Συνέντευξη της Κατίνας Σηφακάκη στον Κυριάκο Μπάνο.
Σαν σήμερα πριν απο 71 χρόνια ξεκινά η μάχη της Κρήτης.Ανάμεσα σ’αυτούς που βγήκαν στο βουνό και η 96χρονη σήμερα Κατίνα Σηφακάκη, γνωστή και ως “Κατινάκι η Μαμή”.
“Στα 96 περπατώ στα 100 θα φτάσω και τότε πρέπει να σκεφτώ αν πρέπει να γεράσω”,
Μαντινάδα της που άνοιξε ομιλία πριν ενα χρόνο
Ξεκινώντας να μιλήσω για την αντίσταση δεν μπορώ να μην αναφερθώ στην αντιμετώπιση της Ιταλικής εισβολής. Οι καμπάνες χτυπάγανε αξημέρωτα στο χωριό καλώντας όλους τους κατοίκους να κατέβουν στην πλατεία. Νεαρή σπουδάστρια μαιευτικής στην Αθήνα, βρέθηκα αποκλεισμένη στο χωριό του πατέρα μου στην Κρήτη, κοντά στο Ρέθυμνο. Η απάντηση που ήρθε στην αίτησή μου να πάω στο μέτωπο ως νοσηλεύτρια ήταν ότι πολύ σύντομα θα άνοιγε μέτωπο και στην Κρήτη και πως θα έπρεπε να παραμείνω εκεί για να προσφέρω τις υπηρεσίες μου. Όσο και αν σήμερα γνωρίζω πως αυτή η εντολή επηρέασε ολόκληρη την ζωή μου, έχω να πω επίσης, πως αυτές τις υπηρεσίες τις πλήρωσα με βασανιστήρια και εξορίες.
Καθ΄ όλη την διάρκεια του πολέμου δούλευα σε μια κλινική στο Ρέθυμνο. Όλος ο λαός αυθόρμητα άρχισε να περιθάλπει τους εγγλέζους και τους έλληνες που έρχονταν από όλα τα μέτωπα. Η μάχη της Κρήτης που ακολούθησε και οι τεράστιες θυσίες των κρητικών είναι πράγματα που έχουν ακουστεί, όμως πάνω σε αυτή την απίστευτη αντίσταση του λαού της Κρήτης, κτίστηκε και η αντι-κατοχική αντίσταση.
Όταν μετά την κατάληψη του νησιού δημιουργήθηκε το ΕΑΜ, μια φίλη μου, η Όλγα Πρεβελάκη, μου μίλησε για την οργάνωση. Μου είπε ότι δημιουργήθηκε από κομμουνιστές που δραπέτευσαν και πρωτοπόρησαν δημιουργώντας την αντιστασιακή αυτή οργάνωση. Μου μίλησε για πράγματα που δεν είχα ξανακούσει. Για Μαρξισμό, για Λενινισμό για τις ταξικές διαφορές.
Όσα μου είπε η Όλγα, με ενθουσίασαν και δέχτηκα να μπω στο ΕΑΜ. Λίγες μέρες αργότερα ήρθε ως καθοδηγητής ο Σωκράτης Καλλέργης. Πηγαίνοντας προς το χωριό Θρόνος και προς τους Καλογέρους για να δω κάποια λεχώνα και να ξεγεννήσω μια άλλη γυναίκα, ο Καλλέργης πάνω στην κουβέντα μου ζήτησε να μπω ενεργά στο κίνημα και μου εξήγησε την αναγκαιότητα νέες, δυναμικές γυναίκες να αγκαλιάσουν τον αγώνα.
Πράγματι μπήκα ενεργά στο κίνημα. Άρχισα να γυρνάω σε όλη την επαρχία του Ρεθύμνου εργαζόμενη ως μαία, και ταυτόχρονα μέσα από την δουλειά μου άνοιγα την κουβέντα και επιστράτευα κόσμο για το ΕΑΜ. Τον πρώτο καιρό δεν είχα πρόβλημα. Η αντίσταση στην αρχή ήταν ενιαία. Oι δεξιοί Πετρακογιώργηδες και Μπαντουβαίοι ήταν μαζί με τα παλικάρια του ΕΑΜ. Όταν όμως το κίνημα άρχισε να μεγαλώνει και το ΕΑΜ να γίνεται ο βασικός πυλώνας της αντίστασης, σιγά -σιγά άρχισαν να μπαίνουν οι σπόροι της ψευτιάς και της διχόνοιας.
