Δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για ένα λογοτεχνικό έργο, σ’ ένα κοινό ποικίλο και ανομοιογενές χωρίς τον κίνδυνο να αδικήσει το ίδιο το έργο και το δημιουργό του ή να απογοητεύσει αυτούς που το έχουν ήδη διαβάσει και να δημιουργήσει λανθασμένες προσδοκίες σε κείνους που στη συνέχεια θα το διαβάσουν. Γιατί η ανάγνωση ενός λογοτεχνήματος είναι πράξη μοναχική κι απόλυτα ατομική, κατά την οποία ο κάθε αναγνώστης συναντιέται μ΄ αυτό φορτωμένος με τα προσωπικά του βιώματα, τις δικές του ευαισθησίες, τον δικό του ορίζοντα εμπειριών και προσδοκιών. Θέλω να πω πως έχω απόλυτη επίγνωση ότι όσα θα ειπωθούν στη συνέχεια δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της δικής μου προσωπικής συνάντησης με τη Φραντζέσκα της Χρυσούλας Δημητρακάκη και, επομένως, δεν υποχρεώνουν κανένα. Αν όμως, σε κάποιο βαθμό, βοηθήσουν τον αναγνώστη σε βαθύτερη κατανόηση και καλύτερη απόλαυση του κειμένου, θα θεωρήσω πως δεν σας κούρασα εντελώς άσκοπα. Θα προσπαθήσω βέβαια να στηρίξω την αναγνωστική άποψή μου στο ίδιο το έργο επικουρούμενος και από τη θεωρία της λογοτεχνίας για να περιορίσω, στο βαθμό του εφικτού, την αυθαιρεσία της υποκειμενικότητας.
Η Φραντσέσκα είναι ένα πεζογράφημα το οποίο δύσκολα μπορεί να χαρακτηρισθεί μυθιστόρημα. Ενδεικτική είναι άλλωστε και η αμηχανία του εκδότη να το χαρακτηρίσει ειδολογικά: το αναφέρει ως μυθιστόρημα για να καταλήξει στον όρο μυθιστορηματική αφήγηση. Δε νομίζω ότι έχει και τόση σημασία, σε μια εποχή μάλιστα που ο αυστηρός ειδολογικός καθορισμός των λογοτεχνημάτων τείνει να καταργηθεί. Ας κρατήσουμε, λοιπόν, τον κάπως γενικό όρο αφήγημα για τη παρουσίασή μας.
Στη Φραντζέσκα η συγγραφέας αφηγείται γεγονότα που καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος του περασμένου αιώνα. Έτσι ένα μεγάλο μέρος απ’ αυτά προέρχονται από αφηγήσεις της γιαγιάς και της μητέρας της κυρίως αλλά όχι μόνον. Είτε όμως για άμεσες αναμνήσεις πρόκειται είτε για έμμεσες δίνονται με τον τρόπο που μεταπλάστηκαν στη δική της ψυχή και τη δική της σκέψη και αντανακλούν την προσωπική της άποψη για τη ζωή και τις αξίες της. Τα γεγονότα συμβαίνουν μέσα στο χώρο και το χρόνο και συνδέονται με πρόσωπα που είτε πρωταγωνιστούν σ’ αυτά είτε δέχονται τις συνέπειές τους. Τα ίδια τα πρόσωπα πάλι είναι φορείς ιδεών, αξιών και συναισθημάτων.
Κάθε αφήγηση έχει ένα μύθο, μια υπόθεση. Στη Φραντζέσκα ο μύθος είναι αρκετά απλός κι ας εκτείνεται χρονικά στα τρία τέταρτα του 20ού αιώνα:
Στα 1900, στο Ατσιπόπουλο, πεθαίνει από επιλόχειο η Χρυσώ, προγιαγιά της αφηγήτριας-συγγραφέα, αμέσως μετά τον τέταρτο τοκετό. Τέσσερα μικρά κορίτσια μένουν ορφανά με ένα πατέρα που βρίσκεται σε απόγνωση. Τα κορίτσια δίνονται σε ανάδοχες οικογένειες στην Αθήνα και αποκόπτονται απότομα από το γενέθλιο τόπο.
Ούτε στην κηδεία του πατέρα τους Μανόλη δε θα μπορέσουν να παρευρεθούν.
Ενηλικιώνονται και κάνουν τις δικές τους οικογένειες. Η μεγαλύτερη κόρη, η «γιαγιά», θα παντρευτεί έναν εργατικό Μυκονιάτη και θα αρχίσει τη νέα της ζωή σ’ ένα μικρό σπίτι με αυλή στην Καλλιθέα. Πέντε αγόρια και η Φραντζέσκα, η μητέρα της αφηγήτριας, θα συμπληρώσουν την οικογένεια. Τα χρόνια περνούν, ο πόλεμος και η κατοχή κάνουν δύσκολη τη ζωή. Σε ένα ατύχημα η οικογένεια θα χάσει τον προστάτη της και η γιαγιά θα πάρει το τιμόνι στα χέρια της και θα το κρατήσει σταθερά και αποτελεσματικά. Την κατοχή ακολουθεί ο εμφύλιος και τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια. Δύσκολα χρόνια μα και γεμάτα απ΄ την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής.. Η γιαγιά με την οικογένειά της θα αποκαταστήσει την επαφή με το γενέθλιο τόπο. Η Φραντζέσκα θα παντρευτεί τον Ατσιποπουλιανό πατέρα της αφηγήτριας. Έτσι το Ατσιπόπουλο κι ο «παππούς κι η γιαγιά της Κρήτης» μπαίνουν για τα καλά στην παιδική ζωή της και τη γεμίζουν με αναμνήσεις και δυνατά βιώματα που σε μεγάλο βαθμό διαμορφώνουν την προσωπικότητά της.
Εκείνο που έχει σημασία στο αφηγηματικό λογοτεχνικό έργο είναι ο τρόπος και οι τεχνικές που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να μετατρέψει με το λόγο τη χαώδη πραγματικότητα σε έργο τέχνης. Κι αυτό θα προσπαθήσω με κάθε δυνατή συντομία στην παρουσίαση της Φραντζέσκας.
Από τα πιο δυνατά σημεία της αφηγηματικής τέχνης στη Φραντζέσκα είναι ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται η συγγραφέας το χρόνο. Ενώ στην πραγματικότητα τα γεγονότα συμβαίνουν με μια ορισμένη χρονική σειρά, στη λογοτεχνία αυτό δεν είναι απαραίτητο. Το αντίθετο συμβαίνει συνήθως. Εναπόκειται στην ικανότητα του συγγραφέα να διαμορφώσει την πλοκή του μύθου που πραγματεύεται. Και την ικανότητα αυτή η Δημητρακάκη την έχει . Η ποικιλία των λογοτεχνικών μέσων , όπως έναρξη in medias res, η συμπεριληπτική αφήγηση μεγάλων χρονικών διαστημάτων σε λίγες γραμμές, οι αναδρομές και οι προδρομές, οι παρεμβολές των αχρονικών περιγραφών, των στοχασμών και των γνωμικών στοιχείων, αλλά και ο συχνά ελλειπτικός και υπαινικτικός λόγος δίνουν το μέτρο της αφηγηματικής της δύναμης. Δημιουργείται συχνά η εντύπωση ότι ο χρόνος συναιρείται, καθώς παρελθόν και παρόν συνδιαλέγονται διαρκώς και, σε ένα επίπεδο τουλάχιστον που υπερβαίνει την ανθρώπινη ατομικότητα, σηματοδοτούν το μέλλον. Από άποψη αφηγηματολογική ο πραγματικός χρόνος υπερβαίνει τον αφηγηματικό κατά τρόπο καθοριστικό για τη δομή του έργου. Πως θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά άλλωστε, όταν μέσα στις διακόσιες σελίδες του βιβλίου έπρεπε να χωρέσουν τρεις ολόκληρες γενιές. Θα πρέπει, με την ευκαιρία, να παρατηρήσουμε ότι η συγγραφέας δεν επιδίωξε να δώσει την οικογενειακή της ιστορία.. Στη Φραντζέσκα δίνονται μόνο εκείνα τα στοιχεία που η ίδια βίωσε άμεσα ή μέσα από τα σπαράγματα κάποιων αφηγήσεων και που ανταποκρίνονταν καλύτερα στην προσωπική υπαρξιακή θεώρηση των μεγάλων προβλημάτων της ζωής και, κατά έναν τρόπο αδιευκρίνιστο, φαίνεται να συνετέλεσαν καθοριστικά στη διαμόρφωσή της.
