Τα «φιλάκια» του Σιμιτζή στον Πλάτανο

 

 

Μια βιενέζα με παγωτό από του Σκαρτζίλη του Μήτσου και μια ζοζεφίνα! Γιάννη λίγα σπόρια, καμπόσα φιλάκια, καραμέλες του αστακού και λίγες-λίγες μαργαρίτες. Μου λείπεις…

Αντρέα, με τις μαντινάδες σου και τα ωραία σουβλάκια, ένα απ’ όλα στη σειρά σου Μπάμπη, έχεις το έντεκα νούμερο, με είπε νούμερο για να το φάω!!!

Δεν ξέρω τι νομίζετε που καταβρόχθιζα τόσα και τόσα, μπορούσα! Το ντεκότο και το μουρουνέλαιο βρωμούσαν ε, δεν βρωμούσαν, Χάσικε!

Όμως να πάω και στο κέντρο Νίδα των Βροντάκηδων με ορχήστρα, καλό φαί, χορός και ξενύχτι, Παντελή, μου λείπεις – Κρανιό!

Επίσης, ο Μπαγκάκης, ο Καλιτσουνάς λίγα με κιμά και νάτος ο Σκεπετζής ο λεβέντης ο παλήκαρος.

Το Rex μετά το Καρτάλειο, ο Έσπερος και μετά ο Απόλλων, τα Αστέρια ή κ. Ευφροσύνη. Αλλά και η Αίγλη με εξακόσια καθίσματα, το Εθνικό.

Στο σινεμά ο Ξανθόπουλος και να τα κλάματα όλων, όχι μόνο της γιαγιάς μου, άλλα χρόνια, άλλα κλάματα.

Τάχαμε όλα τότε μέχρι και επιδείξεις και εξετάσεις που ψαχνόμαστε με ένα τσιγαράκι Αύρα πως θα περάσουμε τη χρονιά.

Μιράντα, ο ήρωας των κορασίδων, η μοναδική Μιράντα του Σάρακα, στο Θηλέων, αλλά κι ο Ξεξές και να τα κατορθώματά του!

Τούβλο ε! Τούβλο, σε έλεγε ο Δράνδος και να τα καρούμπαλα! Άουσβιτς. Έλα, να ο Μπαντουβάς, Παναγία μου, αποβάλλεσαι! Να η μηχανή του αλλά χωρίς λάστιχα, Βιταλάκη εκτός Κρήτης, (μυρωδιά) εξαφανίσου.

Χρόνια που ζήσαμε, χρόνια που θυμόμαστε ο Σαμαριάς τόπε και τόκανε ταβέρνα-εστιατόριο και νάτον στου Μπαντουβά, Γιώργο κέρασε το Βαβά τον Αμερικάνο.

Θυμάμαι πολύ, πολύ πιο παλιά να πλημμυρίσει το Καμαράκι, νάχουνε πληγές. Με τις ντενεκέδες όλοι. Το νέο λιμάνι ξανά νέα πλημμύρα και κύματα.

Από παραλία έως Αρκαδίου, ούλοι φτωχοί! Μαγαζιά, ο Μάρκος βγάζει ακόμα τα νερά, να το σόλεξ, να σιγομουρμουρίζει, πάω κι εγώ!

Κιουλούμπαση βραχάκια, βραχάκια κι ο Τζανιδάκης, ένα πράμα! Και τρούφες, τι τρούφες! Θυμάμαι την Philips του Γαγάνη για μεράκια του Αναγνωστάκη και το Γεράσιμο να τα διαλαλεί! Αλλά και φαρμακεία, ήτανε λιγοστά, του Κούνουπα, του Βολακάκη, του Νησιανάκη και του Κατσιμπράκη με το Μπαξεβάνη. Δίπλα στον Μπαξεβάνη ήτανε ο τυράς ο Μαρκουλής που είχε και ωραίο τουλουμοτύρι. Αυτός έγινε νονός μου και με στεφάνωσε. Χαρακτηριστικοί τύποι εδέσποζαν γύρω και μέσα από τη χώρα. Ο Μανίζος με τα καρπούζια του με το μαχαίρι! Ο Νίκος ο Στιβανάς με τα μουλκέικα πεπόνια. Διάφοροι δουλευταράδες τροφοδοτούσαν τα μπακάλικα από τη χονδρική, τα εμπορομανάβικα Γιάντζοι, Λαρέντζοι, Ηλιάκης. Στην πλατεία ο Δασκαλαντωνάκης ο πατήρ λάδι, φασόλια, ρεβίθια, από το σακί με τη σέσουλα!

