτε συγγενείς του επρόκειτο να πάνε στη χώρα (Ρέθυμνο) και ήθελαν να βρίσκονται πολύ πρωί στο Ρέθυμνο, ερχόντουσαν αφ’ εσπέρας στο σπίτι του Ξεξέ, όπου αυτοί εύρισκαν καλοπέραση και ο πατέρας μου καλή παρέα, γιατί στο χωριό δεν υπήρχε καφενείο.
Από μικρός και μεγάλος, παρακολουθούσα αυτές τις πολύωρες βεγγέρες και συνηθισμένο θέμα ήταν το τι έγινε στο Αρκάδι το 1866. Κάποτες ρώτησα τον πατέρα μου: «Μα πως ξέρεις τόσα πράγματα για το Αρκάδι το 1866;».
«Μπρε! Δύο χρόνια στου Παρθένιου και του Παϊσιου δεν άκουγα άλλο τίποτα», μου απάντησε. «Όλοι οι ξένοι που ήθελαν να μάθουν για το ’66 στου Παϊσιου έρχονταν και ρωτούσαν και εγώ τον άκουγα πολλές φορές και τα έμαθα όλα πολύ καλά».
Αναφέρω τα παραπάνω, για να τονίσω την εγκυρότητα των πληροφοριών μου από τον πατέρα μου. Και ακόμη, μόλις είχε εκδοθεί το βιβλίο του Τ. Βενέρη το είχα αγοράσει και το διάβαζε και ο πατέρας μου. Όταν διάβαζε, όσα είπε ο Μπιρικαναγνώστης στον Τιμόθεο (σελ. 311), φώναξε οργισμένος: «Δεν είναι δυνατόν ο Μπιρίκος να είπε τέτοια πράγματα».
Μετά από λίγες μέρες πήγα μαζί με τον πατέρα μου στου Πίκρη, στο περβόλι μας, που είναι τριάντα μέτρα δίπλα από το σπίτι του Ανδρέα Μπιρικαναγνώστη. Τον φώναξε ο πατέρας μου και ήρθε στο περβόλι. Συζητούσαν και εγώ άκουγα. Αναφέρω μερικές μόνο φράσεις επί λέξει: Μπιρίκος: «Αυτό του το είπα, αλλά δε το έγραψε…». «Αυτό δεν του το είπα, όπως το γράφει…».
Και συνεχίζω για τους δραπέτες Παρθένιο και Παϊσιο. Και οι δύο ήταν εύσωμοι, γεροδεμένοι και εγγράμματοι και γι’ αυτό είχαν κάποιο πόστο στο Αρκάδι. Κουραδοκονόμοι (αρμόδιοι, δηλαδή, για την κτηνοτροφία). Το Αρκάδι είχε πολλές χιλιάδες αιγοπρόβατα (Τ. Βενέρης, σελ. 78) . Όλους που είχαν απομείνει ζωντανοί μέσα το Αρκάδι το βραδάκι της 9ης Νοεμβρίου τους μάζεψαν οι Τούρκοι για να τους οδηγήσουν στη θέση Μετοχάκι. Ένα ασύνταχτο κοπάδι οι αιχμάλωτοι και στα πλάγια οι Τούρκοι στρατιώτες επέβλεπαν να μην ξεφύγει κανένας. Δεν ήξεραν τι τους περίμενε: Βασανιστήρια, θάνατος… Βάδιζαν σ’ ένα ανώμαλο δρομάκι κι επρόκειτο να περάσουν από ένα λαγκό (μικρό φαράγγι), που ήταν πυκνό δάσος από δέντρα και θάμνους. Η επίβλεψη από τους φρουρούς εκεί ήταν χαλαρή… Ο Παρθένιος και ο Παϊσιος ήξεραν πολύ καλά, βήμα προς βήμα, αυτήν την περιοχή. Είχε αρχίσει και να σκοτεινιάζει… Το σκέφτηκαν και το αποφάσισαν.. Και όταν περνούσαν από το κατάλληλο σημείο με μια βουτιά τρύπωξαν ανάμεσα στα πυκνά φυλλώματα των θάμνων. Προχώρησαν μέχρι εκεί που έπρεπε και εκεί λούφαξαν και έμειναν όλη τη νύχτα. Το πρωί, όταν δεν ακουγόταν πια ούτε θόρυβος, ούτε φωνή, ξετρύπωσαν, πλησίασαν και μπήκαν στο Αρκάδι. Ήταν οι πρώτοι που μπήκαν. Αργότερα έφτασαν κι άλλοι.
Παντού ερείπια, καπνοί και πτώματα. Όλοι έψαχναν αναζητώντας κάποιον δικό τους. Μαζί τους και ο Συμεών Γαβράς (Τ. Βενέρη, σελ. 348). Πατώντας πάνω σε πτώματα έψαχναν στην αυλή και στα κελιά. Ο Παϊσιος και ο Παρθένιος παρακολουθούσαν και επέβλεπαν το Μάξιμο, μαζί με 2-3 άλλους έμπιστους, και αποφάσισαν, πολύ σωστά και προνοητικά, να παραμένουν εκεί μέρα-νύχτα. Γνώριζαν και τους κρυψώνες όπου ήταν κρυμμένα τα πολύτιμα αντικείμενα. Δεν απομακρύνθηκαν. Με την επίβλεψή τους συγκεντρώθηκαν όσα ήταν κρυμμένα και ό,τι άλλο είχε αξία και τα κατέγραψαν.
Αργότερα, τα παρέδωσαν με πρωτόκολλο στη Μονή Ασωμάτων, απ’ όπου μετά την ειρήνευση επιστράφηκαν στο Αρκάδι (Τ. Βενέρη, σελ. 72). Ο Παρθένιος και ο Παϊσιος διέσωσαν και διαφύλαξαν ότι είχε απομείνει.
