Πού διασκέδαζε η τοπική κοινωνία αρχές του περασμένου αιώνα
• Όταν οι παλιοί Ρεθεμνιώτες «έκλεβαν μια του χάρου»
Οι χώροι ψυχαγωγίας αλλάζουν ανάλογα με τις εποχές. Για κείνους που θα ήθελαν να ξέρουν πως και που ψυχαγωγούντο οι παλιοί Ρεθεμνιώτες θα κάνουμε σήμερα ένα οδοιπορικό μνήμης με οδηγό τον εκλεκτό λόγιο κ. Κωστή Παπαδάκη φιλόλογο – θεολόγο που έχει ασχοληθεί σε βάθος και με το θέμα αυτό. Έχει μάλιστα αναρτήσει στην «Άγονη Γραμμή» μια εξαιρετική εργασία. Από αυτή αντλούμε στοιχεία για το σημερινό μας αφιέρωμα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά στην πολιτιστική ζωή του Ρεθύμνου κυριαρχούσε αρχές του περασμένου αιώνα το Ιδαίον Άντρον.
Βρισκόταν στην απέναντι ακριβώς γωνία από τη σημερινή Καθολική Εκκλησία. Το θέατρο αυτό, στον καιρό του, θεωρούνταν σπάνιο απόκτημα για μια επαρχιακή πόλη σαν τη δική μας, όταν ελάχιστες πόλεις είχαν την πολυτέλεια να διαθέτουν ένα παρόμοιου μεγέθους θέατρο. Βρισκόμαστε στην πρώτη δεκαετία τού 20ου αιώνα. Ρωσική κατοχή στο Ρέθυμνο. Μια κατοχή, όμως, εντελώς διαφορετική από την κτηνώδη που είχαμε δοκιμάσει στους προηγούμενους αιώνες. Οι Ρώσοι που μένανε στο Ρέθυμνο είχαν όλο το χρήμα για να ζουν άνετα και να αφήνουν και στον τόπο σημαντικά έργα ευποιΐας, τους έλειπε, όμως, κάθε μέσο ψυχαγωγίας. Σε αυτήν την ώρα βρέθηκε ο κατάλληλος άνθρωπος που είχε μέσα του το δαιμόνιο τού Έλληνα επιχειρηματία, που ήταν γεννημένος κινηματογραφιστής. Το όνομά του Χαράλαμπος Σπανδάγος.
Ο Ρεθεμνιώτης αυτός στον ίδιο χώρο τού «Ιδαίου Άντρου» διέθετε προηγουμένως ένα παλιό σαπουναριό τού πατέρα του. Φιλοπρόοδος και έξυπνος άνθρωπος το κατεδαφίζει και στη θέση του κατασκευάζει το έτος 1905 ένα κομψότατο θέατρο, που ο ιδιοκτήτης του το ονομάζει «Ιδαίον Άντρον», από το περίφημο, ασφαλώς, σπήλαιο του οροπεδίου της Νίδας, στον Ψηλορείτη, όπου, κατά την παράδοση, μεγάλωσε ο Δίας. Οι παλιοί, πάντως, Ρεθεμνιώτες μέχρι το τέλος του, κατά τη γερμανική κατοχή, το λέγανε «Το Θέατρο του Σπανδάγου». Πιθανόν στην ανέγερσή του να συνέβαλαν και Ρώσοι μηχανικοί αξιωματικοί, από αυτούς που, προφανώς, ακολουθούσαν τα ρωσικά στρατεύματα.
Η κεντρική είσοδος του θεάτρου ήταν στην ανατολική πλευρά, προς την Καθολική Εκκλησία, και οδηγούσε σε μια σάλα ευρύχωρη, που, σε ώρα παράστασης, μπορούσε να εξυπηρετήσει διακόσιους έως διακόσιους πενήντα θεατές. Η νότια πλευρά επικοινωνούσε με καμαρωτές πόρτες με ένα μακρύ «φουαγέ». Στο Δυτικό μέρος βρισκόταν η σκηνή, που και αυτή ήταν αρκετά ευρύχωρη. Το ύψος της αίθουσας ήταν αρκετά ψηλό, ώστε το θέατρο να διαθέτει και θεωρείο (γαλαρία), στην ανατολική και νοτική του πλευρά. Πάνω από την σκηνή τρία δωμάτια χρησιμοποιούνταν ως καμαρίνια.
