Στην Όλγα Δαλέντζα

ΣΤΑ ΔΙΧΡΟΝΑ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ:

Μ Η Τ Ε Ρ Α …

Γιάννη Μ. Δαλέντζα

ΓΟΡΓΟΦΤΕΡΟΣ φεύγει ο καιρός στην Αιωνιότητα. Πονεσάρικες, βουρκωμένες οι μέρες αυτές.

Από κείνη τη μεγάλη, τραγική στιγμή που ήρθε το κάλεσμα του «Άγγελου Κυρίου» όπως το λεγες.

 Σε πήρε μακριά μας, αφήνοντας βαθύ κενό, αγιάτρευτη πληγή, αστείρευτο το δάκρυ να κυλά.

Αναδρομάρης ο λογισμός με φέρνει στα παιδικά μου εκείνα χρόνια.

Πικρή η σκέψη, θλιφτή πονεσάρικη η Μορφή σου. Σιωπηλή κυττούσες σ’ ώρες περισυλλογής και αναπόλησης χρόνων ευτυχισμένων.

Δρυγιάς Ατσιπουλιανός ολόρθος στα κατακαίρια και στ’ αστραπόβροντα στεκόσουν. Λεβέντικη Κρητική αξιοπρέπεια περίχυτη στη σεμνή Μορφή σου. Ζωή πικρή μοναχιασμένη.

Κλειστοί εκεί στο Ρέθεμνος στην οδό Κανάρη 17, ορφάνεια και χηρεία. Μακριά από κάθε άλλη στοργή και φροντίδα.

Απ’ έξω η ερημιά, η υποκρισία, η φοβέρα…

«Σαν ευτυχία την αγαπώ

 της νύχτας τη φοβέρα.

Την πόρτα μου άλλος δε χτυπά

εχτός απ’ του αγέρα…».

Σκυφτός στο φως της λάμπας διάβαζα κι εσύ προστάτιδα κοντά μου, συντρόφευες με το πλεχτό σου. Στη διακοπή διασκέδαση μοναχική το παραμύθι:

«… Μια φορά κι έναν καιρό είταν ένας Δράκος… όμως είταν και ο Άη Γιώργης που σκότωσε το Δράκο και λεφτέρωσε την πόλη από το κακό και τα ορφανά από την ερημιά και τον καημό τους…».

Αυτός ο Δράκος ήρθε με τη μάθηση στο νου, χιλιοπρόσωπος υποκριτής, φοβιάρικος. Αυτόν αντιπαλαίβω χρόνια με το στοχασμό και το Λόγο όσπου να λεφτερωθεί ο Τόπος από τα φοβερίσματά του. Πάλαιβες σιωπηλή τις αντιξοότητες και τίποτε δε μπόρεσε να λυγίσει την πανάχραντη αξιοπρέπειά σου και την πεντακάθαρη ζωή σου.

Ποτισμένη από τη βαθιά παράδοση της Αρχοντογενιά σου – εκείνης των Χλαμπουτάκηδων – που ένιωθε χρέος απαράβατο, την αρχοντιά και τ’ αγαθά αφειδώλευτα να προσφέρνει Θυσία στη χιλιάκριβη Λευτεριά της Κρήτης.

Στα 1821 στη Θυμιανή Παναγιά στα Σφακιά με τον ηρωικό παπού σου το Χατζηβασίλη. Στα 1866 με τον θρυλικό Γαβριήλ του Αρκαδίου, αργότερα με τον Επίσκοπο Ιεραπύτνης και Σητείας Μελέτιο Χλαμπουτάκη. Προγονική βαριά κληρονομιά ρίπιζε – ζωογόνος αγέρας – την ψυχή σου ν’ αντιπαλαίψεις τα κατακαίρια.

Ανάστεσες πρεπούμενα τα ορφανά σου καταμόναχη και αποξεχασμένη απ’ όλους.

Μονάχα θυμάμαι, εκείνη τη χαροκαμένη, άγια ψυχή, την πολύπαθη Θεία Άννα, τη Μάνα του ξεχωριστού μας Βασίλη Χατζηδάκη. Με τα μυριστικά στο περβολάκι ν’ απαλαίνει τον καημό, μιλώντας και θαρρεύοντας τις δυο σας. Μαζί σας, κι αυτή κλιτή και παραπονεμένη, η θεία Μαριγώ η Πισκοπάκαινα, με τα τόσα ορφανά της – ηρωική Μάνα – σημερινά διαλεχτά παιδόγγονα. Ας είναι μακαρία η μνήμη αυτών που ηθικά συμπαραστάθηκαν στον πόνο σου Μανούλα μου.

Ακόμα καληκυρίζω την καλή μας γειτόνισσα, την Αρχοντάρικη κυρία Άρτεμη, που έβρισκε έναν καλό λόγο παρήγορο να σου πει. Τη νύχτα της θανής σου σε είδα στ’ όνειρο καταντικρύ στο παράθυρο να της λέγεις:

«Σε χαιρετώ κυρία Άρτεμη και φεύγω…».

