Filed under: Λαδιά Εύα — Άγονη Γραμμή @ 9:16 πμ
«Πεθαίνει ο Άδωνης ο τρυφερός, και τώρα τι θα κάνουμε» αναρωτιέται η Σαπφώ σ’ ένα ποίημα της. Μα φυσικά το έθιμο «Χτυπάτε το στήθος σας κόρες και σκίστε τους χιτώνες σας».
Οι υποχρεώσεις των ζωντανών προς τους νεκρούς είναι ξεκάθαρες. Το θυμίζει έντονα στον Οδυσσέα ο Ελπήνορας, ο σύντροφος του που τσακίστηκε μεθυσμένος στο παλάτι της Κίρκης. «Μη φύγεις και μ’ αφήσεις άκλαυτο κι άταφο», του λέει, όταν τον συναντάει στην είσοδο του Κάτω Κόσμου.
Στην αρχαία Ελλάδα το κλάμα για το νεκρό ξεκινούσε από τον γόο, αυτοσχέδια τραγούδια από τους στενούς συγγενείς εμπνευσμένα από την οδύνη, και καταλήγουμε στο θρήνο, μελοποιημένες συνθέσεις που ερμηνεύονταν από μισθωμένους επαγγελματίες. Δεν ήταν σπάνιο και το φαινόμενο του καταναγκαστικού θρήνου ειδικά στις κηδείες βασιλέων ή τυράννων, όπου πολλοί μαστιγώνονταν για να βγάλουν δυνατές σπαρακτικές κραυγές.
Οι Χριστιανοί θεωρούσαν άπρεπο τον υπερβολικό θρήνο. Δεν περιορίζονταν να κατακρίνουν τις βιαιότερες συνήθειες, όπως το ξέσχισμα του προσώπου, το ξερίζωμα των μαλλιών και το σκίσιμο των ρούχων. Η εικόνα των γυναικών με τα σκισμένα ρούχα και τα στηθοκοπήματα θεωρήθηκε άσεμνη. Έφτασαν να θεωρούν το θρήνο συνήθεια εγωιστική και εγωκεντρική. Αλλά δεν τους πέρασε…
Το μοιρολόι, τραγούδι της μοίρας, παραδοχή του πεπρωμένου και του αναπόφευκτου θανάτου δίπλα στο σώμα του νεκρού, παρέμεινε προνόμιο των γυναικών, όπως και τότε…
Αναπόσπαστο κομμάτι της όλης μεταθανάτιας, ιεροτελεστίας-διαδικασίας, αποτελούν και τα μοιρολόγια, που είναι τραγούδια της Ελληνικής λαϊκής μουσικής παράδοσης, αναφέρονται και ως μοιρολόια, έχουν πένθιμο περιεχόμενο και τραγουδιούνται σε περίπτωση πένθους, κυρίως από γυναίκες συγγενείς ή συγχωριανές του νεκρού, καθώς επίσης από γυναίκες (μοιρολογίστρες ) που είναι εξειδικευμένες σ’ αυτό το είδος του τραγουδιού.
Η ετυμολογία της λέξης προέρχεται, μάλλον, απ’ το «λέγω τη μοίρα», το μοιραίο κακό, αν και, κατά τον Αδαμάντιο Κοραή, η προέλευση της θα πρέπει να αναζητηθεί στο έθιμο του μυρώματος του νεκρού (μυρολογώ = μυρώνω, κλαίω τον νεκρό), ο οποίος μάλιστα πρότεινε την ορθογραφία «μυρολόγι», η οποία πάντως δεν επικράτησε, πάντως παρόμοια θρηνητικά τραγούδια παρουσιάζονται σε όλους σχεδόν τους λαούς.
