Έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του πρωτοτύπου
19.7.1980
Στις ζωγραφιές του Μούρμουρα
Δημήτρης Τεργιάκης
Ο κόσμος είναι όμορφος
Με φως και με χαρά
Η θάλασσα ο ουρανός
Δέντρα και σπίτια και πλαγιές
Χρώματα ζωηρά
Τον πόθο του για μια ζωή που θα γίνει καλλίτερη δείχνει η Ζωγραφική του
Εξωραΐζοντας τα πάντα μέχρι που να ταιριάσουνε εις την αγνή ψυχή του
Α. Κούνουπας Φαρμακοπειός
Και προσθέτω και εγώ ο τεχνικός ότι φύσης είναι αγνή όποιος πρέπει πλην πάλιν? Τον Άνθρωπο που θα τον παρουσιάσω κάποτε με τον Αντίθετο τρόπο που παρουσιάζω
Μούρμουρας
Το γράψιμο του Ανδρέα
Υποχρεώνουμε για να γράψω πως τον άνθρωπο πως τον είδα και πως με φέρθηκε.
Το έτος 1903 γεννήθηκα από γονείς αγράμματους. Ο πατέρας ήταν βοσκός Μικρασιατης η Μάνα ήταν από την οικογένεια του Ανδρέα Μούρμουρα που ήταν από την Μάνη της Ελλάδας. Ποιοι λόγοι τους έφεραν εις την Μικρά Ασία δεν έμαθα. Ήλθαν δυο αδέλφια και μια αδελφή παντρεύτηκαν έκαναν παιδιά και μάλιστα ο παππούς έκανε μια σεβαστή περιουσία αλλά ήταν ανάμεσα σε δύο τουρκοχώρια, στην τοποθεσία, στους πρόποδες ενός βουνού, και στα δύο χωριά, τουρκοχώρια, λέγονταν κατσαμεμέτιδες ήταν ο μόνος χριστιανός εις αυτόν τον τόπο. Ο άλλος αδελφός και αυτός πανδρεύτηκε έκανε δυο παιδιά αλλά ακολούθησε άλλον δρόμο εις την ζωή έγινε ληστής και η Τουρκικές αρχές τον συνέλαβαν και τον εκτέλεσαν. Η γυναίκα του πέθανε και τα δύο παιδιά του τα μεγαλώσαμε εμείς.
Ο πατέρας μου ήταν παλαιοφωκιανός. Ο πατέρας του έκανε ένα παιδί τον Γιώργι Τεργιάκη και απέθανε, η δε μάνα του ξαναπαντρεύτηκε με άλλον και έκανε πολλά παιδιά. Ο παππούς υποχρεώθηκε και πήρε τον πατέρα μου και τον μεγάλωσε. Όταν ήταν ικανός να ζήσει πήγε παραγιός εις έναν Τούρκο στον Σαλί Εφέντη. Έμεινε 14 χρόνια παραγιός. Εκέρδισε την εμπιστοσύνη του Τούρκου και τον έβαλε ως επιστάτη στην περιουσία του. Ο Τούρκος είχε 5.000 χιλιάδες πρόβατα. Ο πατέρας μου ήταν ο Γιαβαξής σε όλους τους βοσκούς αλλά μια ημέρα πέρασε από αυτά τα τουρκοχώρια κοτσαμεμετίδες, που τον είχε στείλει να συναντήσει κάποιο άλλον Τούρκο Μπέϊ. Είδε τον Ανδρέα Μούρμουρα που ήταν ο μόνος Χριστιανός ανάμεσα σε δύο Τουρκοχώρια απόρησε και εθαύμασε πως ήταν δυνατόν να ζει αυτός ο Χριστιανός μέσα σε μια τουρκιά, χωρίς να τον πειράζουν. Έκανε τσιγάρο και ο Μούρμουρας τον κάλεσε να τον φιλοξενήσει στο σπίτι του. Αφού αντάμωσαν δυο χριστιανοί ο πατέρας μου είδε το σπίτι του Μούρμουρα ήταν ένας κουλάς δυο τρία πατώματα είδε να έχει 12 αγόρια και τέσσερα κορίτσια. Όταν ήθελε αναχωρήσει κάλεσε έξω τον γέρο Μούρμουρα και του λέγει: Εγώ αγάπησα την κόρη σου αν θέλεις να μου την δώσεις είμαι πρόθυμος να την παντρευτώ. Οι δύο άνδρες αφού συμφώνησαν να δώσει ο Μούρμουρας την κόρη του του είπε: Είμαι πολύ πτωχός έχω 16 παιδιά και έχω λίγη περιουσία αλλά πολλά παιδιά. Το μόνο που θα σε δώσω είναι 40 ρίζες ελιές τίποτα άλλο. Ο γέρος μου αγάπησε την κόρη και δέχθηκε χωρίς απαιτήσεις.
Όταν έφθασε εις το Σαράι του αφεντικού του Σαλί εφέντη του ξεμιστυρεύτηκε την αδυναμία του. Ότι ήθελε να παντρευτεί και ήταν αποφασισμένος να αποχωριστούν και ύστερα από 14 χρόνια που ήταν μαζί αφεντικό και παραγιός τώρα χωρίζουνε. Ο Τούρκος του είχε μεγάλη αδυναμία. Του λέει: Άμε βρε Γιώργη αν διαλέξεις 150 πρόβατα και να μου τα φέρεις εδώ να τα δουν τα μάτια μου. Τότε ο πατέρας μου επισκέφτηκε τα κοπάδια των προβάτων και διάλεξε τα 150 πρόβατα. Τα πήγε κάτω από το Σαράγι κα του φώναξε: Εύγα να δεις αφεντικό. Τότε βγήκε εις το παράθυρο κοίταξε τα πρόβατα και τον είπε με βροντοφωνή: Χαλάλι Γιώργη, πάρτα και πήγαινε να παντρευτείς και να δεις χαΐρι και προκοπή. Περίμενέ με να σε αποχαιρετίσω αφού θα χωριστούμε, οπότε και κατέβηκε σε ένα σακουλάκι είχε 300 λίρες χρυσές. Του τις έδωσε τον αγκαλιάζει του λέγει Λυπούμε που χωρίζουμε αλλά αυτή είναι η ζωή Γιώργη και αφού αποχαιρετιστήκανε έβαλε μπροστά τα πρόβατα και έφυγε προς την κατεύθυνση του πεθερού του που είχε στο νου του να κάνει.
Όταν έφθασε στον κουλά του Μούρμουρα βγήκαν και τον υποδέχθηκαν χαρούμενοι όλοι του σπιτιού. Τότε φωνάξανε ένα παπά από το μπαγιαράσι που ήταν λίγο μακριά και κατοικούσαν πολλοί χριστιανοί. Τον καβάλεψαν σε ένα άλογο και τον έφεραν εις το κουλά του Μούρμουρα και τους στεφάνωσε. Εκεί κάθισε δυο τρεις μέρες άφησε τα πρόβατα και κατέβηκε εις τις Νέες Φώκες και βρήκε έναν Τούρκο που είχε μια περιουσία μονοκράτιτη? και ήθελε να την πουλήσει. Ήταν 156 δέντρα ελιές, 5 στρέμματα αμπέλι, δυο μικρά σπιτάκια και μια μεγάλη έκταση από βουνά, βοσκοτόπια για τα πρόβατα, όπως την ήθελε ήταν. Συμφώνησαν και την αγόρασε δίδοντας του 300 λίρες εμπρός στον συμβολαιογράφο, στις Νέες Φώκιες η περιουσία αυτή ήταν μακριά από την πολιτεία, περί τις 4 ώρες, σε μια τοποθεσία που ονομάζονταν Ασύρα.
