ΣΤΗ ΖΑΛΗ ΤΟΥ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙΟΥ

Διήγημα του Μάρκου Γιουμπάκη

Τελευταίο Σάββατο των Αποκρεών. Ο Κόσμος γιορτάζει. Η φύση γιορτάζει. Τα πάντα
γιορτάζουν. Σερπαντίνες, κομφετί, ροκάνες, μεθυσμένοι Πιερώτοι, χασκοχαρούμενες
κολομπίνες χαλούν κα΄θε γειτονιά και τα πιο απόμερα σοκάκια της φωτισμένης
μεγαλούπολης.
Ο Μεγάλος όμως χαβαλές το καθαρό πρωτευουσιάνικο καρναβάλι έχει φθάσει στο
κατακόρυφο μέσα στην μεγάλη του σάλα του “Ντάσιγκ χωλ” στο μεγάλο κεντρικό
δρόμο της μεγαλούπολης.
Οι θυρωροί σαν κουρδισμένα ρομπότ εκτελούν συνηθισμένη τους δουλειά με την
παράξενη σαν στρατηγοί του Μεσαίωνα στολή τους. Τα ταξί πάνε κι έρχονται γεμάτα
πολύχρωμους μασκαρεμένους και μασκαρεμένες, άλλοι έρχονται πεζοί Έλληνες,
άλλοι έρχονται μεμονωμένοι ενώ δεκάδες περίεργοι χαζεύουν απέξω και κάτω απο
τη μεγάλη φωτεινή πολύχρωμη διαφήμιση “Γελάστε χορέψτε τραγουδήστε στο τρελό
το καρναβάλι”.
Τελευταίο Σάββατο των Αποκριών. Πίσω απο την κατεβασμένη κουρτίνα σ’ ενα
φωτισμένο παράθυρο του πρώτου ορόφου της απέναντι οικοδομής. Η Μαρίνα
Αποστόλου μια κοπελίτσα 22 χρόνων, χαζεύει, νοσταλγεί, αναστενάζει, ενώ απο τα
μεγάλα κατάμαυρα μάτια της μεγάλες στάλες δάκρυα ξεχύνονται στ’ αυλακωμένο της
πρόσωπο.
Δεν ήταν πάντα έτσι η Μαρίνα. Μέχρι τα 14 της χρόνια ήταν το καμάρι της γειτονιάς,
το κουκλάκι της χήρας μάνας της. Όμορφη, πανέμορφη νεραϊδούλα, πετάχτηκε
σκερτσόζο χαριτωμένο πλασματάκι.
“Γεια στη Μάνα που σε γέννα” έλεγαν τότε όσοι την φώναζαν τώρα σκιάχτρο, και
ασχημομούρα. Κι όμως τον ίδιο χρόνο οι συμφορές πλάκωσαν μαζεμένες.
Μια μικρή λαμπίτσα πετρελαίου, ένα τραπέζι ξύλινο, κι ένα σωρό ξενοπλησίδια της
πλύστρας μάνας της άρπαξαν για πάντα απο κοντά της την αγαπημένη της μανούλα
και της άφησε ενα πρόσωπο γεμάτο λακούβες, και αυλάκια, οι λυσασμένες γλώσσες
της φωτιάς.
Οχτώ χρόνια πέρασαν. Η ασχημομούρα Μαρίνα το σκιάχτρο της γειτονιάς μεγάλωνε
μέσα σε χιλιάδες στερήσεις. Γνώρισε την πείνα. Σαν παρηγοριά δέχτηκε την
συμπόνια. Ο οίκτος της έδιδε κουράγια, κι όμως και η συμπόνια και ο οίκτος σαν
μεγάλωνε έγιναν περίγελος περιφρόνηση και μέσα σ’ αυτά τα εναλασσόμενα
ανθρώπινα αισθήματα η Μαρίνα πάλεψε και νίκησε.
Τελείωσε το γυμνάσιο, απομονωμένη στο θρανίο της τάξης της, κι αυτοί ακομη οι
καθηγητές πότε την συμπονούσαν και πότε αηδίαζαν.
Κτυπουσε χιλιάδες πόρτες για δουλειά, παντού όμως ζητούσαν κοπέλες
ευπαρουσίαστες κι όχι σκιάχτρα.

Ουτε για νυχτοπούλι του πεζοδρομίου δεν έκανε αφού οι άνδρες φτήνανε με αηδία
στη θωριά της.
Ένας καλός άνθρωπος του Θεού την έσωσε, ο Δικηγόρος Τίνος Στεργίου στάθηκε γι’
αυτή σωτήρας της. Μια γραφομηχανή κι ενα φτωχικό καμαράκι στη φτωχογειτονιά
της μεγαλούπολης για να είναι το πρώτο χαρούμενο ξεκίνημα της θλιμμένης ζωής
της.
Έγραφε αδιάκοπα, τα δακτυλάκια της έκαμαν κάλους κτυπώντας τα πάνω στα
πλήκτρα της μηχανής. Δικηγόροι, γραφεία, καταστήματα, στην αρχή απο οίκτο
ύστερα απο συμφέρον δικό τους την έκαμαν να μή νιώθει ποια την μαύρη φτώχεια.
Θέλησε ακόμη να νικήσει την ασκήμια της προσπαθώντας αν ντύσει το φιδίσιο
σωματάκι της με την τελευταία λέξη της μόδας, φορέματα περιπάτου, φορέματα, για
ολες τις εποχές, τουαλέτες χορού, ολα ράφτηκαν στο χαριτωμένο καλοφτιαγμένο
σωματάκι της.
Έκαμε την πρώτη της εμφάνιση, γεμάτη αισιοδοξία, κι όμως πίσω της άκουγε
“κρίμας τα ρούχα να σκεπάζουν μια μούμια”.
Τα πάντα σωριάστηκαν στα πόδια της , έτρεξε στο σπίτι της , σώριασε τις τουαλέτες
μάζεψε τα ταγέρ (δεν τα έκαψε ομως) όπως σκέφτηκε, τα φύλαξε με επιμέλεια
σκέπασε με ένα κεντημένο πανί τον καθρέπτη και κλείστηκε για πάντα στην κάμαρα
της. Πότε όμως στον εαυτό της. Σύντομα άλλαξε γειτονιά. Εφυγε απο την
προστυχογειτονιά και τώρα ασφαλισμένη στο πλούσιο διαμέρισμά της καινούργια
οικοδομής: γράφει και διαβάζει, διαβάζει και ακούει το ράδιο, δώρο κι αυτό του
προστάτη της. Με χρήματα αρκετά με δουλειά πολύ συντροφιά τα βιβλία της τη
βρίσκουν τα 22 χρόνια της.
Χαρολυμενη, ευτυχισμένη. Ο κόσμος δεν τη βλέπει. Τον εαυτό της δεν τον βλέπει.
Περνά ξέγνοιαστη, χαρωπή. Να όμως που απόψε αθελά της άφησε τα δάκρυα να
γεμίσουν τ’ αυλάκια του προσώπου της.. απόψε ένιωσε να της μιλούν τα 22 χρόνια.
Απόψε άκουσε το σφρίγος του γινομένου της κορμιού. Απόψε το διψασμένο της
πάθος της κτύπησε την πόρτα της ναρκωμένης της ζωής.
Τα δάκρυα γίνονται λυγμοί. Και το αμάλαχτο στηθάκι της ανεβοκατέβαινε πότε
ρυθμικά και πότε ακανόνιστα.
“Γιατί μανούλα μου να σε χάσω; γιατί να μείνω έτσι; γιατί θεέ μου; γιατί;
Θέλω κι εγώ να χορέψω , θέλω κι εγώ να γλεντήσω θέλω να ζήσω μανούλα μου
θέλω..θέλω..
Κι όμως είμαι μια κοπέλα θαμμένη ζωντανή. Θαμμένη από όλο τον κόσμο”
.
Με μιας τα δάκρυα κόπηκαν. Το στήθος της άγουρα προκλητικό πήρε πάλι την
πρώτη του θέση, ενώ με την παλάμη της σκουπίζει τα βουρκομένα μάτια της. Σαν
σίφουνας ορμά στην ντουλάπα ενώ γεμάτη πεποίθηση φωνάζει:

“Απόψε θα είμαι η ωραιότερη του χορού. Θα χορέψω, θα πιώ, θα γελάσω. Θα είμαι
η ωραιότερη του Χορού!”. Αραδιάζει τις τουαλέτες της σκορπά επάνω της στο
κρεβάτι της κοσμήματα της ξετρυπώνει κομψά παπούτσια και κάλτσες.
“Απόψε θα είμαι η ωραιότερη του χορού!”,επαναλάμβανε ενώ τα μεγάλα της μάτια
κάτι ψάχνουν να βρουν. Το βρήκαν. Ο μαύρος μουσαμάς το κάλυμμα της
γραφομηχανής σε λίγα λεπτά ειχε γίνει μια πρεσαριστή μάσκα πάνω στο σαν
βλογιασμένο μούτρο της. Το κεντημένο πανί πετιέται από τον καθρέπτη. Γεμάτη
χαρά πηδά μπροστά του.
“Αα! θαύμα υπέροχη!” μα οχι! η μάσκα της κρύβει το λαιμό και θυμάται πως οταν
ήταν μικρή της έλεγαν πως είχε ωραίο λαιμό. Η μάσκα πάλι βαίνει και κόβεται
ακριβώς ως το πιγούνι. Με ανυπόμονη βία γδύνεται το ξεροβόρι του Φλεβάρη ούτε
καν το ακούει. . Διαλέγει τη Γαλάζια έξωμη και με μεγάλο ντεκολτέ τουαλέτα. Ο
γεροντικός κότσος λύνεται και τα αχαλίνωτα μακριά της μαλλιά. Ξεχύνονται στους
κάτασπρους γδυμνούς της ώμους χαρίζοντας της μια πρωτόγνωρη ανατριχίλα. Και
νά τηνε παλι μπροστά στον καθρέπτη! Θεέ μου τί όμορφη που είναι ! τί όμορφη που
θα ήταν αν.. το αν δεν υπάρχει τώρα, το κρύβει η μαύρη μουσαμαδένια μάσκα της.
Χιλιάδες εκατομμύρια κορίτσια και γυναίκες αυτη την ομορφιά ή την ασκήμια τους θα
σκέπαζε μια τέτοια μάσκα.
“Απόψε είμαι το ωραιότερο κορίτσι του κόσμου!”. Αρπάζει την τσάντα φουχτιάζει
μέσα οσα λεπτά χωρούσε και τρέχει στην πόρτα.
“Μια στιγμή , μια στιγμή που πάς ωραία μου κόμησα δυο λεπτά έχε υπόψη σου πώς
πρέπει να φερθείς ανάλογα με την εμφάνισή σου” (ακούει μια φωνή μεσα της να
την συμβουλεύει).
“Μάλιστα αργά αργά με βήμα αρχοντικό θα διασχίσω τη σάλα θα καθήσω στο άδειο
μου τραπεζάκι θα καμαρώνω και θα με καμαρώνουν. Μέχρις ότου κάποιος με
πλησιάσει. Κάποιος θαναι αυτός δε μπορεί; -χορεύεται ωραία μου κυρία; θα με
ρωτήσει, “Ευχαρίστως θα του απαντήσω. Χορεύω αλόμη υπέροχα ίσως να
δυσκολευτώ στους καινούριους χορούς Χαλι – γκάλι. Μάντισον, τουίστ, Μποσανόβα,
Γιάνκα, κλπ μα παλι δε θα τα χάσω θα καθήσω πάλι στο τραπεζάκι μου και θα
φωνάξω:

  • Γκαρσόν φέρε μου ένα διπλό (πώς το λενε πώς το λένε; α! μάλιστα ενα διπλό
    ουίσκι με σόδα (αλήθεια τί να είναι άραγε αυτό το ουίσκι πάντως ξέρω οτι
    πίνεται ε, θα το πιω κι εγώ.).
    Πώπω κόσμος! χαλασμός Κυρίου, τραγούδια φωνές, γέλια, χοροί,
    καπνοχαρτοπόλεμος, κορδέλες, πωπω. Πάντως προχωρά, προχωρά με βία, τη
    σπρώχνουν κι αυτή ξαφνικά βρίσκεται καθισμένη σε μια καρέκλα μουσκεμένη απο
    τον ιδρώτα, η ανυπόφορη μυρωδιά του μουσαμά την πνίγει. Μα δεν πειράζει αρχή
    ειναι θα συνηθίσει.

-Τί θα πάρει η χαριτωμένη μας κόμησα; ακούει μπροστά της τη φωνή του
γκαρσονιού που με μια θεατρινίστικη υπόκλιση τη ρωτά.
-Μάλιστα τί θα πάρω; η γλώσσα της μπερδεύει τα χεράκια της γεμάτα βραχιόλια και
κοσμήματα τρέμουν, φέρτε μου παρακαλώ μια διπλή σόδα με ουίσκυ, οχι με
συγχωρείται ενα διπλό ουίσκι με σόδα.

  • Αμέσως ωραίο μου κορίτσι! της απαντά το γκαρσόνι που απο τις μικρές
    τρύπες του μουσαμά το βλέπει να την πασπατεύει με τη λαίμαργη του
    βλέψη, η ίδια πάλι ανατριχίλα, τώρα όμως πιο έντονη και σ’ όλο της το κορμί!
  • 150 δραχμές και παρακαλώ προπληρωτέον καθ’ οτι μασκέ.
  • Ευχαρίστως κύριε όσα θέλετε αμέσως, και με τα χαριτωμένα της χεράκια
    άνοιγε τη τσάντα της όταν ξάφνου..
  • “Ελα εδώ γκαρσόν, το πιοτό της δεσποινίδος είναι δικό μου εφ’ όσον έχω την
    τιμή να φιλοξενώ στο τραπεζάκι μου το ωραιότερο κορίτσι της βραδιάς.
  • “Μα κύριε.. τώρα μόλις…” είχε δει και καθόταν πλάι της ένας πιερώτος μ’ ενα
    ψηλό καπέλο και μια άσπρη μάσκα.
  • Ελάτε τώρα δεν είναι σωστό μια κόμισα να προσβάλει ένα κύριο όταν μάλιστα
    αυτός ο κύριος είναι σχεδόν καβαλιέρος της. Λοιπόν τί λέτε;
  • Α! είστε πολύ ευγενικός! ευχαρίστως θα το δεχτώ.
  • Ε, τότε λοιπόν ας αρχίσει το τυπικό της εθιμοτυπίας, Μίμης Δημόπουλος,
    σκλάβος σας!
  • Χαίρω πολύ κύριε! πάρα πολύ, αφάνταστα χαίρομαι κύριε Μίμη Δημόπουλε.
    Εγώ μάλιστα εγώ λέγομαι, πώς λέγομαι; α ναι λέγομαι Ελένη, ξέρετε όμως οι
    δικοί μου με λένε Ελενίτσα.
    -αισθάνομαι ξέχωρη χαρά δεσποινίς Ελενίτσα.. Ελενίτσα;;
  • Α, κύριε σας παρακαλώ επιτρέψτε μου κρατήσω μυστικό το επώνυμό μου.
  • Όπως θέλει η ωραία μου κόμισσα δεν έχω ουδεμία αντίρρηση, άλλωστε
    βρισκόμαστε στο Αλφα ακόμη, έτσι δεν είναι δεσποινίς Ελενίτσα;
  • Μάλιστα κύριε Δημόπουλε! Στο ΄Αλφα!
  • Δε σας καταλαβαίνω δεσποινίς μου.
  • Δεν πειράζει κύριε, ούτε εγώ καταλαβαίνω.
  • Ενα πλούσιο γέλιο βγήκε απο τη μάσκα του πιερώτου.
  • Βλέπω οτι είστε ένα αρκετά πνευματώδες κορίτσι αν οχι ένα μυστηριώδες
    πλασματάκι. Αυτά δεν τα άκουσε η Μαρίνα. Η σκέψη της πετούσε απόψε στα
    αιθέρια, απόψε ηταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής της.
    Τ’ ακουσε με τ’αυτιά της δεν ήταν ψέμα. Τ’ ακουσε “Ωραίο μου κορίτσι,
    ωραία μου κόμμισα” και το άλλο “φιλοξενώ στο τραπέζι μου το ωραιότερο
    κορίτσι της βραδιάς”
  • Δεσποινίς Ελένη σας μιλώ, που διαβαίνει ο λογισμός σας;
  • Ναι, μάλιστα κύριε μου μιλάτε, μα ξέρετε σκεπτόμουν οτι να..

Το ίδιο πάλι γέλιο ένα αβίαστο ένα χαρωπό γέλιο.
-Αλήθεια δεσποινίς μου θα σε βαπτίσω κορίτσι αίνιγμα.
Τώρα γελά και η Μαρίνα. Γελά φωναχτά, γελουν και οι δυο.
-Δεσποινίς μου το ουσκι σας έφθασε. Ακούγεται η φωνή του γκαρσονιού.

  • Ωραία μου κόμισσα θα μου επιτρέψετε σας σερβίρω; λέγετε πόσο παγο να
    σας βάλω.
  • – μα ολο να το βάλετε έτσι που το πίνω εγώ,
    Κατω απο τη μάσκα του ο πιερώτος έκαμε ενα μορφασμό εκπλήξεως μα πάλι…
  • ΄Ετοιμο δεσποινίς μου πάρτε το καλαμάκι σας.
  • – το καλαμάκι; τί να το κάνω; λάθος θα έκανε το γκαρσόν μόνο ουίσκι του είπα
  • -Δεσποινίς Ελενίτσα έχετε ξαναπιεί ουίσκι;
  • -Εγώ τί λέτε καλέ; αστιεύεστε; εγώ καθε μέρα πίνω. Ναι σας ορκίζομαι πίνω
    τακτικά.
  • Ε τοτε πάρτε το καλαμάκι να το ρουφάτε γιαυτό σας το έφερα, ετσι θα το
    απολαμβάνετε σιγά σιγά χωρίς να αναγκαστείτε να να σηκώσετε τη μάσκα
    σας. Της είπε αυτά τα λόγια ενώ ήταν βέβαιος οτι για πρώτη φορά έπινε
    ουίσκι.
  • Τη μάσκα μου; σχεδόν κραύγασε η Μαρίνα. Οχι, οχι για το θεο όχι τη μασκα
    μου. Θα φύγω, θα φύγω μα η μάσκα μου δεν θα βγει. Ακουτε; δε θα βγει!
  • Για το θεό δεσποινίς Ελένη ηρεμήστε, ησυχάστε ποιος είπε να τη βγάλετε τή
    μασκα σας; είπα να το πιείτε για να μην αναγκασθείτε να σκίσετε τη μάσκα
    σας. Αυτα είπα και σεις χαλάσατε τον κόσμο. Ελάτε, ελάτε δεσποινίς μου,
    θέλω στο μασκαρεμένο πρόσωπό μου να δείτε τον πιο καλό σας φίλο.
  • Συγχωρήστε με κύριε Δημόπουλε αυτό που έκαμα ήταν ανάγωγο,
    συγχωρήστε με μα ξέρετε…
  • Τϊ πράγμα δεσποινίς μου
  • Α, τίποτε απολύτως σας ορκίζομαι τίποτα..
  • Ελάτε για το θεο μην κάνετε έτσι, ελάτε πείτε το ποτηράκι σας. Το μυαλό του
    Μίμη κοντεύει να φύγει από τη θέση του. Ποια να είναι άραγε αυτή; Τί
    μυστήριο κρύβει αυτό το όμορφο κορίτσι, τί της συμβαίνει; Μήπως ειναι τρελή;
    Μπα! αδύνατο δεν είναι τρελή. Τα φερσίματά της, οι τρόποι, η αθωότητά της η
    εμφάνισή της δείχνουν κορίτσι οικογενείας και μάλιστα καλής οικογένειας.