Εφημ. «Ρεθεμνιώτικα Νέα» Ιούνιος 1997
-
«ΒΑΛΑΧΙ ΓΙΑΓΝΙΣΙ», ΕΙΠΕ Ο ΠΑΣΑΣ
Αρκάδι, Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 1866. Η μπαρουταποθήκη είχε ανατιναχθεί μέχρι τα θεμέλια. Η σφαγή στην Τράπεζα είχε ολοκληρωθεί. Φωτιές έκαιγαν ότι εκαίγετο. Παντού καπνοί και πτώματα. Χριστιανοί πολεμιστές ζωντανοί δεν υπήρχαν άλλοι. Αλλά εκεί, στα Μεσοκούμια, στο δεύτερο κελί, κάποιοι αντρειωμένοι δεν το έβαλαν κάτω. Δημακόπουλος, Δασκαλάκης, Γαλανάκης… Φυσέκια για τα όπλα τους δεν είχαν. Με τα μαχαίρια τους περίμεναν τους Τούρκους…
Οι Τούρκοι έφτασαν στην πόρτα του κελιού. Πάνοπλοι, έτοιμοι. Κάνοντας ένα βήμα θα έκοβαν τα κεφάλια αυτών των ανυπότακτων. Αλλά εκείνη τη στιγμή ακούστηκε η διαταγή: «-Μη, αυτούς τους θέλει ζωντανούς ο Πασάς».
Έτσι, αντί για τον ένδοξο θάνατο η… ταπεινή αιχμαλωσία… Και όμως… Ψύχραιμοι, ατρόμητοι, με μία έκφραση περηφάνιας και ικανοποίησης, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο, φώναξαν: -«Ναι, αλλά εκάμαμε το κέφι μας!!!».
Αυτά τα λόγια τα άκουσαν και οι Τούρκοι. Τους έκαναν εντύπωση, τα εδιηγούντο αργότερα, τα διαλαλούσαν. Έτσι μαθεύτηκαν από πολλούς και αυτή η φράση μπήκε στα δημοτικά τραγούδια και την αναφέρει και ο Τ. Βενέρης στο βιβλίο του (σελ. 268).
Μαζί με όλους τους άλλους, που είχαν μείνει ζωντανοί, οδηγήθηκαν και αυτοί οι αντρειωμένοι στη θέση Μετοχάκι. Εκεί ξεχώρισαν τους ξένους εθελοντές για να τους εκτελέσουν.
Τη συνέχεια των δραματικών γεγονότων την άκουσα από την Αθηνά Στ. Δασκαλάκη, σύζυγο του Αντωνίου Σταρά. Ο πατέρας της Αθηνάς, ο Σταμάτης Δασκαλάκης, ήταν αδελφός του Μιχάλη Δασκαλάκη που ήταν, ο Μιχάλης, σύζυγος της Δασκαλοχαρίκλειας. Η Αθηνά ήταν ανιψιά της Δασκαλοχαρίκλειας.
Η Αθηνά η Σταρού (έτσι την έλεγαν), ήταν μαμή και είχε γνώσεις πρακτικής ιατρικής και της άρεσε να την αποκαλούν γιάτραινα. Είχε σπίτι στο Ρέθυμνο (έναντι της βορινής πλευράς της εκκλησίας των Τεσσάρων Μαρτύρων στο Ρέθυμνο, που σήμερα σώζονται τα ερείπιά του) και σπίτι στην Αμνάτο, όπου διέμενε συχνά. Ήταν συντέκνισσα του παππού μου και ερχόταν πολύ συχνά στα Καψαλιανά, στο πατρικό μου σπίτι και διέμενε λίγες μέρες. Ήταν ομιλητικότητα και άκουσα και έμαθα πολλά από το στόμα της. Είχε επισκεφθεί τη θεία της Δασκαλοχαρίκλεια στην Αθήνα και, όταν η θεία της ήταν στα τελευταία της, η Αθηνά παρέμεινε δίπλα της πάνω από δύο μήνες και την επεριποιείτο.
Με περηφάνια, αργότερα, εδιηγείτο στο σπίτι μας, απλώνοντας τα χέρια της: «Εδώ, πάνω σ’ αυτά τα χέρι ξεψύχησε, η θεία μου η Χαρίκλεια». Εδιηγείτο όσα είχε μάθει από τη Δασκαλοχαρίκλεια και από αυτές τις αφηγήσεις είναι τα παρακάτω που γράφω.
Εκεί, στο Μετοχάκι, οι Τούρκοι ξεχώρισαν τους εθελοντές -ξένους- για να τους εκτελέσουν. Ήταν επτά. Κάπου κάθισαν στη σειρά. Μαζί με τους εθελοντές κάθισε και ο γιος της Δασκαλοχαρίκλειας, ο Κωνσταντίνος. Δεν φορούσε κρητική ενδυμασία, αλλά στολή Έλληνα στρατιώτη. Οι Αμνατσιανοί Τούρκοι που παρακολουθούσαν, είπαν στον πασά ότι αυτός δεν είναι εθελοντής. Ο πασάς έστειλε υπασπιστή του και τον ρώτησε εάν είναι εθελοντής. Και αυτός απάντησε: «Εγώ είμαι στρατιώτης του Έλληνα Βασιλιά». Και ο Πασάς έδωσε εντολή να εκτελεστεί κι αυτός. Οι Τούρκοι εκτελεστές έμπηξαν τα ξίφη τους πολλές φορές στο σώμα των εθελοντών και αμέσως μετά με γιαταγάνια έκοβαν τα κεφάλια τους.