Αφού του παρέδωσε ο Τούρκος τα κλειδιά των δυο σπιτιών ήταν ο Γιώργης ο νέος ιδιοκτήτης αυτής της περιουσίας. Ήταν μακριά από την περιουσία του Μούρμουρα περί τις 12 ώρες. Αφού ξεκίνησε και έφτασε στο σπίτι του Μούρμουρα περιέλαβε την κόρη που ήταν 14 ετών και άνδρας 20, τα πρόβατα και έφυγε για την καινούργια κατοικία που ήταν δική του. Εκεί έζησαν σε μια απόλυτη μοναξιά εις ένα βουνό μακριά από τον υπόλοιπο κόσμο. Εκεί έκαναν πολλά πρόβατα, πλήθαιναν τα δέντρα, το αμπέλι και ζούσαν καλά. Μέχρι που η οργή των Τούρκων μεγάλωσε και έβαλαν στην σκέψη να μας διώξουν από την Μικρά Ασία. Από το εσωτερικό της Ασίας άρχισαν να διώχνουν όλους τους χριστιανούς και άρχισαν αν έρχονται προς τα παράλια που ήταν και η Φώκες. Τότε αρχίσαμε να ανησυχούμε όλοι γιατί βλέπαμε αυτοί που είχαν διωχτεί δεν τους άφηναν να πάρουν από τα υπάρχοντα που ο καθένας είχε να πάρει τίποτα. Έφευγαν μόνο να γλυτώσουν την ζωή. Αφού μάθαμε τα συμβάντα ήλθαμε εις τις Νέες Φώκιες για να συνεννοηθούμε με έναν κουμπάρο εμπορευόμενο που είχαμε. Μαζί που φεύγαμε παιδιά γυναίκες σέρναμε και μια 10 δεκαριά πρόβατα και επήγαμε στο σπίτι που είχαμε. Αμέσως ο πατέρας πήγε και επισκέφθηκε τον κουμπάρο Θεόδωρο Ποπονά. Αυτός τον ενημέρωσε όλοι την τραγικότητα που ήταν και μια που ο κουμπάρος είχε περισσότερη ανάγκη κάλεσε και τον πατέρα μου στο σπίτι του να ξημερωθούμε όλοι μαζί. Τότε πήρε την μητέρα μου και τα τέσσερα μας παιδιά και πήγαμε στο σπίτι του. Εκεί ήταν όλοι οι κουμπάροι και όλη η οικογένεια του. Συγκεντρωμένοι περισσότεροι από 20 άνδρες και πολλές γυναίκες και παιδιά. Ίσως να ήταν 150 άτομα εκείνο το βράδυ ενωμένοι και αποφασισμένοι σε περίπτωση ανάγκης να αμυνθούμε.
Όπως παιδί ήμουνα μάντευα την διάθεση όλων μας γιατί έβλεπα ορισμένους τρελούς καταφορτωμένοι έφερες και πολλά όπλα. Η βραδιά ήταν ατελείωτη στην τοποθεσία που ήταν το σπίτι ήταν ορατά τα βουνά και οι δρόμοι. Μόλις χάραξε όλοι ανυπομονούσαν και κάθε τόσο άνοιγαν το παράθυρο και έβλεπαν τα βουνά και τους δρόμους και περίμεναν το μοιραίο. Ξαφνικά φανήκαν περί τους 5.000 Τούρκους αντάρτες και έμπαιναν εις την πόλη. Όλοι ήταν κατά φάλαγγα και ατελείωτες ώρες περνούσαν. Ξαφνικά πετάχτηκαν οι Αντάρτες από την φάλαγγα, ήλθαν και χτύπησαν την πόρτα. Στο αφεντικό του σπιτιού ήταν γνωστοί ήταν οι παραγιοί που άλλοτε έβλεπαν ζώα και μια που γνώριζαν το αφεντικό έπρεπε πρώτοι αυτοί να τον ληστέψουν. Τότε άνοιξε το παράθυρο και αφού γνώρισε τον Αμέτ και τον Αλί κατέβηκε άνοιξε την πόρτα αλλά αυτοί την ώρα δεν ήταν παραγιοί ήταν αφεντικά και βιαστές. Αμέσως τον γύρισαν και οι δυο τα όπλα και με προστακτική διαταγή τον ζήτησαν παράδες. Αυτός με το χαμόγελο θλιμμένο πρόθημα εκτέλεσε την διαταγή. Ανέβηκε γέμισε τα δυο του χέρια χόρτασαν παράδες και έμειναν ευχαριστημένοι και πήραν την απόφαση να μας προστατεύσουν από άλλους για τη ζωή μας. Μας έκαναν μια φάλαγγα όλοι και μας έβαλαν στον δρόμο για τη θάλασσα να μας βάλουν σε ένα καΐκι να μας στείλουν στην Ελλάδα. Έτσι που μας πήγαιναν άλλοι μας σταματούσαν και δεν γνωρίζαμε με τι δικαιολογία δεν μας άφηναν
Όταν φθάσαμε κοντά στο σπίτι μας ένα μικρό έφυγε από την φάλαγγα και πήρε την κατεύθυνση προς το σπίτι μας. Η μάνα μου που το είδε υποχρεώθηκε και έτρεξε να το πιάσει. Η φάλαγγα προχωρούσε και απομακρύνθηκε από κοντά μας. Πλήθος αντάρτες στο σοκάκι, το παιδί πήγε στο σπίτι μας και χτυπούσε την πόρτα, λες και κάποιος θα τον άνοιγε. Τότε η μητέρα που κρατούσε ένα πολύ μικρό παιδί στην αγκαλιά σαστισμένη από φόβο και από την αμηχανία που να πάμε την απέναντι μεριά ήταν το σπίτι, η πόρτα σπασμένη, τα στρώματα στρωμένα, άνθρωποι δεν βρίσκονταν τότε έκανε να βγούμε εις το ταβάνι απάνω από την σκάλα ήταν ένα μέρος που μπορούσες αν βγεις εις το ταβάνι. Αυτή την απόφαση πήρε η μητέρα και για να μη προδοθούμε από το μικρό και κλάψει το έβαλε μέσα στα στρώματα και μας ανέβασε απάνω εις το τραπεζάκι που έβαλε μια καρέκλα και ανεβήκαμε με την βοήθεια από μια κοπέλα και έναν νέο που κρύβονταν και αυτοί. Ανεβήκαμε μέσα στο ταβάνι. Οι Αντάρτες μέθυσαν από τους πυροβολισμούς άκουγες μια βοή πρόβατα άνθρωποι όλοι φώναζαν άκουγες μια κόλαση.
Οι αντάρτες μαζεύονταν 6-7 μαζί και έμπαιναν στα σπίτια και λεηλατούσαν ότι πολύτιμο πράγμα έβρισκαν, το έπαιρναν. Προπαντός χρήματα. Ήρθαν και στο σπίτι που κρυβόμασταν, ανέβηκαν απάνω, βρήκαν τα στρώματα στρωμένα και το παιδί να κοιμάται. Ήταν 6 έξι άνθρωποι το ξεσκέπασαν και το έβλεπαν και μάλιστα έκαναν συζήτηση γύρω από το παιδί. Εξερεύνησαν μπαούλα και κατόπιν κατέβησαν και έφυγαν. Εμείς καθίσαμε μέχρι οι πυροβολισμοί απομακρύνθηκαν προς άλλη περιοχή της πολιτείας. Τότε όλοι οι μεγάλοι πήραν απόφαση να φύγουμε. Κατεβήκαμε από το ταβάνι βγήκε ένας στον δρόμο προσεκτικά παρατήρησε ότι δεν υπήρχε κίνδυνος, βγήκαμε βιαστικά και κατευθυνθήκαμε για το βουνό. Καμιά δυσκολία δεν συναντήσαμε από μέσα από περιβόλια φθάσαμε μέσα σε δασωμένα εδάφη και πάρα πολύς κόσμος ήταν μέσα στο δάσος.