Τα μοιρολόγια της ελληνικής παράδοσης, έλκουν την καταγωγή τους από την αρχαιότητα. Οι θρήνοι που αναφέρονται στα Ομηρικά έπη, παρουσιάζουν καταπληκτική ομοιότητα με τα μοιρολόγια των νεοτέρων εποχών τόσο στο τελετουργικό, όσο και στο περιεχόμενο. Στο θρήνο για τον Έκτορα, ο Όμηρος αναφέρεται σε «αοιδούς» και «θρήνων εξέρχους», γεγονός που πιστοποιεί την ιστορική συνέχεια του τελετουργικού. Κάτι ανάλογο με τις σημερινές μοιρολογίστρες πρέπει να υπήρχε και στην Αθήνα, όπως φαίνεται από ένα απαγορευτικό νόμο της εποχής του Σόλωνα.
Στην ουσία, αποτελούν ένα είδος μαγικής και εξορκιστικής τελετουργίας, που βασίζεται στη βαθιά ριζωμένη πίστη ότι ο νεκρός μπορεί να γυρίσει πίσω, να ανακληθεί. Άλλωστε κατά τη βυζαντινή περίοδο τα μοιρολόγια ήταν γνωστά με την ονομασία «ανακλήματα» η «ανακλήσεις». Η δυνατότητα επιστροφής του νεκρού, εκφράζεται τόσο στους Πέρσες του Αισχύλου, όπου η σκιά του Δαρείου εμφανίζεται, ύστερα από έκκληση του χορού των γερόντων, όσο και στη νεότερη λαϊκή παράδοση με το τραγούδι του νεκρού αδελφού κ.α.
Τα μοιρολόγια εκφέρονται πάντα από γυναίκες. Ήδη, από τη βυζαντινή εποχή, οι γυναίκες κάθονταν γύρω από τον νεκρό και έλεγαν τα θρηνητικά τραγούδια (εξόδια, καταλόγια, ανακλήματα), ενώ συγχρόνως εκδήλωναν την οδύνη τους με τράβηγμα των μαλλιών, χτυπήματα στο στήθος, γρατζουνίσματα κ.α. Το τελετουργικό αυτό, παρέμεινε σχεδόν αναλλοίωτο μέχρι σήμερα και μαζί με την ολονυχτία αποτελούσε το κύριο στοιχείο του τελευταίου αποχαιρετισμού, του ξοδιάσματος του νεκρού. Η παρουσία της μοιρολογίστρας , η οποία αμειβόταν για να παραβρεθεί στο ξόδι του νεκρού, επιβλήθηκε στο μέτρο που το νεκρικό τελετουργικό εξελισσόταν σε μια λίγο η πολύ θεσμοποιημένη κοινωνική διαδικασία.
Τα μοιρολόγια μπορεί να είναι παραδοσιακά τραγούδια ή αυτοσχεδιασμοί. Το περιεχόμενο τους εξαρτάται από το φύλο η την ηλικία του νεκρού καθώς και από τη θέση της μοιρολογίστρας μέσα στην οικογένεια (κόρη, σύζυγος, μητέρα κ.α.). Υπάρχουν αρκετές παραλλαγές. Οι εκκλήσεις για την επιστροφή του νεκρού, οι έπαινοι για τα χαρίσματα του, οι ζοφερές περιγραφές του χάρου και του Κάτω Κόσμου, η απελπισία και η έλλειψη προστασίας της χήρας η των ορφανών ή η οδύνη των συγγενών και φίλων, αποτελούν μερικά απ’ τα πιο συχνά θέματά τους.
Άλλες φορές, ο νεκρός φέρεται να χαιρετάει τον κόσμο και να καλοτυχίζει τα άψυχα φυσικά στοιχεία (βουνά, κάμποι) που δεν πεθαίνουν, ή να αφήνει παραγγελίες στους ζωντανούς οι οποίες, ορισμένες φορές, περιλαμβάνουν και το αίτημα της εκδίκησης, αν ο νεκρός έχει δολοφονηθεί.
Σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος, τα μοιρολόγια έχουν τα δικά τους τοπικά χαρακτηριστικά, ωστόσο, αυτά που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι τα μοιρολόγια της Μάνης, τα οποία είναι και τα πλουσιότερα από άποψη θεματολογίας. Τραγουδιούνται από γυναίκες που κάθονται κυκλικά στο δάπεδο, αναφέρονται στη ζωή και τη δράση του νεκρού η έχουν ιστορικό, συμβουλευτικό και παρηγορητικό περιεχόμενο και μπορούν ακόμη και να θίγουν παλιές συμφορές ή βάσανα της ίδιας της μοιρολογίστρας.
