ΑΠΟ ΤΙΣ ΘΡΥΛΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ

-«Η ανθρωπιά μου είναι τ’ άρματά μου» είχε πει στο βασιλιά
Ο καπετάν Ξηρούχης ανήκε στην κατηγορία αυτών που οι παλιοί ονόμαζαν «διπλό» άνδρα, λόγω ρώμης και παραστήματος. Στον ίδιο ήρωα αποδίδονται και υπερφυσικές ιδιότητες. Ποιος ήταν αλήθεια ο ήρωας αυτός;
Το πραγματικό του όνομα είναι Ξενοφών Χαρίσος (ίσως Χαρισάκης). Σύμφωνα με τον κ. Ανδρέα Πολυράκη που έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με τον ήρωα τον Ξενοφώντα στα Σφακιά το έλεγαν τότε Ξηρούχη και από αυτό προέρχεται και το επίθετο Ξηρουχάκης.
Για το επώνυμό του είχε απαντήσει ο ίδιος ο Νταβέλης το 1924 σε ερώτημα της δασκάλας Μαρίας Σταμαθιουδάκη: Η γιαγιά του άργησε να κάνει παιδί. Όταν απέκτησε τον πατέρα του ήρωα από τη χαρά της έλεγε «Αν να τονε χαρώ εγώ το Χαρίσση μου το χαρισμένο μου». Κι έτσι από Βότζηδες που ήταν στην αρχή ονομάστηκαν Χαρίσηδες.
Ο ήρωας με το λαμπρό παράστημα γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Αϊ Γιάννη των Σφακιών, χωρίς να ξέρουμε ακριβή ημερομηνία. Αν λάβουμε υπόψη τα στοιχεία που μας δίνει η δασκάλα Μαρία Σταμαθιουδάκη μάλλον γεννήθηκε στα 1836 (Σε άλλες πηγές αναφέρεται το διάστημα 1840-1846). Μεγαλώνοντας έδειχνε άνδρας ένα καμάρι όπως και οι περισσότεροι Αϊ-Γιαννιώτες των Σφακίων, που φημίζονται για το λεβέντικο παράστημά τους.
Από τις επιβεβαιωμένες πληροφορίες γύρω από τη δράση του είναι ότι βρέθηκε και πολέμησε στο ατμόπλοιο «Αρκάδι» κατά τη τελευταία ναυμαχία που έγινε μεταξύ Αγίας Ρουμέλης και Παλαιόχωρας που κατέληξε στη καταστροφή και αιχμαλωσία του φημισμένου πλοίου. Τον υμνεί μάλιστα και η λαϊκή μούσα.
Στις 4 Αυγούστου 1867 το «Αρκάδι» με πλοίαρχο τον Αναστάσιο Κουρεντή, ξεκίνησε από τον Πειραιά. Αγκυροβόλησε βράδυ (μετά από δύο μέρες περίπου) στον όρμο της Αγία Ρούμελης των Σφακιών.
Την ώρα που ξεφόρτωνε πυρομαχικά εντοπίστηκε από το Τουρκικό πολεμικό πλοίο «Ιτζεδίν» και το «Αρκάδι» για να ξεφύγει ανοίχτηκε βαθιά στο πέλαγος, και ολόκληρη την επόμενη μέρα την πέρασε κρυμμένο πίσω από το νησί της Γαύδου.
Το βράδυ επέστρεψε στον όρμο της Αγίας Ρούμελης και άρχισε πάλι να ξεφορτώνει. Ξαφνικά φάνηκε πάλι το «Ιτζεδίν». Μόλις αντιλήφθηκε το «Αρκάδι» έδωσε σήμα σε δυο τουρκικές φρεγάτες που ήταν αγκυροβολημένες κοντά και αμέσως άρχισαν την επίθεση.
Η λαϊκή μούσα περιγράφει το γεγονός με το γνωστό τραγούδι του Χαρίσου που είναι ο ήρωας του σημερινού αφιερώματος
Το έτος 67……
απ’ τον Περαία ξεκινά το παινεμένο «Αρκάδι».