Η Δασκαλοχαρίκλεια παρακολουθούσε… Όταν η κεφαλή του γιου της κατρακύλησε χάμω, αποσπάσθηκε από τους άλλους κρατούμενους, έτρεξε και άρπαξε την κεφαλή του παιδιού της και, όπως ήταν με τα αίματα, την καταφιλούσε με κλάματα και σπαρακτικές φωνές.
Ο Πασάς παραξενεύτηκε. Ρώτησε γιατί αυτή κάνει έτσι. Οι Αμνατσιανοί Τούρκοι του επανέλαβαν: «Αυτός δεν ήταν εθελοντής και αυτή είναι η μάνα του».
Και ο Πασάς διαπιστώνοντας το λάθος του, είπε:
-
«ΒΑΛΑΧΙ ΓΙΑΓΝΙΣΙ»! (μα την πίστη μου λάθος έκανα!).
Άκουσαν όλοι αυτά τα λόγια. Τα έλεγαν, τα διηγούντο αργότερα. Ακούστηκαν και μαθεύτηκαν και ελέγοντο στα χωριά. Όταν κάποιος διέπραττε κάποιο λαθάκι, έσπευδε να πει: «Βαλαχί γιαγνίσι» απού ‘πε και ο Πασάς». Το άκουσα και εγώ να το λένε.
Εφημ. «Ρεθεμνιώτικα Νέα», Σεπτέμβρης 1997
-
ΕΝΑΣ ΠΟΥ ΣΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗ ΣΦΑΓΗ
Μετά την ανατίναξη της μπαρουταποθήκης στο Αρκάδι, το απόγευμα της 9ης Νοεμβρίου 1866, ο αγώνας, η αντίσταση, ήσαν μάταια… Αλλά, εκεί στην μεγάλη Τράπεζα της Μονής, 36 πολεμιστές παρέμεναν αμπαρωμένοι μέσα στους γερούς τοίχους, τα παχιά θόλα και την ασφαλισμένη πόρτα. Οι Τούρκοι είπαν: «Εάν παραδώσετε τα όπλα σας δεν θα σας πειράξομε». Και τα παρέδωσαν.
Άνοιξε η πόρτα και άρχισε η σφαγή… Απάνω στα μεγάλα τραπέζια ακουμπούσαν τις κεφαλές τους κι έκοβαν το λαιμό τους…
Ανάμεσα στους 36 ήταν κι ένα αγόρι 15 χρονών. Ο Κωνσταντίνος Παπαδάκης, από τον Πίκρη. …Έβλεπε τα αίματα και άκουγε τα ουρλιαχτά… Μισότρελο, τρέμοντας και κλαίγοντας, σύρθηκε ανάμεσα στα πόδια και έφτασε στην πόρτα, όπου στεκόταν ο αξιωματικός που επέβλεπε τη σφαγή. Αγκάλιασε τα πόδια του και ξεφώνησε: «Μα δεν είπες ότι δεν θα τους σφάξεις;».
Υπήρχε κάποια ευαίσθητη χορδή. Ο αξιωματικός λυπήθηκε. Εκάλεσε έναν στρατιώτη και του παρέδωσε το αγόρι και του παράγγειλε: «Θα το προστατεύεις να μην το πειράξει κανένας και θα ψάξεις να βρεις τους γονείς του να τους το παραδώσεις».
Ο στρατιώτης εξετέλεσε τη διαταγή. Ο μικρός Κωνσταντίνος παραδόθηκε στους γονείς του. Αργότερα, που η επανάσταση και ο πόλεμος συνεχίζονταν και πολλοί Κρητικοί κατέφυγαν στην ελεύθερη Ελλάδα, ο μικρός Κωνσταντίνος, μαζί με τους γονείς του, κατέφυγαν στην Αθήνα και, άμα ησύχασαν τα πράγματα, επέστρεψε πάλι στου Πίκρη. Εκεί μεγάλωσε και έγινε καλός άνθρωπος και καλός χριστιανός. Χειροτονήθηκε ιερέας. Ενορία του ήταν και η Αμνάτος. Απέκτησε τέσσερα παιδιά: Ευαγγελία, σύζυγος Νικολάου Σμυνάκη στο χωριό Πίκρης, Δημήτριος, Κωνσταντίνος και Καλλιόπη, σύζυγος Σταυρακάκη από τα Μουρτζανά.
Μια σημαντική λεπτομέρεια είναι η αλλαγή του επωνύμου που έκαναν δύο παιδιά του. Ο γιος Κωνσταντίνος Παπαδάκης, έγινε δημοδιδάσκαλος και υπηρετούσε στο δημοτικό σχολείο της Αμνάτου. Εκεί πολλοί μαθητές είχαν το επώνυμο Παπαδάκης, όπως και πολλοί άλλοι στον Πίκρη και στην Αμνάτο. Γι’ αυτό ο δάσκαλος άλλαξε το επώνυμό του από Παπαδάκης και το έκαμε Περιστερίδης. Το ίδιο έκαμε κι ο αδελφός του Δημήτριος. Οι Περιστερίδηδες που ζουν τώρα στην Αμνάτο και στο Ρέθυμνο, είναι και αυτοί απόγονοι του Κωνσταντίνου Παπαδάκη που σώθηκε από τη σφαγή στην Τράπεζα του Αρκαδίου.
Ο ιερέας Κωνσταντίνος Παπαδάκης ταξίδεψε και μακριά από την Ελλάδα σε άλλες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Πέθανε και ετάφη στη Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Εφημ. «Ρεθεμνιώτικα Νέα» Σεπτέμβρης 1997.
