ΧΟΥΣΝΗΣ ΓΕΝΙΤΣΑΡΑΚΗΣ

ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΡΕΙΑ

Του Ε. Δικηγόρου + Μιχάλη Μ. Παπαδάκη
Συνηθισμένο ήταν το φαινόμενο, τότε που ο Ελληνικός Στρατός
κρατούσε το Δυτικό μέρος της Μικράς Ασίας, ο εντόπιος εγχώριος
πληθυσμός σε επείγουσες περιπτώσεις αναταραχής ή αδικείτο και
κινδύνευε ένα ή πολλοί από αυθαίρετη ενέργεια άλλων να
καταφεύγουν στο Διοικητή της πλησιέστερης ελληνικής στρατιωτικής
μονάδος, να ζητήσουν προστασία και πολλές φορές, επίλυση της
διαφορά. Εκείνος, σχεδόν πάντοτε, τους έστελλε στις αρμοδιότητες
υπηρεσίες της χωροφυλακής όπως είχε διαταγή από τη Στρατιά να μην
ανακατεύεται ο στρατός στις διαφορές των εν τοπίων παρα μονο σε
περιπτώσεις που ΄τύχαινε άμεσος κίνδυνος αιματοχυσίας ή απειλείτο
διασάλευσις της τάξεως. Εκεί ο Διοικητής είχε δικαίωμα να επέμβη και
με «ήπια μέσα» να διαχωρίσει τους διαπληκτιζόμενους.. ν’
αποκαταστήσει την τάξη. .
Τον Χειμώνα του 1920 διοικητής μας πυροβολαρχίας του Εμπέδου
Πυροβολικού Στρατιάς Μικράς Ασίας που έμενε στο Ναρλί-Κιόϊ, χωριό
μια ώρα νοτιοανατολικά της Σμύρνης, ήταν ο Ρεθεμνιώτης από τη
Μουρνέ Αγίου Βασιλείου υπολοχαγός Ιωάννης Κουταλακης, ενας με
πραγματικά επιβλητικές διαστάσεις ωραίος Κρητικός. Γνήσιο δείγμα
της λεβέντικης φυλής του. Πολύ πρωί κείνης της ημέρας δούλευε στη
σκηνή – γραφείο της πυροβολαρχίας, οπότε έρχεται ο αρχιφύλακας της
φρουράς της Πύλης του στρατοπέδου και του αναφέρει πως ένας
Χότζας καταματωμένος και με πρόσωπο μαύρο και πρησμένο, ζητά
βοήθεια και ακρόαση γιατι τον κυνηγούν εχθροί του, Τούρκοι κι αυτοί,
να τον σκοτώσουν. Και μάλιστα τρέμει πως θα φτάξουν στιγμή σε
στιγμή.
Ο Διοικητής επέτρεψε και τον οδήγησαν στη σκηνή του γραφείου που
άλλωστε δεν ήταν μακριά. Με τον διερμηνέα λοχία Οδυσσέα Βαρουξή
από το Οδημέσι, είπε ο Χότζας πως χωρίς λόγο, ο ομόφυλος του
«Χουσνή Ογλού Μουσταφάς» τον έσπασε στο ξύλο πρωί- νύχτα
σήμερο και πως τούτος επωφελήθηκε τη στιγμή που πάλευαν τον
εχθρό του γυναίκες και παιδιά και ήρθε να ζητήσει προστασία.