Α, το βρήκα, θα το έσκασε από τους δικούς της ποιος ξέρει πώς, για να ερθει
κι αυτή να γευτεί το μεθύσι του καρναβαλιού το μεθύσι της νυχτερινής ζωής.
Γιαυτό κρύβει με τόση επιμέλεια το πρώσοπό της και το επώνυμό της.
Μα και αν.. (το πρόσωπο του χλώμιασε στη σκέψη πως κάνει μια κλέφτρα
παρέα μια γυναίκα του δρόμου που πάμπολες γυρίζουν τέτοιες μέρες και
ψαρεύουν θύματα, αθελά του το χέρι του πήγε στο πορτοφόλι του, οχι , ειναι
στη θέση του, πάλι δεν φαίνεται να ειναι κλέφτρα, οχι ,δεν είναι δυνατό.. Μα
τότε;
Η Μαρίνα πεσμένη σχεδόν πάνω στο κάθισμα της κλονίζεται ολάκερη απο το
βήχα
-Για το θεό Ελένη λίγο νερό, πιες λίγο νερό και με το χέρι του απαλά και
διακριτικά της κτυπούσε τις πλάτες πίσω απο τα μεταξωκοράλινα μαλλιά της.

  • Μανούλα μου πεθαίνω, μανούλα μου πνίγομαι, το θεό οχι τη μάσκα
    λίγο νερό!!

Προσφέρθηκαν αρκετές μασκαρεμένες κυρίες και στο τέλος κατάφερα να φέρουν στα
καλά της τη Μαρίνα.

  • – Κύριε Μίμη, και πάλι να με συγχωρήσετε για την αναστάτωση που σας
    έδωσα. Το ξέρω παντού ειμαι άτυχη, τί ζητώ εγώ με τους ανθρώπους; εγώ
    είμαι μια.. Ψέματα, Μίμη. Ψέματα, δεν είμαι έτσι είμαι..
  • -Ενα χαριτωμένο κοριτσάκι που λέει αρκετά ψέματα και τώρα θα μ’ ανοίξει την
    καρδιά του να μου επι τον πόνο του στον πιο καλό της φίλο έτσι δεν είναι
    Λενιώ; Να βλέπεις εγώ πρώτος έδιωξα τον πλυθυντικό, έδιωξα το δεσποινίς.
    Θα σε λέω Λενιώ και θα με λες Μίμη. Έλα λοίπον πες μου τί σου συμβαίνει;
  • Μάλιστα κύριε Μίμη, οχι, μάλιστα Μιμη σου’ πα όταν είπα οταν ανάφερα για
    τους δικούς μου. Δεν έχω κανένα στον κόσμο δεν έχω δικούς μου δεν εχω
    φίλους.
  • -Εχεις εμένα Ελένη.
  • Ναι Μίμη για απόψε θα είσαι καλός μου φίλος ο καλύτερος μου φίλος, για
    απόψε μόνο αυριο δε θα με ξέρεις δε θα σε ξέρω.
  • – Γιατι Ελένη, τί μυστικό κρύβεις;
  • Το δεύτερο ψέμα μου ήταν οταν σου είπα οτι έχω ξανα πιει ουίσκι. Ποτέ στη
    ζωή μου δεν έχω ξανά πιει. Σου είπα κι άλλο ψέμα Μίμη. Δε με λένε Ελένη.
    Δεν εχει σημασία τί Ελένη, τί Κατίνα, τί Μαρία για σένα ας μείνω Ελένη.
  • Ακούω Λενιώ.. Οταν έκατσες για πρώτη φορά κοντά μου σε ονόμασα κορίτσι
    αίνιγμα, αίνιγμα απο τα πιο δύσκολα και πιο άλυτα. Θα προσπαθήσω Ελένη
    να το λύσω αν και συ με βοηθήσεις.
  • Οχι Μίμη για σενα θα μείνω το άλυτο αίνιγμα.
  • Τελος παντων θα το δουμε, απάντησε ο Μίμης.
  • Ελα εδώ γκαρσόν μια λεμονάδα στη Δεσποινίδα εμένα ένα κονιάκ, αντε
    λοιπον Λενιώ θα σου θέσω ορισμένα ερωτήματα. Θα μου απαντήσεις
    ειλικρινά;
  • Ναι Μίμη σε οσα πρέπει να σου απατήσω με ειλικρίνεια, στο ορκίζομαι στη
    μνήμη της μανούλας μου σε όσα δεν πρέπει θα σωπάσω.
  • Σύμφωνοι Λενιώ, λοιπόν,πες μου απο πού εισαι ;
  • Ειμαι γέννημα και θρέμμα αυτής της πόλης.
  • Πολυ καλα. Τα λεφτά που κρατάς είναι δικά σου;
  • Μάλιστα Μίμη. Δικά μου ειναι και αυτα και τρείς μπορεί και τέσσερις φορές
    περισσότερα. Ειναι δικά μου, είναι ο κόπος μου Μίμη, ο ιδρώτας της τιμιας
    δουλειάς μου. Δε θα σου πώ τί δουλειά κάνω μή με ρωτήσεις το μονο που
    σου λέω ειναι τίμια δουλειά, ή τίμια δουλειά μιας κοπέλας 22 χρόνων.
  • Μπράβο Λενιώ σε θαυμάζω. Τωρα. Γιατι δεν εχεις φίλους;
  • Δεν απαντάς; καλα. Δεν αγάπησες ακόμη; πρόσεξε αν μου πεις οχι θα
    δυσκολευτώ να σε πιστέψω.
  • -οχι Μιμη, δεν αγάπησα. Στην Μανουλα μου ορκίζομαι.
  • Καλά, καλα Ελένη μην ορκίζεσαι σε πιστεύω. Τώρα πες μου πού περνάς τις
    ελεύθερες ώρες σου.;
  • Στα βιβλία μου εκει που έμαθα το ουίσκι.
  • Δε βγαίνεις καθόλου ;
  • Οχι .
  • Γιατί βγήκες απόψε;
  • Είχες δίκιο Μίμη. Δεν έπρεπε να βγω,οχι δεν έπρεπε. Και τα μάτια της κα΄τω
    απο τη μαύρη μάσκα της βούρκωσαν και τα μεγάλα της δάκρυα έβρεξαν το
    μαύρο μουσαμά.
  • Συγχώρεσέ με Ελένη. Δεν ήθελα να σε πικράνω ελα τώρα μην κλαις το
    όμορφο σου προσωπάκι δεν πρέπει να το αυλακώνουν τα δάκρυά σου. Ελα
    μικρό μου Λενιώ μήν κλαις.
  • Ασε με Μιμη. Θα μου περάσει και ύστερα θα γλεντήσουμε σαν καλοι φίλοι, θα
    χορέψωμε και τα ξημερώματα πάλι σαν καλοί φίλοι θα χωρίσουμε.
    Ανοιξε την τσάντα της τράβηξε το μαντηλάκι της και προσπαθούσε πάνω απο το
    μουσαμά να σφουγγίζει για δάκρυά της. Δεν πρότρεξε όμως και τραβώντας το
    μαντηλάκι της έπεσε κάτω ένα διπλωμένο γράμμα.
    Με αστραπιαία ταχυδακτυλουργική κίνηση ο Μίμης σκέπασε με τα γιαλισμένα του
    κατάμαυρα παπούτσια του. Ηταν σίγουρος πως μεσα σε αυτό το γράμμα θα έβρισκε
    τη λύση στο δυσκολο αίνιγμα. Δεν κόπιασε καθόλου για να το φουχτιάσει μεσα στην
    τσέπη του.
  • Να Μίμη βλεπεις ειμαι πάλι όπως πρώτα, ελα πες μου κατι να γελάσουμε,
    ξερεις κάτι είμαι σίγουρη πως για πιω τώρα ενα ουίσκι δε θα με πειράξει, ελα
    Μιμη Παράγγειλέ το.
  • Να το Λενιώ μπροστά σου ειναι δεν πρόλαβες βρε κουτό ούτε να το μυριστείς.
  • Μπράβο Μιμη μου, να, κοίτα την Ελένη σου. Κοίτα. Να βουτάς το καλαμάκι
    ετσι, και να το ρουφάς σιγά, σιγά.
  • Α! α! υπέροχο, θαυμάσιο. Βλεπεις Μιμη δεν βήχω, κοιταξε!
  • Ακου λενιώ θα το πίνεις αργά αργά θα απουσιάσω δύο λεπτά και έλθω
    αμέσως. Σύμφωνοι;
  • Που θα πας Μιμη; Φοβάμαι μονη μου.
  • Ελα τρελοκόριτσο μη φοβάσαι σε λιγο θα είμαι κοντά σου και παλι. Θα καμω
    ένα τηλεφώνημα στο ξενοδοχείο μου με με περιμένουν για ύπνο. Αποψε θα
    γλεντήσω με το όμορφό μου αγνωστο Λενιώ. Περίμενε δε θα αργήσω.
    Σχεδόν τρεχάτος με το χέρι στην τσέπη έτρεξε έξω, η κινηση ακόμη διατηρούσε
    αμείωτη τη χαρούμενη ατμόσφαιρα του καρναβαλιού χαρίζοντας ενα ξέχωρο
    αίσθημα χαράς στο περισσια χαρούμενο περιβάλλον του Μιμη.
    -Επι τέλους θα μάθω ποια είναι. Εδώ σε κρατώ μικρό μου κοριτσάκι. Κάτω απο τη
    μεγάλη Φωτεινή Μαρκίζα αρχίζει το διάβασμα.
    Δίδα Μαρίνα Αποστόλου Λεωφόρος Νικης, 123; Ενταύθα. “Αραγε αυτή ειναι ας
    δουμε το γράμμα.:

“Δις Μαρίνα σε παρακαλώ φρόντισε ως την Τρίτη το απόγευμα που θα σου στείλω το μικρό
να μου έχεις έτοιμα τα έγγραφα εσωκλείστως σου στέλνω 2000 δρχ και σε παρακαλώ μην τα
αφήνεις να γίνονται πολλά γιατι μου κοστίζει.
Με εκτίμηση
Τίνος Στεργίου- Δικηγόρος. “
Απ Μαρινάκι μου βγάλαμε το φίδι! μα κι ακόμη.. Μα στάσου τώρα βρίκομαι στη
Λεωφόρο Νίκης.
-Ελα εδώ μικρέ δε μου λες σε παρακαλώ ο αριθμός 123α που βρίσκεται;

  • ολόκληρο το απεναντίας οικοδόμημα κύριος.
    -Ποιο; αυτό εδώ;
  • Αυτοπροσώπος, το ίδιο Κύριος. Μονο τί λες δε με παρατάς τώρα να
    πουλήσω τίποτις γιατι ξεπάγιασα;
  • Καλά τί πουλάς;
  • Αμάν ρε μασκαρέτο μέ ζάλισες, πάσχουν τα οφθάλμιά σου; κορδέλες και
    χαρτοπόλεμο πουλάω, τί θες να πουλώ; μπογιές για τ’ αυγα;
  • Αμε το λοιπός να βρω κανένα κορόιδο να ξεπουλήσω.
  • -ελα ρε μικρέ ΄φερτα, εγώ ειμαι το κορόιδο, ποσο καμουν;
  • Αμάν ρε κύριος να μου ζήσεις κορόϊδο, τί λεω ρε; εσύ είσαι τσεντελμάνος, 25
    δραχμούλες κάνουνε κύριος, λεφτά είναι απο αυτ; τρίχες..