Μέσα στο δάσος είχαν ένα μικρό παιδί εγκατελειμένο ποιος ξέρει ποιανού ήταν και γιατί. Η μάνα μου το λυπήθηκε και με παρότρυνε αν το πάρω και το πήρα. Το σήκωνα περισσότερο από δυο ώρες. Φθάσαμε σε μέρος κατοικήσιμο Αμπέλια σπίτια και κόσμος. Καθίσαμε για να ξεκουραστούμε. Ήταν μια αμυγδαλιά. Άφησα το παιδί και ανέβηκα στην Αμυγδαλιά για να κόψω αμύγδαλα. Τότε άκουσα ένα πυροβολισμό, πολλοί άνθρωποι έτρεχαν φωνάζοντας πως έρχονται οι Τούρκοι. Άφησα από την αμυγδαλιά τα χέρια μου και έπεσα στο έδαφος. Άρπαξα το παιδί και έτρεχα πίσω από την μάνα μου και τον άλλο κόσμο. Εγώ ήμουνα κοντός μέσα εις το αμπέλι και το παιδί το κτυπούσαν τα κλήματα και έκλαιγε. Μέχρι που φθάσαμε εις τον πολύ κόσμο που ήταν συγκεντρωμένος περί τους 10 χιλιάδες ήταν από πολλές ημέρες άνθρωποι από χωριά αλλά και από τις Νέες Φώκιες.
Πολλοί βοσκοί έφερναν τα πρόβατα τα άφηναν μέσα στον κόσμο και έλεγαν σφάξτε τα να μην τα βρουν οι Τούρκοι. Όσα μπορούσαν έσφαζαν και είχαν καζάνια και έβραζαν κρέατα και ο κόσμος αυτός έτρωγε. Η παραμονή μας ήταν τρεις τέσσερις ημέρες. Κάθε άργος ερχόταν ένα βαπόρι και έσερνε μερικά καΐκια με σβηστά τα φώτα και φόρτωνε κόσμο και τον μετέφερε εις τα ελληνικά νησιά. Αλλά και αυτό δεν ήταν εύκολο. Το σκάφος που πλησίαζε την ακροθαλασσιά ήταν καταδικασμένο αν βυθιστεί άδοξα διότι ο κόσμος έτρεχε και έμπαιναν πολλοί περισσότεροι από την αντοχή του καϊκιού και το αποτέλεσμα ήταν να βυθιστεί.
Μετά από μέρες κατορθώσαμε να μπούμε εις ένα βαπόρι. Ήμασταν 8.000 χιλιάδες. Επήγαμε εις την Μυτηλίνη κάναμε 3 ημέρες εις το βαπόρι χωρίς να υπάρχουν βάρκες αν μας βγάλουν εις την στεριά. Μείναμε χωρίς νερό και φαγητό. Μετά με έβγαλαν εις ένα χωριό την Ερυσό. 8.000 χιλιάδες άνθρωποι πεινασμένοι σε μια ακροθαλασσιά. Έκαναν συσσίτια και μοίραζαν εις τον κόσμο. Εμάς ήλθε μια δασκάλα από ένα χωριό που ήταν 3 ώρες μακρυά από την Ερυσώ ένα χωριό Μυσοτόπος. Αυτή η δασκάλα είχε δυο σπίτια και μας έδωσε το ένα και μέναμε. Καθίσαμε στο σπίτι της περίπου ένα μήνα οπότε είδαμε εις την εφημερίδα πως ο βαρύτερος τραυματίας στο Νοσοκομείο το προσφυγικό ήταν ο πατέρας μου με μαχαιριές….
………σταματάμε για να περιγράψουμε για τον Γιώργη Τεργιάκη πως έπαθε αυτή τη συμφορά…….
Όταν οι δυο Τούρκοι κατέβασαν τον πατέρα μου και γενικά αυτόν τον κόσμο τον έβαλαν εις ένα καΐκι για να φύγουν για την Ελλάδα. Τότε ο πατέρας είδε όλα τα παιδιά και η γυναίκα του έλειπαν. Είπε εγώ θα γυρίσω πίσω για να βρω τα παιδιά και την γυναίκα μου, άλλωστε τι τη θέλω τη ζωή χωρίς τα παιδιά και την γυναίκα μου….Γύρισε και έφτασε μέχρι το σπίτι μας. Παρουσιάστηκαν 5 Τούρκοι και τον έπιασαν, τον αφαίρεσαν τα ρούχα και τα ποδήματα και τον άφησαν με τις κάλτσες και με τα σώβρακα γιατί τα ρούχα ήταν αξίας. Και τα κράτησαν εκτός αυτό του αφαίρεσαν όλες τις οικονομίες που είχε κάνει εις όλη του την ζωή ήταν 650 λίρες χρυσές και αφού τις πήραν ήθελαν να τον σκοτώσουν. Δυο τον βαστούσαν από το ένα χέρι και άλλοι δυο από το άλλο χέρι και ο πέμπτος βαστούσε ένα διαταγάνι και με πείσμα προσπαθούσε αν τον μπήξει εις την κοιλιά και αφού έβλεπε τον κίνδυνο του θανάτου άρπαξε το μαχαίρι από την κόψη, δεν τον άφηνε να το μπήξει εις την κοιλιά του αλλά το μαχαίρι τον έκοβε τα χέρια και επειδή ήταν μακρύ και μεγάλο του κεντούσε εις το πρόσωπο. Τις δύο φορές που επιχείρησε όταν είδε πως δεν μπορούσε να τον ξεκοιλιάσει πήγε από το πίσω μέρος σήκωσε το διαταγάνι και του έδωσε μια κοφτή και επανέλαβε να τον καρφώνει το μαχαίρι εις την πλάτη. Τον είχαν δώσει επτά καρφωτές εις την πλάτη τότε ω του θαύματος παρουσιάστηκε ένας Τούρκος Φωκεανός που γνώριζε τον Γιώργη Τεργιάκη και αμέσως επενέβη και με τα παρακάλια να μην τον σκοτώσουνε αν τον αφήσουν ως τον είχαν και ο Τούρκος αφού έκλαιγε τους ανάγκασε αν σεβαστούν την θέληση του. Τον άφησαν και του είπανε για χατίρι στου θα τον αφήσουμε και ας ζήση εμείς ακόμα δεν σκοτώσαμε κανένα γκιαούρη και ας έχει χάρη από εσένα. Και αφού τον άφησαν πήρε τον δρόμο προς την θάλασσα. Η απόσταση ήταν σαν πεντακόσια μέτρα, έφθασε και είδε το καΐκι απομακρυσμένο περί τα διακόσια μέτρα και επειδή ήταν μπουνάτσα ένας βαρκάρης το τραβούσε τότε φώναξε με όση δύναμη τον είχε μείνει: Έλα κουμπάρε να με πάρετε.. Ο κουμπάρος γνώρισε την φωνή του και αμέσως έριξαν μια άλλη βάρκα, που είχαν μέσα στο καΐκι, μπήκαν μερικοί άνθρωποι, γεροδεμένοι, έπιασαν τα κουπιά και έφθασαν εις την ακρογιαλιά. Τον είδαν μέσα στα αίματα, μετά τον άρπαξαν και τον έβαλαν μέσα στη βάρκα. Του ήρθε μια λυποθημιά όταν τον ανέβασαν. Είχαν χάρτες, καπνό και αμέσως τον έδεσαν τις πληγές του. Το σκάφος έφτασε εις την πρωτεύουσα Μυτηλίνης αμέσως μετακομίστηκε εις το Νοσοκομείο και του επιβλήθηκε θεραπεία.