Λέγανε πως ήμουνα αντίχριστη, αντίθετη στην οικογένεια, κατά της παρθενίας, πως προέτρεπα τις γυναίκες στον ελεύθερο έρωτα. Τίποτα από αυτά δεν ήταν αλήθεια. Εγώ απλά πίστευα στην ελευθερία του καθενός να πράττει αυτό που θέλει. Λίγους μήνες αργότερα αυτό το μίσος έφτασε στο άκρο. Με κατέδωσαν στους Γερμανούς. Ο ενωμοτάρχης του χωριού με ειδοποίησε έγκαιρα. Μίλησα στον πατέρα μου, ειδοποίησα τον Γιώργο Αγγελιδάκη γραμματέας της ΕΠΟΝ στο Ρέθυμνο, που με συνάντησε στην Μπατσό, και έφυγα για το βουνό. «Βρε Γιώργο, για να πει κανείς πως είναι κομμουνιστής πρέπει να είναι αλτρουϊστής, να δίνει την ζωή του για τον άλλον, να στηρίζει τους άλλους, να μην παραμερίζει τον άνθρωπο», του είπα καθώς ανεβαίναμε στο βουνό. «Κατίνα μέσα στον αγώνα μέσα στην δράση χτίζονται οι συνειδήσεις», μου απάντησε ο Γιώργος. Ύστερα από τόσα χρόνια αυτές οι απόψεις είναι περισσότερο από ποτέ αληθινές.
Βουνό
Στο Βουνό δεν είχαμε σπίτι, ξημερώναμε κάτω από δέντρα, κάτω από θάμνους, σε σπηλιές. Χωρίς ρούχα με τα ίδια παπούτσια και τα ίδια τζάκετ για μήνες, για χρόνια. Εγώ σε ολόκληρη την κατοχή φόραγα ρούχα που είχα φτιάξει από τα αλεξίπτωτα των Γερμανών. Τζάκετ, παντελόνια, κυλότες, μπλούζες. Όλα. Την κουκούλα που φόραγα στο βουνό για χρόνια, την χάρισα στο μουσείο του Αη Στράτη.
Όπως είχαν σπείρει ψέματα και διχόνοιες για όλους τους κομμουνιστές έτσι έσπειραν και για τις γυναίκες της αντίστασης.
Στην Κρήτη δεν υπήρχαν ένοπλα τμήματα γυναικών του ΕΛ.Α.Σ. Οι Γυναίκες είχαμε ρόλους σημαντικότατους μέσα στη διοίκηση αλλά και σε πόστα ενημέρωσης. Όταν ανέβηκα στο βουνό μπήκα κατευθείαν στο Γυναικείο Kίνημα με την Βαγγέλα Κλάδου, που την ευγνωμονώ γιατί πήρα τα πρώτα μαθήματα αγωνίστριας. Τα πρώτα μου βήματα έγιναν στην Κοξαρέ. Η πρώτη μου όμως εξόρμηση ήταν στα χωριά του Αρκαδίου. Μετά έφυγα από εκεί και πήγα στον Κάτω Μυλοπόταμο για να οργανώσω την βοήθεια των γυναικών στο αντάρτικο.
Όμως παρόλο που ήμουνα υπεύθυνη για το Γυναικείο Kίνημα, τελικά έφθανα να μιλάω για ολόκληρο τον αγώνα. Για τις ανάγκες του, για την κοινωνία που θέλουμε να χτίσουμε. Μπορεί να ήμουν η υπεύθυνη του Γυναικείου Κινήματος, όμως όταν έφθανα σε ένα χωριό αναλάμβανα χωρίς να το καταλαβαίνω όλες τις δουλειές. Επιμελήτρια του Αντάρτη, για τον ρουχισμό και την σίτιση. Στρατολογίες νέων στην ΕΠΟΝ, ακόμα και επιστρατεύσεις αντρών κατάφερα να κάνω για τα ένοπλα τμήματα. Μπορεί να φτάναμε μυστικά στα χωριά, αλλά στο τέλος μαζευόμασταν όλοι μαζί σε υπόγεια και μιλούσαμε για τον αγώνα γενικότερα.
Μια φορά σε ένα χωριό, στις Μαργαρίτες ήταν η εποχή που έπρεπε να οργανώσουμε την αποστολή υλικών και προμηθειών αλλά και την επιστράτευση αντρών. Κάποιος μου αποκρίθηκε λέγοντας, πως έχουν τα κοπάδια τους, τις οικογένειές τους. Πώς θα ζήσουν αν αυτοί βγουν στο βουνό; «Ποιος σας είπε ότι αυτοί που είναι στο βουνό δεν έχουν χωράφια, δεν έχουν κοπάδια, δεν έχουν γυναίκες και παιδιά. Ο εχθρός πάει να μας πνίξει να μας κάνει δούλους και εσείς κλαίγεστε για τα χωράφια σας. Έχετε τις γυναίκες σας. Αυτές είναι ικανές να πάρουν στα χέρια τους όλες τις δουλειές. Μη τις υποτιμάτε», την επόμενη μέρα όλοι οι άντρες του χωριού έφυγαν για το βουνό.
Oργάνωση
Οι γυναίκες φτάσαμε σε σημείο να οργανώσουμε τρομερά πράγματα. Συνεργεία με δασκάλες που γυρίζανε στα χωριά και κάνανε μαθήματα στα παιδιά, μια δασκάλα γαλλικών, μια άλλη παρέδιδε από χωριό σε χωριό μαθήματα κοπτικής ραπτικής.