Πάρε αυτό το πενηντάρι και τα ρέστα δικάς σου, δε και πες μου γνωρίζεις όλους
τους ενοίκους της οικοδομής;

  • Απαξάπαντες κύριος σαν κάλπικη δεκάρα!
  • Μπράβο πάρε άλλο ένα πενηντάρι.
  • Με υποχρεώνει ο κύριος αλλα προκειμένου προσβολή θα το λάβω.
  • Δε μου λες. Τη Δεσποινίδα Μαρίνα Αποστόλου τη γνωρίζεις;
  • Μαρινα..Μαρίνα..Αα. Το σκιάχτρο λες! τη δακτυλογράφο.
  • ναι τη δακτυλογράφο.

Στο πρόσωπο του μικρού μάγκα σχηματίστηκε ενα αίσθημα αηδίας και με φανερό
εμπιστευτικό τόνο του λεει:
Δε μου λες κύριος; συγγενής;.
Οχι,
Γνωστός,
Οχι ,
Δεν τη γνωρίζεις ;
Οχι
Και θες να τη γνωρίσεις;
Ναι
Κύριος απόσχε το καλό που σου θέλω,

  • Γιατι βρε τί συμβαίνει;
  • Δε μου λες κύριε; έχεις δει το βελζεβούλη; παραμορφωμένο στο πρόσωπο
    γύναιου;
  • Οχι,
  • Ε τότε οταν δεις το σκιάχτρο θα δεις οχι μονο αυτόν αλλα και το σόϊ του στα
    μούτρα της
  • Βρε για ποιο σκιάχτρο μου λες, εγω σου μιλώ για τη Μαρίνα Αποστολου τη
    δακτυλογράφο
  • Κι εγω σου απαντάω για τη Μαρίνα Αποστόλου τη δακτυλογράφου κοινό
    σκιάχτρο, ή μουμια, ή φαταξόι
  • Βρε παιδί μου εσυ θα με σκάσεις.
  • Το λοιπός κύριος η λεγάμενη στα μικρά της άρπαξε τη λάμπα του πετρελαίου
    και κάηκε η μάνα της και τα μούτρα της γίνανε σωστή χαλκομανία εξου και το
    σκιάχτρο. Εξου η μούμια ή φανταξό. . Το λοιπός έχει μανταλωθεί εντός διότι
    αλοίμονο αν εξέλθει εκτός. Φαίνεται όμως πως τα κονομάει γερά κατι
    δικηγόρους και γραφιάδες.
    Δεν ήθελε κάτι άλλο να μάθει ο Μιμης. Με το κεφάλι σκυφτό και τη σκέψη θολωμένη
    τράβηξε το δρόμο του. Περπάταγε ήρεμα μέσα στη Χειμωνιάτικη αποκριάτικη
    βραδιά. . Ενώ ψυχάλες του περαστικού νέφαλου πάνω στον αστροστόλιστο ουρανό
    άρχισαν να μουσκέυουν την πανινη μάσκα του.
  • “δεν ειναι δυνατό, είναι ψέματα, μα πάλι τα πάντα συμφωνουν με τα λόγια του
    μικρού και με τα δικά της… “Ειμαι άτυχη. Τί ζητώ εγώ με τον κόσμο; τί ζητάω με τους
    ανθρώπους; εγώ ειμαι μια… Εχεις δίκο Μιμη δεν έπρεπε να βγω εξω οτι δεν έπρεπε”
    “οταν τη δεις όχι μονο τον Βελζεβουλη μα και το σόι του θα δεις στα μουτρα της
    Μαρίνας αποστόλου δακτυλογράφου, κοινώς σκιάχτρο ή μουμου, ή φανταξό”,
    “αυτη΄αμα τη δεις θα σκασεις”.
    “Θεέ μου τί να κάνω. Μικρή μου Ελένη, καλή μου Μαρίνα μικρό μου κοριτσάκι
    διωγμένο απο τους ανθρώπους κι απο τη ζωή. Κι εγώ σε πίκρανα και αντι να ρίξω
    βάλσαμο παρηγοριάς ψυχούλα μου ίσως σε πλήγωσα.

Μα είναι τόσο άσκημη λοιπόν; οχι αυτο ειναι αδύνατο. Το ομορφό της σωματάκι, τα
μεαξένια της μαλλιά το τορνευτό και και ααλαχτο στηθάκι της. Ο κατασπρος λαιμός
της; τ,α χαριτωμένα της λεπτα χερακια ασφαλώς θα σιιαζουν και την πιο απαίσια
ασκήμια του προσώπου της. Επειτα, ο ψυχικός της κόσμος όμως η αγνή της
καρδιά, το πνεύμα της το απονήρευτο και άκακο θα της χαρίζουν ενα σύνολο
πανέμορφο αγγελικό, απρόσβλητο, ανενόχλητο, πάναγνο απο τη βρωμιά και την
πρόστυχη, εκφυλη κοινωνία του 20ου αιώνα.
Οχι Λενιώ μου οχι απόψε τόλμησες για λίγο να βρεθείς αντιμέτωπη στην
ασκημόμουτρη κακία των μορφωμένων, των εξελιγμένων στην προστυχάδα
ανθρώπων.
Την πρώτη μάχη την κέρδισες μόνη σου. Δε θα είσαι ομως τώρα μόνη σου . Θα έχεις
εμένα Λενιώ μου, αγαπημένη μου Μαρίνα..
-Θεέ μου βρε Μίμη 25 λεπτά με το ρολόι απουσιάζεις, κανένα συμβόλαιο υπέγραψες
τηλεφωνικώς;
-Ακου να σου πω Μαρ.. πως να στο πω Μαρτύριο σωστό το τηλέφωνο τις βραδιές.
Σκέψου οταν αναγκάστηκα να βγω έξω μήπως μπορέσω να κάνω τη δουλειά μου.
Λοιπον Λενιώ πού σταματήσαμε, α, ναι στο ουίσκι. Βρε κατσικάκι το ήπιες ολο;
Μπράβο! δε ζαλίστηκες;

  • Τί να σου πως Μίμη αισθάνομαι, νιώθω ολο τον κόσμο δικό μου, νομίζω πως
    ολος ο κόσμος μου γελά! Ναι Μιμη μου, και συ γελάς κάτω απο το άσπρο σου
    πανί, αλήθεια άσε με να δω το πρόσωπο.
  • -Οχι Λενιώ είπαμε οτι τα πρόσωπα μας θα μείνουν άγνωστο τουλάχιστο για
    απόψε.
  • Ναί Μίμη και γαι απόψε και για πάντα.
  • Λενιώ θα σε ξαναπώ κορίτσι αίνιγμα, δύσκολο αίνιγμα είτε θες είτε οχι θα βρω
    τη λύση.
  • Αδύνατο Μίμη μου μη κοπιάζεις άδικα το πρόσωπό μου για σένα θα μείνει για
    πάντα άγνωστο, θα μείνει γιατι πρέπει να μεινει.
  • Ελένη, πίστεψέ με δε πολυσκοτίζομαι για το πρόσωπό σου, κατόρθωσα
    μονος μου και γνώρισα ενα άλλο πρόσωπο το πρόσωπο της ψυχής σου, τα
    αισθήματα και τα ψυχικά σου χαρίσματα, το πανέμορφο πλούσιο κόσμο σου.
    Ολα αυτά τα γνώρισα απόψε, μόνο απόψε για πρώτη φορά στη ζωή μου. 35
    χρόνια τα ζητούσα, τα ζητούσα παντού, στα πλουσιόσπιτα, στις
    φτωχογειτονιές, στα μεγάλα κέντρα στα κακοφημα καμπαρέ, σε φιλικά
    πρόσωπα. Σε πρόστυχες παρέες, παντού τα ζητούσα. Και να απόψε ήρθανε
    μονα τους και με βρήκαν.
    Ηρθες εσύ Λενιω μου μόνη σου απρόσκλητη κάθησες κοντά μου και μου τα
    έφερες. Πίστεψε με στην αρχή πίστεψα πως ήσουνα μια γυναίκα του
    ελεύθερου Ερωτα, μια γυναίκα του πεζοδρομίου του καμπαρε σαν κι αυτες
    που πωλούν τον έρωτά τους για μερικές πενταροδεκάρες. Σύντομα όμως