Μά ‘ταν η μέρα Κυριακή κι ήταν κακή η ώρα,
τη μέρα που ξεκίνησε να κατεβεί στη χώρα.
Kαι ζώνουν το στο πέλαγος τα Τούρκικα καράβια,
μα δεν επαραδίνουν τo γιατ’ έχει παλληκάρια.
Μεσά ‘τανε τρεις Σφακιανοί που χάρο δε φοβούνται,
κι όσοι και α(ν) τζοι γνωρίσανε πάντα θα τσοι θυμούνται.
Είν’ ο Χριστοδουλόρουσιος κι ο ξακουστός Χαρίσος,
όπου δεν άφηνε δουλειά να του πομείνει πίσω.
Ο τρίτος ήτανε Τζαρδής, γροικά Μαρκομανώλης,
που έλεγε του Σουρμελή: Δεν πάμε εμεις στη Πόλη.
Στέκει ο Χαρίσος πολεμά στο μεσιακό κατάρτι,
κι απ’ τον καπνό του μπαρουτιού μαυρίζει σαν αράπης.
Αλάχι εφωνάζανε κι ελέγανε οι Τούρκοι,
θαρρώ πως είναι τουτοσές ο Χαρισοξηρούχης.
Κι ο Σουρμελής των έλεγε: Παιδιά μου, θα χαθούμε,
λευκή σημαία υψώσετε για να παραδοθούμε.
Μα ο Χαρίσος τού ‘λεγε: Σώπα για θα σε σφάξω,
κι εκειά στο ρέμα του γυαλού μέσα θα σε πετάξω.
Kι άφησ’ με να πολεμώ, ως είμαι μαθημένος,
μα ζωντανός δεν πιάνομαι, γιατ’ είμαι ορκισμένος.
Ήταν η μέρα Σάββατο στο τέλος τση βδομάδας,
που φάνη απ’ τα Εννιά Χωριά μια Ρώσσικη μπουρμπάδα
και φέρνει το παράγγελμα, διαταγή του Τσάρου,
ν’ αφήσουνε το πλήρωμα και το καράβι ας πάρουν.
Σύμφωνα με την παράδοση όταν αργότερα ο Χαρίσος αφηγείτο τη ναυμαχία στους χωριανούς του έλεγε μεταξύ των άλλων:
«Το μόνο πράγμα που φοβήθηκα ήταν μην πέσει καμιά βόμβα στα πυρομαχικά που είχαμε στ’ αμπάρι και τιναχτούμε στον αέρα».
Πως βρέθηκε στον Άγιο Βασίλη
Ο Xαρίσος φαίνεται ότι γύρω στα 1870 άφησε τα Σφακιά και αναζήτησε νέο τόπο διαμονής στην περιοχή της σημερινής επαρχίας του Αγίου Βασιλείου του νομού Ρεθύμνης.
Παντρεύτηκε αρχικά στου Μαργιού κι όταν πέθανε η πρώτη του γυναίκα, ξαναπαντρεύτηκε στην Καλή Συκιά.
Το 1885 απέκτησε το μοναδικό του γιο, τον Γιάννη.
Η Μαρία Σταμαθιουδάκη αναφέρει δυο γιους από τους οποίους ένας σκοτώθηκε κι άλλος πέθανε ίσως από φυσικά αίτια.
Ο Νταβέλης έλαβε μέρος και στην επανάσταση του 1889. Μετά από αυτή την επανάσταση κυνηγημένος από τους Τούρκους ακολουθώντας τη μοίρα πολλών επαναστατών αναγκάστηκε να εγκαταλείψει πάλι τον τόπο του και έφυγε στην Αθήνα.
Εκεί συνέδεσε τ’ όνομά του με το θρυλικό κατόρθωμα που «σκότωσε το θεριό» στο Μαραθώνα.