Αργότερα έκοβαν τα εισιτήρια για τα καράβια πάλι από Χανιά Φαιστός καράβια και Φαιστός, Scania, με τον Πέτρο αρχηγό!

Ο Πλατύραρχος και ο Λέων ο Ματθαιουδάκης για μύωπες και ο Λεωνίδας και για ρολόγια ακόμα και το ρολόι της χώρας το έφτιαχνε το κούρδιζε!

Στην Αγία Βαρβάρα ήτανε έξι – επτά μαραγκούδικα, έπιπλα, κουφώματα και ο Μπάρμπα Γιώργης κι άλλοι. Μαστόρια με τον Κινόσο, τη Στέλλα και το ρουκάνι. Η Σουλίου λεγότανε πιτσαξίδικα, σόλες και ντακούνια. Για δερματάδες Γαλλιάκης και ΤζαγκαροΝικολής.

Στα ηλεκτρικά τα πρώτα, αργότερα οι Αφοί Μυρσιλίδη, ο Μύρων, ο Μουντριανός, ο Παπατζανής.

Αυτός που δεν θα φύγει ποτέ απ’ το μυαλό μου είναι το Αντωνιώ, που τον είχε ο Σάρακας πάντα καλά. Σού ‘λεγε Πρωτοχρονιά και τα κάλαντα με το αρχιμηνιά και το μικρό μικρό ντενεκεδένιο τύμπανο, Αντώνη, σταμάτα.

Για διαμονή είχαμε τον παράδεισο, το Πάνθεον και την Ιωνία (νέες Ιωνίες) νέα μεροκάματα όπως τους πρώτους λιμενεργάτες.

Για μπακάληδες τους Χάσικους, το Λεντζάκη το Γιάννη, τον Ρουσάκη το Γαλλιανό. Για κρέας Χάσικος, Παρμαξής, Σταγάκηδες και ο χαρακτηριστικός Πλαστήρας.

Για το πρώτο έτοιμο ρούχο το Σουρμελή – Ορφανό, Νεωτερισμούς, ο Λίτινας ο Λευτέρης, απέναντι στην ΤΑΟ – σβιγάκια και δαχτυλήθρες ο Σαμψών. Παραμένει η Γιακουμογιαννάκη – Μαραγκουδάκη.

Όμορφη μουσική η Δανάη σαν τις κάλτσες Πουρνάρα!

O Ζαχάρης ο Φούρναρης της Μεγάλης Πόρτας, φίλος του γέρου μου, πούχαν παρεάκια πολλά μέχρι το Ροδινό, το Μπαξεβάνη και το Φουσταλιέρη με το μπουγλερί.

Γλέντια, καλό κρασί, σύγλινα, απάκια και γαρδούμια.

Κουτσούμια ριγάτα ή ψαροκόκαλο, οι ραπτάδες μπόλικοι, όπως ο Πιπεράκης ο Αντρέας κ.ά.

O Νικολαΐδης για χωνάκι παγωτό, ο Κανακάκης λουκουμάδες και τζεβρεμέδες! Ο Σταβριδογιάννης για κουβερτούρα, ο Καγιουκλής γκαζόζα Γεράνι, ο Αναστάσης για να πας στα Ρούστικα. Ο Μανόλης ο Ανάποδος να σε ζαλίζει με τα κεράσματά του.

Στα ψητά ο Κουτσούρης, ο Αποστόλης στα μαγειρευτά, ίντα να πρωτοφάω! Ο Ρίτσας ο Σταύρος μια ιστορία, μπουκιά και συχώριο!

Κανάτες και ότι θες εδώ είναι Λαβύρινθος, ψάξε!

Στη Σοχώρα ο ΟΑΣΙΣ, Σοχώρα και ο Πλουμής ο Ψηλέας με τα χοχλιδάκια. Αστέρια, Απόλλων, Βήμα και Καφάτος Λυκούργος. Ένα βήμα μπροστά, κοντά στη Χειμάρρας στις πόρνες, να η Ευθαλία, πως τα πήγα, μωρό μου;

Θα ξανάρθω.

