Ιστορικό τραγούδι
Το ιστορικό τραγούδι που παραθέτουμε είναι του Μιχαήλ Εμμ. Κατσαντώνη ,του επωνομαζόμενου από τους χωριανούς του Σφηνιά
Απαγγέλθηκε (από τον ίδιο) στο πρώτο 40νθήμερο μνημόσυνο των εκτελεσμένων Ανωμεριανών.
Το άκουσμά του προκάλεσε ρίγη υπέρτατης συγκίνησης και τα δάκρυα έτρεχαν κρουνοί από τους οφθαλμούς των πονεμένων και των παρευρισκόμενων στην ιερή τελετή. Το τραγούδι δεν είναι έντεχνο κατασκευασμένο Είναι το επακόλουθο πρωτογενούς έμπνευσης, ξέσπασμα δικαιολογημένης αγανάκτησης ,μοιρολόι αληθινό ,για την αναπάντεχη και απερίγραπτη συμφορά στο Κέντρος. Το εμπνεύστηκε λίγες μέρες μετά την καταστροφή ,σε ώρες περισυλλογής και μεγάλης θλίψης, αγναντεύοντας προς τον Ψηλορείτη από το Ανωμερειανό μιτάτο, της πετρόκουρτας που είχε καταφύγει μ’ όσους απόμειναν από την οικογένειά του. Γιατί από τους Γερμανούς στις 22 Αυγούστου 1944 εκτελέστηκαν στο Άνω Μέρος ο πατέρας του Μανόλης Κατσαντώνης και δυο αδέλφια του ,ο Γιώργης φοιτητής της Νομικής και ο Στέλιος βοσκός. Προηγουμένως είχε πέσει ηρωικά μαχόμενος στη Μάχη της Κρήτης στο Ρέθυμνο άλλος αδελφός ο Αντώνης Κατσαντώνης ,χωροφύλακας. Το κακό έχει συνέχεια. Στις 22 Αυγούστου εκτελέστηκε και ο σύζυγος της αδελφής του –Ολυμπίας-Διονύσιος Χανδράκης.
Από το δράμα της οικογένειας του Μιχάλη Κατσαντώνη έρχεται στο νου μου μια άλλη εξίσου τραγική στου Γερακάρη με πέντε επίσης νεκρούς. Τρεις γιους στους πολέμους, γιο και γαμπρό από το Ολοκαύτωμα. Του Σταυρουλή Ι.Κουτελιδάκη ,παντρεμένου μάλιστα με Ανωμεριανοπούλα ,την Αργυρή ,κόρη του προεστού στο Άνω Μέρος Παναγιώτη Καλλέργη ,παντρεμένου κι αυτού με Γερακαριανοπούλα ,τη Χρυσή ,κόρη του παπα Γιώργη Γενεράλι.
Σπύρος Α. Μαρνιέρος
Το Κέντρος έχει καταχνιά ,το Κέντρος είν’ στα μαύρα
γιατί δεν έχει πια χωριά, μόνο του Χάρου λαύρα.
Γύρω τριγύρω στο βουνό, οκτώ χωριά χαθήκαν
σαράντα νιοι κάθε χωριού σφαγήκαν και καήκαν .
Εις το σαράντα τέσσερα στ’ εικοσιδυό τα’ Αυγούστου
την Τρίτη το ξημέρωμα γίνη το πράγμα τούτο
Αποβραδίς στσ’ είκοσι μια κλαίνε τα νυκτοπούλια
τ’ αστέρια θαμπωθήκανε και διασκορπίστ’ η πούλια.
Και τα σκυλιά ουρλιάζανε κι ανατριχίλα πιάνει ,
μα πάλι απ’ όλα τα χωριά κανείς δεν κακοβάνει.
Ανύποπτα πρωί πρωί βρίσκονται κυκλωμένα ,
από βαρβάρους Γερμανούς, θηρία ‘γριεμένα.
Ορμούνε μέσα στα χωριά σαν πεινασμένοι λύκοι
κι ετρέμανε τα έμψυχα κι ετρέμανε κι οι τοίχοι
Άλλοι μαζώνουν πράγματα να κλέψουν και να φάνε
κι άλλοι τσ’ ανθρώπους σπρώχνανε εις τα σχολειά να πάνε.