-
ΚΟΥΚΛΗΣ Ο ΓΕΝΙΤΣΑΡΟΣ
Ο εχθρός που έγινε φίλος της Μονής
Ο Κούκλης ήταν Γιανίτσαρος. Δε σώθηκε τ’ όνομά του το Τούρκικο. Μόνο το παρανόμι που τούχαν δώσει οι Χριστιανοί. Κούκλης ακουγόταν. Κούκλης, γιατί ήταν μικρόσωμος, μια μπουκιά μα όλο νεύρο και δύναμη και, προ παντός, αγριότητα. Κούκλης, γιατί όλο επετεινάρωνε και όλο ήταν κορδιστός σαν το πετειναράκι, όλο καυγά εγύρευε κι όλο μάνιτα έδειχνε. Τόξερε κι ο ίδιος πως τον έλεγαν Κούκλη και του άρεσε. Ήταν ο τύραννος της περιοχής του Αρκαδιού. Έμενε στο Καβούσι, πολύ κοντά στο Αρκάδι. Καβάλα σ’ ένα πελώριο άλογο τριγυρνούσε στα γύρω χωριά και δυνάστευε τους Μουτήδες-Χριστιανούς. Στ’ Αρκάδι ήταν Γούμενος ο Μανασής. Ένας θεόρατος γίγαντας. Μεγαλόσωμος κι ομορφάνθρωπος. Παλικάρι κι αυτός και άρχοντας της περιοχής. Το Αρκάδι είχε προνόμια. Ήταν Τσανλή-Μοναστήρι. Είχε δικαίωμα νάχει καμπάνες που τις είχαν απαγορεύσει σ’ όλες τις άλλες εκκλησίες οι Τούρκοι. Πλούσιο και πολυάνθρωπο Μοναστήρι. Κι ο Γούμενος του Αρκαδιού όλο έφερνε βόλτα στα 20, τόσα, μετόχια της Μονής να επιβλέπει περιουσίες και δουλευτάδες και στα χωριά για θρησκευτικές τελετές. Καβάλα σε μια καλοταϊσμένη φοράδα, με την πλούσια αμφίεση του ηγουμένου, που δίνει τόση μεγαλοπρέπεια και σοβαρότητα με την επιβλητική θωριά του, εφάνταζε σαν γίγαντας παραμυθένιος. Ήταν άρχοντας και αυτό εφαίνετο από μακριά. Και αυτό ήταν το μαράζι του Κούκλη.
Οπότε ήθελα συναντηθούν είτε καβαλάρηδες είτε πεζοί ο Κούκλης ένιωθε μειωμένος, ασήμαντος, μικρός-μικρός. Έστριβαν και έδεναν κόμπο τ’ άντερά του. Έβλεπε το θεόρατο Γούμενο και του φαινόταν αμέσως το δικό του μπόι ακόμη πιο μικρό. Ενόμιζε πως έχανε και τη δύναμή του. Τον εξεμηδένιζε αυτός ο Τραβουμπάς. Ο Ταβλάπιστος. Και αποφάσισε να τονε ξεκάμει. Να ξεβγεί, να χαθεί απ’ ομπρός του και από τον κόσμο αυτό το θεριό και να γιάνει η ζήλια του…. Να τον ξεβγάλει… αλλά πως; Να μετρηθούνε στα ίδια, αλλά δεν ήταν σίγουρος γα το αποτέλεσμα. Οι Τούρκοι όμως είχαν –κι έχουν- έτοιμη πάντα την μπαμπεσιά. Μπαμπέσικα θα τον σκότωνε. Κι έβαλε μπρος το σχέδιο.
Στ’ Αρκάδι ήταν τακτικός μουσαφίρης ο Κούκλης. «Εφιλεύοντο» με το Γούμενο. Φαγοπότι, κρασιά και μεζέδες έπρεπε να ετοιμάζει ο Γούμενος για το Γιανίτσαρο, όταν έφτανε στο Μοναστήρι. Πάντα, ξαφνικά και απρόσκλητος. Και τώρα τούστειλε μαντάτο ο Κούκλης: «Θάρθω το βράδυ και νάχεις, Γούμενε, ετοιμασία να φάμε και να πιούμε».
Ο Γούμενος εκακόβαλε. Παράξενο! «Γιατί να αβιζέρνει ο σκύλος πως θαρθή;» Υποψιάστηκε για κακό. Αλλά και τι να κάμει.
Ανεξέλεγκτος εξουσιαστής ήταν ο Κούκλης. Παντοδύναμοι ήταν οι Γιανίτσαροι εκείνο το μαύρο καιρό της Γιανιτσαριάς στην Κρήτη. Είπε λοιπόν και ετοίμασαν πλούσιο τραπέζι. Αλλά έπρεπε νάχη και το νου του…
Στην ώρα του έφτασε ο Κούκλης. Στολισμένος και αρματωμένος με γιαταγάνι και μπιστόλες. Στο τραπέζι κάθισαν οι δυο τους απέναντι ο ένας στον άλλο κι άρχισαν να τρώνε και να πίνουν. Άδειαζαν το κρασί από τις μεγάλες κούπες και τις ξαναγέμιζαν από ένα κουρούπι που ήταν πάνω στο τραπέζι. Κι όταν ήρθε η ώρα πούχε λογαριάσει ο Κούκλης έπιασε το κουρούπι με τα χέρια του, το σήκωσε και είπε: «Με το κουρούπι θα το πίνουμε, Γούμενε». Τόφερε στα χείλια του και ήπιε κάμποσο. –«Γούμενε η σειρά σου». Έπιασε και ο Γούμενος το Κουρούπι, τόφερε μπροστά στο πρόσωπό του και άρχισε να πίνει.
Αυτή ήταν η στιγμή!… Με το κουρούπι μπροστά στα μάτια του ανασηκωμένο το κεφάλι του ο Μανασής, δεν έβλεπε τον Κούκλη τι του ετοίμαζε. Ο Κούκλης έσυρε τη μπιστόλα του και ξάμωσε στο πλατύ στήθος του Γούμενου. Και τούριξε… Ένα φοβερό μπουμ, ετράνταξε το σπίτι κι ένα συννεφάκι καπνός εθάμπωσε τον τόπο. Ο Γούμενος τινάχτηκε… αλλά δεν έπεσε. Κρατώντας ακόμη γερά το κουρούπι με το να χέρι του τ’ απόθεσε στο τραπέζι, και με τ’ άλλο σαν αστραπή ετράβηξε και αυτός την μπιστόλα του.