Οι τοπικές εφημερίδες κάθε μέρα έγραφαν αυτούς που έμεναν τραυματίες εις τα Νοσοκομεία και μεταξύ όλων των τραυματιών έγραφε και για την κατάσταση του πατέρα μου. Αυτό είδε η δασκάλα που μας φιλοξενούσε στο σπίτι της και φαίνεται ότι η μάνα μου την είχε ενημερώσει για το όνομα το επίθετο και γενικά για τον πατέρα μου. Όταν η μάνα μου είδε το όνομα του εις την εφημερίδα ότι ήταν εις το Νοσοκομείο το -προσφυγικό γιατί έτσι το είχαν ονομάσει – λόγω του ότι όλοι οι μεταφερόμενοι από τη Μικρά Ασία ήταν εκεί μέσα, αμέσως το έκανε ένα τηλεγράφημα ότι είμαστε εις την ζωή η γυναίκα του και τα 3 τρία παιδιά του και είμαστε στο χωριό Μυσότοπος. Παράλληλα τον έστειλε και παράδες γιατί όπως είπαμε η μάννα κρατούσε 150 λίρες απάνω της και αυτά τα χρήματα έδωσαν δύναμη και ελπίδα για την παραπέρα ζωή. Όταν έλαβε την είδηση και τα χρήματα αμέσως ζήτησε από τον γιατρό να τον αφήσει να βγει από το Νοσοκομείο για να έλθει να μας συναντήσει αλλά αυτό ήταν αδύνατο επιτραπεί από τον γιατρό γιατί είχε 10 μαχαιριές απάνω του. Τότε αναγκάστηκε αν στείλει έναν να του αγοράσει ένα κοστούμι διότι δεν φορούσε όταν τον έβαλαν στο Νοσοκομείο. Αφού του πήρε τα ρούχα αυτός που τα αγόρασε τα πήρα όπως ήταν δεμένα κατέβηκε εις το προαύλιο που οι άρρωστοι έκαναν περιπάτους και έκανε και ο πατέρας μου, τον είδε και σε μια ευκαιρία μοναξιάς πήδηξε το μπετενάκι βγήκε εις το δρόμο. Αμέσως έβγαλε τα ρούχα του νοσοκομείου και έβαλε το κουστούμι, που τού είχαν αγοράσει και αμέσως αναχώρησε για να έλθει αν μας προστατεύσει. Διάνυσε 9 ώρες δρόμο και μια θάλασσα λίγα μίλια, έπειτα άλλο τόσο δρόμο και έφτασε εκεί που μέναμε. Η χαρά και η θλίψη ενώθηκαν και πλημμύρα κλάματα και χαρές μαζί, μόνο αυτά δεν μπορώ να περιγράψω…
Πήραμε τα βουνά φθάσαμε εις την ίδια θάλασσα και περάσαμε αντίπερα και φθάσαμε σε μια Κωμόπολη. Εκεί βρήκαν ένα σπίτι και μας έβαλε ο μπαμπάς και κατόπιν έφυγε για το Νοσοκομείο. Εκεί έκανε ακόμα 8 οκτώ μήνες μέχρι που έλαβε την άδεια του Νοσοκομείου και ήλθε και μας ξαναβρήκε. Αλλά δεν μπορούσε να εργαστεί, κάθισε άλλα δύο χρόνια άνεργος. Τα λεπτά που κρατούσε η μάνα τα φάγαμε. Έκανε δουλειά του ποδαριού, μας δώσανε ένα Τούρκικο σπίτι εις την Κωμόπολη Πολύχνιτο στην απάνω Γρίπα. Ήταν ξεχωριστό μέρος σε λίγη απόσταση από την πόλη. Όταν επήγαμε εκεί πέθανε η μάνα μας. Άφησε 4 μικρά παιδιά το μικρότερο ήταν 2 χρονών ο πατέρας δεν ήταν εύκολο να τα διατηρήσει και η ανάγκες τον υποχρεώνανε για μια γυναίκα, να πάρει να μεγαλώσει αυτά τα παιδιά. Όπως και έγινε. Αλλά αυτή για να απολαύσει? τον άνδρα έδειξε τα δικά της παιδιά γιατί ο πατέρας δεν ήταν δυνατόν να τα ζήσει όλα δικά του και ξένα. Της είπε εγώ θέλω μια γυναίκα χωρίς παιδιά γιατί έχω τα δικά μου, και αυτή δέχθηκε. Εγώ θα διώξω τα παιδιά μου δέχεσαι αν με πάρεις? Τότε ο πατέρας μου της είπε να σε πάρω χωρίς παιδιά και συμφώνησαν αν στεφανωθούν. Αυτή καθόταν στην κάτω Γρίπα. Με άφησε και έβλεπα τα μικρά αδερφάκια έως που την έφερε ύστερα από 3-4 ημέρες όταν ήλθαν εγώ απαλλάχθηκα από τη διατήρηση των αδελφών. Ανέλαβε τα συζυγικά της καθήκοντα το σπιτάκι που μας είχαν παραχωρήσει ήταν μικρό και μόνο μια κάμαρα και έπρεπε να πλαγιάζουμε δίπλα εις τον άλλο και επειδή εγώ ήμουνα σε ηλικία που καταλάβαινα άρχισε την γκρίνια για να φύγω από το σπίτι. Πάντως κάθε βράδι μάλωναν και αφορμή ήμουνα εγώ. Αυτή η κατάσταση έπρεπε να πάρει ένα τέλος και όπως έγινε. Όταν ήλθε από την δουλειά ο πατέρας μου με φώναξε τον πλησίασα χωρίς να γνωρίζω τι με ήθελε. Με άρπαξε και άρχισε να με δέρνει χωρίς να γνωρίζω γιατί. Αφού με άλλαξε τα φώτα εις το ξύλο με είπε: Να φύγεις από το σπίτι και να μην σε ξαναδούν τα μάτια μου.
Ήταν βράδυ σκοτεινά, που να πάω. Βγήκα εις τον δρόμο απέναντι ήταν ένα περιβόλι και είχαν μια γούρνα που βάζουν νερό. Ήταν στεγνή και μια που φοβόμουνα να απομακρυνθώ πήδηξα τον τοίχο και μπήκα εις την γούρνα. Ήταν καλοκαίρι την εποχή που είναι αχλάδια και σταφύλια. Φορούσα ένα πουκάμισο και όταν η νύχτα πέρασε μετά τα μεσάνυχτα ήταν γιατί έμενα …..Φοβόμουνα να απομακρυνθώ από κοντά από το σπίτι μας. Όσο δύσκολο αν με φάνηκε ξημέρωσε άρχισε να με δέρνει η πείνα. Ποιος θα δώσει να φάω που ήμουνα και μια δόση ντροπαλός. Έκανα μια δική μου σκέψη να βγω εις την εξοχή να βρω από κανένα αμπέλι σταφύλια και αχλάδια που αφθονούσαν εις την ύπαιθρο. Πράγματι αυτό με βοήθησε. Πήγα σε αμπέλια κανείς δεν με έβλεπε και κανείς δεν νοιαζόταν για την ζωή μου και την ασφάλειά μου. Τώρα το είχα πάρει απόφαση. Έφαγα σταφύλια γιατί δεν είχα τίποτα άλλο, πλάγιασα εκεί στον ίσκιο, γέμισα και ένα μαντήλι κα έφαγα. Το βράδυ μπήκα εις την Πολιτεία ζήτησα από έναν άνθρωπο δυο τρία σπίρτα ..και εγώ και χάζευα εκεί που συχνάζανε παιδιά στην ηλικία μου, παρηγοριόμουνα.
