ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Ήταν τελευταίες ημέρες του Αυγούστου όταν πήρα την απόφαση. Ήταν δύσκολη. Δεν ήταν η καλύτερη επιλογή. Έπρεπε όμως κάτι να κάμω. Κάπου να σταδιοδρομήσω. Ζούσα σε μια μικρή φτωχή πόλη. Οι προοπτικές για ένα νέο με τις δικές μου οικονομικοκοινωνικές συνθήκες ήταν περιορισμένες, οι πιθανότητες για προκοπή ελάχιστες, ο χρόνος πιεστικός. Έπρεπε να ενημερωθώ, να προετοιμαστώ… Δεν υπήρχε ο χρόνος. Το υπεραισιόδοξο του χαρακτήρα μου και η νεανική επιθυμία μου να γνωρίσω όσα άκουα και δεν έβλεπα οδήγησαν τα βήματά μου .

Ανήμερα του Τιμίου Σταυρού πήγα στο χωριό του πατέρα μου, στην Καρέ, για ένα προσκύνημα στην εκκλησιά που γιόρταζε. Έμεινα και στο χορό, που στήθηκε το απόγευμα στο καφενείο του Στρατή στην πλατεία. Το γλέντι άρχισε από νωρίς. Λύρα έπαιζε ο γερο – Μαρκογιώργης με λαουτιέρη τον πασίγνωστο γιό του Γιάννη – Μαρκογιάννη.

Με τη δύση του Ηλίου ο κόσμος έγινε πολύς, το φαγοπότι, ο χορός κοντά στα μεσάνυχτα ήρθαν στο κατακόρυφο. Η βουνίσια γιορταστική ατμόσφαιρα ήταν φανταστική, αλλά εγώ είχα στο νου μου το ταξίδι της επόμενης ημέρας. Όταν άρχιζε να χαράζει ασυναίσθητα έγειρα το κεφάλι και με πήρε ο ύπνος στην καρέκλα…Το ημερολόγιο έδειχνε 15 Σεπτεμβρίου 1953.Με το πρώτο αγοραίο αυτοκίνητο αποχαιρετούσα την Καρέ. Το απόγευμα θα έμπαινα στο πλοίο και για πρώτη μου φορά θα απομακρυνόμουν από την αγαπημένη μου Κρήτη.

Μια βαλίτσα με τα ρούχα μου, μια χαρτόκουτα με τα βιβλία μου και ένα κοφίνι με τυρί, αθότυρους και άλλα Κρητικά παραδοσιακά πεσκέσια ήταν οι αποσκευές μου.

Στο μυαλό μου στριφογύριζαν οι συμβουλές και οδηγίες των δικών μου για το ταξίδι.

Η θάλασσα στο Ρέθυμνο ήταν σχετικά ήρεμη. Το πλήρωμα της μεγάλης βάρκας, που μας μετέφερε στο ‘Α/Ρ ΑΝΔΡΙΑΣ’ που παρέμενε αρόδο 200 μέτρα περίπου έξω από το μικρό ενετικό λιμάνι, μας βοήθησε να ανεβούμε με ασφάλεια την εξωτερική μεγάλη ανεμόσκαλα.

Ζούσα από κοντά αυτό που ως τώρα είχα στη φαντασία μου. Έβαλα τις αποσκευές μου σε μια σωσίβια λέμβο, το μόνο άδειο μέρος που βρήκα, τις σκέπασα με το χοντρό μουσαμά της βάρκας και κίνησα για ένα γύρο στο μεγάλο καράβι.