Ο χώρος δράσης των προσώπων συγχέεται συχνά με εκείνον της νοσταλγίας και του ονείρου έτσι που στην ουσία καταργείται η απόσταση ανάμεσα στην Αττική και την Κρήτη. Και ενώ στο πρώτο μέρος δίνεται η ζωή της οικογένειας στην εργατική και μικροαστική Καλλιθέα, αυτή είναι βαθιά διαποτισμένη με τις αξίες της Κρήτης, τις αναμνήσεις και τη νοσταλγία της σε βαθμό που να προσδιορίζεται απ’ αυτές. Θα λέγαμε ότι τελικά κυριαρχεί η Κρήτη τόσο ως τοπιογραφία όσο και ως ιστορικός τόπος που επιβάλλει το δικό του μύθο και προσφέρει ένα αξιακό και βιοθεωρητικό σύστημα το οποίο προσδιορίζει τη δράση, τη σκέψη και το συναίσθημα των
προσώπων που δρουν αλλά και της αφηγήτριας. Άλλωστε, καθώς η αφήγηση έχει εσωτερική εστίαση, είναι και η ίδια δρων πρόσωπο στην πλοκή του αφηγήματος.
Εκτός από την αφηγήτρια, τα βασικά πρόσωπα είναι δύο: η γιαγιά και η κόρη της Φραντζέσκα. Παρά τον τίτλο του αφηγήματος, τον πρώτο ρόλο διαδραματίζει η γιαγιά. Είναι αυτή που επιβάλλεται ως προσωπικότητα και φορέας ενός συστήματος αξιών που με την απολυτότητά τους προσδιορίζουν τη ζωή της οικογένειας.( Ας θυμηθούμε εδώ το αυστηρό τελετουργικό της δοκιμασίας, στην οποία υποβάλλονται οι υποψήφιες σύζυγοι των γιων της). Ωστόσο, παρά τα κάποια ατομικά χαρακτηριστικά στον τρόπο που μιλεί και συμπεριφέρεται και τις μικρές συνήθειες, όπως το να κάθεται στην πόρτα της αυλής της και να παρακολουθεί από εκεί τον «έξω κόσμο», δεν νομίζω ότι τελικά ολοκληρώνεται ως ατομικότητα. Όχι σίγουρα από αδυναμία της συγγραφέα. Ο λόγος είναι ότι δεν επιδιώκεται καν κάτι τέτοιο. Ομολογημένη είναι άλλωστε η πρόθεση της Δημητρακάκη να μας δώσει ένα αρχέτυπο γιαγιάς που να μπορεί να εκληφθεί, με τη δέουσα αφαιρετική παρουσίασή της , ως «η γιαγιά όλου του Κόσμου. Η γιαγιά των Πάντων». Η Φραντσέσκα, κόρη της γιαγιάς και μητέρα της αφηγήτριας, έχει σίγουρα περισσότερα ατομικά χαρακτηριστικά. Έχω όμως την εντύπωση ότι και αυτή επιδιώκεται να παρουσιαστεί περισσότερο ως ο τύπος της αγωνιστικής και θεληματικής μητέρας παρά ως άτομο.
