Στα Σαράντα της
Πέρασαν κιόλας 40 ημέρες από τότε που τόσο πρόωρα μας άφησε
για πάντα.
Και μεις που τη συνοδέψαμε στην τελευταία της κατοικία κι
ευχηθήκαμε ναναι ελαφρύ το χώμα που τη σκέπασε δεν μπορέσαμε
ως τώρα να συνειδητοποιήσομε τον χαμό της.
Θαρρούμε πως ακόμα τη βλέπουμε να περπατά στο δρόμο βιαστική,
όπως τότε που έτρεχε πλάι σ’ αυτόν που υπέφερε για ν’ απαλύνει
τον πόνο του.
Σε κάθε φωτεινό χαμόγελο κοντοστεκόμαστε. Σε κάθε καθάρια
φωνή ανασκιρτάμε. Όμως δεν είναι εκείνη.
Κι όσο προσπαθούμε να το παραδεχτούμε πως δεν θα την
ξαναδούμε ανάμεσα μας τόσο πιο μεγάλο μας φαίνεται το κενό της
απουσίας της.
Μα κι αν το πάρουμε ποτέ απόφαση και αν παραδεχτούμε τελικά
πως άνοιξε τ’ αγγελικά φτερά της σ’ έναν κόσμο, αλλιώτικο απ’
αυτόν που ζούμε πάντα μέσα μας θα σιγοκαίει άσβητο το κερί της
μνήμης που θα μείνει αιωνία.
Ε.Λ