Ξαναμμένος, άγριος με φοβερά μάτια την έστρεψε καταπάνω στον Κούκλη… Ανάμεσα από τους καπνούς και την αγωνία, ο Κούκλης έβλεπε τώρα ένα Γούμενο σαν φάντασμα απαίσιο και προ παντός ζωντανό, ολοζώντανο, δυνατό και που μούγκρισε φοβερά: -«Η σειρά μου τώρα και μένα…»
Ο Κούκλης είχε καρδιά, δεν τάχασε. Μα τα μάτια του είχαν γουρλώσει και το στόμα του έμεινε χασκούμενο. Η όψη του είχε αλλάξει, είχε γίνει ένα πελώριο ερωτηματικό. Την μπιστόλα του την είχε καλά γεμάτη. Της είχε βάλει μπάλα χοντρή. Και χτύπησε -σίγουρα- απάνω στο μπέτη του Γούμενου… Τα ράσα είχαν ξεσκιστεί… Κι όμως ο Γούμενος ήταν ζωντανός και γερός και θα τον σκότωνε τώρα αυτός που έπρεπε νάναι νεκρός. Πώς; Γιατί; Απίστευτο! Αδύνατο!
Έβγαλε μια πνιγμένη και απελπισμένη φωνή: -Γούμενε, σκότωσέ με, αλλά πες μου πρώτα, γιατί δε σε σκότωσα εγώ!… Κι ο Γούμενος τούπε: -«Εγώ μωρέ σκύλε, φορώ απάνω μου χαϊμαλί! Τίμιο Ξύλο, και δεν με πιάνουν οι μπάλες των Τούρκων».
Ο Κούκλης εσάστισε ακόμη πιο πολύ. Φυλαχτό λοιπόν, χαϊμαλί.
– Γούμενε, μη με σκοτώσεις κι όσο θα ζω εγώ εσύ δε θα φοβάσαι πράμα στον κόσμο. Μούδ’ εσύ, μουδέ το Μοναστήρι σου. Κάλεσέ με στην ανάγκη σου και θα δεις πόσ’ αξίζει ο Κούκλης».
Ο Γούμενος δε χρειάστηκε να σκεφτεί πολύ. Τόξερε πως αν σκότωνε το Γενίτσαρο δε θάβρισκε σωσμό. Η Τουρκιά θάπαιρνε εκδίκηση φοβερή. Κι ο ίδιος και το Μοναστήρι θα πλήρωναν πολύ ακριβά. Σκέφτηκε και την υπόσχεση του Κούκλη. Ήξερε τη δύναμή του. Έλπιζε στο λόγο του και κατέβασε την μπιστόλα του. Δεν τον σκότωσε. Έδωσαν τα χέρια κι είπαν να γίνουν φίλοι. Ο Κούκλης εβεβαίωσε ξανά την προστασία του. Αλλά εκείνο το χαϊμαλί τούκαμε μεγάλη εντύπωση. Αμόρφωτος, θρησκόληπτος, δεισιδαίμονας, τόχαψε. Πίστεψε στη δύναμη του και το χειρότερο, Ζήλεψε.
– «Γούμενε, θα μου δώσεις και μένα από το ίδιο χαϊμαλί;».
– «Μα πώς να γίνη, αγά μου, που δεν είσαι Χριστιανός και δεν μπορεί να σε προστατέψει. Αλλά το πράμα μπορεί να σιάξει…».
Κάτι προσευχές τον έβαλε και είπε, κάποιο τάξιμο μεγάλο να κάμει στη χάρη του Αγίου Κωνσταντίνου και τέλος με σταυροκοπήματα και θυμιάσματα τούδωσε ένα κάτι «φυλακτό» που ο Τούρκος το δέχτηκε με πίστη και σεβασμό. Αλλά το φυλακτό που φορούσε απάνω του ο Γούμενος ήταν άλλο πράμα. Ήταν θώρακας ατσαλένιος. Από τότε που υποψιάστηκε για την παράξενη επίσκεψη του Γιανίτσαρου, πήρε τα μέτρα του. Πριν καθίσει στο τραπέζι, εφόρεσε κάτω από τα ράσα του το θώρακά του. Γιατί είχε θώρακα και τον φορούσε συχνά. Οι μπαμπέσικες σφαίρες ήταν τότε πολύ συνηθισμένες.
Ο Κούκλης έφυγε απ’ το Αρκάδι. Τούμεινε τώρα κάτι σαν ευγνωμοσύνη για το γούμενο και μεγάλη εμπιστοσύνη στο ψεύτικο φυλακτό που τούδωσε. Αυτή την ευγνωμοσύνη του για τον Γούμενο Μανασή, την υπόσχεση του για προστασία, ήρθε καιρός κάποτε να την ξεπληρώσει.
Οι Αμπαδιώτες Τούρκοι ήσαν πασίγνωστοι για τη θηριωδία των. Οι πιο αιμοβόροι Τούρκοι της Κρήτης. Από την Αμπαδιά, το νοτιότερο μέρος της επαρχίας Αμαρίου, εξεχύνοντο, συχνά, στις γύρω περιοχές για λεηλασίες, σκοτωμούς και άλλες ασχήμιες. Κουρσάροι της στεριάς.