Ο Χαρίσος έγινε αφορμή και για ένα πάθημα του επίσης γνωστού και πολυγραφότατου Σταύρου Κελαϊδή πατέρα του χρονογράφου των Σφακίων Πάρη Κελαϊδή.
Κι ας δούμε πως έγιναν τα γεγονότα.
Ήταν η επομένη του Προφήτη Ηλία, του 1914, όταν ο Σταύρος Κελαϊδής επισκέφτηκε πρώτη φορά τα Ρούστικα. Άγνωστος μεταξύ αγνώστων πήγε σ’ ένα καφενείο να πιει καφέ κι έπεσε πάνω σε μια ζωηρή συζήτηση. Θέμα της ημέρας ήταν η δολοφονία του διαδόχου της Αυστρίας στο Σεράγιεβο και το ενδεχόμενο του πολέμου που φαινόταν να πλησιάζει.
Άριστα ενημερωμένοι οι Ρουστικιανοί συζητούσαν όλες τις παραμέτρους και αντάλλασαν απόψεις, προκαλώντας εντύπωση στον επισκέπτη τους. Άλλοι υποστήριζαν ότι σε περίπτωση πολέμου θα έπρεπε και η Ελλάδα να πάρει θέση κι άλλοι πολύ απλά να «γυρεύουμε τη δουλειά μας».
Ένας παράξενος ηλικιωμένος «διπλός» άνδρας
«Στο σημείο αυτό της συζήτησης», γράφει ο Κελαϊδής, «έφτασε ένας μάλλον ηλικιωμένος, καλοστεκούμενος όμως από αυτούς που λέμε «διπλούς» άνδρες. Τετράγωνος και ρωμαλέος. Ακουμπούσε στους ώμους μια οζώδη κατσούνα και στα άκρα της είχε κρεμασμένες τις χερούκλες του. Το πουκάμισό του ήταν ανοικτό και άφηνε να φαίνεται το στήθος του, που έμοιαζε με το δέρμα της αίγας. Κάπως έτσι θα φανταζόμουν και τον Ησαύ.
– Ώρες καλές, φώναξε με ρωμαλέα φωνή.
– Καλώς τονε, απαντήσανε οι άλλοι και συνέχισαν τη συζήτηση που είχαν ανοίξει».
Αμέσως, συνεχίζει ο Κελαϊδής, πήρε μέρος κι ο νεοφερμένος προτείνοντας να πάνε όλοι στον πόλεμο ακόμα κι οι μεγάλοι σε ηλικία και το πολύ πολύ αν δεν μπορούν να κρατάνε όπλο ας καθαρίζουν… κρεμμύδια.
Ο Σταύρος άκουγε χωρίς να μιλά. Μέχρι που ζήτησε και ο νεοφερμένος τη γνώμη του.
Και τότε αποφάσισε να κάνει το ίδιο αστείο που συνήθιζε όταν ήθελε να πειράξει κάποιον ηλικιωμένο. Τι το ‘θελε;
«Καθίσετε μα το Θεό σας ήσυχοι εσείς οι γέροι», του είπε, «γιατί δεν είστε «χειρικάρηδες». Εκατό χρόνια πολεμάτε για την Ένωση. Πηγαίνατε στην κορυφή της Μαδάρας και παίζατε μερικές μπαλωθιές όθεν τη χώρα και λέγατε «πόλεμο εκάμαμε» κι ύστερα «μουτουλούκι».
Και σηκωθήκανε τα κοπέλια σας και σας είπαν: «Ένωση θέλετε; Πάρτε την. Θέλετε και τη Μακεδονία, τη Θράκη, την Ήπειρο και τα νησιά; Πάρτε τα. Εδά κι εδά. Πείτε το στα κοπέλια σας κι αυτά θα το κάμουν. Εσείς καθίστε φρόνιμα, γιατί «αντετά» δεν είστε τυχεροί».
Το πήρε κατάκαρδα
Ο γέρος έμεινε άναυδος. Δεν περίμενε αυτή την επίθεση. Το πήρε σοβαρά και κατάκαρδα.