Να σου πω Πίσσας και Παλιέρος, Καψαλιανός, οι Μπιρλιράκηδες, ο Βέγγος με τα σιδεροβάρελα κι ο Χελιδόνης με το μακρύ καρό, να τα μεταφέρει με το καμουτσί. Να οι Κουφάκηδες και οι Γαγάνηδες, ήτανε η κινητήριος εμπορική δύναμη.

Όμως βγήκε βόλτα ο Μαντωλανάς με το πλατύγυρο λευκό κουστούμι και πάει σε ντουκιάνι πρώτος στο αντριλίκι. Γρηγοριάδηδες και ο Ολυμπιάκης η πρωτοπορία. Από την Αρκαδίου είναι τα γλυκά;

Ζαμπετάκη σε θέλει ο Σπηλιανάκης. Η αγορά ήτανε γεμάτη από ωραία μαγαζιά κι όμορφους μαγαζάτορες. Στον Πλάτανο ο Εβραίος με τις φλορέτες τις γερμανικές. Στον Άγνωστο οι Θυμιατζήδες και… μωρέ!

O ωραίος Τερζιδογιάννης είχε μόνο φίλους κι ο Φουντής τα γαλλικά τα Πεζώ. Ο Τυράκης Σκαραβαίο, ήτανε τόσο βίαιος.

Φουρνάρηδες, μπακάληδες, παπουτσάδες, υφασματέμποροι, έμποροι, τεχνίτες. Ο Βαλιάνος στα ξυραφάκια της ξυλοκοπτικής. O Κλαψινός του Χαρίλαου ψωμί και συχώριο, Μαμαγκάκης ψωμί φόρμας και νυφοκούλουρα.

Δύο φιγούρες ο Κοκόλιας, πολλά παιχνίδια, πετράδια πλαστικά (Διεθνές).

Μπισκότα ρούλια και καροτσάκι εγώ, μέσα ρε κωλόπαιδο!

Τσιγάρα άρωμα ο Μιχαλάκης. Λίρες και μπιλ γκριμ για την κεφαλή μας.

Κ.Ε. ο Μανόλης και ο Στέλιος κληρονόμησαν. Ο Γιάννης και ο Γιώργος συνεχίζουν την αρχαιότερη εφημερίδα.

Κάθε πρωί βρέξει – λιάσει. 0 Γιάννης ο αληθής τάγραφε σαν καλός δάσκαλος. Ζωηρά αντικειμενικά, ενημερωτικά τα Ρ.Ν. Μανόλη συνέχισε. Δεν ξεχνώ την Εύα τη Λαδιά, κείμενο καλλιγραφία και πένα που σκοτώνει εκτός τους αναγνώστες.

Να ο σύλλογος Κυριών, η Λαογραφική Εταιρεία του Χριστόφορου και οι Βρακοφόροι του Κιαγιά.

Να το Λύκειο Ελληνίδων. Να ο Σταβριδογιάννης που έκανε τους βρακοφόρους. Όμως ο Σταμάτης ο Σπηλιανός ο βρακοφόρος, δεν πιανόταν, όταν έπιανε το δοξάρι ο Μούντης, πρώτος και καμαρωτός! Η Ε.Π.Λ. με χορούς, ταξίδια, εκδρομές και Πρινιωτάκηδες και τους Βαλέργα, Κανά καθώς και τη κυρία Σοφία. Όμως το καρναβάλι, η γιορτή για μεθύσι δεν βρήκε μιμητές.

Ο Κοτάκης παξιμαδάκια μικρά της κανέλας, λύπη ή χαρά το βουτούσες στον Πέτρο το καφέ ΜΟΚΑ.

Χομπίτης με τα χιλιάδες τόπια και η Παχουλού. Η Κατίνα υποδήματα όπως ο Σμαραγδάκης, Μακρυδάκηδες, του Χάρη Κουγιτάκη τα πολυτελείας για τα πόδια σας.

Στου Ζωγράφου μαντάριζαν τις πρώτες νάυλον κάλτσες. Τι αρώματα αυτός, τι ο Κανάς κι ο Κούνουπας!

Κολώνια με τα γραμμάρια, λεμόνι παρακαλώ! Χύμα!

Οι ταξιτζήδες, η χειρούτσα ο Βαλέργας, ο Κακλής κι ο Ντουρουντούς, ο Τσαχπίνης, ο Τζώνης και τα αγοραία και λίγα ακόμα. Τότε! Τότε με μανιβέλα στην αρχή, αμ, πως, θα πάω να μου κάνει το κεφάλι γεωγραφία και το παράπονο του σωφέρ, άντε θα σε πάω!

