Τα φουριάρικα (μια αληθινή ιστορία)

 

ΡΙΝΙΣΜΑΤΑ
Του ΚΩΣΤΑ ΠΕΤΡΙΔΗ

Μια αίγα με πλούσιο μαύρο τρίχωμα, στιλπνό πλούσιο μαύρο
τρίχωμα και δυνατό, μαζί με το μικρό της στην αυλή δεμένη είχε φίλος
από ένα χωριό στα νότια του νομού. Ατίθασα ζώα, με μάτια αγριμιών
εκφραστικά, σπιθίζοντα, που δύσκολα μπορείς να πλησιάσεις. Φιλύποπτη
σε κάθε ανθρώπινη απόπειρα επικοινωνίας αυτή κα το παιδί της. Ένιωθε
στο σχοινί δεμένη άβολα η αίγα και προσπαθούσε μάταια με εφορμήσεις
να το κόψει και να φύγει προς την ελευθερία. Η αίγα ήταν φουριάρα,
λεύτερη, μαθημένη να τριγυρνά στα βράχια, τις πλαγιές και τα φαράγγια
κατά πως ήθελε και κατά πως οι ανάγκες της απαιτούσαν. Περήφανο
όμορφο ζώο. Κοντά στη φύση, είχε οξύνει όλες εκείνες τις δυνατότητες
του είδους της, για να ανταπεξέρχεται στην ανεύρεση τροφής, στην
άμυνα από τους εχθρούς, στην αναρρίχηση πάνω στα κακοτράχαλα
δύσβατα και απότομα λημέρια της, και στην προφύλαξη από τις πιο
αντίξοες καιρικές συνθήκες.
Ο φίλος μου απέφευγε να της δίνει κάθε τροφή που θα ήταν έξω από
τις συνήθειές της, κι ούτε ν’ αποκόψει ήθελε άκαιρα το ζωηρό μικρό
κατσικάκι από το γάλα της μητέρας. Ήταν στη σκέψη του ν’ αναστήσει
μια μικρή φουριάρικη γενιά κατσικιών έστω και με οικόσιτες
προδιαγραφές.
Καμάρωνε για τις συνήθειές τους που παρατηρούσε με προσοχή και
μια τρυφερή αίσθηση κατανόησης.

Το μικρό κατσικάκι απέφευγε το ομαλό έδαφος και σκαρφάλωνε
από απότομες και επικίνδύνες πλαγιές, ενώ μπορούσε να ακολουθήσει
πιο πρόσφορα τον ίσιο δρόμο.
Διαβολάκι σωστό, απλησίαστο, σε κάθε κράξιμο έχανε να
πλησιάσει, μα και η παραμικρότερη απότομη κίνησή σου το ξάφνιαζε και
απομακρυνόταν με ετοιμότητα και σβελτάδα απίθανη. Όταν η μάνα
σηκωνόταν στα δυο της πόδια και τεντωνόταν πατώντας στ' ακρόνυχά
της για να φτάσει τα κλαδιά στα δέντρα, το κατσικάκι της πηδούσε στη
ράχη της και από κει στο κεφάλι της για να γευτεί κι αυτό ένα τρυφερό
κλαδάκι παρέα με τη μητέρα του στα ύψη. Μόνο να τα βλέπεις ένιωθες
ένα θαυμασμό μέσα σου και μια έξαρση άλλη. Το κατσικάκι όταν το
πήρε είχε σπάσει ήδη το ένα μικρό κερατάκι του.
Ποιος ξέρει σε τι ριψοκίνδυνες επιχειρήσεις, άφοβο κι ατίθασο και
πεισματάρικο όπως ήταν να είχε πάθει αυτό το ατύχημα. Οι μέρες
περνούσαν και η αίγα δεν είχε συμφιλιωθεί με το σχοινί της. Εφορμούσε
πότε για να σπάσει τα δεσμά της και πότε μελαγχολική και
αποκαρδιωμένη ησύχαζε και ξάπλωνε με το μωρό της.
Ένα πρωί βρήκε ο φίλος το σχοινί κομμένο, την αίγα να λείπει, και
το μικρό να βελάζει γοερά. Έφαγε τον τόπο να τη βρει και τον
τυραννούσε θλίψη και μια περίεργη τύψη, η τύψη του δεσμώτη.
Με τα πολλά βρήκε την αίγα νεκρή. Κάπου τυλίχτηκε με το σχοινί
και πνίγηκε. Την τσούρησε σ' ένα γκρεμό και γύρισε στο σπίτι του,
αποφασισμένος να ημερέψει λίγο το μικρό ορφανό κατσικάκι και να το
κρατήσει.
Του κάκου όμως όλες οι προσπάθειες, αυτό συνέχισε να βελάζει
ασταμάτητα με τρόπο που του σπάραζε την καρδιά άλλοτε, και άλλοτε
πάλι, τον εξενεύριζε.
Δεν γινόταν τίποτα, αποφάσισε να σφάξει το κατσικάκι το ατίθασο
και να προσφέρει το πεντανόστιμο κρέας του σε γεύμα με φίλους του.
Έφαγαν και ήπιαν όλοι ευχαριστημένοι. Εκείνος όμως δεν μπορούσε να
καταλάβει ένα σφίξιμο που είχε στην καρδιά και μια λύπη…
Άρχισε ένα ριζίτικο πούλεγε για τ' αγρίμια κι ένα δάκρυ κύλησε από
τα μάτια του.

ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ

(23- 30 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1997)

Αφήστε μια απάντηση