Τη διακόσμηση του θεάτρου είχε αναλάβει ο γνωστός Ρεθεμνιώτης ζωγράφος Γ. Γαληνός, αυτοδίδακτος και αυτός ζωγράφος, σαν και τον Θεόφιλο της Μυτιλήνης, με θαυμάσιες επιδόσεις και στην αγιογραφία (ο άγγελος, στη βορινή πλευρά, δίπλα στο τέμπλο τού ναού της αγίας Βαρβάρας, της πόλης μας, είναι έργο δικό του).
Ο Γαληνός, λοιπόν, στην αυλαία της σκηνής -που τύλιγε πρωτότυπα από κάτω προς τα πάνω- είχε ζωγραφίσει το «Άρμα του Φαέθοντος» και τριγύρω έβαλε τις επτά μούσες. Η μάσκα της σκηνής στολιζόταν δεξιά και αριστερά με δυο δέντρα, στους κορμούς των οποίων, ψηλά, υπήρχαν 3-4 μονωτήρες, που κρατούσαν τεντωμένα δυο τηλεγραφικά σύρματα, με αρκετά χελιδονάκια καθισμένα πάνω σε αυτά. Πάνω από τα δέντρα εικονίζονταν δυο αγγελάκια, που κρατώντας πρωτόγονα ακουστικά έκαναν την πρωινή τους συνομιλία με τον Θεό. Ήταν, ακριβώς, η εποχή που είχαν συνδεθεί οι πόλεις της βόρειας πλευράς της Κρήτης με τηλεγραφική επικοινωνία και, σίγουρα, ο Γαληνός είχε πάρει από εκεί την έμπνευση. Σε μερικά παλιά αρχοντικά του Ρεθύμνου σώζονται και σήμερα στις οροφές τέτοιοι διάκοσμοι του ίδιου καλλιτέχνη.
Το θέατρο αυτό, όσο κρατούσε η Ρωσική Κατοχή, λειτουργούσε ως καφέ-σαντάν. Τα καφέ-σαντάν (όρος ευρωπαϊκός) ήταν ένα είδος «καφωδείου» αρχικά, που, αργότερα, εξελίχθηκε και πήρε μορφή θεάτρου ή κέντρου λαϊκής ψυχαγωγίας, στο οποίο οι θαμώνες απολάμβαναν το ποτό τους ή έτρωγαν, ενώ, ταυτόχρονα, παρακολουθούσαν ευρωπαϊκή μουσική, ακροβάτες, λαϊκούς τραγουδιστές ή κάποιο χορευτικό ή άλλο θέαμα. Με αυτήν την τελευταία μορφή λειτούργησε το «Ιδαίον Άντρον» στο Ρέθυμνο, όπου Μπαλαρίνες από τη Ρωσία εναλλάσσονταν με μικρούς περιοδεύοντες θιάσους, κυρίως από την Ιταλία.
Με την απομάκρυνση των Ρώσων, το θέατρο αλλάζει λειτουργία. Ήδη μετά το έτος 1912 έρχεται και στην Ελλάδα μια νέα ψυχαγωγία, ο κινηματογράφος. Εφευρέτες του, ως γνωστόν, θεωρούνται οι Γάλλοι αδελφοί Λυμιέρ. Το 1906 η Γαλλική Εταιρεία Πατέ πραγματοποιεί μια ολιγόλεπτη, μόλις, προβολή στην αίθουσα του Παρνασσού στην Αθήνα. Ήταν η αρχή, το πρώτο δειλό ξεκίνημα μιας εφεύρεσης που έμελλε να αλλάξει την ανθρωπότητα. Κάπως έτσι ξεκινά ο κινηματογράφος και στο Ρέθυμνο, με την αυγή τού 20ου αιώνα.