Ένα βραδάκι, ένα μπουλούκι απ’ αυτούς έφτασε στ’ Αρκάδι, για να γλεντήσουν και να κουρσέψουν. Εμάζεψαν όλους τους καλογέρους, και το Γούμενο μαζί, και τους κλείδωσαν σ’ ένα κελί και μετά άρχισαν το έργο των. Άνοιξαν κελιά, έσπασαν αποθήκες κι εμάζεψαν ότι τους άρεσε, κότες κι αρνιά, όσα βρήκαν έγιναν σφαχτά και στις σούβλες να ψήνονται. Εμάζεψαν τυριά και κρασιά και σ’ ένα μεγάλο κελί στρώθηκαν στο φαγοπότι.
Οι καλόγεροι κλεισμένη άκουγαν το κακό που γινόταν κι αγωνιούσαν. Θα γλίτωναν ή θα τους σκότωναν στο τέλος; Πώς να σωθούν; Η πόρτα ήταν αμπαρωμένη γερά και το μικρό παραθυράκι προς τα έξω είχε γερά σίδερα. Αλλά, σε μια στιγμή, κάποιος περνούσε απ’ έξω. Ήταν ένα καλογεροπαίδι. Ο Γούμενος του φώναξε και πλησίασε. Του παράγγειλε να τρέξη στο Καβούσι, να ειδοποιήσει το φίλο του, τον Κούκλη, να προφτάσει γρήγορα να τους σώσει. Ήταν η μόνη ελπίδα.
Το καλογεροπαίδι ξεκίνησε αμέσως. Θα τον εύρισκε, όμως, τον Κούκλη; Θάβγαινε αυτός στο λόγο του; Αυτή ήταν τώρα η αγωνία των.
Ο Κούκλης εκράτησε την υπόσχεση πούχε δώσει εκείνη τη φοβερή στιγμή, όταν του χάρισε τη ζωή ο Γούμενος. Η διαδρομή από το Καβούσι μέχρι το Αρκάδι δεν χρειάζεται ούτε μισή ώρα. Και σε λίγο φτάνει ο Κούκλης στ’ Αρκάδι. Με τη σαρίκα του Γιανίτσαρου, που εσήμαινε την εξουσία του, αρματωμένος σαν αστακός και με λίγους άντρες κι αυτούς αρματωμένους. Τράβηξε αμέσως ίσια στο κελί απ’ όπου ερχόταν ο σαματάς του γλεντιού. Η πόρτα ήταν ανοικτή κι ο Κούκλης βρέθηκε ξαφνικά μπροστά στους μεθυσμένους Τούρκους με τις δύο μπιστόλες στα χέρια του. Οι σύντροφοί του το ίδιο. Αγριοκοίταξε τους γλεντιστάδες και φώναξε:
-«Επά κράζ’ ο Κούκλης. Δεν το κατέτε, μωρέ μπουρμπάδες; Εγώ ‘μαι ο Κούκλης, κι επά κράζω μόνο ‘γω. Ουστ, γκιτ, ξεκουμπιστείτε!…
Οι σύντροφοί του μάζεψαν γρήγορα τ’ άρματα των μεθυσμένων κι ο Κούκλης τους απόβγαλε ξερμάτωτους από τ’ Αρκάδι.
Βγήκε στο λόγο του. Ο Γούμενος καλά ‘καμε που δεν τον είχε σκοτώσει μια φορά… Ο κίνδυνος επέρασε, αλλά εκείνο το «Επά κράζ’ ο Κούκλης» έμενε σύνθημα σ‘ όλη την περιοχή χρόνια πολλά. Ακούγεται μέχρι σήμερα.
Ερείπια από το σπίτι του Κούκλη σώζονται ακόμη στο Καβούσι. Και το τοπωνύμιο της περιοχής είναι –«Στου Κούκλη το σπίτι».
Πριν λίγα χρόνια μου διηγήθηκε αυτή την ιστορία –και μου το εξήγησε- ο γέρο Χριστάκης Μανουσογιάννης από του Πίκρη.
Νοέμβριος 1983
-
ΤΟ ΜΩΡΟ ΠΟΥ ΕΚΛΑΙΓΕ ΚΙ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ
Ο θάνατος ήταν το αποκορύφωνα του δράματος για όσους τον βρήκαν στο Αρκάδι και το τέλος των βασάνων, αλλά και των ηρωισμών τους. Υπήρξαν, όμως, κι άλλα δράματα που δεν έφτασαν στο θάνατο, αλλά όμως, βασάνισαν τις ψυχές και τα σώματα μέρες πολλές ή μήνες ή και μόνο μια στιγμή. Αγωνίες και σπαραγμοί όχι μόνο για όσους κλείστηκαν μέσα στα τειχιά της Μονής, αλλά και έξω στην περιοχή, στους τρομαγμένους και κυνηγημένους, στους απόλεμους γέρους, στις γυναίκες, στις μάνες, στα μωρά…
Ήταν δέκα ή δεκαπέντε απόλεμοι από του Πίκρη γέροντες, μανάδες, μωρά, που δεν πρόλαβαν να κλειστούν στη Μονή. Ανηφόριζαν στο φαράγγι, σέρνονταν από κλαδί σε κλαδί, έφευγαν να μην τους αντιληφθούν οι άτακτοι, οι ρέμπελοι Τούρκοι. Ήξεραν καλά τα κατατόπια και τα περάσματα κι έφτασαν σε μια μικρή σπηλιά που είναι ψηλά στο φαράγγι κάτω από το ύψωμα του Κορέ.
Κρύφτηκαν εκεί. Ξέφυγαν από το μάτι και τ’ αφτί του Τούρκου, λούφαξαν εκεί αποσταμένοι. Ηρέμησε το περίτρομο βλέμμα. Ανάσαναν. Τουφέκια δεν είχαν. Ψυχές μόνο που έτρεμαν και περίμεναν τη σωτηρία των από τον κρυψώνα, το σκοτάδι και τη σιωπή. Η σωτηρία των ήταν αμφίβολη.