Πως ήμουνα και εγώ παιδί με την διαφορά πως δεν είχα κανένα. Όταν παρήλθε η νύχτα τα παιδιά έφυγαν για ύπνο και οι άνθρωποι χάθηκαν για να κοιμηθούν και πια κανένας δεν ήταν δίπλα μου να με παρηγορήσει. Μόνο η μοναξιά και το πυκνό σκοτάδι. Άρχισα να νοιάζομαι που θα ξημερωθώ όταν πέρασε η νύχτα που θα αρχίσει και πάλι να κρυώνω και πάλι άρχισα αν σκέπτομαι κανένα σχέδιο για την αυτοσυντήρηση μου. Πήρα την απόφαση και πήγα εκεί που πετάνε τα σκουπίδια και να ανάψω χαρτιά και εφημερίδες να ζεσταίνομαι και να την ξημερώσουμε. Αυτό τον τρόπο τον διατήρησα όσο μπορούσα αλλά όλες αυτές τους αντιμετώπιζα κάθε φορά ανάλογα που θα μπορούσα.??
Ένα χρονικό διάστημα έζησα με φρούτα που έβρισκα εις τα βουνά αλλά χωρίς ψωμί και φαγητό υποφέρει ο άνθρωπος. Και σαν παιδί υπόφερα. Έπρεπε αν βρεθεί τρόπος να αγοράζω το ψωμί αλλά πως που ήμουνα πολύ μικρός και στην δουλειά δεν με πέρνανε. Ένα βράδυ σε ένα πεζούλι ήταν παιδιά λίγο μεγαλωπά, πήγα και εγώ και κάθισα κοντά τους. Πέρασε ένας οικοδόμος και γύρευε έναν εργάτη για να κάνει λάσπες. Ρώτησε τα παιδιά αλλά κανένας δεν ήταν πρόθυμος για δουλειά τότε λέγω εγώ θα έρθω. Αυτός με κοίταξε αλλά με είπε είσαι πολύ μικρός και δεν μπορείς. Τότε τον λέγω πάρε με και όταν δεν θα μπορώ μη με πληρώσεις. Όχι με είπε και έφυγε και όταν η ώρα παρήλθε όλα τα παιδιά έφυγαν, εγώ έμεινα με την πείνα μου που με έδερνε και την δυστυχία που είχα. Ίσως να είχαν περάσει μεσάνυχτα και κατέβαινε το σοκάκι και αφού με είδε με είπε: Ε θα έρθεις πολύ πρωί και θα με περιμένεις εδώ που κάθεσαι…Ναι του απάντησα αφεντικό…Έφυγα με την ελπίδα πως βρήκα δουλειά και θα φάω και ψωμί. Το βράδυ ο καιρός είχε αλλάξει, είπανε λίγο κρύο εκεί κοντά στο σπίτι μας ήταν μια γυναίκα χωρίς άνδρα, είχε στην αυλή της ένα φούρνο και όλες οι πρόσφυγες γυναίκες πήγαιναν και έψηναν τα ψωμιά τους. Και η κάθε γυναίκα της έδινε λίγο ψωμί και με αυτό τον τρόπο ζούσε τα 4 παιδιά που είχε. Αλλά κάθε μέρα ο φούρνος άναβε εγώ σκέφτηκα να σκαρφαλώσω τον τοίχο της αυλής και να μπω μέσα εις το φούρνο αν και είχα πάει πολλές φορές ήμουνα άτυχος. Είχαν ψήσει την ημέρα ψωμί και το βράδυ που εγώ πήγα ήταν πολύ ζεστός ο φούρνος και δεν μπορούσα να μπω μέσα. Ήμουνα υποχρεωμένος αν κάθομαι στην πόρτα και μάλιστα αν αλλάζω όταν καιγόμουνα πολύ.
Αυτήν την βδομάδα ήταν το φεγγάρι πανσέληνος, η γυναίκα άνοιξε την πόρτα και ως φαίνεται θα πήγαινε στο μέρος για κατούρημα αλλά ως φαίνεται δεν προλάβαινε και κάθισε μπροστά στην πόρτα. Και καθώς έριξε μια ματιά τον φούρνο με είδε, άρχισε να φωνάζει και καλούσε εις βοήθεια τους γειτόνους, εγώ φοβήθηκα και σκαρφάλωσα τα ντουβάρια και αμέσως χάθηκα τρέχοντας μέσα στην Νύχτα. Και ήρθε το πρωί πήγα στο τόπο που είχα συμφωνήσει με τον εργολάβο να τον περιμένω και όμως σε λίγη ώρα ήλθε. Έλα πάμε με είπε ..τότε εγώ τον παρακάλεσα και με έδωσε ένα γρόσι ήσαν 4 δεκάρες και αγόρασα ψωμί και μια δεκάρα ντομάτες. Τον ακολούθησα καταχαρούμενος και φθάσαμε εις ένα αμπέλι. Εκεί κτίζανε ένα μικρό σπιτάκι. Ήλθαν και άλλοι 3 μαστόροι. Τότε αυτός που με πήρε είπε εις τους άλλους ..παιδιά εργάτη δεν βρήκα μεγάλο.. βρήκα αυτό το παιδί και πρέπει όλοι να βοηθήσουμε να κάνουμε πολύ λάσπη και το παιδί να μας κουβαλάει…Άρχισαν και κουβαλούσαν νερό το οποίο έξω από το αμπέλι έτρεχε ένας ποταμός, πάρα πολύ νερό, με έκαναν πάρα πολύ λάσπη για να φθάσει όλη τη μέρα και κατόπιν άρχισα την δουλειά. Εγώ έτρεχα για να προλαβαίνω για όλους της λάσπη. Έτσι έφτασε το μεσημέρι, το νερό του ποταμού δεν ήταν για πιόσιμο. Με έστειλαν σε ένα πηγάδι και γέμισα ένα λαγήνι. Ήμουνα αξιολύπητος και ήταν πολλά αγκάθια και άργησα να γυρίσω. Αυτοί είχαν φάει και όταν πήγα έκαναν τσιγάρο. Τότε έκατσα και έτρωγα λαίμαργα και βιαστικά για να προλάβω αν μην με περιμένουνε.