μετάνιωσα για αυτή τη σκέψη και σε νόμισα για καμια μικρή μαθητριούλα που
κρυφά απο τους γονείς της ζητούσε λίγη περιπέτεια να τσουρουφλίσει τις
ανοιχτές φτερούγες της ζωής. Τωρα όμως σε γνωρίζω τοσο καλά σαν να σε
γνώριζα απο καιρό. Δε με ενδιαφέρει το πρόσωπό σου. Με ενδιαφέρει η ψυχή
σου..
Στάσου Λενιώ μη με διακόπτεις, ασε με και γω κατι να σου πω απο τη ζωή
μου την πολυτάραχη. Δεν είμαι απο εδώ και η δουλειά μου είναι το εμπόριο
αυτό με κάνει να γυρίζω απο το ενα μέρος στο άλλο και έτσι νιώθω πολλές
φορές μόνος μου. Οι φιλοι μου ειναι φίλοι των χρημάτων μου. Πολλές φορές
το απέδειξαν. .
Γυναίκες γνώρισα πολλές με σχέσεις ολιγόωρες ή και ολιγοήμερες. Πριν απο
8 χρόνια οταν ήμουν 27 χρόνων αγάπησα πραγματικά μια κοπέλα αδελφή
ενός καλού μου φίλου. Ήθελα να την κάνω γυναίκα μου. Πολλές φορές το
έλεγα, παντα ομως μου απαντούσε “οχι καημένε ο γάμος ειναι σκλαβιά ασε να
χαρούμε πρώτα τη ζώή μας.
Ητανε όμορφη πολύ κι εγώ θαμπωμένος σερνόμουν σαν σκουλίκι πίσω της.
Οταν το έκανε ο Θεός μ’ έφερε μπροστά στην ώρα που βρισκόταν στην
αγκαλιά του πιο καλού μου φίλου. Δεν της ζήτησα καμιά εξήγηση. Την έδιωξα
σαν ψωριασμένο σκυλί. Και απο τότε μισώ θανάσημα τη γυναικεία ομορφιά.
Μισώ την τις όμορφες και την ομορφάδα του προσώπου. Διψουσα για την
ομορφιά της ψυχής, της καρδιάς και των αισθημάτων. Και τη βρήκα σε εσένα
Ελένη γιαυτό δεν θέλω να δω το πρόσωπό σου γιατι αν είσαι όμορφη θα σε
διώξω..Κι όμως δεν είσαι όμορφη το ξέρω..
-Που το ξέρεις Μίμη; Τον διέκοψε η Μαρίνα υπνωτισμένη απο τα λόγια του
-Δεν είσαι όμορφη Ελένη γιατι δε θέλω να είσαι. Δε θέλω,Καταλαβαίνεις; δε
θελω να εισαι όμοφη! και με το χέρι του χτύπησε δυνατά το τραπέζι.
-Για όνομα του Θεού Μίμη! πιο σιγά ο κόσμος μας κοιτάζει..
-Συγχώρα μου Ελένη, μα η πρώτη φορά που μπόρεσα να ανοίξω την καρδιά
μου δεν την άνοιξα ομως εγώ. Εσύ μου την άνοιξες και σε ευχαριστώ Ελενη.
-Κι εγώ σε ευχαριστώ Μιμη με τη σειρά μου. Γιατι πίστεψε με δεν μπορώ να
το καταλάβω, να το πιστέψω.Μα έλα τώρα ελα ήρθαμε εδώ και οι δυο μας για
να διασκεδάσουμε και να γλεντήσουμε. Κι οχι για να λυπηθούμε. Ελα Μιμή
πάμε να χορέψουμε κι εμείς όπως οι άλλοι σε παρακαλώ.

  • Να χορέψουμε Λενιώ μου. Μα στάσου να κουτσομπολέψουμε λίγο αυτους
    που χορεύουν. Αλλωστε κι εμας θα κουτσομπολεύν σε λίγο αυτοι που δε θα
    χορεύουν. Να,να βλέπεις εκείνους του δυο που μάλλον φιλιούνται παρα
    χορεύουν;
  • Ναι Μιμη μου , πωπω δν ντρεπονται αυτους που τους βλέπουν;
  • Και τί θα έλεγες Λενιώ αν σου ελεγα οτι μπορεί να εναι μάνα και γιος;
  • Τί λες Μιμη;
  • Αυτα που σου λεώ Ελένη. Γιατι η μασκα, η μ’ασκα τα κρύβει όλα.
  • – καλά και η φωνή; Ποια φωνή. Κι αυτήνε η μάσκα τη παραμορφώνει, επειτα
    το οινοπνευμα, η φασαρία μα προπαντός το πανί μπροστά στο στόμα
    παραμορφώνει τη φωνη.
  • -Μιμη! ΜιΜη για κοίτα κει! ω α ! να χαθούν και δεν ντρέπονται!
  • Και αυτος Ελένη, Ελένη Ελένη οπωσδήποτε ειναι περασμένης ηλικίας ενώ
    αυτή ειναι μικρούλα, λες και είναι πατέρας με κόρη.
  • -Μα αυτοί δε χορεύουν.
  • Οχι, ποιος σου ειπε
  • οτι χορεύουν,
  • -Αμέ τί κάνουν;
  • Καλά, δε τους βλέπεις; αυτος κάνει αναγνωριστικές επιθέσεις δια την
    επισήμανση του στόχου
  • Δε σε καταλαβαίνω..
  • Καλύτερα.!
  • Και αυτή τι κάνει;
  • Λόγω υπερτέρων εξωτερικών δυνάμεων και εσωτερικών επαναστάσεων
    οπισθοχωρεί και ετοιμάζεται για παράδοση
  • Δεν καταλαβαίνω τίποτα Μίμη.
  • Δεν πειράζει με τον καιρό θα καταλάβεις.
  • Καλά παλι, το άλλο να φλερτάρει γιος τη μάνα και πατέρας την κόρη ειναι
    πρωτάκουστο και αδύνατο.
  • Κι ομως Ελένη αυτό εγινε στο τόπο μου που ειναι μια φούχτα άνθρωποι και
    μαλιστα των λεγόμενων αυστηρών αρχών.
    Σαν αποψε Λενιώ ο αυστηρός πατήρ δύο τέκνων τηλεφωνεί στην επίσης
    αυστηρά και μεγάλης οικογένειας μητέρα.
    “ακου αγάπη μου απόψε δε θα έρθω σπίτι γιατι θα ξενυχτήσω στο εργοστάσιο καθ’
    οτι αυριο και μεθαύριο δεν θα εργασθούμαι.”
    -“καλα ανδρούλι μου δε πειράζει μονο φρόντησε να μην κρυώσεις και να φας.
    Κι ο πατέρας τρέχει στο χορό των μασκοφορεμένων να ξεχάσει ο δόλιος πώς ειναι
    να εισαι παντρεμένος., να γλεντήσει άγνωστος μεσα σε αγνώστους. Η μητέρα παντα
    αυστηρή, ετσι και απόψε λεει στο γιο της 18 χρόνων και στη κόρη της 17 χρονων “να
    πατε για ύπνο αμέσως! εγώ θα πεταχτώ στις κυρίας Ασπας που εχουν συνεδρίαση
    τα μέλη της Χριστιανική αδελφότητος.” Και τρέχει κι αυτή άγνωστη μεσα σε τόσους
    αγνώστους στο χορό των μεταμφιεσμένων. Σηκώνεται σιγά σιγά και ο νεαρός και
    περπατώντας στις άκρες των ποδιών του να τος και αυτος στο χορό. Σε λίγο φθανει
    και η μικρή μασκαρεμένη και άγνωστη. Ο καθένα ψαχνει για τον άνθρωπό του ο
    πατέρας κανένα ξεπεταχταράκι, η μαμα για τον άνδρα που ονειρεύοταν, ο νεαρός για
    ότι λάχει και μικρή για να γνωρίσει εκ του πλησίον τον έρωτα (εχει ακούσει για κατι
    τετοιες ευκαιρίες). Να μην τα πολυλογώ ο ποιο τυχερός είναι ο πατέρας. Με την
    πρώτη τουφεκιά να ή περδικουλα στα ποδια του.
    -Πώς σε λενε μωρό μου;
  • Δε σου λεω καημένε. ..
  • Λεγε με κι εσύ μωρό σου..
  • Μα εσύ φαίνεσαι γερος. Και μωρό θα σε πω;
  • Εχεις μωρό μου ωραία χεράκια, να και οι πλατούλες σου, να το λαιμουδακι
    σου μπραβο μωρο μου. Να και το στηθάκι σου…
  • Ααα κυριε θα φωνάξω!
  • Να μωρο μου δίκαιο έχεις παμε εξω να τα πουμε καλύτερα να μη μας δει
    κανείς.
  • Οχι κύριε φοβάμαι..
  • Τί φοβάσε βρε κουτό;
  • Τον μπαμπά μου κύριε θα με σκοτώσει..
  • Βρε δεν τον παρατάς το γέρο; αυτός τώρα θα βράζει ύπνο..
  • Οχι κύριε δεν κοιμάται.
  • Α, μα τι κάνει; αυπνίες τον κρατούν. Ελα παμε λίγο έξω θα δείς τί καλά που θα
    περάσουμε. Ασε με καλε να ετσι.. ασε με να πιασω το στηθάκι σου
  • Οχι, οχι θα μας δούνε καλύτερα έξω.
  • Μπράβο Μωρό μου , μπράβο κούκλα μου, παμε.
  • Μα κύριε κι αν με δει κανείς και το πει στον μπαμπά μου;
  • Ελα βρε κουτό ποιος θα σε δει; εκτός κι αν φοβάσαι πως θα του το πω εγώ.
    Καλα όμως που γυρίζει ο πατέρας σου και δεν κοιμάται τέτοια ώρα;
  • Εργάζεται κύριε μηχανικός στο τάδε εργοστάσιο και τηλεφώνησε απόψε της
    μαμας πως θα ξενυχτήσει στη δουλειά. Τοσκασε λοιπον η μαμα, τοσκασε ο
    αδελφός μου τοσκασα κι εγώ.
    Ατιμή πουτανοοικογένεια εγω μωρή ο πατέρας σου (και προσπαθώντας να την
    χτυπήσει στο πάλεμα μ’αυτους που πήγαν για να τους χωρίσουν και για να τους
    πάρουν το κορίτσι απο τα λισσασμένα χέρια του του φεύγει η μάσκα.
    Φεύγοντας ομως η μάσκα μια κάπως οχι και τόσο νεα γυναίκα αποσπάται απο τη
    αγκαλιά ενός νέου και τρομαγμένη τρέχει έξω φωνάζοντας, “Θέε μου ο άντρας μου!”.
    Ο νεαρός περίεργος χαζεύει οταν ξάφνου βλέπει κι αυτός τον αμασκάρευτο
    μασκαρά, το βάζει στα πόδια “Αμαν τι έπαθα ο γέρος μου”.
    Ε ,καταλαβαίνεις τωρα Ελένη τί σκάνδαλο ξέσπασε μετά. Τέλος πάντων πάμε τώρα
    να χορέψουμε . Σηκώθηκαν τράβηξαν στη μέση της σαλας και ρίχτηκαν στη ζάλη του
    χορού βουβοί και αμίλητοι. Για πρώτη φορά στη ζωή της η Μαρίνα βρίσκεται σχεδόν
    χωσμένη στην αγκαλιά ενός άνδρα. Πρώτη φορά που νιώθει ανδρικό χέρι σφιγμένο
    γύρω στη μεση της, πρώτη φορά νιώθει να της χαϊδεύει ανδρικό χέρι διακριτικά τους
    γυμνούς της ώμους. Τα στήθια της πιέζονταν στο στήθος του Μίμη. Κι όμως αυτό
    την κάνει να νιώθει μια παράξενη ευχαρίστηση. Το κεφάλι της σχεδόν είχε πέσει στο
    κεφάλι του Μιμη ακούει την ανδρική ανάσα του.
  • Χορεύεις υπέροχα Ελένη μου..
  • Μή μιλάς Μίμη μη μιλάς! άφησέ με να ζήσω λίγο ακόμη στο κοσμο που
    ζω. Χορεύω πρωτη φορά με άνδρα ασε να πιστέψω πως είναι αλήθεια.
  • Καλή μου Ελένη έχεις δίκαιο μα άκου τα όργανα σταμάτησαν αλλα Ελενη σε
    λίγο παλι αρχίζουν για μας. Τώρα θα πιούμε, θα πιούμε μαζί. Κρατώντας την
    απο τη μεση κι αυτη απο τον όμως τράβηξαν για το μπαρ.
  • Λενιώ στην αρχή της γνωριμίας μας είπαμε θα μείνουμε δυο πολυ καλοί
    φίλοι.
  • -Οχι Μιμη θα μείνουμε φίλοι για λίγες ώρες ακομη
  • Ενταξει Λενιω. Εστω, αφησε με ομως αυτες τις λίγες ώρες να σε λέω αγαπη
    μου, να είσαι η αγαπημένη μου, να σε λέω μικρό μου άσχημο κοριτσάκι γιατι
    ετσι σε στοχάζομαι. Ετσι σε θέλω.
  • Να λέγε με κι εσύ αγαπημένο σου και δώσε μου όποιο χαρακτηρισμό θέλεις
  • Μίμη αγάπη μου, έλα όμορφο μου πριγκηπόπουλο. Η ορχήστρα αρχησε…
    άκουσε..
  • Ναι άσχημό μου αγγελάκι παμε…
    Χορεύουν, πίνουν και τραγουδούν και η ώρα περνάει γρήγορα. Απιαστη,
    ανυπόμονη.
  • Μιμη μου ελα καλό μου αγοράκι ας καθήσουμε για λίγο στο ίδιο τραπεζάκι
    που οι ψυχές μας γνωριστήκαν. Σε λίγο Μιμη θα χωρίσουμε για πάντα. Θελω
    λοιπόν να δώσεις το τελευταίο δείγμα της τιμιότητάς σου.
  • Ναι χρυσό μου κοριτσάκι.
  • Ορκίσου Μίμη.
  • Ορκίζομαι Λενιώ. Στα μάτια σου.
  • Δε θα με παρακολουθήσεις τώρα που θα φύγω. Θα θα φροντίσεις ποτέ να
    μάθεις για μενα, θα με ξεχάσεις και θα σε ξεχάσω.
  • Ο Μίμης γελά και σκέπτεται . “Σε κρατώ Μαρίνα, που θα πάς;”.
  • -Λενιώ μου δε θα ήθελα να χωρίσουμε έτσι μα αφου εσύ το θες ορκίζομαι και
    παλι στα μάτια σου οτι θα εκτελέσω τις επιθυμίες σου. Στάσου Λενιώ και
    αυριο απόκριες ειναι και αυριο χορός και ξενύχτι μας περιμένει ελα λοιπον και
    αυριο.
  • – Οχι Μιμη μου. Οχι δεν κάνει, πίστεψέ με. Δεν κάνει..αν.. και το θέλω κι εγώ
    με ολη την ψυχή μου, ομως δεν πρέπει γιατι τοτε θα είναι δύσκολο ίσως να
    ξεχάσει ο ένας τον άλλο. Σ’ αγαπώ Μιμη μου ασε με να πιστέψω οτι κι εγώ το
    άσκημό σου κοριτσάκι αγάπησε ένα όνειρο ανεκπλήρωτο.
  • -Λενιώ μου, φεύγεις; πρόσεξε ομως και ορκίσου και συ στη δική μου επιθυμία
    οτι θα την εκπληρώσεις. Ορκίσου πως αν μπορέσω και λύσω το αίνιγμα σου
    θα δεχτείς τη λύση όποια και αν ειναι..
  • Μιμη η βεβαιότητά μου για σένα είναι πως θα μείνω για πάντα μια ανάμνηση
    ορκίζομαι στην μανούλα μου και σένα. Στα μόνα πράγματα που αγάπησα
    στον κόσμο, πως θα δεχτώ τη λύση όποια κι αν είναι. Ελα τώρα Μιμη μου,
    αγαπημένε, μείνε εκεί που είσαι δώσε μου τα χέρια σου. Αντιο Μιμη μου, αντιο