Το Κουρδιστό του Κλειδή με το πατάρι του, να τα πρώτα γκομενάκια!

Το νούφαρο, το Horizon, το Belapais.

Να όμως και το σούπερ μάρκετ, το Mariolet. Μα… νέες εποχές ήρθανε. Ο Χρήστος ο Καλοειδάς, πολύ καλαμπούρι, ακόμη γελά!

Για κουρείο τότε είχαμε τον Ψύχαρη, κούρεμα, χάντρες και μαχαίρια με την ψιλή το γιο μου.

Τζέλεσης τα καλά σταφύλια, κατάδικά του.

O Γιάννης το ψωμί! O ίδιος έψηνε στον ξυλόφουρνο και ξερά κουκιά για το Χαραλαμπά με αλάτι και αλεύρι. Μεζές μαζί με οφτές πατάτες για όλους. Γιουμπάκης Μάρκος, Λαγουβάρδος, Μιχ. Παπαδογιάννης, ακόμα τα πίνουν. Παρεάκια καλά και να ψήνουν το Χαραλαμπά να παίζει τη λύρα του καρεκλά με τα κουδούνια.

Ξέρετε που είναι η Μπουνιαλή, τη λέγανε Σωμαράδικα και Πεταλάδικα, τάκα τάκα, όχι τίποτα άλλο… τα πεταλάκια.

Η φοράδα να μουγκρίζει, ο Μάρκος στη γωνία να πολεμά να την ηρεμήσει! Πόλεμο έχουμε; Σπανέ, πόλεμο, φτιάξε μου, το καλύτερο σαμάρι, είναι για τη Ρίνα! Οι Παλιέρηδες στα γυαλικά και τα πρώτα σερβίτσια για γάμους. O Γιαννούλης ζει ακόμα να σου παίζει εκεί ό,τι θες αν σε πιάνει άμε κι αλλού. Που uα πας, στου Γιαννούλη θάρθεις.

Ο Μπαόνης για τον ωραιότερο μέτριο, κι ο Μανέλης για κρασιά, καλό μεθύσι!

Στους Τζέτζηδες τα πρώτα σιδερένια μας και για υδραυλικά ο υπόνομος ο Ψαρρός, είχε για μάστορα την Δημοκατάρα Ντερβίσης!

Βαρδής – Δρυγιανός για το ρεζερβουάρ και τα πρώτα απαραίτητα για όλα τα οχήματα, εγώ είχα πατίνι και ποδήλατο, καμιά δεκαριά Ι.Χ. Στον Άγνωστο ήτανε μεγάλα εμπόρια, μόλις διώχθηκε το ΚΤΕΛ, μαύρες μέρες ήρθαν τότε. Στο μεγάλο καφέ Κύμα τα ραντεβού, να η αυγή, ξημερώνει μια ωραία ημέρα.

Να, ο Ιρλανδός και ο Ιουδαίος, άσμα που θυμάμαι. Πειράζει; Κοντά στο Φλοίσβο οι Δομαζάκηδες εμπόρια και κονσέρβες, οι μπάμιες στο κουτί! Κι ο Γκιουλές και πιο πριν ο Γιαμιάς σκαμπάζανε για ότι συνέβαινε στις ασπρόμαυρες, η ΥΕΝΕΔ δεν παίζει Κωστή, απόψε έχει Τσαρλς Μπρόνσον, κανόνισε.

Ηλιάκης, Θεοδωράκης, Δαμανός αλλά κι ο Μανόλης ο Σπηλιανάκης.

Να τα βαρέλια, σωστό οινοποιείο.

Για τους μερακλήδες ο Μπαλωματάς και η Ρουσάκενα.

Για τουριστικά, ομπρελάκια, συρματάκια ψιλό και κλωστές όλα τα χρώματα να η Κορώνενα, τέκνα να δεις, κάπου κρύβει το μυστικό ο Βαγγέλης ο μουσικός και σιδεράς. Στο καρότσι με τα χέρια που τα πήγαινε βόλτα!

Γασπαράκια, καβρομάδες φρέσκους.

O νεροκουβαλητής, γέρος με το γαϊδουράκι να φωνάζει νερό του Κουμπέ. Κάρο και γάιδαροι αλλά μετά καλάθι και ξηροί καρποί με αυτούς έφυγε. Καλοί άνθρωποι, πολύ το καλαμπούρι.