Ο Σπανδάγος, πρωτοπόρος σε όλα, φέρνει στο Ρέθυμνο τον κινηματογράφο. Οι ταινίες που προβάλλονταν σε αυτήν την αίθουσα ήταν γαλλικές οι περισσότερες, της Πατέ, εντυπωσίαζαν τους μεγάλους αλλά πιο πολύ τους μικρούς. Όταν στα ενδιάμεσα προβαλλόταν το κείμενο του έργου στα γαλλικά, αναλάμβαναν οι γαλλομαθείς της πόλης να το ερμηνεύουν «εις επήκοον όλων» και για τους υπόλοιπους Ρεθεμνιώτες. Ο ενθουσιασμός του κοινού ήταν τόσος, που ο κόσμος, όταν τέλειωνε το έργο, περίμενε οι ηθοποιοί να σκύψουν, να υποκλιθούν μπροστά του!! Ή, σε άλλες περιπτώσεις, άκουγες τους θεατές από την πλατεία να απευθύνουν ηθικές παρατηρήσεις στους ηθοποιούς, που έκαναν κάτι κακό, σύμφωνα με το σενάριο του έργου. Και όλ’ αυτά ασφαλώς ήταν αποτελέσματα της φυσικότητας από τη μια του νέου θεάματος και της άγνοιας από την άλλη του κοινού της εποχής για το τεχνικό μέρος της νέας εφεύρεσης.
Στους πρώτους αυτούς κινηματογράφους, προπολεμικά, αγαπημένο θέαμα ήταν, επίσης, έργα του διάσημου ντουέτου κωμικών του βωβού κινηματογράφου, του Χοντρού-Λιγνού και του Σαρλώ (Τσάρλι Τσάπλιν). Ο Τσάρλι Τσάπλιν με τους χαρακτηριστικούς του εκείνους τύπους αλήτη, που αγνοεί μεν τους κοινωνικούς τύπους, αλλά παραμένει αξιοπρεπής και ευαίσθητος και που δεν νικιέται εύκολα από τη μοίρα, έγινε πολύ γρήγορα γνωστός και πολύ δημοφιλής και στο Ρέθυμνο. Έργα του, όπως «Ο χρυσοθήρας», «Φώτα της Πόλης», «Μοντέρνοι καιροί», παίχτηκαν επανειλημμένα και στην πόλη μας.
Το μεγαλείο του κινηματογράφου είναι ότι κατάφερε να καταστεί μια τέχνη για τον απλό κόσμο. Γι’ αυτό και από την αρχή χαρακτηρίστηκε ως το θέατρο των φτωχών, ενώ στη Γαλλία τον θεωρούσαν ως μια διασκέδαση στα πανηγύρια.
Ρεύμα, βέβαια, η πόλη δεν είχε. Ο φωτισμός της αίθουσας του «Ιδαίου» και η λειτουργία του κινηματογράφου εξυπηρετούνταν από μια μικρή γεννήτρια που ήταν εγκατεστημένη στον μικρό νότιο κήπο του θεάτρου.
Η αίθουσα, βέβαια, παράλληλα, εξυπηρετούσε και όλες τις κοσμικές και καλλιτεχνικές συγκεντρώσεις της εποχής. Αθηναίοι θιασάρχες είχαν εκτιμήσει τους Ρεθεμνιώτες σαν τους πιο θεατρόφιλους κατοίκους από τις τρεις πόλεις της Κρήτης. Θίασοι πρόζας που πέρασαν από το Ρέθυμνο ήταν αυτοί του Λογοθετίδη, της Κυβέλης, της Καλουτά. Στην περίοδο του είκοσι και του τριάντα κυρίαρχο είδος στη Ελλάδα ήταν η οπερέτα. Πολλές οπερέτες -όπως ο Βαφτιστικός, οι Απάχηδες των Αθηνών κτλ.- ακούστηκαν και από την αίθουσα τού «Ιδαίου Άντρου».
Πέραν των ανωτέρω, το «Ιδαίον Άντρον» ήταν η μόνιμη στέγη του Συλλόγου Κυριών και του Λυκείου Ελληνίδων, με τα περίφημα κυριακάτικα τσάγια, τη μουσική ψυχαγωγία των Ρεθεμνιωτών και τις αξέχαστες αποκριάτικες χορευτικές βραδιές. Στις 26 Δεκεμβρίου 1932 το Λύκειο Ελληνίδων με πολλή όντως επιτυχία διοργάνωσε εκεί την εορτή τού Χριστουγεννιάτικου Δένδρου. Ήταν, ακριβώς, η περίοδος της ευγενούς, μεταξύ των δύο μοναδικών σωματείων της πόλης μας, άμιλλας, του Συλλόγου των Κυριών και του Λυκείου Ελληνίδων.
