ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΔΗΜΗΤΡΑΚΑΚΗ :ΠΟΙΗΣΗ

Θα ήθελα καταρχήν να αναφερθώ στην αισθητική απόλαυση που ως αναγνώστης – ελπίζω επαρκής- δοκίμασα διαβάζοντας μια ποίηση αισθητικά άρτια και υπαρξιακά συνταρακτική, η οποία, παρά την ευρύτητα της σύλληψης και την πανανθρώπινή της διάσταση, περήφανα δηλώνει την αφετηριακή έμπνευση και την αξιακή αρματωσιά της ποιήτριας από το ρεθεμνιώτικο τοπίο και το μύθο της Κρήτης, γενέθλιο τόπο των προγόνων της και δική της μυθική Ιθάκη της ψυχής και της σκέψης.

Όσο κι αν αυτονομείται το ποιητικό και γενικότερα το λογοτεχνικό έργο από τον ίδιο του το δημιουργό, δεν είναι δυνατό να το προσδεχθεί ο αναγνώστης σ’ όλες του τις αισθητικές και, προπάντων, τις σημασιακές και αξιακές διαστάσεις του, αν το αποκόψει βίαια από τον ομφάλιο λώρο που το συνδέει μ΄ αυτόν: τις σκέψεις και τα συναισθήματά του, τους βιοτικούς αγώνες και τις υπαρξιακές αγωνίες του, τις αναμνήσεις και τα όνειρά του, τους στοχασμούς και τη βιοθεωρία του, τη ζωή του δηλαδή την ίδια. Όταν μάλιστα πρόκειται για μια προσωπικότητα σαν αυτή της Χρυσούλας Δημητρακάκη, η οποία με τη ζωή και την πολυσχιδή δράση της ενσαρκώνει τον ολοκληρωμένο άνθρωπο που συνδυάζει αρμονικά και επιτυχημένα την πρακτική ζωή με την πνευματική, τη διεθνιστική παρουσία με τη νοσταλγική επιστροφή στην πατρογονική γη, την αγωνιώδη αναζήτηση των απαντήσεων στα μεγάλα ερωτήματα της ζωής και του κόσμου με την αισθητική δημιουργία, τότε το να μην τα λάβει όλα αυτά υπόψη του όποιος θέλει να χαρεί στην πληρότητά της την ποίησή της ή και να επιχειρήσει να κοινοποιήσει τη συγκίνηση και τις σκέψεις που του χάρισε η ανάγνωσή της, θα αδικήσει διπλά: και την ποιήτρια και το έργο της.

