Διπλά γιορτάσθηκε Άης Βασίλης εκείνη την Πρωτοχρονιά στη
γενέτειρα τ’ Αλέκο. Το 1919 ήταν. Στην τελευταία \Δημοτικού φοιτούσε.
Δασκάλα του, η Κατερίνα Γεωρβασάκη. Εφημέριος ο παπά Αντώνης.
Έχουν πεθάνει αμφότεροι. Έδωσαν και πήραν οι χειραψίες, με
ανταλλαγή ευχών, μετά την απόλυση της λειτουργίας. Στον περίβολο του
ναού Αγίας Ειρήνης.
– Χρόνια πολλά Κυρά Δασκάλα.
– Καλό 1919 παπά Αντώνη.
Δεν έλειπε χωριανός από τη λειτουργία. Όπως πάντοτε κάμποση ώρα
συζητούσαν καθ’ ομάδες. Εμείς τα σχολιαρόπαιδα, σκορπισμένα
ανάμεσα στους μεγάλους, περιμέναμε να διαλυθούν για να εξορμήσωμε
στις γειτονιές για την «καλή χέρα».
Κάποτε με παίρνει το μάτι του μπάρμπα Σύμβουλου. Του άρεσε να με
αστειεύεται του μπάρμπα Μιχάλη.
– Αλέκο, μου φωνάζει. Ίντα στέκεις επαδά ακόμη. Αν αργήσης δεν θα
φτάξης ούτε την ουρά. Από το πρωί μοιράζει ο μπάρμπας σου Αγγελής.
Σφίξε να προλάβεις μερτικό, αν θέλης να σου κοκκιάση και μαντινάδα.
– Ίντα γίνηκε; Ψόφησε η γαϊδούρα, ρώτησε ο γέρο Λαμπάκης ο
Μεντεσές; Ας πάω να αρδινιάσω το σασεπώ.
***
Ημέρες τώρα ψυχαρραγούσε η γαϊδούρα του Αγγελή. Από κρύο και
πείνα. Κακή διατροφή και κακή σταύλιση. Ψόφια την βρήκε ο Αγγελής
την αυγή. Χωρίς να χάση καιρό ειδοποίησε τους γειτόνους. Για το «ξόδι»
είχαν πάει στην εκκλησία. Το είπε στις οικοκυρές που μαγείρευαν.
– Ένα χέρι θα δώσουν να πάμε την «Τριανταφυλλιά» στην κοπράνα.
Πρωτοχρονιά είναι. Δεν κάνει όμως μαρουβά. Ως ταυτέρου (αύριο) θα
μυρίση. Σήμερα πρέπει να την κηδέψωμε. Τριανταφυλλιά, έλεγε την
γαϊδούρα!
Αφού γευμάτισαν μετά την εκκλησία, συγκεντρώθηκαν στο σπίτι τ'
Αγγελή: Ο Στελιανός ο χαρκιάς. Ο Μιχάλης ο σύμβουλος. Ο
Βιτωροσπυρίδος. Ο Βιτωρομανώλης. Ο Βιτωρογιώργης. Ο
Πλαπλαδομανώλης. Κι η Αμπλαούζα, ο Αμερικάνος. Ήταν κι ο ίδιος
Αγγελής. Οκτώ το όλον. Δυο βάρδιες. Είχε φτιάξει ένα τελλάρο. Είδος
καδελλέτου. (φερέτρου). Τοποθέτησαν κι έδεσαν τη γαϊδούρα επάνω στο
τελλάρο. Τη σήκωσαν στους ώμους ανά τέσσαρες. Κίνησαν για την
κοπράνα.
Το νεκροταφείο των ζώων. Δεν ήταν μακρυά. Αλλά, πολύ ανηφόρα
και κακοτοπιά. Πολλές φορές αντάλλαξαν θέσεις μέχρις ότου έφθασαν
στην κορυφή. Εκεί ήταν επίπεδο το μέρος. Και εκτεταμένη θέα. Ιδία προς
το Σπήλι. Όταν έφτασε το ψοφίμι βρήκαν εκεί και περίμεναν τους
επίσημους. Πήγαν για σεΐρι (ψυχαγωγία). Ο παπάς, η δασκάλα, οι
ψάλτες, οι επίτροποι, ο Δήμαρχος, και πολλοί άλλοι. Κυρίως για να
ακούσουν τις ρίμες του Αγγελή. Όταν ψοφούσαν οι γάιδαροι των άλλων
αυτός σύνθετε τις σκωπτικές ρίμες. Τώρα θα ‘χει κουράγιο να συνθέση;
Για κάθε ενδεχόμενο είχε ετοιμάσει ο άλλος ριμαδόρος ο Δημήτρης
Τζώρτζης. Σαν την απόθεσαν με τη σειρά είπε του καθενός τη δική του.
Κανένας, δεν έμεινε παραπονεμένος. Ούτε ο ίδιος ο Αγγελής.
Δεν θυμάμαι τις μαντινάδες. Πλέον του μισού αιώνα είναι από τότε.
Αξίζει μόνο να αναφέρω πως κάθε φορά που ψοφούσε κανένα ζώο
διασκέδαζαν με τα αστεία. Έκοβαν μερίδες το σφακτό δήθεν. Κι έπαιρνε
ο Άλφα το μηρό. Ο Βήτα την κουτάλα. Ο Γάμα το κεφάλι. Ο Δέλτα τα
πόδια. Ο Έψιλον την ουρά κλπ. Το κάθε κομμάτι συνοδευόταν με το
ανάλογο δίστιχο.
Α.Σ.Σ.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΚΗΣ