“Τους τετραρίθμους Νεομάρτυραςανευφημήσωμεν»


Πνευματικήν νυν χορείαν δεύτε κροτήσωμεν
τεσσάρων ιερώς αθληθέντων μαρτύρων

Τῆς Κρήτης βλαστήματα, τοὺς Νεομάρτυρας,
λαμπρὰν τετρακτύν, σεμνοπρεπῶς νῦν ἀνευφημήσωμεν,
Νικόλαον, Μανουήλ, Ἀγγελῆ καὶ Γεώργιον.
Οὗτοι γὰρ τοῦ τυράννου κατεφρόνησαν ὅλως

ὀφρῦν στυγερὰν καὶ θαρσαλέως πίστιν Χριστοῦ οὐκ ἠρνήσαντο.

Διὸ, τὴν τῶν μαρτύρων ἐνδυθέντες πορφύραν,
πρεσβεύουσι στεῤῥῶς ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Λάμπη και Ρίθυμνα σήμερον αγάλλονται
ΡΙΘΥΜΝΑ
Χαίρομαι και αγάλλομαι ακούγοντας τους ύμνους για τους βλαστούς που τίμησαν
θρησκεία και πατρίδα
Λένε για με, τη Ρίθυμνα του πνεύματος την πόλη
πως τέκνα θεοφώτιστα μου χάρισαν περίσσια
μέχρι τα πέρατα της γης τη ζηλευτή μου φήμη
Μα κι αν τιμώ καθένα τους κατά πως του αξίζει
τους τέσσερις φωστήρες μου Μελάμπων θεία γέννα
κρατώ στο μέρος της καρδιάς γεμάτη περηφάνια
Το βίο τους ακούσετε από την Ιστορία
και τη λατρεία του λαού
και δίκιο θα μου δώστε

Σε χρόνους περαζάμενους που κιότευε το δίκιο
να πάει ενάντια στην Τουρκιά το φοβερό δυνάστη
στις Μέλαμπες τις ξακουστές
στα πλάγια του Ρεθύμνου
ζούσανε οι Βλατάκηδες
τρανής γενιάς κλωνάρια
προκυνημένοι στο Ισλάμ πρωτονυκοκυραίοι
για να κρατήσουν της ζωής το δώρο και τοβιος τους
Μα το φεγγάρι γνώριζε τις άδηλες βουλές τους
νύχτες που συναπάνταγε μ’ αυτούς σ’ ανήλια μέρη
που λάθρα αναβαν γινάτι το κερί με φόβο το καντήλι
να μηφανεί πως του Χριστού ήταν κρυφά ταγμένοι

ΡΙΘΥΜΝΑ : Μα ήρθε χρόνου πλήρωμα για να φανερωθούνε
και το στεφάνι μάρτυρα της πίστης ν’ αξιωθούνε
Ήτανε τόση η μάνητα τ’ οχτρού για όνομίς τους
που χαζολόγια πρόσθεσαν στο πέρας της θανής τους
Τελάλης βροντοφώναζε κι εγώ αναριγούσα
στο άκουσμα
που να σκεφτώ ποτέ δεν θα μπορούσα
Μα περιμένεις ανθρωπιά από Τουρκιάς σινάφι
που συμφορές και χαλασμούς όπου πατάει γράφει;

Ταυτέρου στσοι δύο ώρες σαμπά ιλέν θα αφάξουνε στη Μεγάλη Πόρτα τέσσερις
γκιαούριδες Θα γενούνε και άλλα μαζλουχάθια και λοής λοής μασκαραλίκια .Οι
λαδομαγατζέδες και τα ντουκιάνια θαναι σφαλιχτοί .Νάρθουνε ούλοι Τούρκοι και
Ρωμηιοί στο σεϊρι

Αγκάθια στο νου των πασάδων κείνοι οι τέσσερις Μελαμπιανοί με τ’ ακριβό παράστημα
Ποτέ δεν φέρανε φόρους σωστούς καθώς ήταν το χρέος της δουλειάς τους Κι έφτασε
φήμη πως βάφτιζαν παιδιά στο όνομα του Χριστού αυτοί που τάχτηκαν τουΠροφήτη
απόστολοι Μα ποιος να ξέρει την αλήθεια; Και ποιος νάπαιρνε το βάρος της κατηγόριας
χωρίς να τρέμει την οργή του κόσμου που τους ξεχώριζε και τους τιμούσε ;
Ρετζέπηδες τους άκουγες ως όρισαν οι Τούρκοι
κι οι τέσσερις ξεχώριζαν από τη λεβεντιά τους
και χαίρονταν των χωριανών το σέβας πέρα ως πέρα
Κι ας ήτανε του χαρατσιού εισπράκτορες ποτέ τους
το χρέος δεν παράβλεπαν σε πίστη και πατρίδα
Κι όποτε βγαίναν παγανιά τους φόρους να εισπράξουν
στέλναν μαντάτα από τα πριν να φύγουν να γλιτώσουν
όσοι δεν είχαν μπόρεση παράδες να τους δώσουν
και τύχη μαύρη θα σμιγαν σε κόλασης μπουντρούμια

Κι ήρθε ο καιρός του σηκωμού 1821 , που λάβα ξεχύθηκε του Σουλτάνου η μάνητα για
την ορμή των γκιαούρηδων να φτάσουν στο ανάστημα της λευτεριάς και να την
αποκτήσουν
Μήνα το μήνα , μάχη τη μάχη κρινόταν ο σκληρός αγώνας Κι έτσι σήμωσε ο καιρός που
δόξασε τις Μέλαμπες η μάχη στο Βαθύ Ρυάκι Ήτανε λέει τόση η καταστροφή που πάθανε
οι Τούρκοι που και ο τόπος μετονομάστηκε σε Κακό Ρυάκι

Αλίμονό σου Χάνιαλη τι σούμελε να πάθεις
θαρρώντας πως Μελαμπιανούς μπορείς να γονατίσεις
τέτοια ντροπή το πίστεψες ποτέ ότι θα ζήσεις
και της τιμής την πληρωμή μ’ αφανισμό να μάθεις

πήρες αυτό που σ ́’αξιζε μες στο Κακό Ρυάκι
και ας σου γίνει μάθημα τούτο το πάθημά σου
πάντα το δίκιο του Ρωμιού θα βρίσκεται μπροστά σου
να σε ποτίζει της οργής το πιο πικρό φαρμάκι

Μόλις σήκωσαν κεφάλι οι εχθροί από την πανωλεθρία πιάσανε να τιμωρήσουν τους
απροσκύνητους για ν’ αλαφρώσουν την ντροπή του Σουλτάνου Και τότε πήραν την
απόδειξη πως οι Ρετζέπηδες δεν ήταν οι Τουρκεμένοι χριστιανοί που λέγανε αλλά Ρωμιοί
δοσμένοι στην πίστη του Χριστού και μαθημένοι να ζητάνε λευτεριά με το σπαθί τους
Και τότε ξέσπασε η μάνητα του αιμοβόρου Μεχμέτ πασά με λόγια αστραπόβροντα

Ακούσατε ακούσατε τη διάτα του Πασά μας
Μη λυπηθείτε αλόγατα κόπο να μη σκεφτείτε
δεμένους τους Ρετζέπηδες θέλει να δει μπροστά του
αλλιώς για το κεφάλι σας σίγουροι να μην είστε

Αλίμονο σ’ όποιον σκεφτεί για να τους φευγατίσει
πρώτος θα νοιώσει στον καφτά του μαχαιριού την κόψη
βρείτε τους πριν το χάραμα να διπλοτερματίσει
αν θέλετε τη ζήση σας για χρόνια να μετράτε

Κι έγινε ο φόβος του θανάτου αφορμή να φτάσουν ταχιά οι εχθροί στα ίχνη των ηρώων
που κρύβονταν μέχρι τότε σε σπήλια και σ’ απάτητα βουνά Κι ήταν τα βάσανα πολλά Για
έντεκα μήνες η σάρκα τους διάβηκε όλες τις Πύλες της κόλασης για το γδικιωμό αλλά και
για ν’ απαρνηθούν την πίστη τους χαμένοι σ ανήλιαγη φυλακή της πόλης του Ρεθύμνου,
στον ίσκιο της Φορτέτζας Μα κι αν τα κορμιά ζήσαν τον άκρατο πόνο οι ψυχές αλύγιστες
με παρρησία ομολογούσαν
Χριστιανοί γεννηθήκαμε χριστιανοί θ αποθάνουμε

Όταν πια στένεψε ο καιρός κι ο Πασάς κουράστηκε να τάζει και να βασανίζει βγήκε η
τραγική απόφαση
Ξημέρωμα 28ης του Οκτώβρη 1824 πήρανε τέλος τα βάσανά τους
Έτσι τους είδα τελευταία φορά εγώ η Ρίθυμνα που τους γαλούχησα Αγέρωχοι περάσανε τη
Μεγάλη Πόρτα κι αδάκρυτοι στη θέα του δήμιου που περίμενε με το κοφτερό του γιαταγάνι
διψασμένο για αίμα
Δείχναν και την αιτία που τους έφερε στο κατώφλι του θανάτου Φαίνονταν νάρχονται από
πανώρια μάχη Τ’ ανάδρωμά τους μπαρουτιού την άψη μαρτυρούσε και λιβανιού