Αν ακουγόταν κάποιο τρίξιμο, πατημασιές, ανθρώπινη φωνή… όλοι έμεναν βουβοί. Τα χείλη έτρεμαν, οι αναπνοές χαμήλωναν. Μια μυστική προσευχή είχαν όλοι στο μυαλό τους «…να μην μας ακούσουν οι Τούρκοι». Σιγά. Όλα σιγά-σιγά. Με τις ματιές η συνεννόηση. Οι γέροι δεν έβηχαν. Οι γυναίκες δεν έκλαιγαν και τα μωρά εκοιμόντουσαν μακάρια, ανίδεα, στην αγκαλιά της μάνας των που παρακαλούσε να μην κλάψει το μωρό…
Αλλά ο μικρός Μανόλης, του Φραγκιά Σχιζάρη, από του Πίκρη, έσπασε τη σιωπή, άρχισε να κλαίει…, έβαλε τις φωνές και δε σταματούσε με τίποτα.
Η άμυνα, η σωτηρία εχάνονταν…
Μάταια η μάνα τούδινε το βυζί της, το χάιδευε, το νανούριζε… Αυτό δε σταματούσε. Οι Τούρκοι θάκουγαν το κλάμα…
– «Πάει, εχαθήκαμε όλοι για ένα μωρό!!! –Πνίξε το να σωθούμε…». Η μάνα έτρεμε σύγκορμη…
-«Πνίξε το…»
Το χέρι της έπιασε το λαιμό του… Μα ήταν δυνατόν! Το χάιδεψε το μικρό κι αδύναμο Μανολιό της, το σπλάχνο της, που η ζωούλα του ήταν δική της. Η ζωούλα που εσκιρτούσε με το κλάμα. Τα χέρια της έτρεμαν, τα δάκτυλά της δεν υπάκουαν…
-«Γροικάτε τσοι Τούρκους; Ακούσασί μας… εχαθήκαμενε!!!».
Βρέθηκε μια σακοράφα – μακριά βελόνα. Τη δώσανε στη μάνα.
-«Κάρφωσέ τηνε στο μήλιγγά του… Έτσι θα γλιτώσει μονομιάς».
Η μάνα δεν έβλεπε, δεν ήξερε ποια ήταν η βελόνα, ποιος είναι ο μήλιγγας. Εβογκούσε μέσα της. Παρακαλούσε τη μάνα, τη Μεγάλη Μάνα: «Παναγία μου πρόφταξε, βοήθησέ μας».
Δίπλα της ο άντρας της, ο Φραγκιός είχε κλείσει τα μάτια του να μην βλέπει.
-«Ίντα λες μπρε Φραγκιό;…»
Άνοιξε τα μάτια του. Δεν τώχε ακόμη σκοτώσει. Έκλαιγε ασταμάτητα. Είδε το γιο, το μονάκριβο Μανολιό, που το χόρευε στα γόνατά του και του τραγουδούσε. Δεν ήξερε τι ήταν που βούιζε στο μυαλό του. Έκαιγε το κεφάλι του και τα χείλη του ψιθύρισαν: -«Αγάλι-αγάλι, άστο μια στιγμή». Μανάδες ήταν κι άλλες εκεί. Τρισευτυχισμένες, γιατί τα μωρά των δεν έκλαιγαν, αλλά τον ξένο πόνο τον ένιωθαν…
Μια που ήταν σιμά στον πόρο του σπηλιού τη δρόσισε ο κρύος αέρας που φύσηξε. Εκεί στον πόρο έσταζε λίγο νερό. Το μυαλό της κινήθηκε…
Έβγαλε από το πόδι της το γοβάκι που φορούσε, επήγε εκεί που έπεφτε το νερό και μάζεψε αρκετό. Επλησίασε τη μάνα με το μωρό. –«Μήπως διψά, μπρε;» και τούριξε λίγο λίγο νερό στο στόμα. Το μωρό επιπίλισε. Το ρούφηξε αχόρταγα. Ήπιε, ήπιε νερό δροσερό και ηρέμησε το βλέμμα του. Είδε τη μανούλα του εσταμάτησε το κλάμα. Δε έκλαιγε πια.
Η Σωτηρία είχε έλθει
Ο Φραγκιαδομανώλης, το μωρό που έκλαιγε, ο γιος του Φραγκιά Σχιζάρη, μεγάλωσε κι έζησε πολλά χρόνια.
Έναν καιρό ήταν μυλωνάς σε αλευρόμυλο –στου Σαλή το μύλο. Εκεί επήγαινα άλεσμα -κριθάρι και το άλεθε και πιάναμε κουβέντα. Γιος του ήταν ο Γεώργιος Σχιζάρης που παντρεύτηκε και ζούσε στην Αμνάτο, φίλος μου και τον αναφέρω σε άλλα δημοσιεύματά μου.
Όσα αναφέρω για το μωρό που έκλαιγε τα άκουσα από το Χριστάκη Μανουσογιάννη, κάτοικο του Πίκρη, που ήταν μεγαλονοικοκύρης, εγγράμματος, με αρκετή μόρφωση και καλός ψάλτης στην εκκλησία και καλός φίλος του πατέρα μου. Εκείνος τα είχε μάθει από τον ομοχώριο του Φραγκιά Σχιζάρη –πατέρα του μωρού- που τον επρόλαβε πριν πεθάνει και του εδιηγείτο πολλά για την Επανάσταση του ’66.
Όταν ο Χριστάκης μου εδιηγείτο το περιστατικό ήτο παρών και ο πατέρας μου, Ανδρέας.
-«Αυτά τα λέω, Αντρέα, στο γιό σου, για να τα μαθαίνουν και οι νεότεροι, να ξέρουν τι ετραβούσαν εκείνο τον καιρό οι χριστιανοί από τους Τούρκους. Γράψε τα να μην τα ξεχάσεις, Κωστή».
