Ο Χρίστος Μακρής γεννήθηκε στα εύανδρα Σελλιά της επαρχίας Αγίου Βασιλείου, διαμέρισμα του σημερινού Δήμου Φοίνικα, το 1928. Στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού, ένα από τα δύο πρώτα οργανωμένα Σχολεία της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου, το οποίο άρχισε να λειτουργεί από τα μέσα του 19ου αιώνα με την αρωγή της Μονής του Πρέβελη, έμαθε τα πρώτα γράμματα. Έπειτα ολοκλήρωσε τη βασική μόρφωσή του στο Οκτατάξιο Γυμνάσιο Ρεθύμνου και στη συνέχεια σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μετά την αποφοίτησή του εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και το 1955 διορίστηκε καθηγητής στο τότε ενιαίο Γυμνάσιο Αρρένων Ρεθύμνου.
Ο Χρίστος Ιωάν. Μακρής, ως φιλόλογος καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης, διακρινόταν για το ξεχωριστό ήθος και ύφος, την υποδειγματική κατάρτιση και ευσυνειδησία, την οργανωτική και διοικητική ικανότητα, την παιδαγωγική πληρότητα και τη διδακτική δεξιότητα, προσόντα που τον ανέδειξαν μεταξύ των πιο λαμπρών εκπαιδευτικών των Γυμνασίων και Λυκείων του Νομού Ρεθύμνου. Άφησε έντονα τα ίχνη της γνώσης και της αγάπης στις ψυχές των μαθητών και μαθητριών του. Οργάνωσε και διοίκησε με υποδειγματικό και παραδειγματικό τρόπο τις Σχολικές Μονάδες που η υπηρεσία τον τοποθέτησε ως πρώτο Διευθυντή. Επαναλειτούργησε με απόλυτη επιτυχία το Γυμνάσιο Σπηλίου, ύστερα από το πολύκλαυστο ναυάγιο της Γεωργιούπολης, και στάθηκε κοντά στον αβάσταχτο πόνο των γονιών που έχασαν τόσο άδικα τα παιδιά τους. Αντιστάθηκε στη Δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 παρά τις αλλεπάλληλες κλήσεις σε απολογία και κατ’ επανάληψη για ανάκριση στην ασφάλεια, που τον παρακολουθούσε και τον ήλεγχε για τη ζωή του και κράτησε αξιοπρεπή στάση σε όλη τη διάρκειά της.
Παράλληλα με τα διδακτικά και συχνά διοικητικά καθήκοντά του στη Μέση Εκπαίδευση, από το 1959 έως το 1967 υπηρέτησε ως έκτακτος, δηλαδή άμισθος Επιμελητής Αρχαιοτήτων νομού Ρεθύμνου. Από τη θέση αυτήν προστάτευσε αποτελεσματικά τους αρχαιολογικούς χώρους της περιοχής. Εντόπισε και ανακάλυψε πολλούς άλλους άγνωστους μέχρι τότε και εμπλούτισε τις συλλογές του Αρχαιολογικού Μουσείου Ρεθύμνου με μοναδικά ευρήματα. Αντιμετώπισε με επιτυχία πολλές περιπτώσεις αρχαιοκαπηλίας και αγωνίστηκε με πάθος, και -ευτυχώς- αποτελεσματικά, για τη διάσωση της παλιάς πόλης του Ρεθύμνου.
Ξεχωριστή υπήρξε η προσφορά του στον εντοπισμό, την εξερεύνηση και προστασία των σπηλαίων, ιδίως εκείνων που παρουσιάζουν παλαιοντολογικό, ανθρωπολογικό και αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Πρώτος εκείνος έκανε γνωστά πολλά σπουδαία σπήλαια του Νομού Ρεθύμνου, που προσέλκυσαν το ενδιαφέρον των ειδικών ερευνητών και μελετητών. Ο ίδιος συνέλεξε αρκετά ευρήματα για την πιθανή ίδρυση Παλαιοντολογικού Μουσείου, το οποίο δεν συστάθηκε ποτέ, όπως και τόσα άλλα που είχαν εξαγγελθεί… ακόμη και πιο πρόσφατα.
Μετέσχε σε Πανελλήνια και Διεθνή Συνέδρια, εδώ και στο εξωτερικό, και έγραψε πολλές μελέτες, άρθρα και βιβλιοκριτικές. Τα περιεχόμενά τους αναφέρονται στην ιστορία, την αρχαιολογία, τη λαογραφία, τη σπηλαιολογία, τη γλωσσολογία και τη λογοτεχνία. Παρόμοια θέματα ανέπτυξε σε διαλέξεις και ομιλίες. Αυτοτελή έργα του είναι: Ο Επικήδειος γάμος και Το Φαράγγι του Κοτσυφού. Το πρώτο είναι μια κριτική έκδοση και ειδολογική κατάταξη των ριζίτικων κρητικών τραγουδιών του γάμου, με βαρύνουσα λαογραφική θεώρηση. Ο σεμνότερος των νεότερων επιστημόνων, ο αξιοσέβαστος Στυλιανός Αλεξίου το χαρακτηρίζει σταθμό… στις λαογραφικές μελέτες της Κρήτης. Ο Γεώργιος Καψωμένος παρατηρεί ότι …αγγίζει τα όρια καταλάμπουσας παραδοξότητας, που ηλεκτρίζει, εμπνέει, φρονηματίζει και οδηγεί σε νέα ξέφωτα. Ο Κώστας Ξεξάκης σημειώνει πως καταξιώνει το δημιουργό του ως άξιο και ισάξιο των τιτλούχων της ιστορικής έρευνας. Το δεύτερο λύνει το πρόβλημα επικοινωνίας μεταξύ των αρχαίων λιμένων του Φοίνικος και του Λάμωνος και της μεγάλης αρχαίας πόλεως της Λάππας και ανασυνθέτει την καθημερινή ζωή με όλες τις πολιτισμικές και πολιτιστικές αξίες της, τις παλαιότερες και τις νεότερες. Πολλά κείμενά του, ιδιαίτερα αρχαιολογικού και τουριστικού ενδιαφέροντος, παραμένουν ανέκδοτα.
Συμμετέχει ή συμμετέσχε, από τη θέση του μέλους, του γραμματέα, του αντιπροέδρου ή του προέδρου, στην Ένωση Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (ΕΛΜΕ), την Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Ρεθύμνου (ΙΛΕΡ), την Ιστορική Λαογραφική και Αρχαιολογική Εταιρεία Κρήτης (ΛΑΕΚ), την Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία, την Ελληνική Ονοματολογική Εταιρεία, την Εταιρεία Ελλήνων Φιλολόγων και το Ινστιτούτο των Ελληνικών Μύλων.
Τέλος, έχει λάβει τιμητικές διακρίσεις από τη Διεύθυνση Αρχαιοτήτων, το Σπηλαιολογικό Κλιμάκιο Δυτικής Κρήτης, το Δήμο Ρεθύμνου, το Δήμο Φοίνικα και τοπικούς φορείς. Στις διακρίσεις αυτές προστίθεται από σήμερα (11.02.2005) και η εξαιρετική διάκριση του επιτίμου μέλους της ΙΛΕΡ, η οποία θα συνεχίσει να προσφέρει τις υπηρεσίες της στον τόπο όσο το επιτρέπουν οι δυνάμεις όλων των μελών, επιτίμων και τακτικών, πάντοτε με τη βοήθεια των χορηγών της, τους οποίους ευχαριστούμε και από τη θέση αυτή.