Τα πιο τυπικά ωστόσο, αποτελούν εκκλήσεις εκδίκησης, γεγονός που οφείλεται στην ιδιαίτερη κοινωνική και οικονομική δομή του χώρου που καθιστούσε τους φόνους συχνό φαινόμενο. Στη Μάνη, το μοιρολόι ως μορφή τραγουδιού αντικατέστησε προοδευτικά όλα τα υπόλοιπα είδη μουσικής έκφρασης και κατέληξε να συνοδεύει ακόμα και τις αγροτικές εργασίες, όπως η συγκομιδή και το άλεσμα.
Τα μοιρολόγια διατηρούν και εκφράζουν την αρχαία και όχι τη Χριστιανική αντίληψη του θανάτου και για το λόγο αυτό πολεμήθηκαν απ’ την επίσημη εκκλησία, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, η προοδευτική ^εξαφάνιση τους οφείλεται περισσότερο στη διαμόρφωση νέων κοινωνικών συνθηκών και στην αποσύνθεση της δομής των κοινωνικών και οικονομικών ενοτήτων που χαρακτήριζαν τον Ελληνικό χώρο έως τα τέλη του 190U και τις αρχές του 20oυ αιώνα.
Ενδιαφέροντα όσα αναφέρει για το μοιρολόι στο βιβλίο του «ΑΝΩΓΕΙΑ: Ιστορία μέσα από τα τραγούδια τους» ο πολυβραβευμένος συγγραφέας Γιώργος Σμπώκος πρώην δήμαρχος Ανωγείων.
«Μοιρολογητής ή μοιρολογήτρα», γράφει, «ήταν ο κάθε Ανωγειανός ή Ανωγειανή. Ο καθένας είχε καθήκον (ιδιαίτερα οι γυναίκες) να μοιρολογήσει το νεκρό του σπιτιού του ή το συγγενή του. Ακόμη και η μη συγγενής, ξενογειτόνισσα, που πρόσφατα έχασε άνθρωπο στενό κι αγαπημένο, θα ‘ρθει με τ’ όμορφο κι απέριττο μπουκέτο της, με το ταπεινό δώρο της (συνήθως τσιγάρα ήταν ο χαιρετισμός σε νεκρό άντρα) κι αφού τα τοποθετούσε πάνω στο νεκρό, άρχιζε να τον ραντίζει μ’ ανθόνερο και με όμορφα τροπάρια να στέλνει τα πονεμένα χαιρετίσματα της στο ακριβό και πολυαγαπημένο πρόσωπο που άρπαξε ο χάρος.
Ήταν αδύνατο να ταφεί ο νεκρός χωρίς να μοιρολογηθεί. Και τα μοιρολόγια των πιο πετυχημένων μοιρολογητριών αποστηθίζονταν και με τον ιδιαίτερο σκοπό τους γίνονταν ευρύτερα γνωστά. Τα έλεγαν στις αποσπερίδες, στην εξοχή κι η κάθε γυναίκα ή κόρη τα επαναλάμβανε στον αργαλειό της, ασκούμενη κι αυτή για να φανεί αντάξια στους ακριβούς όταν η σκληρή ώρα του χωρισμού τους θα έφτανε.
Και τα μικρά κοριτσάκια ακόμη με πρησμένα μάτια κάθονταν κοντά στο λείψανο κι ώρες ολόκληρες άκουαν τις παινεμένες παλιές μοιρολογή-τρες και κατέγραφαν μ’ ανεξίτηλα γράμματα στον άγραφο χάρτη της ψυχής τους ό,τι άκουαν, παίρνοντας έτσι μαθήματα για να συνεχίσουν κάποτε κι αυτά, με τη σειρά τους, την παράδοση και να κρατήσουν ψηλά και πάντα όμορφο και συγκινητικό το ανωγειανό μοιρολόγι.