Εκεί που η συγγραφέας μας δείχνει την ικανότητά της να δημιουργεί λογοτεχνικούς χαρακτήρες είναι στα εντελώς δευτερεύοντα και με περιστασιακή παρουσία πρόσωπα. Εδώ, με λίγες αδρές πινελιές και με αξιοθαύμαστη λεκτική οικονομία, μας δίνει προσωπογραφίες ανθρώπων οι οποίες εντυπώνονται βαθιά στη συνείδηση του αναγνώστη, ενώ συγχρόνως χαρίζουν εξαιρετικές στιγμές λογοτεχνικής απόλαυσης. Θα αναφέρω απλά τον κυρ Γιώργο με τα ρολόγια αλλά και τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στις κυριακάτικες εκδρομές, τον κύριο Φαίδωνα με το μπακάλικό του, τον κύριο Περδίκη με το βιβλιοπωλείο του.
Πέρα από τα πρόσωπα και τη δράση τους η Φραντζέσκα είναι ένα αφήγημα καταστάσεων και μιας ιδιαίτερης ατμόσφαιρας που υποβάλλεται στον αναγνώστη με τη συχνή παρουσία απόψεων πρακτικής ηθικής, υπερβατικών – ονειρικών στοιχείων και την αφαιρετική, ελλειπτική και κάποτε υπαινικτική λεκτική διατύπωση. Δεν είναι, λοιπόν, παράξενο που συχνά το κείμενο γίνεται σχεδόν ποιητικό.
Αυτά σε ένα πρώτο επίπεδο. Το αφήγημα όμως προσφέρεται για ανάγνωση σε δυο τουλάχιστο ακόμα επίπεδα συναφή μεταξύ τους:
Το πρώτο θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε Ιστορικό – Κοινωνιολογικό.
Μέσα από στιγμιότυπα της ζωής των ηρώων του βιβλίου, των προβλημάτων που τους απασχολούν, των επαγγελμάτων που κάνουν, των κοινωνικών τους εκδηλώσεων, του τρόπου που επιδιώκουν να ποικίλουν τη δύσκολη ζωή τους με κάποιες μορφές ανάπαυλας και διασκέδασης, αλλά και των ιστορικών περιπετειών του τόπου κατά τις περιόδους του μεσοπολέμου, του πολέμου, της κατοχής , της αντίστασης , του εμφυλίου και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων προβάλλει ανάγλυφα η εικόνα ενός κόσμου που μεταβάλλεται και προσπαθεί να προσαρμοστεί στις καινούργιες
καταστάσεις. Ιδιαίτερα έκτυπη είναι η εικόνα της μικροαστικής και εργατικής τάξης της Αθήνας που σταδιακά αυξάνει τον πληθυσμό της και προσπαθεί να βρει τον καινούργιο βηματισμό της, ενώ ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος των νέων κατοίκων τους βρίσκονται μεταίωροι ανάμεσα στον τρόπο ζωής του χωριού που άφησαν και την καινούργια ζωή που προσπαθούν να νοηματοδοτήσουν καθώς σταδιακά αστικοποιούνται. Απ’ την άλλη μεριά, με επίκεντρο το μικρό Ατσιπόπουλο, παρουσιάζεται ο κόσμος της περιφέρειας που προσπαθεί να κρατηθεί γαντζωμένος σε πατροπαράδοτους τρόπους ζωής, ενώ, με αργότερους ρυθμούς είναι αλήθεια, οι καινούργιες συνθήκες επιβάλλουν κι εδώ την προσαρμογή των ανθρώπων σ’ αυτές. Έτσι η αγωνία και ο αγώνας των ανθρώπων της υπαίθρου, μερικές φορές συνειδητά και τις πιο πολλές ανεπίγνωστα, είναι να κρατήσουν τουλάχιστο όσες αξίες αντέχουν στο χρόνο, ώστε να αποτελέσουν το αναγκαίο έρμα στη ζωή τους, για να κρατηθούν ολόρθοι χωρίς να χάσουν το βαθύτερο νόημά της.
Το δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης αναφέρεται στον υπαρξιακό και βιοθεωρητικό προβληματισμό που διαπερνά όλες σχεδόν τις σελίδες του βιβλίου. Σε αρκετές περιπτώσεις, άμεσα ή έμμεσα, στα μεγάλα ερωτήματα της ζωής επιχειρείται να δοθούν από τη συγγραφέα απαντήσεις. Και από αυτή την άποψη θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τη Φραντζέσκα και ως βιβλίο θέσεων.