O Σκαντζής ο νεκροθάφτης και ο Μαθιός σου βάζανε και όμορφα χερούλια να σε κουβαλούν οι άγγελοι ψηλά.

Φορτσάκη, κερί και λιβάνι, όφου, Παναγία μου.

Όμως στην εκκλησία στους Τέσσερις Μάρτυρες εδέσποζε η φυσιογνωμία του παπά του Μιχάλη.

Πολογιώργης, Ξύδης, γιαούρτι φρέσκο και φρέσκες φιάλες υγραερίου, να στην πάω;

Στεφανάκη, μου φύλαξες το γιαούρτι για τα κοπέλια; Βλέπω τόχεις στο πήλινο. Καλά νάσαι!

O Δασκαλογιάννης ο εστιάτορας στη γωνία, κοντά του ο Μηναδοβαγγέλης κι ο Καραγιάννης, οι πρώτες μπουλντόζες και τα γκρέιντερ.

Το πρώτο νέο τύπου λεωφορείο για το τότε ΚΤΕΛ τόφερε ο Γιάννης ο Καραγιαννάκης για να ζηλεύουμε.

Το τολ το κάρο του Δήμου από τότε και τα χασαπιά να δείτε χασάπηδες! Καφενεία και ντουκιάνια.

O Μυρωδιάς ήξερε πότε έχει παρεάκι καλό και πότε δεν έχει, αλλά ούτε μυρωδιά. Ο γύρος του Θανάτου και ο αρχηγός του, ο δαιμόνιος Λευτέρης, όλα τα γύριζε κι ότι έχετε ευχαρίστηση! Ζει;

Γιατρούς αναλόγως είχαμε και λίγες κλινικές και το παλιό νοσοκομείο, καμπόσους γιατρούς της Πολυκλινικής Αγγελιδάκη – Φουντουλάκη, το γιο του Αναγνωστάκη να σου βάζει καρδιές. Για να τον αγαπάμε. Ο Λίτινας με τα λεπιδάκια του.

Τον Κοκκονά, ο Σερντές, ο Λυράκης για τη νέα γενιά, Βαρδάκη για τα νεύρα μας και το Νίκο με το όμορφο πάντα καπέλο του, τον χημικό μικροβιολόγο Κατσαντώνη, ιδίως κι άλλοι για πενικιλίνες για τη βλεννόρροια, γρίπη ή πνευμονία. Σύφιλη; Καλά να πάθεις!

Γιατρών τα παιδιά πολλών άλλων τα παιδιά και τα εγγόνια έχουνε κληρονομήσει από αυτούς τα πάντα και τα προσφέρουν σε όλους μας.

Προσφέρουν όπως προσφέρεις κι εσύ μικρέ, μαχητή της ζωής.

Το Ρέθυμνο ψήλωσε, έγινε μια Ακρόπολη, μεγάλωσε, φτιάχθηκε, ομόρφυνε για να μην το λένε Παντέρμο. Ήρθε πιο πολύ στα χέρια των πολιτών, που το χαίρονται, που το προστατεύουν, που το κρατούν ψηλά! Προχθές ο Νίκος ο Κορώνης μου είπε θα τα σπάσω όλα. Θα τα πιω όλα, θα σπάσω και το Philips, άλλο θα μου δώσουν. Μαλάκας είσαι;

Σαν του Κορώνη παλαιότερα ο Φούσκος και ο Μανούκ, όλοι τους ζουν, τους έχει φωτογραφία ο Ρίτζας.

Φτάνει να τους Θυμόμαστε, αυτό τους φτάνει. Δεν είναι και πολυτέλεια!!!

Αυτό – αυτή η χώρα το Ρέθεμνος το δικό μας και της Καραγιάννενας τόγραψαν, γράφω για ούλους, τους αγαπώ, χαίρομαι που τους έχω γνωρίσει, το Ρέθυμνο μεγάλωσε; Ούλους τσοι κατέω. Ακόμα και τους αναμαζωξάρηδες.

Δίνουν την ψυχή τους οι Ρεθεμνιώτες, σε ότι κι αν έχουν αναλάβει να κάνουν.

Είμαστε πρώτοι εμείς και η ιστορία μας, κι όχι μόνο το Αρκάδι και ο Πρέβελης, ο παππούς ο πατέρας, ο γιος, ο εγγονός. Έχουν και έγραψαν ακόμα γράφουν τη δική τους ιστορία.