Με λίγα λόγια την έβγαλα, αλλά άμαθος εις την δουλειά σύκαψα πολύ κουράστηκα. Με την αύριο ήμουνα πιο καλά και σιγά σιγά έβγαλα δυο βδομάδες. Με πλήρωσαν δραχμές 2 την ημέρα μέσα σε δυο βδομάδες κατόρθωσα και αγόρασα ένα παντελονάκι και ένα σακάκι και παπούτσια. Αλλά την Τρίτη βδομάδα άλλαξα αφεντικό γιατί βρέθηκε άλλος και μου έδινε 4 δραχμές την ημέρα σε ένα προαύλιο μιας εκκλησίας. Αυτή την φορά κουβαλούσαμε π(λ)ασπουτσίδες. Δούλευα πολύ εις την εκκλησία, τώρα άρχισα να φαίνομαι σαν ένας καλός εργαζόμενος. Ύστερα είχα μια θεία της μάνας μου μια αδελφή και είχε παντρευτεί από το Πασπαζλή (??) ένα χωριό του Αδραμιτίου έναν ηλικιωμένο ξαναπαντρεμένο με δυο παιδιά από την άλλη γυναίκα. Ήταν ένας καλός τεχνίτης, έβγαζε πολλά χρήματα, ζούσε καλά αλλά ήταν μέθυσος. Όταν έμαθαν το κατάντημά μου ήρθαν και με βρήκαν προπαντός η θεία μου και έκλαψε πικρά και με παρακάλεσε να πηγαίνω εις το σπίτι της για να κοιμούμαι. Εγώ παρηγορήθηκα και πήγαινα και όπως είχε φθάσει ο χειμώνας ήλθε ένα πρωί και με έπιασε για να πηγαίνω στην θάλασσα αν γίνω θαλασσινός. Στο καΐκι θα έτρωγα θα κοιμόμουνα και ότι ψάρια θα βγάζαμε θα έπαιρνα το μερτικό μου. Εγώ συμφώνησα και έδωσα το λόγο μου να πάω.
Εις την τράτα εκεί ήταν πολύς κόσμος περίπου 25 άνθρωποι. Εκεί εγώ ξέχασα την ορφάνια, την δυστυχία μου. Στην θάλασσα έμεινα 14 χρόνια, έδωσα μεγάλη προσοχή και σε λίγα χρόνια ανέλαβα να κυβερνώ αυτή την εργασία. Έμαθα να ράβω, να φτιάχνω τράτες, να αρματώνω δίχτια και όλοι τη δουλειά της ψαρικής. Εργαζόμουνα και κάθε φορά 15 ημερών σχολούσαμε για να επισκεφθεί κάθε εργαζόμενος εις την τράτα πήγαινε εις το σπίτι του για να δει τα παιδιά του την γυναίκα του, να δώσει χρήματα και ότι ελλείψεις έχει. Εγώ πήγαινα στο σπίτι της θείας μου και έμενα και με έπλυνε τα ρούχα μου και εγώ από την πλευρά μου όταν ήθελα αν πάω στο σπίτι της θείας μου πάντοτε πήγαινα την μερίδα που όλοι παίρναμε όταν πήγαιναν στα σπίτια των. Έτσι και εγώ και μάλιστα αγόραζα και ένα δυο οκάδες γιατί μαζευόμασταν και για να φάμε έπρεπε να φθάσουν. Πολλές φορές έβρισκα τον αδελφό μου εις το δρόμο και πάντοτε ήθελα να τον βοηθήσω. Τον έκανα πρόταση να έλθει με την τράτα ως μούτσος να μαζεύει τα σκοινιά, αυτό το πρότεινα εις τον καπετάνιο και με καλή ευχαρίστηση με είπε να τον πάρω και τον πήρα.
Εργαστήκαμε 15 ημέρες ήλθε ένα Σάββατο και σκολάσαμε. Ο κάθε άνθρωπος του έδωσε 2 οκάδες ψάρια και μάλιστα μπαρμπούνια, εγώ επειδή είχα υποχρέωση και ήθελα να δώσω και στην Θεία για αυτό αγόρασα ακόμα δυο οκάδες και όταν περνούσαμε διάλεξα μερικά μεγάλα, τα οποία έδωσα της θείας. Άλλωστε τα ψάρια ήταν 6 οκάδες όλα μαζί πάντως αυτά που έδωσα δεν ήταν από την …? Περισσότερα.
Εδώ αλλάξουμε ?? τον τρόπο και πως είχαν ελεξιχθεί τα πράγματα ο πατέρας μου έβρισκε τον θείο μου και τον έκανε αρκετές προσβολές. Πως έτρωγε τα λεπτά μου και επιθυμούσε να με διώξει από το σπίτι για να υποχρεωθώ να πάω στου πατέρα μου το σπίτι και σε αυτή την περίπτωση με έδιωξε και η θεία και ο θείος από το σπίτι γιατί δεν ήθελαν τις προσβολές του πατέρα μου. Παράλληλα και ο πατέρας μου με την σειρά του ήλθε και με έπιασε και με παρακαλούσε να πάω να καθίσω μαζί του αλλά ενώ μπήκε χειμώνας και κρύωνα να πλαγιάζω σαν σκυλί χωρίς σκέπασμα και είχα μερικά χρήματα και τα είχα δώσει εις την θεία και μου τα φύλαγε. Ήταν 800 δραχμές όταν ο θείος με είπε αυτές τις προσβολές που του είχε κάνει. Έβγαλε και μου έδωσε τις 800 δραχμές και μου είπε αν τις δώσεις στον πατέρα σου. Εγώ έλαβα τα λεπτά αφού ήλθα σε επαφή με τον πατέρα μου του έδωσα τα λεπτά και τον είπα πως όλο το διάστημα που έλειπα από το σπίτι πλάγιαζα σαν σκυλί και με αυτά θέλω να αγοράσω ένα πάπλωμα. Μάλιστα επισκέφτηκα έναν παπλωματά τον ρώτησα πόσα λεπτά θα έκανε αυτός με είπε το πάπλωμα κάνει 150 δραχμές οπότε και αν έλθεις θα το πάρεις.
Βράδιασε πήγα εις το που?? και αυτός άλλαξε τώρα, με τη μητριά με έστρωσε εις το πάτωμα γιατί τότε δεν είχαμε κρεβάτια. Το πρωί σηκώθηκα λίγο αργά ο πατέρας είχε πάει στο καφενείο, ήταν Κυριακή, τότε δεν έκλειναν τα καταστήματα τα πάντα ήταν ανοικτά. Εγώ ασχολήθηκα με τα συνομήλικα μου παιδιά, είχε η ώρα περάσει, μια στιγμή ήλθε ο πατέρας μου με έπιασε από το χέρι εγώ νόμιζα ότι θα πηγαίναμε για να με πάρει το πάπλωμα. Δυστυχώς είχα κάνει λάθος. Έτσι που με κρατούσε με πήγε εις το σπίτι σε ένα μέρος εις έναν τοίχο είχαν κρεμάσει το καλάθι που ήταν τα ψάρια από τα Σάββατο. Κατέβασε το καλάθι και είδα να είναι γεμάτο ψάρια και με ρώτησε αυτά τα ψάρια εσύ τα έφερες;.. τον απάντησα.. Μάλιστα. Τότε με λέει να τα πάρεις και να τα πας εις την θεία σου και εμείς δεν θέλουμε ψάρια. Αυτή η στάση του πατέρα μου μαρτυρούσε ότι με έδιωχνε από το σπίτι και ότι είχα κοιμηθεί μόνο ένα βράδυ. Άφησε το καλάθι μπροστά μου και έφυγε νευριασμένος τα ψάρια είχαν βρωμίσει, τότε ζήτησα τα λίγα ρουχαλάκια που από βραδύς της είχα δώσει , καμιά αντίρρηση δεν μου έκανε. Τα έβγαλε και μου τα έδωσε τα πήρα και χωρίς να μου δώσει τις 8οο δραχμές που αποβραδίς του είχα δώσει για να με αγοράσει το πάπλωμα πήρα το δρόμο με ένα μεγάλο παράπονο στην ψυχή.