«Νταγιάντα καπετάν Ξηρούχη», πετάχτηκαν οι άλλοι για να προλάβουν επεισόδιο. Ήξεραν πως ο ηλικιωμένος δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του.
Με το που άκουσε το όνομα ο Σταύρος πάγωσε. Τι γκάφα ήταν αυτή; Μίλησε έτσι σ’ έναν άνθρωπο που από παιδί άκουγε τόσα για τη λεβεντιά του και την απαράμιλλη γενναιότητά του; Πρόσβαλε τον άνθρωπο που από τόσος δα θεωρούσε κάτι μεταξύ Ηρακλή και Διγενή Ακρίτα. Θρύλος έγινε στη συνείδησή του ο καπετάν Ξηρούχης. Και τώρα τον είχε μπροστά του και μάλιστα τον είχε πικράνει, ενώ πρόθεσή του ήταν να αστειευτεί.
Ο καπετάνιος δεν φάνηκε πρόθυμος να συγχωρήσει. Πήρε βαριά την προσβολή. Μάταια προσπαθούσε ο Κελαϊδής να τον καλοπιάσει. Βράχος αυτός και βλοσυρός έδειχνε ότι μερικές προσβολές δεν συγχωρούνται εύκολα. Ο Σταύρος στην αρχή του είπε ότι είναι από την Αθήνα. Μάλιστα τόνισε το Ανννθήνα, τραβώντας επίτηδες το «ν» για να κάνει εντύπωση και να φανεί πως ένας ξενομερίτης μπορεί να κάνει και καμιά απρέπεια από άγνοια και μόνο.
Έλα όμως που ο Ξηρούχης δεν φάνηκε να τον πιστεύει. Τον κοίταξε μέσα στα μάτια και ξεστόμισε μια βαριά βρισιά που φυσικά δεν γράφεται.
Αποφασισμένος ο Κελαϊδής να επανορθώσει, ζήτησε να τον πάρει παράμερα για να του πει.
– Δεν θέλω κουβέντες τον έκοψε ο Ξηρούχης πάντα βλοσυρός και συννεφιασμένος.
Ο Σταύρος δεν το έβαλε κάτω, σαν γνήσιος Σφακιανός κι αυτός κι έτσι έπεισε τον Ξηρούχη να τον ακολουθήσει παράμερα. Όταν μείνανε μόνοι πήρε ύφος ο Κελαϊδής και λέει στον γέρο:
– Ίντα κάμεις μωρέ ξάδελφε.
Και βάλθηκε να του κάνει τις συστάσεις με πραγματικά στοιχεία αυτή τη φορά. Ο Ξηρούχης έδειχνε να μαλακώνει, ανακαλύπτοντας μια παλιά συγγένεια, αλλά και πάλι δεν έλεγε να ξεχάσει όσα είχε ακούσει προηγουμένως.
«Δεν σου ‘πρεπε να με προσβάλλεις μπροστά στσ’ ανθρώπους», του είπε.
Με την κουβέντα φύγανε σιγά σιγά τα σύννεφα. Θυμήθηκε ο Σταύρος κι ένα μεζέ που κρατούσε στην τσάντα του πήγανε μέχρι τη Μονή του Προφήτη Ηλία και παρακάλεσε να τον ετοιμάσουν. Το φαγητό έφτιαξε εντελώς τη διάθεση του Ξηρούχη. Κυρίως όταν ο Κελαϊδής εκμυστηρεύτηκε στον καπετάν Ξηρούχη ότι από παιδί τον θεωρούσε κάτι σαν ημίθεο και τον θαύμαζε απεριόριστα. Είχε μάλιστα ακούσει και για κάποιο μεγάλο του κατόρθωμα που τον είχε κάνει διάσημο. Ήταν τότε που σκότωσε ένα φοβερό θεριό.
Ο γέρος χαμογέλασε. Εξήγησε πως αυτά δεν είναι κουβέντες των αντρών. Κάθε ανδραγαθία είναι καθήκον κι όχι κατόρθωμα. Δεν πρέπει λοιπόν να ξεγιβεντίζεται ο άνδρας διηγώντας την.