Ο Κουταλάκης του είπε να πάει στη Χωροφυλακή στη Σμύρνη, έχει εκεί
ένα χωριανό Διοικητή, τον μοίραρχο Νικηφοράκη κι αυτός είναι
αρμόδιος να λύσει τη διαφορά. Ο Χοτζας άρχισε να κλαίει και δεν ήθελε
να το κουνήσει γιατι μόλις έβγαινε όξω θα τον έσφαζε κείνος που τον
καταδίωκε. Αποφάσισε τότε ο Διοικητής της πυροβολαρχίας να
επέμβη. Τον Χότζα παράδωσε στον κτηνονοσοκόμο – η μονάδα δεν
διέθετε κανονικό νοσοκόμο- Κωστή Ανδρεαδάκη από τα Κεραμωτά του
Μυλοποτάμου, καλή του ώρα, να τον πλύνει με το οξυζενέ, να του
βάλει ιώδιο και ότι άλλο χρειάζεται. Και το διερμηνέα λοχία Βαρουξή
έστειλε με δυο στρατιώτες να βρουν τον δράστη «Χουσνή Ογλου
Μουσταφά», να του συστήσουν να έλθει, και βία να μη μεταχειριστούν
αν αρνηθεί. Κι οι δυο διαταγές εκτελέσθηκαν.
Αλλά ο Βαρουξής δεν βρήκε το κατηγορούμενο στο σπίτι του.
Παράγγειλε όμως να του πουν πώς τον θέλει ο Διοικητής. Τη στιγμή που
έλεγε τα διατρέξαντα ο Βαρουξής παρουσιάστηκε στην Πύλη δυο
Τούρκοι κι’ ήθελαν να μπούν. Ειδε ο Κουταλάκης δυο ωραίους άντρες,
ψηλούς γεροδεμένους, μελαχρινούς , έξυπνους που δεν μοιάζαν
καθόλου με τους ντόπιους κακάντρες, ραβόποδες και γρουσούζηδες
Τούρκους και σκέφτηκε πως είναι Τρουρκοκρητικοί, αλλα δεν μίλησε.
Πριν καλά – καλά προλάβουνε να μπούνε στην σκηνή ο Βαρουξής τους
ρώτησε Τούρκικα.
– Νε ιστιορσίνιζ; (τί θέλετε)
ο πρώτος ο περισσότερο ηλικιωμένος, απάντησε θαρρετά , άφοβα,
χωρίς ταπείνωση:
-Ιντα «νε ιστιόρσινιζ; Εγώ’ μαι Κρητικός Ρεθεμνιώτης απου
τσ’Ατσιπάδες τ’ Αη Βασίλη και λέγομαι Χουσχνής Γενιτσαράκης. Και
τουτοσές απου μ’ ακλουθά είναι ο αδερφό μου ο Αλής.
Έρχεται να ιδή ίντα θα μ’ αποκάμει ο καπετάνιος από με ζητά, λέει.
Ο Κουταλάκης σηκώνεται επιβλητικά:
– Εγώ μια!
Μιλεί ο Χουσνής.
Για μια οντσ’ειδα κατάλαβα πως είσαι Κρητικός απο τη
γκορμοστασιά.
Ο Κουτουλάκης αποφεύγει να επιβεβαιώσει τις υπόνοιες του
Χουσνή. Και λέει:

– Και σαν είσαι Κρητικός και μάλιστα Γενιτσαράκης, πώς το
καταδέχτηκες να μισερώσεις τουτο νε το γιβεντισμένο όπου με
μια σου μπατσελέ μπορει και να ποθάνει; Δεν ντονε συχάθηκες
οντε ντονέδερνες;
Ο Χουσνής παρακάλεσε να φέρουν τον Χότζα «αν ειν’ επά» και
πράγματι τον έφεραν. Παρουσίαζε γελοίο θέαμα με τους
κακότεχνους επιδέσμους που του καμε ο κτηνονοσοκόμος. Και τότες
συνεχίζει ο Γενιτσαράκης κι Βαρουξής διερμηνεύει στο Χότζα:
Κρατεί την αδερφή μου γυναίκα ντου. Και τη δέρνει. Μηνώ του α δε
ταιρεσει να τηνε ζυγώξει. Αυτός δεν εχει ίντα να κάμει τα κοπέλια
ντωνε. Έχουνε πέντε, κι οντεν έχει πράμα και θέλει να ξεθυμάνει,
γαιτι δε ντου κάνει αφορμή, ντηνε ξυλοφορτόνει. Κι οπροχθές
εκοιτέντονε η κακομοίρα δέκα μέρες μα δεν μού’ πενε πράμα.
Σήμερα ταϋτέρου – ταϋτέρου έρχεταί ένα κοπέλι ντονε στο σπίτι μου
και φωνιάζει «εδά σκοτώνει ο μπαμπάς μου τη νενέ μου».
Εγλάκηξα, επήγα κι έπιασα τονε και την εκοπάνιζενε μ’ένα
μουζωμένο ντρίφτη του φούρνου. Ημουνε μανιασμένος και δε
γατεω ίντα τούκαμα. Και σου το λέων, καπετάνιο, ασικιαρε και δεν
ντρέπομαι μα δε φοβούμε κιανένα πως ανέ τζη ξαναγγίξει θα τονε
σφάξω.
Ο Διοικητής λέει στον Χοτζα με το διερμηνέα:
– Χότζα αφέντη το Κοράνι απου διαβάζει λέει να χαϊδεύομε τις
γυναίκες και να μας σε κάνουνε τα κέφια μας. Λέει πουθενά να
τσι δέρνομε;
– Οϊ δεν το λέει, απαντά ο Χότζας.
– Γιατί λοιπόν εσύ χτυπάς τη γυναίκα σου;
– Αντιμιλεί μου και με νευρώνει και τη δέρνω.
Επεμβαίνει ο Χουσνής.
– Καπετάνιο αυτοί επαέ τσοι γυναίκες τωνε τσ’εχουνε σκλάβες. Κι ‘
οντε του την εδώκενε ο μακαρίτης ο Κύρις μου εμήνυσενε του
Σινάνη του Αριφαγάδι απού τον Κισσό. Αυτός κάθεται στη Σμύρνη
κι είναι γραμματισμένος και στα Τουρκικά και στα Ρωμαϊκά κι
ήρθενε στο σπίτι μας. Και του λέει τούτουνε του μασκαρά.
– – Μωρέ αγαδάκι, μην έρθει καμια φορά η κόρη μου και μου
παραπονεθεί εως τση γυρεύεις αλλά πράματα (εννούσε την παρα

