Είκοσι δυό οκτώ σαράντα τέσσερα
πικρή και θλιβερή χρονολογία
Τρίτη , Δρυμάρης μήνας, χρόνος δίσεκτος
μέρα αποφράδα ,νύχτα Βαλπουργία
τάγμα δαιμόνων στ’ άγρια μεσάνυχτα
περνά του Σατανά η συνεργία.
Ζώνουν του Κέντρους τα χωριά περίγυρα
εφτά απ’ αυτά που πέφτουνε στ’ Αμάρι
Βρύσες, Δρυγιές ,Σμιλέ, Καρδάκι, Γούργουθους
και τ’ Άνω Μέρος με το Γερακάρι.
Κι ένα χωριό του Αη Βασίλη ξέχωρο
την Κρύα Βρύση αντίγυρα μπλοκάρει.
Χαράματα ξετέλεψε η τύλιξη
και δάγκασε το φίδι την ουρά του
κι έκλεισε ο κύκλος ο στερνός της κόλασης
ο κύκλος της φωτιάς και του αιμάτου
κι από τριγύρω σκούζαν κακοσήμαδα
τα μαύρα νυχτοπούλια του θανάτου.
Σαν ναταν το σημάδι για την έφοδο
ορμούν στα σπίτια του χωριού οι φονιάδες
σπούνε με τα κοντάκια τα πορτόφυλλα
και μπαίνουν στα κατώγια και στσ’ οντάδες
κι αρπούν τους άντρες απ’ τα γυναικόπαιδα
γιους κι αφεντάδες κόρες και μανάδες
Σαν πειρατές που πιάσανε στον ύπνο τους
τους σκλάβους και τους σέρνουν και τους παίρνουν
με κοντακιές και με σουγγιές τους σπρώχνουνε
και με λαχτές και με μπηχτές τους δέρνουν
και καταπληγωμένους κι ολομάτωτους
στης εκκλησιάς τον πέργιαυλο τους φέρνουν.
Απης και αποξετέλεψεν η μάζωξη
τους πιο λεβέντες άντρες ξεχωρίζουν
και σ’ ένα στάβλο με χωρίς παράθυρα
τους πάνε σα σφαχτά και τους μαντρίζουν
και τσ’ άλλους άνδρες με τα γυναικόπαιδα
απ’ το χωριό στη χώρα τους ξορίζουν
Αυτούς δετούς δυο δυό μαζί τους παίρνουνε
στην άκρα του χωριού τους κουβαλούνε
μπροστά στον τοίχο ενός σπιτιού παράμερου
τους στένουνε και τους πυροβολούνε
και τ’ άψυχα κορμιά τους ολοτρύπητα
σωρό στο σπίτι μέσα τα πετούνε
Τύμβος το τουρλοσώρι από τα θύματα
στου Κέντρους τα οκτώ χωριά τ’ ανάρια
χώρια στο κάθε το χωριό ήταν είκοσι
τριάντα και σαράντα τα σφαγάρια
και σ’ όλα εκατόν εξήντα τέσσερα
με έξι γριές κοντά στα παλικάρια
Ύστερα με βενζίνη καταβρέξανε
το σπίτι μέσα κι έξω και τ’ άναψαν
και βαλαν δυναμίτες στα θεμέλια του
κι από της γης τον πάτο τ’ ανασκάψαν
και κάψαν μέσα στη φωτιά τα θύματα
και μέσα στα χαλάσματα τα θάψαν
Κι όταν η κάψη κι η ταφή ξετέλεψε
σαν σκυλευτές τα σπίτια διαγουμίζουν
Σα βέβηλοι αγιογδύτες κι ιερόσυλοι
τις εκκλησιές και τα σχολειά ξαφρίζουν
Σα βίλανοι κανίβαλοι και βάνδαλοι
τ’ άδεια ρημάδια καίνε και γκρεμίζουν
Κι απόμεινε στη μέση στα χαλάσματα
με δάκρυ αμιλητό να κλαίει η βρύση
κι η κουκουβάγια να θρηνά απονύκτερα
στης εκκλησιάς το μαύρο κυπαρίσσι .
Δε κλαίει για τα σπίτια που χαλάσανε
γιατί καινούργια πάλι θα τα χτίσουν
και θάρθουν άλλα αγαπημένα αντρόυνα
μετά από χρόνια να τα κατοικήσουν
και με των πρωτογιών τους τα ονόματα
τους σκοτωμένους όλους θ’ αναστήσουν.
Δεν κλαίει μήτε το σχολειό που γκρέμισαν
καινούργιο θα κτιστεί απ’ τα θεμέλια
και θα γεμίσει πάλι σκολιαρόπαιδα
συντροφιαστά κοπέλες και κοπέλλια
κι από τα διαβαστά και τα παιχνίδια τους
θ’ αντιλαλήσει από φωνές και γέλια
Δεν κλαίει για την εκκλησιά που κάψανε
θα χτίσουν πιο καλή και πιο μεγάλη
και θα γεμίζει κόσμο στα μνημόσυνα
να πλημμυρά κεριά το μανουάλι
Κι ύστερα απ’ τα πάθη και τη Σταύρωση
θα κάνει νεκρανάσταση και πάλι.
Μα κλαίει για τους δούλους τους αδούλωτους
που λευτεριά να δουν δεν αξιωθήκαν
και για ένα μήνα ακόμα που θα ρχότανε
αυτοί για τ’ όνομά της σκοτωθήκαν
κι από τη νύχτα της σκλαβιάς περάσανε
στου Άδη το σκοτάδι και χαθήκαν.
ΚΩΣΤΑΣ ΑΠΑΝΩΜΕΡΙΤΑΚΗΣ