Αργότερα, ο Σπανδάγος εγκαταστάθηκε στα Χανιά, όπου συνέχισε ανάλογες δραστηριότητες στον κήπο των Χανίων, λόγω της εκεί παρουσίας του συνόλου των Εγγυητριών Δυνάμεων (Άγγλων, Γάλλων, Ρώσων, Ιταλών), εξαιτίας του λιμανιού της Σούδας. Τον κινηματογράφο, στο Ρέθυμνο, συνέχισε να εκμεταλλεύεται ένας Τούρκος Μπραήμ-Μπέης ως την ανταλλαγή των πληθυσμών, το 1923. Η ιστορία του «Ιδαίου Άντρου» λήγει το 1941 με τη γερμανική επίθεση στην Κρήτη, όταν οι γερμανικές βόμβες το εξαφάνισαν από προσώπου γης.
Παράλληλα με το «Ιδαίον Άντρον», αλλά και αργότερα, μετακατοχικά, σαν μανιτάρια, αναφύησαν και άλλοι κινηματογράφοι, όπως οι παρακάτω, που τους παραθέτουμε αλφαβητικά:
Απόλλων (θερινό) του Λυκούργου Καφφάτου, μετά το Ωδείο της Νεραντζές, επί της οδού Βερνάδου. Η πλατεία του κινηματογράφου κατελάμβανε μέρος της αυλής του σημερινού 1ου Δημοτικού (πρώην Τούρκικου Σχολείου). Γι’ αυτό, υποθέτω, δόθηκε το ίδιο όνομα «Απόλλων», από τον νεότερο ιδιοκτήτη της επιχείρησης και στον σημερινό κινηματογράφο της πόλης μας, που κανονικά θα έπρεπε να ονομάζεται «Απόλλων 2», ώστε να ανάγκαζε αυτό το «δύο» τους Ρεθεμνιώτες να ψάξουν για την ιστορία τόπου τους.
Διονύσια (θερινό), πριν από το 1940, στην αίθουσα του παλιού θεάτρου «Περβόλα», δίπλα (δυτικά) στην παλιά Ηλεκτρική, όπου σήμερα το ξενοδοχείο «Φορτέτσα».
Έσπερος, επί της λεωφόρου Κουντουριώτη, όπου, ακριβώς, σήμερα η οδός Δημοκρατίας. Στον Έσπερο έκαναν μπλόκο οι Γερμανοί και είχαν τους θεατές «υπό κράτησιν» για πολλές ώρες.
Ολύμπια (χειμερινό) λειτουργούσε μέχρι και τη δεκαετία του πενήντα στη μεγάλη αίθουσα του σημερινού Ωδείου, στο «τζαμί της Νεραντζές», ενετική εκκλησία παλιότερα, αφιερωμένη στη Santa Maria (Παναγία), η οποία μετατράπηκε σε τζαμί το έτος 1657 από τον πορθητή του Ρεθύμνου Γαζή Χουσεΐν Πασά και το διπλανό σε αυτό παρεκκλήσι σε ιεροσπουδαστήριο. Ο χριστιανικός λαός το ονόμασε «τζαμί της Νεραντζές» από μια νεραντζιά του κήπου του, προκειμένου να μην ακούγεται το όνομα του μυσαρού πορθητή της πόλης. Βέβαια, μετά την αναχώρηση και των τελευταίων Τουρκοκρητικών, οι χριστιανοί του Ρεθύμνου συγκεντρώθηκαν στο εν λόγω τζαμί της Νεραντζές, το Δεκέμβριο του 1925, τέλεσαν αγιασμό και ανακήρυξαν το κτίριο σε εκκλησία του αγίου Νικολάου. Όμως, η πράξη τους αυτή δεν είχε συνέχεια, και το κτίριο, τελικά, στέγασε τον «Σύνδεσμο Διαδόσεως Καλών Τεχνών Ρεθύμνου» και το Παράρτημα Ελληνικού Ωδείου (1931).