Έχω τη γνώμη ότι έχουμε και εδώ τους ίδιους προβληματισμούς που διαποτίζουν και την ποίησή της. Θα αναφέρω ενδεικτικά τον αγώνα του ανθρώπου να μη χάσει την ανθρωπιά του μέσα στις βιοτικές ανάγκες και τις αντιξοότητες της ζωής, το μπόλιασμα της ηθικής του υπόστασης με τις πατροπαράδοτες ηθικές αξίες της Κρήτης, το χρέος της μητέρας στην οικογενειακή αποστολή της, την υπομονή και την καρτερικότητα μαζί με επίμονη προσήλωση στους στόχους. Αυτά ως προς τα ηθικά αιτήματα. Από καθαρά υπαρξιακή άποψη, το νόημα της ζωής της ίδιας και το μυστήριο του θανάτου, η υπαρξιακή μοναξιά και η πρόταση για υπερνίκησή της με την ένταξη της ατομικότητας μέσα στο οικογενειακό σύνολο που υπερβαίνει τα χρονικά όρια της ατομικής ζωής, η μυστηριακή ένωση με το γενέθλιο τόπο των προγόνων, η νοηματοδότηση της ζωής μέσα από την προσπάθεια για ηθική τελείωση, η καζαντζακική θεώρηση του κόσμου από το χείλος του γκρεμού και η κατάφασή του, είναι διάσπαρτα στις σελίδες του βιβλίου. Και πότε παρουσιάζονται με γνωμολογική μορφή, άλλοτε προβάλλουν μέσα από ένα λόγο ελλειπτικό και σχεδόν υπαινικτικό και κάποιες φορές συνάγονται έμμεσα ως καθοριστικοί παράγοντες της δράσης και της στάσης ζωής των ηρώων.
Αλλά, αγαπητοί μου, η λογοτεχνία είναι, πρώτα και κύρια, λόγος με τέχνη, καθώς το λέει και το όνομά της. Και κάθε λογοτεχνικό έργο κρίνεται τελικά από την αρτιότητα και την αισθητική αποτελεσματικότητα της γλωσσικής μορφής του. Και στη Φραντζέσκα γλωσσική μορφή και περιεχόμενο βρίσκονται σε πλήρη αρμονία. Καθώς το βιβλίο στηρίζεται βασικά στην ανάμνηση και τη νοσταλγία , υπήρχε δυνάμει ο κίνδυνος η γλωσσική μορφή να εκτραπεί σε πλαδαρές και γλυκερές εκφράσεις με σπατάλη επιθέτων και λεκτικές υπερβολές. Το αντίθετο ακριβώς συνέβη στην πραγματικότητα. Έχουμε να κάνουμε με ένα λόγο σφριγηλό και καίριο, στον οποίο η λεκτική οικονομία αμιλλάται την ευστοχία και αποτελεσματικότητα.
Μικροπερίοδος λόγος, σχεδόν ελλειπτικός κάποιες φορές, με αρκετή νοηματική συμπύκνωση στα γνωμικά μέρη του βιβλίου, πετυχαίνει σχεδόν πάντα το στόχο του. Κάποιες ελάχιστες φραστικές αστοχίες, όπου κινδυνεύει η νοηματική σαφήνεια, δεν αναιρούν καθόλου τον κανόνα. Ως τελικό αποτέλεσμα της αρμονικής συλλειτουργίας γλωσσικής μορφής και περιεχομένου προκύπτει η εξαιρετική αισθητική απόλαυση που η ανάγνωση του βιβλίου προσφέρει στον αναγνώστη.
Αυτό το τελευταίο όμως ας αφήσουμε τον καθένα που θα το διαβάσει και θα το χαρεί να το επιβεβαιώσει κι ο ίδιος. Και δεν έχω καμιά αμφιβολία γι’ αυτό.
ΘΗΣΕΑΣ ΤΣΙΑΤΣΙΚΑΣ