Δεν δίστασα να πάω και πάλι στη θεία και είπα ότι με είχαν διώξει γιατί ο πατέρας μου τους είχε επανελλειμένα προσβάλει. Η θεία μου με δέχθηκε με την ίδια καλοσύνη και αγάπη. Πήγαινα και δούλευα εις την τράτα και αγόρασα και πάπλωμα και ότι άλλο είχα ανάγκη. Όμως σε λίγο διάστημα είχε πάρει την απόφαση ο θείος για να φύγει για την πατρίδα του που ήταν ένα χωριό του Ανδραμαντιού ?? και ονομάζονταν παπποιζλη?? . Ο ελληνικός στρατός είχε προσέλθει εις την Μικρά Ασία και αυτά τα μέρη είχαν απελευθερωθεί από τους Τούρκους. Με κάλεσαν και με έδωσαν το κλειδί του σπιτιού και τα πολλά τα πράγματα τα άφησαν και έφυγαν για το Παππατζλή??.
Εγώ έμεινα μοναχός μέσα εις το σπίτι γύριζα και έβλεπα τη μοναξιά, στεναχωρέθηκα και είχα πάρει την απόφαση αν το εγκαταλείψω και να μείνω εις τα καΐκια που θα μπαρκάρω. Φώναξα όλες τις γυναικούλες και μοίρασα όλα τα σκεύη του νοικοκυριού και παρέδωσα το κλειδί εις τον ιδιοκτήτη και μπήκα εις τα τρατοκαϊκια. Δούλεψα αλλά και εδώ δεν με άφησαν με κολυθήκαν?? να με παντρέψουν και μια που δεν είχα άνθρωπο συγγενή γιατί και ο πατέρας είχε φύγει στις Φώκιες αυτός που είχε την κόρη με πήρε και με παρουσίασε εις το Δεσπότη. Όταν με είδε ο Δεσπότης αρνήθηκε να με στεφανώσει του είπε το παιδί είναι ανήλικο?? και τον έδιωξε αλλά σε λίγες μέρες με ξαναπήγε και αυτή την φορά με ρώτησε ο Δεσπότης ..θέλεις να παντρευτείς.. τότε του απάντησα.. Θέλω να παντρευτώ.. τότε μας έδωσε την άδεια για γάμο αφού βγάλαμε σε μερικές έγινε η στεφάνωση.
Πήρα μια γυναίκα ορφανή από μάνα είχε ηλικία 19 χρονών και εγώ 16, αλλά και οι δύο δεν γνωρίζαμε για την ζωή για νοικοκυριό. Σιγά σιγά μάθαμε είχε λίγη περιουσία που ήταν της μάνας της και ήταν μοναχοκόρη και ότι είχε δικαιούνταν ο πατέρας και αυτή. Ήταν 85 ρίζες ελιές και ένα αμπελάκι 100 κλήματα είχε όμως πολύ χωράφι, βουνό με πολλά πουρνάρια και ότι άλλα άγρια δένδρα. Ο πεθερός μου ήταν θαλασσινός από την εξοχή δεν σκάμπαζε και δεν ήταν πρόθυμος να εργαστεί. Ήταν 38 χρόνια παντρεμένος και ποτέ δεν πήγε στο χωράφι αν μπει αλλά δεν ήξερε που βρίσκονταν το κάθε χωραφάκι. Όταν εγώ έγινα το αφεντικό έπρεπε να φροντίσω που είναι και να επιδοθώ, αν ήθελα να τα καλλιεργήσω. Φρόντισα, τα έμαθα και μάλιστα πήρα την απόφαση να ρίξω το πάπλωμα στο χωράφι, τα πουρνάρια ήταν πιο ψηλά από τις ελιές, ήταν ένας βάλτος. Αγόρασα 150 οκάδες σιτάρι για ψωμί και ότι άλλο ήταν απαραίτητο και πήρα την γυναίκα και επήγαμε στο χωράφι αφού είχαμε και το αμπελάκι. Ήταν καλοκαίρι και τα μεσημέρια δεν μπορούσα από τη ζέστη να δουλεύω. Πάντως τα βράδια και τις πρωινές ώρες έκανα πολύ δουλειά. Μέχρι που ο καιρός κρύωσε εκκαθάρισα τρις ζευγαριές χωράφι που ήταν άσπαρτες.
Όταν τα πρωτοβρόχια αγόρασα ένα τσουβάλι κουκιά και το έσπειρα ο θεός ευλόγησε και έκανα 2 χιλιάδες οκάδες κουκιά. Τα αλωνίσαμε και τα συγκεντρώσαμε στο σπίτι. Το χωράφι ήταν κοντά στην πόλη και κάθε μέρα ήμουνα στο χωράφι. Αυτά τα ελαιόδεντρα μόνο εις την κορυφή είχαν πράσινο και τα άλλα ήταν ξερά γιατί στις ρίζες τους ήταν τα πουρνάρια, πιο ψηλά από τις ελιές. Για να τα καθαρίσω δυο ίσως και παραπάνω μεροκάματα. Αυτά δεν ήταν εύκολο μονοχρονιάς να τα καθαρίσω, υποχρεώθηκα και έχτισα ένα μικρό σπιτάκι και κάθησα δύο χρόνια χωρίς να το κουνήσω από το χωράφι. Έβγαζα τα ξύλα έκανα εις αγριελιές πεζούλες, έμαθα αν μπολιάζω έμαθα να κάνω κάρβουνο και στα δύο χρόνια μπόλιασα 85 άγριες ελιές. Έκανα ένα να αξιοθαύμαστο χωράφι. Πλύθαινα το αμπελάκι, 5 δέντρα συκιές?? 10 δέντρα αχλαδιές. Όταν τα καθάρισα τα δέντρα έγιναν σαν τις καλές κοπέλες. Κάθε χρόνο έκανα πάρα πολλές ελιές. Αλλά η γυναίκα έκανε παιδιά και στην εποχή της μάζευα μόνος και στην ανάγκη και καμιά εργάτρια, πάντως όσο και να φροντίζεις πάντα οι δυσκολίες δεν μπορεί κανείς να τις υπερπηδήσει. Επίσης από της μάνας η οικογένεια άρχισαν να ζουλεύουν και να μην με βλέπουν με καλό μάτι.
Άρχισαν να με πειράζουν στην εξοχή να βάζουν τα ζώα στα χωράφια, να με κλέβουν, να επηρεάζουν την γυναίκα να στέφεται ενάντια στα σχέδιά μου. Εγώ δεν ήθελα αν είμαι στη θάλασσα, είχα πάρει την απόφαση να πουλήσω δύο χωράφια που είχαμε και ήταν πολύ μακριά και δεν ήταν εύκολο να τα μαζεύεις, ούτε να τα καλλιεργείς και να τα διαθέσουμε τα χρήματα σε ένα άλλο χωράφι που είχαμε για να κάνουμε περιβόλι, ένα σπιτάκι, ένα πηγάδι για ………..?? Και το καλοκαίρι το έβαλα μποστάνι και επήγαμε και κάναμε καλοκαίρι. Πήρα την απόφαση αν ανοίξω εγώ το πηγάδι. Παράλληλα είχα τρία παιδιά και έπρεπε να εργάζομαι να βγάζω προς το καθημερινό. Εκεί κοντά ήταν αλυκές που γίνεται το αλάτι, το πρωί πήγαινα πολύ πρωί κα έμπαινα εις τα τηγάνια αυτά που έψηναν το αλάτι όλοι. Είχα εργαστεί κα είχαν χωρίσει το κάθε τετράγωνο που ήταν 7 τόνους για να πάρεις 7 δραχμές. Σε κάθε 7 τόνους εγώ πήγαινα το πρωί και μέχρι το απόγευμα έβγαζα 7 σερί για να πάρω 79 δραχμές. Έφευγα κατά τις 5 η ώρα απόγευμα και πήγαινα στο χωράφι και έτρωγα και άρχιζα αν εργάζομαι για να ανοίξω το πηγάδι. Νόμιζα πως εγώ θα κέρδιζα όλο τον κόσμο και ποτέ δεν θα πέθαινα δύστυχος. Όταν το κατέβασα 130 πόντους κάτω από την επιφάνεια άρχισα να βλέπω νερό, όχι πολύ, αλλά ήταν νερό. Όταν έφτασα τα 4 μέτρα βρήκα μια μαυρολάσπη και χτύπησα παρακάτω ξεπετάχθηκε νερό τόσο πολύ που ανέβηκε στα τρία μέτρα.