Παλλάς, γύρω στο 1950, βρισκόταν στη θέση όπου σήμερα η γωνιακή πολυκατοικία στη συμβολή των οδών Μοάτσου και Χατζηδάκη.
Ρεξ (μεταπολεμικά), χειμερινό, στην αίθουσα του σημερινού Λυκείου Ελληνίδων, του οποίου ήταν ιδιοκτησία.
Ειδικότερα, κατά τη γερμανική κατοχή, από τους κινηματογράφους της πόλης μας οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν το Ρεξ και τα Ολύμπια, προκειμένου να προβάλλουν έργα αντισημιτικά, ντοκιμαντέρ από τον πόλεμο κατά της Ρωσίας και λοιπά έργα με εξαιρετικά προπαγανδιστικό περιεχόμενο, που εξυμνούσαν και εξεθείαζαν την ανωτερότητα της αρίας έναντι των λοιπών φυλών του κόσμου.
Για την ιστορία των αρχών τού κινηματογράφου στο Ρέθυμνο να σημειώσουμε και την περίπτωση του Ιμπραήμ Μπέη, ενός άλλου πρόδρομου κινηματογραφιστή του Ρεθύμνου, γύρω στα 1920. Ο Ιμπραήμ Μπέης είχε ένα μικρό μηχάνημα και πρόβαλλε ταινίες της εποχής, αστυνομικές και κωμωδίες. Η ταινία, όμως, κοβόταν συνέχεια και η προβολή κρατούσε επί ώρες, καμιά φορά και επί μέρες. Τα αποκόμματα της ταινίας τα μάζευε ο γιος ενός τεχνικού στο Νομαρχιακό, τα αποχρωμάτιζε, ξύνοντάς τα προσεκτικά, τα έραβε και τα έκανε ένα μικρό ρολό. Τώρα, πάνω στα άσπρα διαφανή τετραγωνάκια της ξυσμένης επιφάνειας της ταινίας με μελάνι, που έπαιρνε από τα σύνεργα του πατέρα του, ζωγράφιζε διάφορες φιγούρες, όπως ζωάκια, καραγκιοζάκια κ.λπ. Δίνοντας, στη συνέχεια, επάλληλες κινήσεις στο ρολό της ταινίας, με μια αυτοσχέδια μηχανούλα που την είχε εφοδιάσει με έναν πρόχειρο φακό, πρόβαλλε πάνω στον τοίχο του δωματίου του σπιτιού του τα σχέδια, που τα έβλεπες να κινούνται και να αποκτούν ζωή, να τρέχουν, να πηδούν, να χαιρετούν, κάτι που εντυπωσίαζε έντονα τους Ρεθεμνιώτες της εποχής, που έτρεχαν ομαδικά στο σπίτι του προκειμένου να απολαύσουν το πρωτότυπο θέαμα. Ένα ρεθεμνιωτάκι, λοιπόν, που, πάντως, για την ιστορία δεν μας έμεινε το όνομά του, υπήρξε επινοητής και πρόδρομος των κινουμένων σχεδίων, πριν από τον μεγάλο τεχνίτη, τον Γουόλτ Ντίσνεϊ. (Την πρώτη, βέβαια, ταινία κινουμένων σχεδίων γύρισε ο Αμερικανός Σ. Μπλάκτον το 1907. Όμως, πολύ αργότερα από το έτος αυτό οι ταινίες του Γουόλτ Ντίσνεϊ (1937) έμελλαν να αναδείξουν αυτό το κινηματογραφικό είδος σε αληθινή τέχνη).
Αυτά αναφέρει ο κ. Κωστής Παπαδάκης. Με το ίδιο θέμα έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα και ο κ. Γιάννης Παπιομύτογλου που μας έχει διαφυλάξει με τις άοκνες έρευνές του σημαντικές λεπτομέρειες από μια εποχή που δεν ζήσαμε αλλά έγραψε ιστορία στα χρονικά του Ρεθύμνου. Λεπτομέρειες για το «Ιδαίον Άντρον» βρίσκουμε και στο βιβλίο του Θεμιστοκλή Βαλαρή «Μια πόλη αναμνήσεις».
Και είμαστε ευγνώμονες στους εκλεκτούς ερευνητές και γι’ αυτό.