φύσι ασέλγεια), γη τηνε μαγκλαβίζεις (τη βασανίζεις) για θα σου
κόψω τ’αφάλι.
– Δεν ξαναμαλώνω τη γυναίκα μου. Ουτε τη ξαναδέρνω. Μονο θα
την εχω σαν ντα μάθια μου.
Υπογράφει τουρκικά στο χαρτί, απου του χανε ετομασμένο. Κι ό
άλλο υπογράφει ρωμαικά με υπερηφάνεια: «Χουσνής Γενιτσαράκης
Κρητικός».
Συνήλθε από το φόβο του ο Χότζας κι έφυγε. Έμειναν οι Κρητι9κοί
και γνωριστήκανε καλύτερα. Ο πατέρας του Χουσνή ο περίφημος
Μουσταφάς Γενιτσαράκης , ήτο κτηνοτρόφος. Ο πατέρας του
Κουταλάκη είχεν επάγγελμα ζωέμπορος. Και μάλιστα από κτύπημα,
όταν ήτονε μικρός, ο δείκτης του δεξιού του χεριού είχε
παραμορφωθεί. Και το θυμόταν ο Χουσνής. Κι ακόμη θυμήθηκαν
πως ο γέρο Κουταλάκης στις εμπορικές του εκστρατείες, έσερνε και
το Γιάννη, το σημερινό Διοικητή, να του μάεθι την επικερδή δουλειά
του ζωέμπορου. Και πως πολλές φορές συναντηθήκαμε, στο σπίτι
του γέρο Μουσταφά Γενιτσαράκη στο Ατσιπάδες που είναι μια ώρα
μακριά από τη Μουρνέ που ήταν ο Κουταλάκης.
Χουσνής και Κουταλάκης ειχανε στενές σχέσεις όσο καιρό είμαστε
στη Μικρασία. Και άμα αποκατασταθήκανε οι σχέσεις Ελλάδος
Τουρκίας και μέχρι που ζούσανε, είχαν αλληλογραφία. Τώρα μου
γράφει ο Αλής πως έρχεται στην Ελλάδα και θα μείνει πολύ στην
Κρήτη, αν τη χορτάσει και θα πάρει χώμα από τσ’ Ατσιπάδες να του
βάλουν στο μνήμα του όταν θα ποθάνει. Για τον Χοτζα δεν έχω
καμία πληροφορία. Ελπίζω όμως πως με το φόβο και την ενθύμιση
του ξύλου θα πέρασε όπως ήθελε ο Θεός.

ΜΙΧΑΛΗΣ Μ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ
Δικηγόρος
Εφημ. «Κρητική Επιθώρησις»
Ιούνιος 1980

Αφήστε μια απάντηση