ΩΔΗ ΣΤΗ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Το κλασικό πλέον στο είδος του συμφωνικό έργο του Μπάμπη Πραματευτάκη σε ποίηση Δημήτρη Αετουδάκη Το έργο γράφτηκε το 1975 και μέχρι σήμερα έχει παρουσιαστεί Αθήνα, Λευκωσία, Θεσσαλονίκη, Ρέθυμνο, Χανιά, Ηράκλειο με συμμετοχή γνωστών χορωδιών πέρα από τη Μικτή Χορωδία Ρεθύμνου , όπως η χορωδία της ΔΕΗ και του ΑΡΗ Λεμεσού. Στο έργο αυτό ο συνθέτης για πρώτη φορά πρωτοπορεί εντάσσοντας στη συμφωνική ορχήστρα παραδοσιακά ηχοχρώματα όπως σαντούρι, λύρα, λαούτο

Εισαγωγή: Μουσική

Τραγούδι:

Θα πάρω το μονοπάτι του νου,
Και θα’ άρθω κοντά σου
Κόρη της θάλασσας,
να θαυμάσω
τα αγέραστα ψηλά, βουνά σου
που σπαθίζουν το
απέραντο κάλλος τ’ ουρανού σου,
και να κουρσέψω τις κρυφές ομορφάδες σου,
το μεγαλείο σου,
και να ξεδιψάσω στις προγονικές πηγές.

ΜΟΥΣΙΚΗ
Απαγγελία (πάνω στη μουσική)

Θα’ ρθω κοντά σου
ν’ απογείρω στους μπλάβους γιαλούς σου,
στις πράσινες κοιλάδες, σου,
στα χωριά , στις πολιτείες,
στα δάση, στις ρεμμαθιές, σου
στα φαράγγια και στις αγριγιάδες σου.
Θα έρθω κοντά σου
να πιάσω κουβέντα με το θεό σου
Κόρη του Δια, Διαφέντρα του πελάγους
Να σταθώ στα ερείπια και στα χαλάσματα
της ιστορίας σου,
να ξαποστάσω στ’ αλώνια της γης σου
να σύρω το χορό
με τους αμούστακους ντεληκανήδες
με τις μαυροφρυδάτες κοπελιές σου.
Θα έρθω κοντά σου
να γιατρέψω τις πληγές της νοσταλγίας μου
και να μερέψω τους καϋμούς μου,
Κρήτη, Πατρίδα μου.

ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ ΞΥΠΝΗΜΑ
( Μάης του 41)

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Κι ήρθα στο νησί, Μάη καιρό
Με το φύσημα τ’ αγέρα,
Προσκηνυτής,
πάνω σε περήφανο,
γοργοκίνητο καράβι,
μες’ τη νύχτα
που την ώριζαν
χιλιάδες ταξιδιάρικα αστέρια.
Κι ήταν τούτο τον καιρό
Η Κρήτη μας ολάνθιστη,
Πλημμυρισμένη στο φως,
Γερμένη,
Μες’ την πολύφυλλη πνοή της Άνοιξης, απλωμένη πάνω στο γαλάζιο πέλαγος, τρυγιρησμένη με τις κάτασπρες δαντέλες του γιαλού της, ζεσταμένη από τον ήλιο του Μάη, φχαριστημένη, απ’ τη γλυκειά ανάσα της ζωής.
Τα πουλιά κελαηδούσαν το τραγούδι της χαράς ζευγαρωτά στα ποτάμια στα λαγκάδια και στα δέντρα, το χορτάρι νοτισμένο απ’ τις μύριες στάλες της δροσιάς, λικνιζότανε με τον άνεμο σ’ένα ατελειωτο απαλό χορό.
Κι’ η ζωή ξεπρόβαλε προκλητικά τους κρυφούς γλυκούς καρπούς της (δις).
Μεστωμένα ώρθωναν το λυγερό καλαμένιο κορμί τους, κάτω στον κάμπο τα στάχυα, κι οι λυγαριές αγκάλιαζαν με τα πράσινα κλώνια τους, τις ρεματιές, τα ρυάκια, τις πηγές και τα ποτάμια, τα ζωντανά ανάσαιναν κι αυτά φχαριστημένα, ζεσταμένα απ’ τη γλυκειά πνοή του Μάη, κι απ’ τη ζωή με τα χίλια δύο πρόσωπα.