Ο άλλος όμως επέμενε κι ο Ξηρούχης με πολλή σεμνότητα και αποφεύγοντας υπερβολές, άρχισε να του διηγείται.
Μπροστά στον όφι
Μετά την άτυχη επανάσταση του 1889, έφυγε μαζί με άλλους για την Αθήνα. Δεν είχε δουλειά, δεν είχε σκοπό, άρχισε κι αυτός να δοκιμάζει τη ρετσίνα με την παρέα του. Δεν τους άρεσε αλλά σιγά σιγά συνηθίσανε.
Ένα βράδυ ο Ξηρούχης βρέθηκε σε ένα χωριό έξω από τη Αθήνα με καλή παρέα και το ‘ριξαν στην κρασοκατάνυξη.
Εκεί που τα πίνανε κι ήρθανε στο κέφι, φτάνει ένας χωρικός άσπρος σαν την κιμωλία και φωνάζει έντρομος πως ξανάδε το θεριό. Αμέσως όλοι πάγωσαν στο άκουσμα.
Στην απορία του Ξηρούχη απάντησαν ότι ένα τρομερό θεριό τρώει τα ζώα των ανθρώπων κι κανένας δεν τολμά να το πλησιάσει. Έγινε έτσι με τον καιρό φόβος και τρόμος για τον τόπο.
Ο Ξηρούχης που είχε στο μεταξύ «κάνει κεφάλι» έτσι που τους είδε όλους ζαρωμένους, έβαλε τα γέλια. Και τους είπε πώς να μην τον λένε Ξηρούχη αν δεν πάει να το ξεπαστρέψει, ό,τι λογιώς θεριό κι αν είναι.
Οι άλλοι το πήραν στα σοβαρά, τον είδαν σαν σωτήρα. Και πρωί πρωί τον περίμεναν τσούρμο, άνδρες και γυναίκες με τη λαχτάρα στο βλέμμα ότι θα τους λευτερώσει.
Τότε συνήλθε ο Ξηρούχης και για μια στιγμή αναλογίστηκε τι είχε τάξει των ανθρώπων. Νίκησε όμως μέσα του ο Σφακιανός. Δεν θα ντροπιαζόταν λοιπόν. Ας πάθαινε ό,τι ήθελε ο Θεός. Αλλά τώρα δεν μπορούσε να κάνει πίσω.
Πήρε μια κουμπούρα διμούτσουνη, τη γέμισε κομμάτια μολύβι, γυαλιά, καρφιά και είπε στο όνομα του Θεού.
Μπρος αυτός πίσω ο λαός, ξεκίνησαν προς αναζήτηση του θηρίου. Όταν σταματούσε τον οδηγούσαν κάποιοι προς τα πού να τραβήξει, σύμφωνα με πληροφορίες που είχαν.
Και ξαφνικά βρέθηκαν μπροστά σε έναν όφι ίσαμε ένα δοκάρι.
«Για να πω την αλήθεια», αποκάλυψε ο Ξηρούχης στον Κελαιδή, «εκείνη την ώρα τα… χρειάστηκα όπως τον είδα να έρχεται βολοσερτός καταπάνω μου. Μην ξεχνάς, που λέγανε κι οι παλιοί μας, πως δεν εγεννήθηκε άντρας που να μην τρομάξει θωρώντας όφι. Λέγανε όμως και πως «του όφι τρέχει το μολύβι …».
Έτσι ο καπετάν Ξηρούχης πυροβόλησε και με τις δυο κάνες και πέτυχε τον όφι στο στόμα. Το θηρίο άρχισε να σπαρταρά κι εκείνος έπεσε ανάσκελα.
Ο λαός άρχισε να τον αποθεώνει μόλις ο όφις έμεινε ασάλευτος. Σειρά πήρε ο αθηναϊκός τύπος κι έτσι ο Ξηρούχης έγινε διάσημος για το κατόρθωμά του αυτό.