Έχοντας υπόψη λοιπόν τα παραπάνω θα διατυπώσω μερικές σκέψεις έτσι όπως μου γεννήθηκαν διαβάζοντας τα ποιήματα του βιβλίου «Ποίηση»:
Η πρώτη διαπίστωση είναι πως, αν και το βιβλίο περιλαμβάνει ποιήματα που γράφτηκαν σε χρονικές στιγμές συχνά πολύ απομακρυσμένες μεταξύ τους και κάτω από διαφορετικές συνθήκες και ποικίλες συναισθηματικές καταστάσεις, εντούτοις υπάρχουν μερικοί σταθεροί θεματικοί άξονες που το διαπερνούν και δημιουργούν τη σίγουρη εντύπωση μιας εσωτερικής ενότητας. Ενότητας τόσο σε επίπεδο βιοθεωρίας και αξιών, όσο και σε επίπεδο θεματικών μοτίβων που με την επίμονη επανάληψή τους γίνονται πολυσήμαντα σύμβολα.
Μια δεύτερη προσωπική μου εντύπωση, συναφής με την προηγούμενη διαπίστωση, είναι ότι τα ποιήματα της Χρυσούλας Δημητρακάκη επιδέχονται διαφορετικές αναγνώσεις έτσι που ο κάθε αναγνώστης να εισπράττει ανάλογα με τις ευαισθησίες του και τις αγωνίες του. Άλλος να χαίρεται την πλούσια εικονοποιία με τη γαλήνια ή –πιο συχνά – κοσμογονική παρουσία των φυσικών φαινομένων και να αρκείται σ’ αυτή την αισθητική απόλαυση, που δεν είναι και μικρό πράγμα. Άλλος να επικεντρώνει την προσοχή του στη συχνή παρουσία του γνωμολογικού στοιχείου και τη διδακτική διάθεση, που ωστόσο πιο πολύ αναφέρεται «εις εαυτήν», αφού τις δικές της αμφιβολίες και αβεβαιότητες προσπαθεί να ξεπεράσει παρά να διδάξει αφ’ υψηλού τους άλλους. Κάποιοι θα αιχμαλωτιστούν από τη δύναμη της έλξης των παιδικών αναμνήσεων που μυθοποιούν το απλό και απέριττο φυσικό περιβάλλον της γης των ονείρων ή από την απεραντοσύνη του πελάγους και των ανέμων που κυριαρχούν στην ποίησή της. Εμείς οι Κρητικοί δύσκολα θα κρύψουμε την υπερηφάνεια μας, όταν διαπιστώνουμε πόσο στέρεα κρατά τη θέση της η «κρητική ματιά» και το σύστημα αξιών της σε μια ποίηση που προσπαθεί να αναχθεί από το μικρό Ατσιπόπουλο στην απεραντοσύνη των μυστικών του κόσμου της σκέψης και του ονείρου. Θα υπάρξουν όμως κι εκείνοι, οι ανήσυχοι και υποψιασμένοι που θα αφουγκραστούν μαζί με την ποιήτρια τα αιώνια κι αναπάντητα ερωτήματα για την ανθρώπινη ύπαρξη και το νόημά της, για τη ζωή και το άλυτο αίνιγμα του θανάτου, για το κοσμικό άπειρο και την πεπερασμένη ανθρώπινη λογική, για τη μεγάλη μοναξιά και τον ηρωισμό της αποδοχής της, για την αγωνία και την αναζήτηση της γαλήνης που παραμένει πάντα ζητούμενο, για την καταφυγή στο όνειρο ως υπέρβαση της ανεπάρκειας της ανθρώπινης σκέψης.

Η προσωπική μου γνώμη είναι πως η ποίηση της Δημητρακάκη είναι ποίηση υπαρξιακή στη βαθύτερη υπόστασή της και οντολογική στην έκφρασή της. Θέλω μ’ αυτό να πω πως ενώνει την υπαρξιακή αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου με τις απαρχές της οντολογικής φιλοσοφίας. Άλλωστε εύκολα γίνεται αντιληπτό αυτό το τελευταίο από το γεγονός πως τα βασικά και πρωταρχικά στοιχεία της φύσης, ο αέρας και το νερό, κυριαρχούν στο σύνολο της ποίησής της. Γίνεται ακόμα φανερό πως η βασική θέση της ποιήτριας για τη ζωή και τον κόσμο είναι η Ηρακλείτεια αέναη ροή και μεταβολή των πάντων. Δεν είναι τυχαίο, κατά συνέπεια, ότι τα βασικά θεματικά μοτίβα-σύμβολά της είναι το απέραντο και διαρκώς μεταβαλλόμενο πέλαγος, ο άνεμος, τα πουλιά που διαρκώς απομακρύνονται και χάνονται στο άπειρο. Ιδιαίτερα η θάλασσα χρησιμοποιείται ως πολυσήμαντο σύμβολο της ανθρώπινης ψυχής και αυτό η ποιήτρια μάς το δηλώνει και με τον τίτλο της τρίτης ποιητικής ενότητας «Θάλασσα της ψυχής».