ΚΙ ΗΡΘΕ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ

Τραγούδι

Οι Κρητικοί σκυμμένοι
στον καθημερινό τους μόχθο
πάσχιζαν να καρπίσουν τη γη τους,
να μαζέψουν το βιος τους (δις).

Η Κρήτη γιόρταζε τον Απρίλη της ζωής της
με μια παράξενη γοργόφτερη ανάσα
μ’ ένα αλλιώτικο τρόπο ζωής.
Στις ρεματιές άπλωναν τις ομορφάδες τους μυριόχρωμα λουλούδια, σπαθάτα χελιδόνια, έφερναν το αιώνιο μήνυμα της ζωής το αιώνιο φίλημα της αγάπης.
Οι καρδιές κράταγαν ανοιχτές τις λαχτάρες τους και το πνεύμα πάσχιζε να βρη το κουράγιο,
Και ν’ αντέξει στη συμφορά
που ερχόταν να κουρσέψει το νησί και να σβήσει το χαμόγελο μέσα στο μοιρολόϊ του θανάτου.

Απαγγελία:
(πάνω σε μουσική)

Κι ήρθε ο πόλεμος μέσα στο Μάη, ξεπροβαίνοντας απ’ το ζεστό ουρανό, φορτωμένος σε σιδερόφρακτα τέρατα με φτερά που ξερνούσαν φωθιά, ατσάλι και θάνατο.

Τραγούδι

Τους Κρητικούς τους βρήκε στις λέσκες στα ψηλά βουνά, ξένοιαστους
να δουλεύουν τη γη τους να μαζεύουν το βιος τους.

Η Κρήτη γιόρταζε τον Απρίλη της ζωής της, με μια παράξενη γοργόφτερη ανάσα, μ’ένα αλλοιώτικο τρόπο ζωής.
Στις ρεματιές απλώναν τις ομορφάδες τους, Μυριόχρωμα λουλούδια, σπαθάτα χελιδόνια έφερναν το αιώνιο μήνυμα της ζωής το αιώνιο φίλημα της αγάπης.
Οι καρδιές κράταγαν ανοιχτές τις λαχτάρες τους και το πνεύμα πάσχιζε για να βρη το κουράγιο και ν’αντέξη στη συμφορά. που ερχότανε να κουρσέψει το νησί και να σβήσει το χαμόγελο μέσα στο μοιρολόι του θανάτου.

ΑΠΑΓΓΕΛΙΑ
(Πάνω σε μουσική)

Κι ήρθε ο πόλεμος,
Κρεμασμένος,
κάτω από πολύχρωμες μεταξωτές ομπρέλες,
φερμένος απ’ τη βορεινή πνοή τ’ανέμου
πάνω στην ύσηχη Κρητική γη,
για ν’ αφήσει τα σημάδια της συμφοράς του
και να ζευγαρώσει με το θάνατο το νησί.
Γιατί ν’ αρθει ο πόλεμος να σβήσει τον ήλιο;
Γιατί να’ ρθεί ο πόλεμος να φέρει το θάνατο;
Γιατί να’ρθεί ο πόλεμος ν’ αφανίσει πολιτείες και χωριά;
Γιατί να’ ρθεί ο πόλεμος ν’ ανοίξει χιλιάδες τάφους;
Γιατί; Γιατί; Γιατί;

Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Οι Κρητικοί σκληροί
Τρανόθωροι πολεμιστές, άρπαξαν, τα μαχαίρια, τα τσεκούρια, τα ντουφέκια, τα δρεπάνια (δις). Κι έστησαν κάστρα άμυνας, πολεμίστρες τιμής (τρις).
Κι ήταν η μάχη ολοπόρφυρη από αίμα κι ήταν τραγούδι
ο αγώνας για την τιμή κι ήτανε γλέντι κι ήτανε χορός κι ήταν παραζάλη στη μάχη ο χαλασμός. Κι ήτανε αντάρα κι ήτανε σεισμός κι ήτανε πέταγμα στην δόξα, ο χαμός.
Γεια στα παλληκάρια. Γεια στη Λεβεντιά, ήτανε λιοντάρια, ήτανε θεριά.
Και σεις που ζείτε, μη θρηνείτε για τη Λεβεντιά
που χάθηκε στης Κρήτης τ’ άπαρτα ψηλά βουνά.

Απαγγελία
(πάνω σε μουσική)

Η μάχη κόπασε στις 30 του Μάη, χορτασμένη από αίμα.
Κουράστηκε το κανόνι να σκορπά το θάνατο.
Έπαψαν οι ουρανοί να ρίχνουν μολύβι και φωτιά και μια παγωμένη σιωπή, απλώθηκε πάνω στο χαροκαμένο νησί.

ΚΑΤΟΧΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

Τραγούδι

Ο Λαός,
με σβησμένα τα χείλια
και κλειστές τις καρδιές
στα δουλικά χαμόγελα
της υποταγής,
βάλθηκε ν’ ανοίγει τάφους,
να στήνει σταυρούς,
και να στρώνει τη ματωμένη γης με δάφνες και μυρτιές
και να πλέκει στεφάνια δόξας…

Απαγγελία
(πάνω σε μουσική)

Παντέρμη Κρήτη,
πως θ’ αντέξεις τόσα κορμιά
στα σπλάχνα σου να πάρεις…..
Παντέρμο χώμα
πώς θα το βαστάξεις να χωνέψεις τόσες ζωές
που πάνω σου πατούσαν.
Παντέρμη ώρα του χαμού…
Μ’ αυτοί που χάθηκαν νεκροί δεν είναι
το αίμα τους στις φλέβες ρέει των ζωντανών,
και τους ψυχώνει, κι αυτοί που μείναν ζωντανοί διπλά παλεύουν……

ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Δε θα κλάψωμε τους ανδρειωμένους,
δε θα στήσουμε άγριο μοιρολόι,
δε θα βγάλουμε γοερές κραυγές,
δε θα κλείσουμε τις καρδιές μας στη ζωή.
Δε θα κλάψουμε τ’ άσπρα περιστέρια,
δε θα στήσουμε θλιβερό χορό,
δε θα βγάλουμε δάκρυ σπαραγμού,
δε θα κλείσουμε την ψυχή μας στην αυγή.
Λευτεριάς ανθός φύτρωσε πάνω στο χώμα μας,
το καρπερό,
θέριεψε φωτιά,
πείσμα μας αγκάλιασε για λυτρωμό,
θέριεψε φωτιά πείσμα μας αγκάλιασε για σηκωμό.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Απαγγελία
(πάνω σε μουσική)

Κι ήρθε η Λευτεριά
Βγαλμένη απ’ τους τάφους
Να φέρει τον ήλιο, να στραγγίξει το δάκρυ, να χαρίσει το φως..

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Πάρτε τις λύρες Κρητικοί,
πιαστείτε κοπελλιές αντάμα,
γερόντοι τα ριζίτικα και οι νιοί το πεντοζάλη.
Μνημόσυνο να στήσουμε χορό
στης γης των αντρειωμένων,
το χώμα μας ανάσανε,
η Λευτεριά δική μας,
κι είδεν η Κρήτη πρόσωπο Θεού.

Μουσική – φινάλε.

Αφήστε μια απάντηση