Αγάπη μου για πάντα…

Σαν σίφουνας χάθηκε μέσα στην κοσμοθάλασσα του καρναβαλιού ενώ απ’εξω η γη
άρχησε να φέρνει το φως της ημέρας. Μιας αποκριάτικης, χαρούμενης μέρας!
Βρέθηκε και πάλι μονη της στο αρκετά γνώριμο περιβάλλον του διαμερίσματος της.
Πότε με χαρά και πότε με θλίψη με χίλια δυο εναλλασσόμενα αισθήματα άρχησε να
βγάζει τα αποκριάτικά της ρούχα, το μαύρο μουσαμά που μια ολόκληρη νύχτα της

σκέπασε την άγνωστη ασκήμια του προσώπου της. Πεσμένη τώρα πανω στο
χαμηλό ντιβάνι με χίλιες νοσταλγικές αναμνήσεις την παίρνει γλυκά ο ύπνος ενώ
γλυκά κι ελπιδοφόρα όνειρα τη συντροφεύουν την ώρα που ο ήλιος η ζέστη
πασχίζει να δώσει όλη του τη δύναμη για μια χαρούμενη αποκριάτικη Κυριακή.
Θα κοιμόταν φαίνεται πολλές ώρες γιατι ο ήλιος τη βρήκε στο κρεβάτι της το
απομεσήμερο. Βγάζει τα δυο της χέρια από τα ρούχα. Πλησίασε στο στόμα της
έπειτα τεντώνοντας τα και πίσω μαζί με ολο της το σώμα ξεσπά σε ενα χασμουρητό.
Ξάφνου ακούει έξω απο την πόρτα της :
-Δε μου λετε σας παρακαλώ το διαμέρισμα της Δεσποινίδας Μαρίνας Αποστόλου
που είναι;
-τί ζητάτε την ασκημομούρα;