μοσχοβολιά ανέπεμπε η ψυχή τους

Ακόμα και την ύστατη στιγμή όταν πριν πέσει κάθε κεφάλι το ρώτημα έπαιρνε την ίδια
απάντηση :
Χριστιανοί γεννηθήκαμε χριστιανοί θ’ αποθάνουμε

Ατίμως θανατώνουν τους μάρτυρα Κυρίου τύραννοι οι ομώται

Το τέλος σας έγιν’ αρχή ουράνιας πορείας
που καταλήγει στων σεπτών Αγίων τας χορείας

Χαίρεστε πίστεως ταγοί χαίρεστε πολεμάρχοι
που η θυσία σας αυτή αιώνια δόξα θάχει

Τρισένδοξοι θα μένετε εις πάντας τους αιώνας
γιατί πατρίδος δώσατε κι υπέρ Χριστού αγώνας

Χαίρεστε και αγάλλεσθε κρουνοί αγιοσύνης
που γινατε αιώνια πρότυπα ρωμιοσύνης

Αι γενναιαί πάσαι μακαρίζομεν σας τους μάρτυρας Κυρίου

Δευτε Μελάμπων γενεαί πάσαι προσευχηθώμεν
των εφεστίων μας Χριστού μαρτύρων δεηθωμεν

Ω μάρτυρες γενναίοι πρεσβευετε Κυρίω υπέρ των Ρεθυμνίων

Αφού τους εκτελέσανε διπλούς σκοπούς εβάλαν
τη συνοικία ολόκληρη νυχθημερόν φυλάγαν

Κανέναν δεν αφήκανε να πάει σ ́αυτό το μέρος
είτε μεγάλος ή μικρός ή νέος είτε γέρος
Μα όταν η μέρα έφευγε κι ερχόταν το σκοτάδι
κατέβαινε από τον ουρανό εξαίσιο σημάδι
πράμα που δεν εγνώριζαν δεν είχαν δει ακόμα
χρυσή λαμπάδα άναβε στου καθενός το σώμα
Μα οι Τούρκοι δεν εννόησαν το θαύμα όπου γίνη
γιατί η σκληρότη κι η απονιά φως στο μυαλό δεν δίνει
Κι αντί να πουν πως ο Θεός θέλει να τουςδοξάσει
είπαν πως έρριξε φωθιά και θέλει να τουςκάψει

Τρείς μέρες έμειναν άταφοι οι ηρωικοί μάρτυρες των Μελάμπων χωρίς ένα σκυλί να πλησιάσει και να
πειράξει την άχραντη σάρκα τους
Και την τέταρτη παρουσιάστηκαν στο Διοικητή Μεχμέτ πασά οι θαρραλέοι Χριστιανοί ο Αντώνης
Μπουρδούνης και ο Γεώργιος Λαγός που ζήτησαν τηνάδεια να πάρουν τα ιερά σκηνώματα για να τα
θάψουν Πέρασαν πολλά μέχρι να τους δεχθεί ο πασάς και να ακούσει το αίτημά τους Υπέμειναν στωικά
τις ύβρεις και τα χτυπήματα των περαστικών Τούρκων που γνώριζαν τις προθέσεις τους Κι όταν
επιτέλους έπεισαν τον πασά με τη βοήθεια και άλλων χριστιανών πήραν τα σεπτά σώματα και τα
ανέβασαν στο ναό του ΑγίουΓεωργίου στα Περιβόλια όπουκαι τα έθαψαν

Φήμη τρανή απλώθηκε μετά τη σφαγή των μαρτύρων πως πρίν
ακόμα ταφούν τα σεπτά τους λείψανα , άρχισαν θαύματα να
μολογούνται Και πρώτα η μάνα του δήμιου η τυφλή σαν γύρισε ο
γιος της να καθαρίσει το αιματοβαμμένο του μαχαίρι, αγγίζοντας
στην τύχη το πανί με τα αίματα των Αγίων Μαρτύρων ανέβλεψε

Σωντήρω φως η δύσμοιρη τυφλή που τοσα χρόνια
χανόμουν σε απύθμενα κι ανάλγητα σκοτάδια
τι να συμβαίνει κι ένοιωσα του ήλιου την απλάδα
μόλις τα μάτια πέρασα με τούτο το μαντήλι

Κουρέλι ματοστάλαχτο ετούτο που κρατάω
θωρώ πάνω του πέρασμα από το γιαταγάνι
του γιου μου που σαν τέλειωσε κι αυτό το μεροδούλι
τέσσερις σφάζοντας ρωμιούς πέρασε και τ’ αφήκε