Παράλληλα είχα συγκεντρώσει πέτρες μεγάλα βράχια που τα είχα βγάλει από τα πέριξ βουνά, και τα είχα κουβαλήσει με βόδια απάνω σε …..? και η αγωνία μου δεν περιγράφετε. Το πολύ άσχημο ήταν πως μας είχε τελειώσει το ψωμί και έστειλα την γυναίκα στο χωριό να ζυμώσει και να μου φέρει ψωμί. Πήρε τα παιδιά και έφυγε για το σπίτι. Αποβραδίς εγώ έδεσα ένα γκαζοτενεκέ στο σχοινί και άρχισα αν τραβώ νερό για να το αδειάσω και παράλληλα αφού το αδειάσω αν ρίξω μέσα μεγάλα βράχια και με το λοστό να τα τοποθετήσω και να αρχίσω να κτίζω το πηγάδι. Ήταν στην απάνω μεριά του χωραφιού, το χωράφι ήταν δυο ζευγαριές. Αποβραδίς άρχισα να τραβώ το νερό, το πρωί ήταν πάλι χαμηλά, το νερό δεν ήταν εύκολο να το αδειάσω. Όσο έβγαζα άλλο τόσο ανέβαινε το χωράφι μέχρι το δρόμο είχε γίνει μια θάλασσα. Έγινε μεσημέρι, ένας γείτονας που κοντά μου είχε ένα περιβόλι ήλθε να με δει. Όταν είδε το χωράφι θάλασσα ήλθε να κάνουμε τσιγάρο. Του είπα πως δεν μπορούσα να σταματήσω το νερό και ποτέ δεν θα μπορούσα να το αδειάσω. Του είπα πως έχω δυο μέρες να φάγω ψωμί γιατί δεν είχα. Τότε ο άνθρωπος πήγε στο περιβόλι και με έφερε ψωμί και ότι άλλο είχε και χωρίς να σταματήσω έτρωγα και έσερνα και νερό. Ο ήλιος ήταν αψηλά και με την βεβαιότητα πως μπορώ να το αδειάσω για να βάλω τα θεμέλια στο πηγάδι να και η γυναίκα και ήλθε και έφερε φαγητό ψωμί και μου λέει: Κάθισε αλλά πρέπει εσύ να τραβάς νερό γιατί θα γεμίσει και θα χρειαστούν δυο μέρες πάλι να το αδειάσουμε..Στα πεταχτά έφαγα στο πηγάδι ήταν πολύ λίγο το νερό τότε έριξα μεγάλα βράχια, κατέβηκα με το λοστό και τα έβαλα στην άκρη και ως σας γράφω πάντα με το δικό μου κουράγιο γιατί δεν έιχα να πληρώνω προσπάθησα μόνος να κάνω τη δουλειά μου. Πάλεψα σαν τον Έλληνα και κατόρθωσα να κτίσω από όλα, τα τέλειωσα.
Είχε και ο καιρός κρυώσει, είχε μπει ο Σεπτέμβρης, είχα κουβαλήσει πασσάλους ξύλινους γιατί το χωράφι ήταν σε κάμπο και βασικός σκοπός ήταν να το συρματοπλέξω για να περιοριστεί από τα ζώα. Όταν είχα πάει στην πολιτεία, στο σπίτι μου ο εχθρός είχε δράσει, είχαν επηρεάσει τη γυναίκα, ασφαλώς αυτός ήταν. Συγγενής αλλά από ζηλοτυπία δεν επιθυμούσε το καλό μας. Η γυναίκα αρνήθηκε ότι είχαμε συμφωνήσει, με είπε εγώ έχω μετανοιώσει και δεν θα πουλήσω το χωράφι και ότι είχαμε συμφωνήσει όλα πήγαν περίπατο. Τότε γιατί άνοιξα το πηγάδι για να πηγαίνουν οι βοσκοί να ποτίζουν τα πρόβατά τους και να μου πατούν το χωράφι? Με αυτά τα λόγια η ψυχολογία μου κατέρρευσε και πάλι επιτίθομαι…και αφού καλά γνωρίζεις ότι στην θάλασσα είμαι στην τράτα και οι άλλοι παίρνουν 1 μερτικό και εγώ παίρνω 4 μερτικά και εκτός αυτό είμαι πιο αναπαυμένος γιατί δεν κουράζομαι όσο κουράστηκα για να προσπαθώ να νοικοκυρευτώ, να κάνω ένα περιβόλι και να έχω ασφάλεια, να πατάνε τα πόδια στην στεριά…όλα αυτά τα λόγια δεν την έκαναν καμιά αίσθηση.. Ιούδας αμετανόητος.. εγώ κλονίζομαι να πεθάνω από αυτή την συμφορά που με πληγώνει..
Ήταν η εποχή Σεπτέμβριος, οι ελιές είχαν πολύ μαξουλι και ήταν και εποχή που είχαν πέσει πολλές από τα δέντρα. Εγώ είχα πλήρης αδιαθεσία και όμως έπρεπε να μαζεύσουμε τις ελιές και μάλιστα έπρεπε να επισκεφθώ τον ιατρό. Παράδες δεν είχα να τον πληρώσω και τα φάρμακα. Επήγαμε στο χωράφι με την γυναίκα εγώ δεν μπορούσα ούτε να μαζεύω πήρα πλάγιασα στην άκρη του χωραφιού. Αυτή μονάχη μάζευε όσες μπορούσε. Το βράδυ ξεκινήσαμε για το σπίτι πήγα και πλάγιασα δεν αισθανόμουνα καλά. Που να πω τον πόνο μου, με ήλθε στη σκέψη να κάνω ένα γράμμα στον πατέρα μου που ζούσε στο Ρέθυμνο στην Κρήτη στο χωριό Μαρουλά η ώρα 9 το βράδι μόλις είχα γράψει πολύ λίγα και μάλιστα παράπονα για τα παθήματά μου λυποθήμησα. Έβαλε αυτή τις φωνές και ήλθαν όλες οι γειτόνισσες και προσπαθούσαν αν με συνεφέρουν. Κάλεσαν τον γιατρό με έκανε μια ενέσα στην καρδιά και άνοιξα τα μάτια μου. Είδα το φως της λάμπας σαν το τσιγάρο.
Το πρωί ήλθε και πάλι ο γιατρός και με έκανε βελόνες αλλά έπρεπε να έχω παράδες γιατί ο γιατρός όπως με είπε έπρεπε να τον πληρώνω.. Τότε κάλεσα έναν να έλθει και τον ενοικίασα την παραγωγή των ελιών, στο κρεβάτι του έκανα ένα συμβόλαιο και ο άνθρωπος με έδωσε ότι είχαμε συμφωνήσει και ο γιατρός……..
Το ημερολόγιο αυτό μας εμπιστεύθηκε ο γιος του περίφημου λαϊκού ζωγράφου για την ανάρτηση στο καλλιτεχνικό αρχείο εις αιώνια μνήμη