Ακόμα και οι άντρες αντάρτες έβλεπαν περίεργο τις γυναίκες να ξυπνάνε και να παίρνουν τα πράγματα στα χέρια τους.
Ένας αντάρτης δεν ήθελε να με καλέσει σπίτι του στο χωριό του το Χουμέρι στο Ρέθυμνο. Μου έλεγε πως η μάνα του και η γυναίκα του δεν είναι σαν και εμάς. Πήγα με το ζόρι. Κάτσαμε στο τραπέζι να φάμε. Μόλις τελειώσαμε τους άνοιξα την κουβέντα. «Μην ακούτε τι σας λένε για εμάς. Εμείς οι γυναίκες της αντίστασης προσπαθούμε να ενώσουμε γυναίκες και άντρες στον ίδιο αγώνα κατά του κατακτητή. Και πρέπει να βοηθήσουμε, να ράψουμε, να μαγειρέψουμε, να περιθάλψουμε». Την άλλη μέρα η μάνα του με συνόδεψε μισή ώρα έξω από το χωριό και σε δέκα μέρες μου είχε ράψει πουλόβερ, κάλτσες και ότι μπορείς να φανταστείς. Και να σκεφτείς πώς ο αντάρτης φοβόταν για την οικογένειά του. Η κινητοποίηση του κόσμου ήταν το μεγάλο στοίχημα της αντίστασης. Να πλησιάσεις τον κόσμο να τους μιλήσεις, να τους πείσεις. Ήταν όμως τόσο δυνατή η αίσθηση του καθήκοντος που έχανες την αίσθηση του φόβου.
Μέχρι και την παρέλαση για την απελευθέρωση του Ρεθύμνου εμείς ήμασταν ταγμένοι στον αγώνα. Παρόλο που είχα τις αντιρρήσεις μου σε πολλές αποφάσεις ακολουθούσα τις εντολές που έδινε το κόμμα. Όμως τα πράγματα πλέον δεν ήταν τα ίδια. Τα ξένα συμφέροντα και οι συμφωνίες είχαν προδώσει το τεράστιο αυτό κίνημα των ανδρών και των γυναικών του βουνού.
Θα το καταλάβαινα λίγους μήνες αργότερα όταν κατέβηκα στην Αθήνα, μετά τα Δεκεμβριανά. Μπήκα φυσικά κατευθείαν στο κόμμα. Με έβαλαν στο κομμάτι της Αλληλεγγύης. Έπρεπε να κρύβω τον αντάρτη του Ηρακλείου τον Γιάννη τον Ποδιά. Έναν άνθρωπο με μια σπάνια φλόγα ελευθερίας στα μάτια. Ένα βράδυ μιλώντας του τόνισα με έμφαση πως «όταν βρίσκομαι κοντά σε αντάρτες νιώθω σιγουριά. Νιώθω αυτή την εμπιστοσύνη των ανθρώπων που έχουν παλέψει με όλη τους την ψυχή για κάτι τόσο σημαντικό όσο ο αγώνας για μια κοινωνία ισότητας και δικαιοσύνης. Όταν είμαι κοντά σε κομμουνιστές νιώθω όμορφα, γιατί διαφέρουν από τους άλλους ανθρώπους. Μπορεί να έχουν κάποιες αδυναμίες, όμως οπωσδήποτε έχουν καλοσύνη και ανθρωπιά. Περισσότερη από τους δεξιούς»
Και αυτός μου απάντησε: «Κατίνα είσαι αθώα αγωνίστρια και από την φύση σου έχεις αισθήματα ανθρωπιάς. Όμως άκου. Τους ανθρώπους πρέπει να τους βλέπεις σαν ανθρώπους. Και πρόσεξε αν τυχόν βρεθείς σε στενό κύκλο, σε φυλακή και σε εξορία, πρόσεξε, μην απογοητευτείς από το περιβάλλον σου. Θα κοιτάξεις να επιβιώσεις και θα αγωνίζεσαι όπως αισθάνεσαι και όχι όπως σου λένε οι άλλοι που το παίζουν αρχηγοί». Αυτός ο άνθρωπος που λίγο καιρό μετά θα τον αποκεφάλιζαν, γιατί είχε βαρεθεί να τον συντηρούν οι άλλοι και βγήκε πριν ακόμα έρθει η ώρα στο 2ο αντάρτικο, με αυτές του τις κουβέντες, μου διέλυσε την αθωότητα του αγώνα.
Οι εξορίες, οι φυλακές, η παρανομία και τα όσα επακολούθησαν αργότερα δεν με έκαναν να απαρνηθώ ούτε τους αγώνες μου, ούτε το όραμά μου για μια άλλη κοινωνία. Για τον σοσιαλισμό. Μου διέλυσαν όμως όλες τις αυταπάτες για τις ηγεσίες και τα παιχνίδια τους.
Σήμερα αυτά είναι διδάγματα για το μέλλον. Διδάγματα για τους νέους που από το Σιάτλ, την Πράγα, την Γένοβα και μετά έχουν αναζωπυρώσει το κίνημα και τις ελπίδες μας για έναν καλύτερο κόσμο.