Το μωρό που έκλαιγε, ο Φραγκιαδομανώλης, είχε γιο το Γεώργιο Σχιζάρη. Πέθανε πριν λίγα χρόνια στην Αμνάτο. Ο γιος τους ζει στην Αθήνα.
-
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΠΟΥ ΕΣΦΑΞΑΝ
Ανατολικά του χωριού μου, Καψαλιανά, είναι ένας Λαγκός – μικρό φαράγγι- που ανηφορίζει προς το Αρκάδι. Στα πλάγια του έχει μικρά και μεγάλα πεζούλια, δασωμένα με αγριόδενδρα και θάμνους και άλλα καλλιεργημένα. Στο δυτικό πλάι του Λαγκού ένα μονοπάτι οδηγεί προς το Αρκάδι. Στην απέναντι πλαγιά ήταν ένα μικρό σπιτάκι, όπου διέμενε πότε-πότε ένας χριστιανός.
Εκείνες τις μέρες του Νοέμβρη 1866, εκτός από τον τακτικό Τουρκικό στρατό που επήγαινε προς το Αρκάδι, ξεσηκώθηκαν και πολλοί Τούρκοι, άτακτοι πλιατσικολόγοι, που πήγαιναν κι αυτοί, για να σφάξουν και ν’ αρπάξουν. Μερικοί Τούρκοι προχωρώντας απ’ εκείνο το μονοπάτι του Λαγκού άκουσαν στο απέναντι σπιτάκι να παίζει μια λύρα.
Αυτός ο χριστιανός –ο λυράρης- απομονωμένος εκεί στο σπιτάκι δεν είχε πάρει καθόλου χαμπάρι ούτε για πόλεμο ούτε για επανάσταση… Άκουσαν οι Τούρκοι τη λύρα κι έτρεξαν και τον βρήκαν ξένοιαστο και άοπλο και τον έσφαξαν.
Και μου διηγείται ο παππούς μου, Αντώνιος Γ. Σταματάκης (1840-1930). «Αυτός ήταν ο πρώτος που έσφαξαν οι Τούρκοι στα χωριά μας.
Αν δεν έπαιζε τη λύρα εκείνη την ώρα θα γλίτωνε ο κακομοίρης».
Το σπιτάκι εσώζετο –ίσως και τώρα- και πήγα πριν το 1930 και το είδα εγκαταλειμμένο και ερειπωμένο.
Οκτώβρης 1997
ΥΔΡΙΑ τόμος 17 σελ. 337
Γιαμπουδάκης Κωνσταντίνος Κρητικός αγωνιστής από το χωριό Άδελε Ρεθύμνης. Πήρε μέρος στην Κρητική Επανάσταση του 1866-1869 και διακρίθηκε κατά τις πρώτες μάχες. Όταν ο Μουσταφάς εκστράτευσε κατά των επαναστατών της περιοχής Ρεθύμνης ο Γιαμπουδάκης κλείστηκε μαζί με τους άλλους αγωνιστές στη Μονή του Αρκαδίου. Παρ’ όλες τις ηρωικές τους προσπάθειες οι Τούρκοι μπήκαν στο προαύλιο της μονής (9/11/1866), οπότε κατά διαταγή του ηγουμένου Γαβριήλ, ο Γιαμπουδάκης έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη με αποτέλεσμα να ανατιναχτεί μαζί με τους συμπολεμιστές του και πολλούς εχθρούς.
ΠΑΠΥΡΟΥΣ ΛΑΡΟΥΣ ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ τόμος 17 σελ. 231
Γιαμπουδάκης Κωνσταντίνος Κρητικός αγωνιστής από το Άδελε Ρεθύμνης. Κατά την επανάσταση του 1866 πήρε μέρος στις πρώτες μάχες γύρω από το Ρέθυμνο και στη συνέχεια εντάχθηκε στους υπερασπιστές της μονής Αρκαδίου. Στις 9/11/1866 οι Τούρκοι που είχαν αριθμητική υπεροχή ήταν έτοιμοι να μπουν στο μοναστήρι όταν ο Γιαμπουδάκης με προτροπή του ηγουμένου Γαβριήλ Μαρινάκη ανατίναξε την πυριτιδαποθήκη και σκοτώθηκε μαζί με πολλούς από τους συμπολεμιστές του και μεγάλο αριθμό εχθρών.
(Π)
ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ τόμος Η σελ. 334
Γιαμπουδάκης Κωνσταντίνος πολεμιστής εκ του χωρίου Άδελε της Κρήτης. Άμα τη εκρήξει της εν Κρήτη επαναστάσεως 1866-1869 λαβών τα όπλα ηνώθη μετά των επαναστατών και διεκρίθη δια τον ηρωισμόν του εις τας πρώτας περί την Ρεθύμνην μάχας. Κατά την εκστρατείαν του Μουσταφά εναντίον των επαναστατών Ρεθύμνης, ο Γιαμπουδάκης ηνώθη μετά της δρακός των ηρώων, οίτινες απεφάσισαν να υπερασπισθώσι την ιεράν μονήν του Αρκαδίου όταν δε μετά λυσσώδεις αγώνας εισήλθον οι Τούρκοι εν των προαυλίω της μονής (9/11/1866) κατελθών εις το υπόγειον ένθα ήτο αποθηκευμένη η πυρίτις, έθεσε πυρ εις αυτήν κατά διαταγήν του ηγουμένου Χατζή Γαβριήλ, και ανετίναξεν εις τον αέρα ολόκληρον την ΒΑ γωνία του κτηρίου, συναπολεσθείς μετά πλείστων συναγωνιστών και πολεμίων του.
Ν.ΚΑΣ