Αφού τους εμαζώξανε διαλέγουνε και κλειούνε
σαράντα νιους κάθε χωριού κι ευθύς τους εκτελούνε.
Δεν κελα(η)_δούνε τα πουλιά δεν τραγουδούν τ’ αηδόνια
δεν έρχονται της άνοιξης όμορφα χελιδόνια.
Να βρουν τα σπίτια τα έμορφα τ’ αρχοντοκαμωμένα
να μπουν να κτίσουν τις φωλιές ως ήταν μαθημένα.
Δεν γίνουνται ξεφάντωσες ,γλέντια ούτε παρέα ,
από γερόντους σεβαστούς ούτ’ από νεολαία.
Μόνο κοράκια κάθουνται ,πουλιά καταραμένα,
στα σκοτεινά ερείπια τα ολοματωμένα.
Κάθε διαβάτης που περνά φοβάται να περάσει
από τους δρόμους των χωριών μη τύχει και χαλάσει
τοίχος ψηλός που κρέμεται μαύρος ξεχασκισμένος
να βρει κι αυτός να ματωθεί ως είναι μαθημένος,
από τις βόμβες του εχθρού κι από τους δυναμίτες
απου σκεπάζουν τα κορμιά τους δοξασμένους Κρήτες.
Κι απογυρίζει και περνά ο ξένος άλλο δρόμο
και μπρος και πίσω του κοιτά με φόβο και με τρόμο
Καμιά καρδιά δε θλίβεται ούτε κανείς λυπάται
άμα δεν δουν τα μάτια του και τότε συλλογάται.
Να δει μες στα ερείπια μανάδες να θρηνούνε
κι άλλους να ξεσκαλίζουνε τίποτα για να βρούνε
απ’ τ΄αγαθά που ξέρανε πως είχανε στα σπίτια
και μόνο στάχτη βλέπουνε και δέρνουνε τα στήθια.
Ξένε διαβάτη που ‘τυχε ο δρόμος να σε βγάλει
εις τ’ Άνω Μέρος τ’ όμορφο μην τύχει κι έρθεις πάλι
Γιατί δεν θάβρεις πια χαρά ,ούτε φιλοξενία
μόνο το άχι και το βάχ μεγάλη δυστυχία.
Προχώρησε και μη σταθείς Δρυγιές,Βρύσσες, Καρδάκι
και στ’ άλλα όμορφα χωριά Σμιλέ ,Γουργούθους ,Γερακάρι
γιατί κι αυτά τα κάψανε δεν έμεινε δοκάρι
Δεν είναι πια όπως τάξερες ,χωριά καμαρωμένα
με τα κρυγιά ντωνε νερά ,κεράσια γινωμένα
Κλαίει το Κέντρος και θρηνεί σ’ ανατολή και δύση
για το χαμό της Κοξαρές, Σαχτούρια, Κρύα Βρύση
Κι από το κλάμα το πολύ κι από τα μοιρολόγια
ο Ψηλορείτης τ’ απαντά και δείχνει του τ’ Ανώγεια
Κι αυτά τ’ Ανώγεια τα όμορφα που τάχα πια καμάρι
πουν τα; Που ν’ τα Βοριζοκάμαρα, Λοχριά, Μαργαριτάρι;
Τώρα μονάχα η ερημιά κι η νέκρα τα πλακώνει
δεν κράζει μπλιό ο πετεινός δεν καληδεί τ’ αηδόνι
Μα πάλι κάνω υπομονή και στέκω με καρτέρι
να πάρωμε εκδίκηση με το δικό μας χέρι
Της Κρήτης τ’άγια χώματα τα αιματοβαμμένα
αφήκανε παραγγελιά ,χώρια στο κάθε ένα :
Ανάθεμα στον Κρητικό ώστε να ζει να τόχει
όπου κι αν δη το Γερμανό και δεν τονε σκοτώσει
Άνω Μέρος Αύγουστος 1944
ΜΙΧ. ΕΜΜ. ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