Αν είναι από το αίμα τους το θαύμα που συμβαίνει
γονατιστή παρακαλώ συχώριο να του δώσουν
φαμέγιος είν’ ο άτυχος και σκλάβος της ανάγκης
γιαυτό και τάχτηκε ζωές να παίρνει από διάτα

Όσο πιστά κι αν προσκυνώ τη χάρη του Προφήτη
μέχρι να ζω θα ευλογώ το άγιο όνομά τους
αυτών που κείτονται άψυχοι κάτω στο μειντάνι
άγιοι πρέπει νάτανε για να θαυματουργούνε

Η παράδοση αναφέρει ότι και η ταφή των Αγίων
συνοδεύτηκε από μεγάλο θαύμα
Μια μάνα είχε ένα παιδί μονάκριβο καμάρι
κείνη τη μέρα θέλησε ο χάρος να το πάρει
Απέθανε και πήγαιναν να σκάψουν το μνημείο
τότε βάζαν τους μάρτυρες στο ίδιο το χωρίο
Η μάνα τότε έτρεξε με δάκρυα στα μάτια
και με καρδιά που ο καημός την έκανε κομμάτια
Γονατιστή παρακαλεί για το μονογενή της
που ήτανε το στήριγμα σε όλη τη ζωήτης
Μέσα σε κείνους τους λυγμούς της πονεμένης μάνας
σύννεφο ήρθε με βροντή και αστραπές συνάμα
Δίπλα στη μάνα ζωντανό ευρέθη το παιδί της
που τόσο είχε λυπηθεί μέσα από την ψυχή της
Είναι πολλά τα θαύματα που έκαναν οι Άγιοι από την πρώτη στιγμή που
φόρεσαν το στέφανο του μαρτυρίου Και η λαϊκή μούσα το επιβεβαιώνει με
το δικό της τρόπο που πιστοποιεί επίσης ότι οι Άγιοι Τέσσερις
Νεομάρτυρες καταξιώθηκαν στη συνείδηση του κόσμου από την πρώτη
δωδεκαετία μετά το μαρτύριό τους
Μέρος των ενδυμάτων τους πολλοί πιστοί κρατήσαν
για κάθε πόνο και πληγή τα γιατρικά τους ήσαν
Άρρωστοι θεραπεύτηκαν ,λεπροί καθαριστήκαν
και βρήκαν την υγεία τους πολλοί πουδεντηνείχαν

Έτσι δοξάζει ο Θεός αυτούς που τον τιμούνε
και δίνει δόξα αθάνατη σ’ ‘οποιους τον αγαπούνε
Τους εν τεκμηρίοις πολλοίς στόματα Θεού λόγου γενομένους και υπέρ της
εις Χριστόν πίστεως μαρτυρικώςτελειωμένους
θεσπίζομεν συνοδικώς όπως οι ειρημένοι
Γεώργιος , Μανουήλ, Αγγελής και Νικόλαος
οι εν Ρεθύμνη της Κρήτης μαρτυρικώς τελειοθέντες συναριθμώνται τοις
οσιομάρτυσι και Αγίοις
«Της Κρήτης γεννήματα και Λάμπης θρέμματα, τους
τετραρίθμους Νεομάρτυρας ανευφημήσωμεν»
Ἐπίγραμμα

Τέτταρες ἀνέτειλαν ἀστέρες πίστει
δνόφον βαρβάρων διαλύσαντες ὅλως,
λάμποντες δ’ ἀστράπτοντες τ’ ἠλλοιωμένοι,
οἰκοῦσι ἐν πόλῳ ὡς θερμὴ πρεσβεία
Ῥιθυμναίων, σέμνωμα τ’ ἡμῶν ἁπάντων.

Υμνούμεν Μελάμπων υπέρτατον καύχημα
Υμνούμεν βλαστούς της πίστεως άρτημα
Υμνούμεν κρουνούς του Χριστού ευωδίας
Υμνούμεν τους φθόγγους δεινής μελωδίας
Υμνούμεν αλυσσων δουλείας τα πλήγματα

Υμνούμεν κραταιά των αγώνων ορύγματα
Υμνούμεν αμνούς αφορήτου θυσίας

Υμνούμεν τα πρότυπα εθνικής παρρησίας

«Της Κρήτης γεννήματα και Λάμπης θρέμματα, τους
τετραρίθμους Νεομάρτυρας ανευφημήσωμεν»
νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων αμην

ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΩ ΘΕΩ ΔΟΞΑ
19-7-2023

Αφήστε μια απάντηση