ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ ΤΣΟΥΔΕΡΟΣ.
Απαγχονισθέντος του Πατριάρχου Γρηγορίου η προς την φιλικήν εταιρίαν συνενόησις του Μελχισεδέκ μετά του Πατριάρχου εγένοντο γνωσταί ως εκ της κατασχέσεως της αλληλογραφίας του Πατριάρχου, ότε και πάραυτα διάταγμα του Σουλτάν Μαχμούτ φθάσαν εις Κρήτην και σώμα τριακοσίων Γιανιτσάρων υπό την οδηγίαν του περιβόητο Κουντουρό – Ισμαήλ διετάχθη εκ του Πασσά του φρουρίου Ρεθύμνης και μεταβαίνον υπό το πρόσχημα άλλης υπηρεσίας προς την επαρχείαν του Αγίου Βασιλείου και μετά επιτηδείου τρόπου και αδιαφορίας την 24ην Μαΐου το εσπέρας προσήλθον όπως διανυκτηρεύσωσιν εν τη μονή του Πρέβελη, πράγματι δε εκτελέσωσι την Σουλτανικήν διαταγήν και συλλάβωσι δεσμίους τον τε Ηγούμενον Μελχιδεσέκ και άπαντας τους Πατέρας και μοναχούς της Μονής και μεταφέρωσιν είς την αγχόνην, ο δε ηγούμενος αταράχως και φιλοφρόνως αποδεχθείς είς τούς ώς μουσαφιρέους ετοιμάσας εν τω άμα τα συνήθη άφθονα της φιλοξενίας φαγητά και γληκυτάτους οίνους η εις ταύτα δε κατά κόρον οινοποσία και εντρυφή των αγάδων έρριψεν αυτούς εις τα βάθη βαρέου ύπνου.
Τότε εις εξ αυτών ονόματι Αλή Αγάς Αζέμης γνωρίζων τας μυστικάς διαταγάς του αρχηγού των Ησμαήλ Αγά Κουντούρη, και ενθυμηθείς τα άπειρα χρηματικά και άλλα υλικά βοηθήματα και ευεργεσίας του Ηγουμένου Μελχισεδέκ εκοινοποίησεν επιτιδείως προς αυτόν ότι αι βούλαι του εφανερώθησαν εις Κωνσταντινούπολιν και τα μέτρα του να λάβη πριν ξημερόσι, διότι σιδεροδέσμιος μετά των λοιπών Πατέρων θέλει μεταφερθεί εις το φρούριον Ρεθύμνης.
Τη δωδεκάτην ώραν ακριβώς της νυκτός ταύτης ότε την προσευχήν του εδιάβαζεν ο Μελχισεδέκ δια να πλαγιάση του εκομίσθη η χαρμόσυνος δι’ εκείνον αγγελία του φίλου του Αλλή αγά Αζέμη, μη διακόψας την προσευχήν του, αλλά μετά το τέλος αυτής, χαρτί και πένα λαβών εις χείρας του και δραστηρίαν επιστολήν γράψας στιγμηδόν. Προς τους εν τω χωρίω Ασώματον διαμένοντας αδελφούς του Γεώργιον και Ιωάννην, 2 τέταρτα απέχον της Μονής διατάτων αυτούς εις αγρυπνίαν, τα όπλα των επί των ώμων και νύκτωρ οδοιπορούντες τατά σειράν τα χωρία συμπαραλαμβάνοντες τους κατηχουμένους να ξημεροθώσιν άνωθεν του Πευκιά (ή Αγ. Αντωνίου) Χαλάρων, όπου θέλει προφθάσει και αυτός λίαν πρωί μετά της συνοδείας των Μοναχών.
Ακολούθως δε μετά το πέρας της επιστολής ταύτης προς τους αδελφούς τους σπεύδων και προειδοποιών επιτηδείως άπαντας τους καλλογήρους και πατέρας είς τα κελία των και τους εις το καθολικόν της μεσημβρινής παραλίας Μοναστηρίου ετέρους διαμένοντας Πατέρας, και επιτηδιότατα αφήσαντες τους αγάδες εις τον γλυκύτατον ύπνον ανεχώρησαν μετά εξ φορτίων πολεμοφοδίων, άτινα εκ Σμύρνης είχε προμηθευθή ο ηγούμενος διά Σφακιανών πλοιαρίων. Περί δε την πρωίαν της 25ης Μαίου 1821 ανατείλαντος του ηλίου επρόφθασεν εις τον παρ’ αυτού ορισμένον τόπον του Πευκία των Χαλάρων και ευρών εκεί τους αδελφούς του Γεώργιον και Ιωάννην μετά160 ετέρων οπαδών συνεπαρχιωτών τους, και οι περί αυτόν 46 Πατέρες και καλόγεροι το όλον διακόσιοι εξ και ψαλλείσης δοξολογίας και παρακλήσεως
ύψωσεν πρώτος εν Κρήτη την λευκήν σημαίαν της ελευθερίας εν τη ρηθείση θέσει του Πευκία των Χαλάρων.