Δεν μπόρεσα να μπω στους κλειστούς χώρους, γιατί απαγορευόταν η είσοδος σε επιβάτες της Γ΄ θέσεως και αρκέστηκα να δω όσα έφτανε το μάτι μου στο κατάστρωμα. Περπάτησα ένα γύρο διερευνητικά. Οι συνεπιβάτες μου στην τρίτη θέση ήταν πολλοί. Άλλοι κάθονταν πάνω σε κουβέρτες πρόχειρα απλωμένες και άλλοι είχαν κιόλας ξαπλώσει πάνω στα ενσωματωμένα στο πλοίο κασόνια, που υποθέτω ότι ήταν γεμάτα με σωσίβια. Οι πιο πολλοί, για να κρατήσουν τη γωνιά τους είχαν τοποθετήσει επιδεικτικά παντού τσάντες και καλάθια. Είχαν απλώσει την αρίδα, με ένα περιοδικό ή μια εφημερίδα στα χέρια… Το πλοίο σε πολύ λίγο τραβούσε άγκυρα και έπλεε για το μεγάλο λιμάνι της Σούδας. Εδώ επιβάτες για αποβίβαση ήταν ελάχιστοι, ενώ, αντίθετα ένα τσούρμο ανθρώπων μπήκαν στο καράβι τρέχοντας, με θόρυβο στην σπουδή τους να βρουν μια θέση στο κατάστρωμα. Αυτή η τραβάγια κράτησε όσο το βαπόρι ήταν δεμένο στην προβλήτα. Με το ξεκίνημα, στα ήρεμα νερά της Σούδας, όλα ηρέμησαν και δημιουργήθηκε μια ατμόσφαιρα υπνοδωματίου.

Κινήθηκα πάλι με σκοπό να έχω μια άποψη και για τις άλλες, τις ακριβές θέσεις, αλλά ένας καλοντυμένος καμαρότος δεν μου το επέτρεψε… Αρκέστηκα σε ότι μπόρεσα να διακρίνω μέσα από τις θαμπές τζαμένιες πόρτες… Δεν ένιωσα στενοχώρια… Ήμουν «Λαός εκ πεποιθήσεως».

Το φως της ημέρας είχε χαθεί πριν ακόμα το πλοίο ξανοιχτεί στο πέλαγο και εγώ, κουρασμένος από την εξαντλητική εξερεύνηση γύρισα στις αποσκευές μου. Δεν έβλεπα μέρος για να ξαπλώσω και αποφάσισα να μπω μέσα στη σωσίβια λέμβο, που είχα τις αποσκευές μου. Σκέπασα το σώμα μου με τον μουσαμά της βάρκας και προσπάθησα να κοιμηθώ. Το πλοίο έπλεε ακόμα σε ήρεμα νερά. Γρήγορα όμως διαπίστωσα πως είχα κυριολεκτικά παγώσει, ενώ ψηλές σταγόνες νερού έπεφταν στο μέτωπό μου. Υπέθεσα ότι είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει, αλλά ήταν σταγονίδια από τα θαλάσσια κύματα. Το πλοίο είχε πάρει ρότα στο ανοικτό πέλαγο και η θάλασσα είχε χάσει την πρώην ηρεμία της. Βγήκα από τη βάρκα και τότε πρόσεξα πως κυριολεκτικά κρεμόμουν λίγα μέτρα πάνω από τα κύματα… Σκέπασα με το μουσαμά τις αποσκευές μου, βρήκα μια γωνιά και κάθισα στριμωχτά στο κατάστρωμα. Εδώ δεν με έβρισκε ο υγρός αέρας και έλεγχα οπτικά τις αποσκευές μου…

Ξημέρωνε 16 Σεπτέμβρη. Ημέρα των γενεθλίων μου. Αυτή η σύμπτωση της ημερομηνίας της γέννησής μου με την ημερομηνία του πρώτου ταξιδιού μου δεν με απασχόλησε τότε. Δεν γιορτάζαμε τότε γενέθλια. Το έθιμο της γιορτής των γενεθλίων με τούρτες και κεράκια μας ήρθε αργότερα από την Ευρώπη. Στην Ελλάδα γιορτάζαμε μόνο την ονομαστική μας γιορτή σύμφωνα με το ορθόδοξο εορτολόγιο.

Ξημερώματα δε χόρταινα να βλέπω τα φωτισμένα από την Ανατολή του Ηλίου βουνά του Σαρωνικού, μα περισσότερο εντυπωσιάστηκα σε πολύ λίγο, όταν εμφανίστηκαν τα κτίρια και τα φουγάρα των εργοστασίων που εναλλάσσονταν στο κινούμενο τοπίο της μεγαλούπολης, που είχα δει μόνο σε μαυρόασπρες ταινίες του σινεμά…

Έπιασα κουβέντα με ένα συνταξιδιώτη μου από το Ρέθυμνο, που λόγω επαγγέλματος έκανε πολλά ταξίδια και ήξερε την οικογένειά μου. Μου έκανε ένα είδος ξενάγησης της απέναντι ακτής και εγώ του εξήγησα το σκοπό του ταξιδιού μου. Συμφωνήσαμε και πήραμε από κοινού Ταξί για τη μεταφορά μας στην Αθήνα. Εκείνος κατέβηκε κάπου στην Ηλιούπολη, ενώ εγώ συνέχισα για το Βύρωνα. Στην άγνοια και την απειρία μου αυτός ο συμπατριώτης αποδείχτηκε ένας καλός σύντροφος και συμπαραστάτης.