Κι αργότερα δεν έπρεπε να παραξενευτείς, αν περνώντας ακόμη κι απ’ την αυλή του σχολείου, σε ώρα διαλείμματος, έβλεπες και άκουες κάποιες μα-θητριούλες να πηγαινοέρχονται και ν’ αποδίδουν πιστότατα τα μοιρολόγια της μιας ή της άλλης μοιρολογήτρας.
Όλα τ’ ανωγειανά μοιρολόγια έχουν στίχους ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους ή εντεκασύλλαβους:
«Της Παναγίας
Σήμερο μαύρος ουρανός, σήμερο μαύρη μέρα
σήμερο όλοι θλίβουνται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερο βάλανε βουλή οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά οι τρισκαταραμένοι.
Η Μάρθα και η Μαγδαληνή, και του Λαζάρου η μάνα,
του Ιακώβ η αδελφή κι τέσσερες αντάμα,
επήρανε στρατί στρατί, στρατί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τσι ‘βγάλε εις του ληστή την πόρτα
«Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου!»
Κι η πόρτα ‘πού το φόβο τζη
άνοιξε μοναχήν τζη.
Τηρούν δεξά, τηρούν ζερβά, κιανένα δεν γνωρίζουν.
Τηρούν και δεξιότερα βλέπουν τον Ά ι Γιάννη.
«Άι μου Γιάννη, Πρόδρομε και Βαπτιστή του Γιου μου,
μην είδες ‘με το γιόκα μου και το διδάσκαλο σου;»
«Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω
μούδε και χειροπάλαμα για να σου τον εδείξω.
Θωρείς τον ‘κείνο το λιγνό τον παραπονεμένο;
όπου φορεί ποκάμισο στο αίμα βουτημένο;
και που φορεί στη μέσην του το τρίχινο ζωνάρι;
και άπου φορεί στην κεφαλή τ’ ακάνθινο στεφάνι;»
«Που ‘ναι μαχαίρι να σφαγώ, πού ‘ναι γκρεμός να δώσω
που είναι κακοθάνατος να κακοθανατώσω;»
«Μούδε μαχαίρι να σφαγείς, μούδε γκρεμός να δώσεις
μούδε και κακοθάνατος να κακοθανατώσεις;»
Διψώ και δώστε μου νερό τ’ αχείλη μου να γράνω.
Τ’ αχείλη μου ξεράθηκαν εις το σταυρό επάνω».
Αντί νερό του δώκανε το ξίδι με το σπόγγο.
Η Παναγία καθότανε απάνω στο κελί τζη
την προσευχή τζη έκανε για το μονογενήν τζη.
Η Παναγιά πλησίασε, γλυκά τον αρωτούσε:
«Δε μου μιλείς, παιδάκι μου, δε μου μιλείς, παιδί μου;»
«Τι να σου πω, μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις.
Μόνο το Μέγα Σάββατο το τρισευλογημένο,
βάλε νερό στο μαστραπά κι αφράτο παξιμάδι
και κάμε την παρηγοριά για να την κάμουν κι άλλοι».
Η Παναγιά ως τ’ άκουσε έπεσε λιγωμένη,
ροδόσταμνα τση χύνανε, ώσπου να συνηφέρει.
Η Αγία Ελένη πέρασε εκείνη να την ώρα.
«Ποιος είδε γιο εις το σταυρό και μάνα στο τραπέζι;»
Άψαλτη κι αλειτρούγητη να ‘ν’ η Αγιά Ελένη,
που δεν επαρηγόρησε τη μάνα την καημένη».
ΠΗΓΕΣ: Διαδίκτυο-Γ. ΣΜΠΩΚΟΥ: «ΑΝΩΓΕΙΑ:Η ιστορία μέσα από τα τραγούδια τους».
Επιμέλεια: ΕΥΑ ΛΑΔΙΑ- Εφημερίδα «ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ» 2 Απριλίου 2010.