  • Με συγχωρείτε κυρία μου ζήτησα την Δεσποινίδα Αποστόλου και οχι εσας.
    Απαντησε με σαρκασμό η φωνή του άγνωστου άνδρα.
  • Α να χαθείς έξυπνε που θα πεις εμένα ασκημομούρα. Τότε η Μαρίνα σαν
    αστραπή πετάχτηκε στην πόρτα. Ορίστε κύριε εγώ είμαι η Μαρίνα
    Αποστόλου.
  • Ω, χαιρω πολύ Δεσποινίς μου σας ευχαριστώ πολύ που με απαλλάξατε τοσο
    σύντομα απο αυτό το αιθέριο πλασματάκι των 60 Μαίων. Κάτι είπε η
    πραγματικά γερασμένη γεροντοκόρη μα το γελιο της Μαρίνας σκέπασε
    ασφαλώς κάποια κακή κουβέντα της.
  • Ορίστε κύριε σας ακούω
  • Να σας συστηθώ.: Νικόλαος Νικολάου. Δημοσιογράφος.
  • Χαίρω πολύ κύριε Νικολάου. Σε τί μπορώ να σας φανώ χρήσιμη;
  • Ακουστε Δεσποινίς μου γράφω το καθιερωμένο αποκριάτικο διηγημά μου και
    δυστυχώς η δακτυλογράφος της εφημερίδας μας αρρώστησε χθες και με
    αφησε στα κρύα του λουτρού. Την Τρίτη πρέπει οπωσδήποοτε να συνεχίσει
    στην εφημερίδα γιατι διαφορετικά παύει να έχει αξία. Καταλαβαίνετε λοιπον
    σε τί δυσκολη θέση θα βρισκόμουν αν δεν συναντούσα το φιλο μου τον κ.
    Στεργίου!
  • Α! τον Δικηγόρο;
  • Μάλιστα. Εκείνος μου υπέδειξε εσας, ετρεξα λοιπον αμέσως. Δεν το περιμενα
    πως θα σας εύρισκα εύκολα για να με εξυπηρετήσετε με το αζημίωτο βέβαια.
  • Ευχαρίστως κύριο αφήστε μου την εργασία σας και θα αρχίσω αμέσως τώρα.
    Δε θα σταματήσω μέχρι να τελειώσω.
  • Μα εδώ δεσποινίς μου η δυσκολία είναι αδύνατον να βγάλετε τα γράμματά
    μου διοτι εαν διαβαζόντουσαν δε θα είχα την ανάγκη γραφομηχανης θα εδειδα
    τα χειρόγραφά μου στη σύνταξη και θα ξεμπλεχνα. Δυστυχώς ομως ειναι
    γραμμένα με το δικό μου δημοσιογραφικό τρόπο και ως εκ τουτου θα έπρεπε
    δηλαδή να σας τα υπαγορέψω.
  • Κύριε Νικολάου να σας πω. Αυτο εμένα με εξυπηρετεί διότι γράφω καλύτερα
    καθ’ υπαγόρεψη μα φαντάζομαι πως θα κουράσει εσάς
  • Δεσποινίς μου τί λετε; μια τέτοια ευχαρίστηση δεν είναι κούραση.
  • Εντάξει κ. Νικολάου εμένα θα με συγχωρείτε να τακτοποιήσω δύο λεπτα τον
    εαυτό μου κι έπειτα είμαι στη διάθεσή σας. Κι οση ώρα ο άγνωστος
    επισκέπτης την περίμενε η Μαρίνα ρίχνωντας λιγο νερό στο πρόσωπό της
    σκεπτόταν “Θεε μου τι σου ειναι αυτοι οι δημοσιογράφοι, για να κανει τη
    δουλεια του ξέχασε τελείως να κοιτάξει την ασχήμια του προσώπου μου! μα
    παλι τον κοίταζα στα μάτια και τον έβλεπα να έχει καρφώσει το βλέμμα του
    στο πρόσωπο μου χωρίς καμία έκφραση δυσφορίας.. και τί ευγενικός. Δε
    βαριεσαι.. “
  • Έτοιμη κύριε Νικολάου. Καθίζει η Μαρινα στο μικρό τραπεζάκι της Μηχανής
    και ο δημοσιογράφος απεναντί της ανοίγει το χαρτοφύλακα του και βγάζει ενα
    σωρό χαρτιά.
  • Πόσα αντίγραφα θελετε;
  • Βγάλτε μου 3-4.
  • Έτοιμη κύριε Νικολάου.
  • Δυο λεπτά δεσποινίς μου το ρομάντζο αυτό το έχω αρχίζει και το πρώτο
    μέρος έχει κι όλας δημοσιευθεί θα ήθελα μιας και θα τελειώσουμε το υπόλοιπο
    μέρος μαζί να σας συνδέσω εν συντομία με τα προηγούμενα. Πρόκειται για
    μια ερωτική ιστορία παράξενης και απίθανης για τα σημερινά δεδομένα.
    Αληθεια πιστεύετε στον ρομαντικό έρωτα;
  • -να σας πω.. ναι πιστεύω.
  • Πστεύετε πως ο εφήμερος και σαρκικός έρωτας ειναι στην ημερήσια διάταξη,
    πιστεύετε πως κάπου σε κάποια μερια της γης να υπάρχει ο έρωτας μιας
    ρομαντικής εποχής;
  • -Δύσκολα τα ερωτήματα σας κύριε Νικολάου. Αλλα εχω τη γνώμη πως ο
    ρομαντισμός οσο πεθαμένος και αν ειναι δεν παύει να υπάρχει εστω και σε
    λιγους;.
  • Κι εγώ το ίδιο πιστεύω. Λοιπόν το ρομάντζο μου αρχίζει όταν εκείνος συναντά
    τυχαια ξαφνικά εκείνη. Την αγαπάει αμέσως. Το νιώθει το αισθάνεται. Κι ομως
    ενα εμπόδιο τοσο δα μικρό στέκει σαν βράχος στο δρόμο της ευτυχίας τους.
    Εκείνος άνθρωπος με καλλιεργημένα αισθήματα εκείνη κοπελίτσα που τα
    λεπτα της αισθήματα και το πλούσιο ψυχικό της περιβάλλον το έχει κλονισει ο
    σημερινός άνθρωπος. Η φτώχεια της, η κάπως μη ολοκληρωμένη εσωτερική
    της εμφάνιση της έχουν καρφώσει μια εμμονή ιδέα. Ενώ μπορεί να αγαπήσει
    δε μπορεί να αγαπηθεί. Κι ετσι στο πρόσωπο της ο έρωτας σκοντάφτει. Δεν
    αφήνει τον εαυτό της ελεύθερο. Να Δει. Και προσπαθεί να ξεφύγει απο τα
    δυνατά χέρια και την θέληση εκείνου.
  • Και φτάνουμε στη στιγμή που εκείνος βρίσκεται πάλι μπροστά της. Πέστε μου
    δεσποινίς.
  • Τι να σας πως κύριε Νικολάου. Λίγο ακόμα και θα με πάρουν τα δάκρυα. Μα
    αλήθεια υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι σήμερα;
  • Πάμπολοι.. μα ας μην καθυστερούμε.
  • Μερος Β. Επιτέλους πονεμένο μου κοριτσακι δεν μπόρεσες να μου ξεφύγεις η
    δύναμη της αγάπης μου έβαλε φτερά στα πόδια και σε πρόλαβε οσο κι αν

έφευγες. (Τελεία. Παράγραφος)..Πίστεψες οτι μπορούσες να μου ξεφύγεις;
(τελεία. Παράγραφος)

  • σε αφησα να πιστέψεις πόσο δυνατός είμαι. (τελεία). Και τώρα βρίσκομαι
    κοντά σου (κομα) πολύ κοντά σου απέναντί σου καλό μου κοριτσάκι κι ομως
    δεν τολμά να σηκώσει το μεγάλα μαύρα μάτια σου να με κοιτάξεις. (τελεία.
    Παράγραφος). Κοριτσάκι μου βρίσκομαι απέναντί σου ωστε να μην σ’ αφησω
    να μου ξαναφύγεις ποτε. (τελεία, παράγραφος)Τίποτε δε μπορει να
    σταματήσει το δρομο που χάραξε η αγάπη. (τελεία). Ούτε λεφτά, ούτε
    ασχήμιες δε με νοιάζει σε θέλω όπως είσαι . Όπως τώρα.. ναι τώρα που σε
    βλέπω μπροστά μου. (Τελεία παραγραφος)
    Δυο δάκρυα άρχισαν να γυαλίζουν τις άκρες των ματιών της Μαρίνας. Μα το
    πρόλαβε το μαντηλάκι της. Σε κάθε παράγραφο εμφανιζόταν ο Μιμης. Οι σκέψεις την
    πλημμύριζαν.
    -Λοιπον δεσποινίς μου πώς σας φαίνεται;
    -Υπέροχο. Θαύμα! θαύμα! τι φαντασία, τί ρομαντισμός, είστε τρομερός!
    Και πάλι αρχίζει να υπαγορεύει. Βγήκε κι ολας η πρώτη η δευτερη σελίδα, αλλα δεν
    αισθάνεται καμιά κούραση. Ενω η ερωτική εκμυστήρευση συνεχίζεται.
    Γράφει…ασταμάτητα..
    Σταματήστε για λίγο δεσποινίς μου. Ξεκουραστείτε μέχρι να καπνίσω ενα τσιγάρο.
    Δεν κουράστηκα κύριε Νικολάου νομίζω μπορώ να γράφω ολη νυχτα.
    -Τότε υπολογίζω να δώσουμε τελος στο ρομάτζο ΜΑΣ δεσποινίς μου.
    -Στο ρομαντζο ΣΑΣ . δικό σας ειναι.
    -Δεσποινίς Μαρίνα είναι και των δυο μας. Κάπου βοηθήσατε κι εσείς.
  • Τέλος πάντων. Τί σας έκανε να το εμπνευστείτε αυτό το διήγημα γιατι σίγουρα
    από κάπου πιαστήκατε για να δημιουργήσετε αυτην την ιστορία.
  • Το φαντάστηκα Δεσποινίς μου. Ο Συγγραφέας παντα ζει το ρολο του
    πρωταγωνιστή. Μοιάζει με ένα ηθοποιό που γελά αβίαστα, κλαίει ομως οταν
    πρέπει να κλάψει. Εσεις φαντάζομαι θα κλάψατε για μια άλλη αιτία. Ισως
    βρήκατε θαμμένο κάτι απο τη δικη σας ζωή.
  • Και ποιος σας είπε κύριε Νικολάου οτι κι εγώ αγαπώ;
  • Δεν ξερω μα νομίζω πως εφόσον πιστεύετε κι εσείς στην αγάπη πρέπει να
    αγαπάτε.
  • Έχετε δίκιο κύριε Νικολάου. Αγαπώ.. αγαπώ ένα όνειρο.. τέλος πάντως όμως
    αρκετά ξεκουραστήκαμε. Τι λετε συνεχίζουμε;
    Τα δακτυλογραφημένα αντίγραφα βγαίνουν πάλι το ενα μετα το άλλο. Η
    Μαρινα γράφει συνεχώς καθ’ υπαγόρευση του Νικολάου.
  • Ναι.. μεγάλη αγάπη αισθάνομαι τη νίκη του ερωτά μας να φτερουγίζει
    αδιάκοπα γυρω μας. Βλέπω τα μεγαλα ωραία μάτια σου, τη δύναμη της
    αγάπης σου για μένα..ακούω απ’ εδώ που κάθομαι απέναντί σου τους
    κτύπους της καρδιάς σου, μιας πονεμένης μέχρι το χθες, βλέπω τα χειλάκια
    σου να τρεμουλιάζουν σαν να είναι έτοιμα να ψυθιρήσουν “Σ’αγαπώ
    αγαπημένε μου”. Όμως το Σ’ αγαπώ σου δεν θέλω να μου το πεις εδώ..
  • Αρκετά για σήμερα, γιατι αν δεν κουράστηκες εσυ εγώ εξάντλησα το
    περιεχόμενο της φαντασίας μου. Ας σταματήσουμε λοιπόν.
  • Όπως θέλετε κύριε Νικολάου. Αλήθεια τί τίτλο θα δώσετε στο διήγημά σας;
  • Να σας πως ο τίτλος δε με απασχολεί τόσο πάντως όταν τελειώσουμε το
    ρομάντζο μας που πλησιάζουμε στο τέρμα μαζί θα σκεφτούμε πώς θα το
    βαπτίσουμε.
    Μάζεψε τα χαρτιά του γέμισε το χαρτοφύλακα και σηκώθηκε μουδιασμένος. Κοιταζει
    για λίγο στο παράθυρο.
  • -Δεσποινίς Μαρίνα αλήθεια δε μου είπατε πώς θα περάσετε απόψε τη βραδιά
    σας.
  • -Να σας πώ κύριε Νικολάου δεν έχω κανένα πρόγραμμα για απόψε.
  • – εγώ μάλλον σπίτι, το διήγημά μου δε μου άφησε χρόνο να σκεφτώ κάτι.
    Εκτός κι αν θελατε αν δεν δευσμεύεστε απο καμια παρέα… Πιστεύω οτι αν και
    πιο κουρασμένος ειναι αμαρτία να αφήσουμε να φύγει μια τέτοια αποκριατικη
    βραδιά. Μια φορά το χρονο έχουμε απόκριες. Και μαλιστα θα ελεγα να παμε
    μαζι στο χορό Μασκέ, να μασκαρευτούμε κι εμεις. Ετσι κανείς δε θα μας δει
    και δε θα δούμε κανένα.
  • Κυριε Νικολάου. Αφού τόσο πολύ μου το ζητάτε δε θα σας χαλάσω το χατήρι.
  • Το ξερα αυτό δεσποινίς. Και σας ευχαριστώ.
  • Να σας πω κύριε Νικολάου εγώ… τί θα μου προτείνατε να βάλω, να σας δειξω
    τα φορέματά μου…
  • -Μα τι μου τα δείχνετε Δεσπονίς. Ορίστε.. βαλτε αυτη τη γαλάζια τουαλέτα θα
    σας πήγαινε πολύ
  • -Ναι κι εγω την αγαπώ. Μαζί της εχω τις καλύτερες αναμνήσεις μου. Θα τη
    βαλω λοιπον αφού σας αρέσει.. Εσείς..τί θα φοράτε;
  • – ε κάτι θα βρω κι εγώ να μασκαρευτώ. Θα είναι ωραία να κρατάτε ενα
    ματσάκι κόκκινες παπαρούνες κι εγώ τις υπόλοιπες.
  • Αχ! μ’ αρεσει πολύ το σχέδιο σας κύριε Νικολάου.. σύμφωνοι.
  • Καλή αντάμωση….
    Και παλι χάθηκε στις σκέψεις της “Και πάλι απόψε θα χορέψω και πάλι θα
    διασκεδάσω, γλυκόλογα βέβαια δε θα’ ακούσω μα δεν βαριέσαι. Μια και ο Μίμης
    ποιος ξέρει με ποιες γλεντάει απόψε αραγε.. με θυμάται; κι όμως μου μίλησε με
    τέτοια στοργή, με τέτοια αγάπη, στάθηκε ιπποτικά κοντά μου, μου έδωσε μεγάλο
    κουράγιο με εμαθε να πιστεύω πως κι εγώ έχω δικαίωμα στη ζωή κι εγώ μια θεση σε
    αυτή.
    Ειμαι βέβαιη οτι δε θα με ξέχασε κι ομως τον θυμάμαι και μάλιστα τον αγαπώ..Μα τι
    να ήθελε να μου πει. Ορκίστηκε να λύσει το αίνιγμά μου; Μάλλον να δει το πρόσωπό
    μου. Και το άλλο. Με έβαλε και ορκίστηκα να δεχτώ τη λύση όποια κι αν ειναι.
    Μαλλον αυτος ειναι άλυτο αίνιγμα. .
    Και ο Δημοσιογράφος; χρυσός άνθρωπος. Τί αισθήματα, τί ιδέες; να λοιπον
    υπάρχουν και σήμερα άνθρωποι ρομαντικοί οπως την παλια εποχή. Ωρες ωρες
    νομιζα πως έχω μπροστά μου τον Μιμη.”