Γύρω στις 10 το πρωί έφτασα με το Ταξί στην οδό Ευαγγελικής Σχολής και ο ταξιτζής, ευγενέστατος, με βοήθησε να τοποθετήσω τις αποσκευές μου μπροστά στη σιδερένια εξώπορτα της μικρής ισόγειας μονοκατοικίας. Χτύπησα το κουδούνι και το πόμολο της πόρτας χωρίς να πάρω απάντηση. Είχα στείλει τηλεγράφημα για την άφιξή μου και δεν περίμενα ποτέ να βρω την πόρτα κλειστή.

Έριξα μια ματιά γύρω. Ένα μικρό καφενεδάκι, ένα μεταλλικό τραπεζάκι στο πεζοδρόμιο και τρεις ταξιτζήδες έπιναν τον καφέ τους, ενώ τρία μαύρα, τετράγωνα, προπολεμικά Ταξί έκαναν πιάτσα. Τα γύρω σπίτια, όλα ήταν ισόγεια ή μέχρι δύο ορόφων.

Μια ηλικιωμένη γυναίκα καθόταν στο ανοιχτό παράθυρο του διπλανού σπιτιού.

Πλησίασα . Γαλήνια, και με καλοσύνη η συμπαθέστατη γυναίκα μου είπε πως είχε δει πριν λίγη ώρα τη γειτόνισσά της θεία μου που έφευγε και της είπε πως θα πήγαινε επίσκεψη στον αδελφό της στο Μοσχάτο. Η θεία μου, όπως αργότερα μου εξήγησε είχε λάβει το τηλεγράφημα αλλά θεώρησε πως η άφιξή μου θα ήταν την επομένη ημέρα.

Όλα έδειχναν πως η επιστροφή της θείας μου θα καθυστερούσε και δεν ήθελα αυτή η πρώτη μέρα μου στην Αθήνα να περάσει άσκοπα.

Ζήτησα από την κυρία με πολλή ευγένεια να μου επιτρέψει να τοποθετήσω προσωρινά τις αποσκευές μου στην είσοδο του σπιτιού της, έκανα μια μικρή βόλτα στη γειτονιά και αφού είχα χρόνο, πήγα στη στάση, πήρα το πρώτο λεωφορείο και κατέβηκα στο τέρμα, στην οδό Σίνα.

Η Αθήνα ήταν πανέμορφη. Τα κτήρια, όλα σχεδόν της εποχής του μεσοπολέμου, τα λευκά μάρμαρα, η Ακαδημία, το Πανεπιστήμιο, η Βιβλιοθήκη, τα τροχοφόρα, τα λεωφορεία της εποχής, τα κίτρινα και τα πράσινα Τραμ, ο τροχονόμος με τη λευκή καλοκαιρινή κάσκα του, οι πεζοί, η ζωντάνια στον ευρύτερο χώρο με άφησε έκθαμβο.

Γύρισα στο σπίτι και τις αποσκευές μου. Η θεία δεν είχε επιστρέψει ακόμα και η κυρία της διπλανής πόρτας συμφώνησε μαζί μου να γνωρίσω και την άλλη συγκοινωνία με λεωφορείο, που είχε τέρμα το Μοναστηράκι… Η δεύτερη αυτή ‘περιοδεία’ μου με οδήγησε στο κέντρο της εμπορικής ζωής και ζωντάνιας της αγοράς της μεγάλης πόλης. Από τις πρώτες κιόλας ώρες στην Αθήνα είχα πάρει μια γεύση της κοινωνικής και εμπορικής ζωής της.

Η θεία Ελισάβετ ήταν στην πόρτα και με υποδέχτηκε με την άπλετη, ζεστή και πάντα ανοιχτή αγκαλιά της. Το σπουργίτι είχε κάμει τα πρώτα του φτερουγίσματα.

ΑΝΤΩΝΗΣ Β. ΣΤΕΦΑΝΑΚΙΣ

Αφήστε μια απάντηση