Το ‘μαθε κι ο Βασιλέας και ζήτησε να τον γνωρίσει από κοντά. Ο Ξηρούχης ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα κι άκουσε με σεμνότητα τους επαίνους για το κατόρθωμά του. Όταν ο βασιλιάς τον ρώτησε τι χάρη θα ήθελε εκείνος, χωρίς να χάσει καιρό του ζήτησε άδεια για να κυκλοφορεί με τα άρματά του.
«Η ανθρωπιά μου είναι τ’ άρματά μου»
«Βασιλιά μου, πολυχρονισμένε», του είπε «έμπλεξα με τσι «σταυρωτήδες» (τους έλεγαν έτσι επειδή φορούσαν στο αριστερό χέρι ένα περιβραχιόνιο με ένα σταυρό). Όπου με δουν μου κάνουν παρατηρήσεις. Μα εμένα η ανθρωπιά μου είναι τ’ άρματά μου. Άμα ξαμαρτωθώ τα χάνω όλα. Να μου δώσεις λοιπόν ένα χαρτί από τη χέρα σου και να τους διατάζεις να μου επιτρέψουν να τα κρατώ. Άλλο πράμα δεν θέλω».
Γέλασε τότε ο Βασιλέας κι έκανε το χατίρι του χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Ο Σταύρος Κελαϊδής ασχολήθηκε αρκετά με την αναζήτηση στοιχείων γύρω από τον ήρωα καπετάν Ξηρούχη. Μια φωτογραφία του αναζητούσε παντού. Μάταια τον έβαλαν να ψάξει τον ιερομόναχο Γερμανό, που μόναζε στη Μονή Πρέβελη, ανιψιό του Ξηρούχη. Ούτε εκείνος είχε. Τελευταία πληροφορία ήταν πως θα εύρισκε φωτογραφία του ήρωα στο ηρώο Μονή Αρκαδίου. Αλλά δεν ξέρουμε αν τα κατάφερε να τη βρει.
Για τον ήρωα αυτό είχε μια ακόμα πληροφορία ο Κελαϊδής από τη χήρα Ιωάννου Τσουδερού στο Σπήλι, που πέθανε γύρω στα 1932.
Όπως είχε διηγηθεί στον Κελαϊδή, νύφη την είχε χορέψει ο καπετάν Ξηρούχης κι όπως έπαιξε μια «πατιά» έσπασε μια πλάκα στο πλακόστρωτο.
Δίκιο είχαν επομένως όσοι του απέδιδαν υπερφυσικές δυνάμεις.
Έτσι από ένα πάθημα του Σταύρου Κελαϊδή που με τόση χάρη περιέγραψε σε χρονογράφημά του, γνωρίσαμε κι εμείς τον καπετάν Ξηρούχη που έγινε θρύλος με τα κατορθώματά του και το ηράκλειο παράστημά του.
Ο Νταβέλας Ξηρούχης Χαρίσσης, σύμφωνα με τη δασκάλα Μαρία Σταμαθιουδάκη, που τον είχε γνωρίσει και έμαθε από τον ίδιο το βίο και τα κατορθώματά του πέθανε στην Καλή Συκιά το 1924 σε ηλικία 88 ετών. Μέχρι το τέλος της ζωής του είχε διατηρήσει την οξύτατη κρίση του αλλά και το μεγαλειώδες παράστημά του.
Η δασκάλα αναφέρει επίσης ότι είχε δυο γιους που ο ένας σκοτώθηκε και ο άλλος πέθανε μάλλον από φυσικά αίτια.
Πηγές:
Γιάννη Ανδρέα Πολυράκη: Ο Χαρισοξηρούχης ένας άγνωστος ήρωας
Μαρίας Σταμαθιουδάκη: Ο Νταβέλας ή Ξηρούχης Χαρίσσης. Από την Καλή Συκιά Ρεθύμνης
«Βήμα» (Νοέμβριος του 1933)
Εύας Λαδιά: Το πάθημα του Κελαϊδή