Ωρα περασμένες 9 η Μαρίνα πανέμορφη πάλι κατω απο τη μουσαμαδένια της
μάσκα απο τη γαλάζια της τουαλέτα με ενα ματσάκι παπαρούνες. Καθησμένη στο
χθεσινό της τραπεζάκι περιμένει τον Νικολάου.
-Δεσποινίς μου, ένας κύριος μου έδωσε αυτο το γράμμα να το δώσω λεει σε μια
κοπέλα με γαλάζια τουλέτα και με ενα ματσάκι κόκκινες παπαρούνες στο χέρι.
Πιστευω εσείς είστε. Της είπε το γκαρσόν το χθεσινό δίνοντας της το ανοιχτό
γράμμα. Με περιέργεια και αγωνία και τρεμάμενα χέρια διάβαζε συγκινημένη:
“Αγαπητή μου δεσποινίς. Ενα απρόοπτο κόλυμα θα με αναγκάσει να καθυστερήσω
καμιά ώρα ακόμα. Πάντως οπωσδήποτε θα έλθω. Θα σας παρακαλέσω να μη
φύγετε. Βρεστε καμία γνώριμη παρέα μέχρι να έρθω. Αν δε βρείτε συντροφιά
προσπαθήστε να βρείτε τον τίτλο στο Ρομάντζο μας.
Φιλικώτατα
Ν. Νικολάου.”
-Μή μου κρύβεσαι ακόμη Ελένη, βλέπεις μόνη σου οτι για τους άλλους είσαι γνωστή
και για μένα επιμένεις να μένεις άγνωστη, έτσι δεν είναι;
-Οχι Μιμη προς προς Θεού. Κάθησε και θα σου εξηγήσω.

  • Λενιω θα καθήσω. Πίστεψε με όμως πως δε ζητάω καμία εξήγηση.
  • Μίμη επιμένω και θέλω να με ακούσεις. Θα σου πως ολη την αλήθεια που
    σου έκρυψα απο χθες.
  • Κι εγώ σου λεω Ελένη δε θα δεχτώ να ακούσω τίποτε. Γιατι δε θελω να
    ξεχάσω το χθες. Ελένη του χθες..
  • Μιμη χθες ήσουν τόσο καλός. Απόψε γιατί με πληγώνεις.; σου
    επαναλαμβάνω οτι είμαι η ίδια η Ελενη
  • Που ορκίζεσαι Ελένη
  • Στη μανούλα μου Μίμη.
  • Χθες όμως η Ελένη ορκίστηκε και κάπου αλλού.
  • Ναι Μιμη. Ορκίζομαι στη αγάπη μας, στην αγάπη μου για σενα.
  • Και κατι αλλο σου είπα πω αν λύσω το αίνιγμά σου θα δεχτείς τη λύση. Όποια
    κι αν είναι. Δε σου κίνησε όμως την περιέργεια να ρωτήσεις ποια θα ειναι
    αυτή; πώς θα τη δεχτείς.
  • Αλήθεια Μιμη αυτό σκεφτομουν πριν δυο ώρες.
  • Κι επιμένεις ακόμα στον όρκο σου;
  • Ναι Μίμη. Επιμένω.
  • Λοιπόν κοριτσάκι μου η λυση του αινίγματος μου θα είναι ο γάμος μας και
    μάλιστα σύντομα.
  • Για το όνομα το Θεού τι ειναι αυτες οι τρέλες που λες;
  • Αν Λενιώ οταν κανείς αγαπά μια κοπέλα την θέλει για γυναίκα του, και λέγεται
    τρέλα ναι τότε είμαι τρελός.
  • Α, οχι Μίμη αρκετά κράτησε αυτή η Κωμωδία. Είπε η Μαρίνα και πετάχτηκε
    επάνω και πλησιάζει τα χερια της στη μουσαμαδένια μάσκα της, ομως τη
    σταματάει ο Μιμης.
  • Τί πας να κάνεις Ελενη
  • Θέλω να σου δείξω τί πρόσωπο εχω και τί κορίτσι, θέλεις να παντρευτείς.
  • Ασε κοριτσάκι μου τη μάσκα στη θέση της . γιατι και χθες στο είπα. Το
    πρόσωπό σου δε με ενδιαφέρει. Μόνο ξέρεις τί θα έλεγα; … Πρέπει
    όπωσδήποτε πριν τελειώσουμε το Ρομάντζο μας..να βρούμε τον τίτλο..
    Και λέγοντας αυτα κατεβάζει τη μάσκα του για να παρουσιαστεί ο Νίκος Νικολάου ο
    Δημοσιογράφος.
  • Μίμη μου αγάπη μου, Νίκο μου αγαπημένε!!! πες μου οτι είναι αλήθεια.!
  • Ναι καλό μου κοριτσάκι ο Μίμης Δημόπουλος έμπορος κλπ κλπ και ποτέ ο
    Δημοσιογράφος και ποτέ ο Νίκος Νικολάου, ζητάει το χέρι της.. κάποτε
    Ελένης και τώρα Μαρίνας Αποστόλου. Κουμπάρο προτείνω τον τελείως
    άγνωστο μου Δικηγόρο κ. Στεργίου..
    Η ορχήστρα σταμάτησε το παθητικό ταγκο. Ο κόσμος φωνάζει: “Σάμπα -Σάμπα”. Η
    φωνή μιας γλυκειάς τραγουδίστριας αρχίζει.. “……είχα βρει πρώτη φορά τοση
    χαρά σε μια βραδιά καρναβαλιού…”
    Μίμη μου αγάπη μου τον βρήκα τον τίτλο του Ρομάντζου μας: “ΣΤΗ ΖΑΛΗ ΤΟΥ
    ΚΑΡΝΑΒΑΛΙΟΥ”
    -Ναι αγάπη μου και μια το το Ρομάντζο μας τελείωσε μπορούμε να βάλουμε απο
    κάτω στη μέση με κεφαλαία γράμματα τη λέξη …
  • ΤΕΛΟΣ

Αφήστε μια απάντηση