Μετά δε την παράκλησιν οδεύσαντες προς το Άσκυφον των Σφακίων, τούτο πληροφορηθέντες και οι Καπεταναίοι των Σφακίων εν διαστήματι εξ ωρών συνήλθον εκεί άπαντες και συσκέψεως γενομένης εξέδοσαν προσκλητηρίους επιστολάς εις απάσας τας γειτονευούσας επαρχίας και ταχυδρόμους δραστήριους έστελλον εις τας ρίζας Αποκορώνου, Κυδωνίας, Σελύνου, Κυσάμου, Ρεθύμνης Αμαρίου, και Αυλοποτάμου. Εν διαστήματι δε 8 ημερών έφεραν όλους τους κατηχουμένους και επαναστάτας εις Άσκυφον, υπέρ τας τρείς χιλιάδας και γενομένης Συνελεύσεως και σχεδίου επετάχυναν την έκρηξιν της επαναστάσεως, την δε 4ην Ιουνίου γενομένης γενικής παρακλήσεως εδιηρέθησαν κατά την γενικήν της συνελεύσεως εκείνης απόφασιν εις τρία τμήματα και οι μεν προς δυσμάς της επαρχίας Σφακιώται μετά των Σεληνιωτών καί Κυδωνιατών έτρεξαν να επιτιθώσιν κατά των εν Χανίοις Τούρκων ή των εν Κανδάνω Καούριδων, οι δε Ασκυφιώται μετα των ριζιτών του Αποκορώνου έσπευσαν να πολιωρκίσωσι τους εν τω Πύργω του Αλληδάκη εν προσνέρω ευρισκομένους οθωμανούς υπό τον περιβόητον Αλληδάκην.
Ο δε ρασοφόρος Μελχισεδέκ μετά των προς μεσημ-Σφακιωτών των Ασφεδιωτών και Καλληκαρατιανών των αδελφών αυτού Γεωργίου και Ιωάννου μετά των συνεπαρχιωτών τους οδηγοί γενόμενοι των ως ανωτέρω Σφακιωτών και λοιπών ακολουθησάντων έσπευσαν προς απάντησιν των Ρεθυμνίων Τούρκων και θεία συνάρσει την πέμπτην Ιουνίου ώραν τρίτην Τουρκιστί της ημέρας φθάσαντες εις τον Άγιον Ιωάννην του καϊμένου διά του όρους Τσιλλήβδικα και του Κοτσιφού της φάραγγος, επιπεσόντες κατά του εκεί εστρατοπεδευμένου Ησμαήλ αγά μετά, 600 Οθωμανών, περιμενόντων την επικουρίαν του Ηρακλείου όπως ισβάλωσιν εις την επαρχίαν των Σφακίων διά να προλάβωσι την έκριξιν της επαναστάσεως.
Παρ’ ελπίδα δε και τη θεία αντιλήψει τα χρηστιανικά όπλα εθριάμβευσαν κατά των 600 Γιανιτσάρων υπό τον Κουντουρο Ησμαήλ μετά δίωρον πεισματώδη μάχην ετράπησαν εις άτιμον φυγήν εγκαταλείψαντες τον αρχηγόν των Ησμαήλ αγά (α) πεσόντα εις το πεδίον της μάχης και και καταστραφέντες το 1/4 του αριθμού αυτών καταδιωκόμενοι μέχρι των χωρίων Φωτεινού και Κούμων Ρεθύμνης. Τοιούτον το τρόπαιον της πρώτης μάχης των εν Κρήτη ελληνικών όπλων άτινα ως είδομεν προητοίμασε και διεξήγαγεν ο ηγούμενος Μελχισεδέκ μετά των συναδέλφων αυτού πατέρων της Ιεράς Μονής Πρέβελη και των λοιπών συμπατριωτών του.
Μετά πολλάς δε καθ’ας ηυτύχησε μάχας ο Μελχισεδέκ Τσουδερός επληγώθη θανατηφόρως την 1ην Απριλίου του 1823, εις την εν Πολεμαρχίω της επαρχίας Κυσάμου μάχην, (β) επιζήσας δε μετά την πληγήν 7 ώρας παρήγγειλε εις τους συνοδεύοντας αυτόν ενόπλους Μοναχούς και εξέλεξαν αντ’ αυτού ηγούμενον της Μονής αντικαταστάτην του τον αγαπητόν του Νείλον Μοσκοβίτην και συστήσας εις τους περικυκλούντες αυτόν συναγωνιστάς του και εξορκίσας αυτούς εις το όνομα της Αγίας Τριάδος να εξακολουθώσι τον κατά των απίστων πόλεμον με αδελφικήν ομόνοιαν και αγάπην μέχρι της απελευθερώσεως της πατρίδος των παρέδωκε το πνεύμα προς τον Κύριον.
Αθήναι τη 26 Μαΐου 1873
Μιχαήλ ΤΣΟΥΔΕΡΟΣ
(Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα Ρεθύμνου ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ 9 Ιουλίου 1873)