Σε μια τέτοια ποίηση είναι απόλυτα φυσικό και αναμενόμενο ο βασικός θεματικός άξονας να ορίζεται από το δίπολο ζωή – θάνατος. Και παρότι σε κάποια – μάλλον πρώιμα – ποιήματά της υποκύπτει στις ευκολίες του θρηνώδους ρομαντισμού, στο κύριο σώμα της ποίησής της ο στοχασμός της ποιήτριας, με όσες επιρροές ήδη επισημάναμε, παραμένει προσωπικός στον ίδιο βαθμό που αυτός γίνεται και αισθητική δημιουργία. Στις καλύτερες, κατά τη γνώμη μου, στιγμές της ποίησής της δεν επαναπαύεται στις έτοιμες μεταφυσικές απαντήσεις, χωρίς ωστόσο να καταλήγει και σε δικές της απαντήσεις – πώς αλήθεια θα μπορούσε να συμβαίνει κάτι τέτοιο σε έναν κόσμο που διέπεται από το νόμο της αέναης μεταβολής; Είναι γι’ αυτό πολύ πιο σημαντικό το ότι μπαίνουν τα μεγάλα ερωτήματα με το δικό της ποιητικό τρόπο κι αφήνεται ο αναγνώστης να συγκινηθεί και να στοχαστεί ακολουθώντας τους δρόμους της δικής του σκέψης και της δικής του ψυχής.
Θα ήταν λάθος όμως να μην επισημάνομε κάποιες σταθερές αξίες που διαποτίζουν ολόκληρη τη ποιητική της δημιουργία. Κι αυτές έχουν να κάνουν με τον άνθρωπο που βρίσκεται πάντα στο κέντρο του ενδιαφέροντος: Είτε αντιμετωπίζεται ως υπαρξιακή μονάδα με τους αγώνες και τις αγωνίες του, είτε εκφράζει ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, είτε αναζητά επίμονα την υπαγωγή του εγώ του στο περιορισμένο στην οικογένεια εμείς, είτε το διαστέλλει ως τα όρια του πανανθρώπινου, αφετηριακό σημείο και κέντρο αναφοράς είναι πάντοτε ο Άνθρωπος με άλφα κεφαλαίο.
Γράφει κάπου: Δεν φοβάμαι το τέλος.
Φοβάμαι μήπως δεν φτάσω,
με τους δικούς μου όρους.

Δεν φοβάμαι να ζήσω.
Φοβάμαι μήπως επαναπαυθώ
και ξεχάσω τις προϋποθέσεις
να είμαι Άνθρωπος.
(Φοβάμαι)

Κι αλλού: Αφήστε, την γαλήνη μου,
να ΄ναι κτήμα δικό μου
κι όσο κοστίζει, ΄Ανθρωπος,
μόνο να κρατηθώ
(Η μοιρασιά).

Είναι πολύ χαρακτηριστικό από σημειολογική άποψη το γεγονός πως, ενώ η κίνηση σε οντολογικό και φυσικό επίπεδο παρουσιάζεται σχεδόν πάντα οριζόντια και με κατεύθυνση ένα απροσδιόριστο άπειρο, στο επίπεδο της ηθικής τελείωσης του ανθρώπου είναι πάντα κάθετη με ανοδική κατεύθυνση.

Κλείνοντας το σύντομο τούτο κείμενο θα ήθελα να ευχηθώ στην ποιήτρια ανάλογη συνέχεια και να συστήσω στους κρητικούς ιδιαίτερα αναγνώστες της να σταθούν λίγο περισσότερο στο ποίημα Κρήτη Αποσπερίτισα , που με τον καλύτερο τρόπο συνδυάζει την αγάπη για το νησί των ονείρων με τα πανανθρώπινα ιδανικά.
ΘΗΣΕΑΣ ΤΣΙΑΤΣΙΚΑΣ
(Δημοσίευση:ΡΕΘΕΜΝΙΏΤΙΚΑ ΝΕΑ,6 Μαϊου 2006)

Αφήστε μια απάντηση