ΣΗΜΕΡΑ τα τραγούδια σου θυμήθηκα και πάλι
καθώς γλυκά με κοίμιζες στην τρυφερή σου αγκάλη
Μπρος στον καθρέφτη κοίταζα το δέντρο που χεις στήσει
και το καμάρωνα κρυφά. Κάτσε να σε δροσίση που τόσο πια κουράστηκες.
Ετούτες τις ελπίδες που’χω τις βλέπω απάνω σου βαθιές να΄ναι ρυτίδες.
Τις χάραξαν οι έγνιες μου καθώς μ΄αναβαστούσες.
Ω πώς τα χείλη ζάρωσαν που μίλειες και γελούσες
κι΄έσπασε εκείνο το βιολί που ΄μοιαζε στην φωνή σου.
Γύρω σου να, τα χέρια μου κι΄έλα τώρα κρατήσου.
Στον κήπο μας να κάτσουμε. Τη μουσμουλιά να δούμε.
Πόσο και αυτή μεγάλωσε! Για τα παλιά να πούμε :
Για τους καημούς μας, τη δουλειά, για τα παιδάκια τ’ άλλα
που μάθαινες γραμματική σα δούλευες δασκάλα.
Για το σχολειό , το θέατρο στερνά την Αλβανία
που μου στεκόζουνα ζερβά, δεξιά μου η Παναγία.
Δε μου ζητάς ανταμοιβή, το βλέπω στη ματιά σου,
στο ζαρωμένο χέρι σου που μήτε μου τ’απλώνεις.
Φεύγω… κι’ αν δεν το θυμηθώ το δάσκρυ είναι βαθιά σου.
Κι΄αν στο φιλώ, με άγιες ευχές ευθύς με στεφανώνεις.
Θ. ΚΩΤΣΟΠΟΥΛΟΥ