Όμως γερά, δυνατά, φωναχτά να ζήσει το ΡΕΘΕΜΝΟΣ.

Αυτή είναι η πατρίδα μας!!!

Η κρίση δεν άφησε τόσο να χτυπήσει μια και έχουμε και τουρισμό, σε σύγκριση με άλλα μέρη που δεν έχουν καθόλου. Εγώ αν πήγαινα τουρισμό στον Θεμάρα θα πήγαινα, να δω μερικά τουριστριάκια και γνωστούς. Πάω παντού, πίνω λίγο, πάντα μέτριο προς το γλυκό ελληνικό!!! Και ξαναπάω. Στα Αγρίμια μήπως και ημερέψω. Στου Όθωνα να γίνω King ή στο Ασίκικο να ρουφήξω αργιλέ, να πιω λίγο ρακόμελο, να δω φίλους να τραγουδήσω, να χορέψω κι όπου αντέξω. Ακούω Σάκη και χορεύω τη Ρόζα, τα Λαδάδικα, του Δημήτρη την Κανάρα, του Χρηστάκη με τα πουλιά του.

Ακούω μουσική και πάω και στο Σχολαρχείο και θυμάμαι το σκασιαρχείο που κάναμε. Που είναι το τσιγαράκι στο δημοτικό κήπο;

Παντελή, Βαμβακά, Αντρέα, Σακελλαρίδη, παίξτε, τραγουδήστε, το κόκκινο γαρύφαλλο για την γκόμενα. Εγώ πληρώνω, τραγουδήστε την άπονη ζωή, το νύχτωσε χωρίς φεγγάρι.

Πάω στον Νίκο, στη Μόνα Λίζα, πουτίγκα ξανοίγω… ένα κομματάκια Σκαρτζίλη!!! Θωρώ φάτσες και φατσάρες. Κάτι παιδιά που φωνάζουν το Μια ζωή την έχουμε!!!

Όχι, όχι, θυμάμαι τους καπετάνιους που για χατίρι γίνονταν τα Αρκάδια, τον Μονιάκη τον Αρκαδιοδρόμο (πρώτος όπως πάντα!)

Τους βλέπω, όλοι οι φίλοι κάτι με κερνούν, γελάμε, ξεχνάμε. Ας ξεχάσουμε τα βάσανα, πάντα τάχαμε.

Πάντα λύπες και χαρές και κάτι μεγάλο, η αγάπη. Αγαπιόμαστε μεταξύ μας και ξερόμαστε και τους τουρίστες και τους φοιτητές.

Μαζί διασκεδάζουμε, όλοι στη χαρά και τη λύπη. Που αλλού;

Ας αγκαλιάσουμε, ας βάλουμε κι άλλα τείχη, σε αυτή την πολιτεία, όλοι μας τη θέλουμε, αλλά όλοι μας ζηλεύουν, κακό είναι;

Ο Borsalino τι άλλο θέλετε κι αυτός υπάρχει. Στάσου Αντώνη!

Πάω μετά τον Αντώνη στο λιμανάκι μας και θυμάμαι το Δασκάλιο με το μπουζούκι του. Μένω, βλέπω τον εωσφόρο το ρυμουλκό για τις μαούνες. Ήρθε ο Κανάρης, την άλλη βδομάδα θάρθει το Αγγέλικα, βάρκες κι ο Φραγκιάς κουπιά μεγάλα, νέοι και γιαγιάδες, πραμάτειες και κότες. Στο καλό γιαγιά, καλό ταξίδι, το κοφίνι το κοφίνι!!! Θωρώ το Λιονή και πολλούς ψαροκουβαλητές. Η ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ μας έσωσε απ’ την φουρτούνα!!!

Δήμο σου φύλαξα σαργούς και μια σφυρίδα, ευχαριστώ.

Κατσαντώνη μου σε βλέπω κοπέλι μου.

Πρόσκοπας ο Κατσαντώνης, κι εγώ φούντες και παράσημα και ο Σκουλάς παρελάσεις. Γιουλούντας, ο Παύλος, το αδέρφι μου κι ο Θανάσης ο πολίτης όλο καλαμπούρι (σαν τον πατέρα του). Κερνά ανοικτά. Πάω να κόψω εισιτήριο και βλέπω την Ρεθυμνιακή, βλέπω και την ΑΝΕΚ, καλά νάναι. Από τα Χανιά, από το Κάστρο; Να πάω εκειά, εκειά πηγαίνεις (γιάντα πας);

Λέω να πάω στον Τάσο αλλά λέω πάσο, ούλα θα τα φάω, τον χωριάτη για μαρίδα, μια μερίδα.

Τον αρχιμουσικό Τζομπανάκη. Στου Παρασύρη – πάω στον Ερωτόκριτο, όλοι ερωτευμένοι. Μάριε, την αγαπάς τη Μαρία; Κι αν σου βρω, μια Σόφη; Θυμάμαι πρωτάκουσα στη Χελώνα το υπάρχω του Στέλιου Καζαντζίδη, τόπαιζε το τζου μποξ τού βαλε μια δραχμή να το παίζει. Που και που δεν πήγα τους είδα όλους τους.

Τους χαιρέτησα σαν την εξουσία!

Απόψε κάνεις μπαμ! Είσαι στην πένα!

Ποιος ζωγράφος έφτιαξε το μουσαμά!

Μπράβο τους, δεν μπορώ να ξεχάσω όμως κι ένα τύπο το Μανούσο του Καρτάλειου με το αράπικο φυστίκι στο χωνάκι, τόσο φτιαγμένο, όσο μας έλουζε αργότερα το ψεκαστήρι και το άρωμα του σινεμά στους θεούς, τους θεατές της κλακ φίλμς.

Όμως το λιβάνι με ζαλίζει. Εγώ φταίω ή το λιβάνι; Τι να πω για το ανθόνερο, τις Κυριακές, του παπα Μιχάλη, κόλυβα, αρτοπλασίες όπου όπου σταθείς αν θυμηθείς… τους βλέπεις. Μα είναι ζωντανοί, νάτους, θαυμάστε τους!! Το υπερόπλο τους, είσαι εσύ!

Δεν ξέρω τι έπρεπε να πω, τι έπρεπε να γράψω, να διορθώσω ή να αχρηστεύσω. Ένα όμως έχω να ξεστομίσω. Ο Έλληνας εδώ και έξω μεσουράνησε. Ο Έλληνας βοήθησε το κράτος του με την δουλειά του. Ας μας αφήνουσε όλους μας τους νεότερους να εργαστούμε γιατί θάναι αργά αν αυτός όλος ο προικισμένος λαός και ο πολίτης φύγει έξω!!! Θα ξανάρθει; Μα ποιοι ήρθαν από το Βέλγιο, τη Γερμανία, την Αμερική ή την Αυστραλία;

Αν δεν μπορούν οι πολιτικοί να δώσουν για όλα λύσεις, τι τους θέλουμε; Αν συνεχίσει η Ευρώπη να μας βλέπει σαν Πόπη και να παίζει τόπι τη σημαία μας… να τους βγάλουμε το μάτι, κομμάτια αυτοί, τα μάτια τους εμείς.

Όλοι εμείς είμαστε πολλοί φτάνουμε κι αν κάποιοι δεν μπορούν ας σαλπίσουμε με μια κορνέτα. Εμπρός, φαντάρε – ναύτη – σμηνίτη – κράτα σαν τη Βέμπο, μήπως σε ακούσει η πατρίδα!

Ποιος λέει όχι; Μπορούμε, ψάξε το. Μια στον κόρφο, μια η Παναγία και ο Χριστούλης.

Προσοχή, προσευχή ευχή σου, προσευχή σου, εκκλησιάσου, άναψε ένα κερί για τους άλλους που υπάρχεις εσύ.

ΥΓ. Ο Δαμανός μούβαλε μπρούσκο, ο γερο Ηλιάκης, τσαρδάνα, α, ρε φίλοι μου! Αυτό Θέλω, να μου βάζετε μια κούπα για το συχώριο. Και να με συγχωρείτε αν ορισμένους σας, σας έχω!!!

Όπως το σάρακα… της Μιράντας της Ελένης, που όταν πήγε μικρή στην Libra, την τραβούσε από τα μαλλιά φορώντας, παντόφλες και πιτζάμες.

Ε και λοιπόν! Φιλάκια

Τι είναι ο παλιός, μα είναι αλλιώς – ένας Μπάμπης!

ΜΠΑΜΠΗΣ  ΤΣΙΚΙΝΑΣ

Αφήστε μια απάντηση