Πόσο λαχτάρισα και ξεπετάρισε η καρδιά στην προειδοποίηση…

Κι άλλη αγαπητή μας γειτόνισσα η ξεχωριστή θυγατέρα της η φιλτάτη μας Τίτσα, που έτρεξε στο πέσιμό σου νύχτα, να σου συμπαρασταθεί, όταν φεύγοντας εμείς την αγριανθρωπιά το Γενάρη του 1945, έμενες μονάχη. Πιο κάτω η καλή μας κύρια Βαρβάρα, ηρωική Μάνα, τόσο πονεμένη, τόσο βασανισμένη αγνή ψυχή. Κοντά μας η λυπημένη ευγενική κυρία Τερψιχόρη. Η αλησμόνητη η Παπαδαντωνάκαινα, η κυρία Ελευθερία και η κερά Γιασεμή. Πως τις ανακυκλώνει ο Λογισμός καλές κι αγαπησάρικες γειτόνισσες. Ευλογημένος νάναι ο δρόμος τους. Απόψε η ψυχή μου καθώς ευλαβικά γέρνει στην Ιερή σου Μνήμη Μητέρα, ψιθυρίζω προσευχητικά τους πονεσάρικους στίχους του ποιητή:

Δεν είναι στον Κόσμο τίποτε Μάνα μου

 να μη σε φέρνει ολάκερη στη σκέψη

και  μήτε στη ζωή μου Μάνα μου

  που να μην τόχεις κάπως σημαδέψει.

Και μήτε κάνω τώρα βήμα Μάνα μου

 χωρίς οι λογισμοί σου να με ζώσουν

 καθώς αγγίζω ή αντικρύζω Μάνα μου

 το καθετί που μεταχειριζόσουν…

Κι όχι το καθετί μονάχα Μάνα μου

 δικό σου, είναι μονάκριβο για μένα,

 μα και τα μέρη που περνούσες Μάνα μου

και κείνα τα φιλώ σαν αγιασμένα.

Στην παιδική μου ψυχή φούντωνε η αγωνιστική θέληση κι ο θαυμασμός καθώς μου διηγόσουν παλληκαριές θυσίες των Τουρκομάχων προγόνων σου. Κι έλεγες κουράγιο ν’ αντιπαλαίψωμε τις καταδρομές, την ερημιά, την ορφάνια. Κι όταν περνούσα τα στενορύμια το Αθανάσιου Διάκου, του Οδυσσέα Ανδρούτσου, του Μάρκου Μπότσαρη και του Κανάρη, κύτταζα πολλές φορές με δέος τα ονόματά τους στις ξεθωριασμένες ταμπέλες των δρόμων. Όμως η ψυχή μου ζυμωνόταν με τη δύναμη και τη θέληση της πάλης και με την άγια διδαχή σου Μάνα μου, που ανάδευε μελιτζουβί Λεβεντοσύνης κι ωμορφιάς και Αρετής Κρητικιάς Μάνας.

Βαθύτατα ευγνώμων Μάνα μου γιατί μ’ έκαμες περήφανο ν’ αντικρύζω κατάματα τη ζωή και να σμιλεύω το στοχασμό μου στο γρανίτη του Λόγου, με το χέρι που ώπλισες με το παράδειγμά σου.

Γονατιστός, σκυφτός, ολοδάκρυστος στην άγια σου Μνήμη ψιθυρίζω τις λυγμικές στροφές στο συναπάντημά σου:

Όνομα πρωτομίλητο

 και πρωτοκάλεστο,

 σα νήπιο στα χείλη

 μου επάνω.

Κι όπως για τον καθένα

 γίνεται:

 Μάνα μου σαν γεννήθηκα

και Μάνα σαν πεθάνω…

Στο Κοιμητήρι τ’ Αθηναϊκό αναπαύεσαι μακριά από τη βουή και την κάκητα του Κόσμου.

Στο μνημείο παραστέκει σου φροντιστής, ο παιδικός μου φίλος Σαράντος Σαραντίδης. Μοργεύει το χώρο με το άγρυπνο ενδιαφέρο του ο εκλεκτός άνθρωπος και στοχαστικός διανοητής ο Διευθυντής Σπύρος Φίλιππας. Παραστάτης των πονεμένων καλός Λευΐτης και πολυμαθέστατος Δάσκαλος ο Λεβεντόπαπας της Κατοχής πάτερ Αντρέας Παπαχαραλάμπους. Συμπροσεύχεται μαζί μας κάθε Παρασκευή ημέρα της αναχώρησή σου. Όλους τους ευχαριστώ από καρδιάς και σημαδεύω τα ονόματά τους σε τιμή και αναγνώριση. Τα λόγια του στοχασμού μου σκαλιστά στην Επιτύμβια Πλάκα, μιλούν για τον ασίγαστο καημό μου Γλυκειά μου Μάνα…

Μάνα τ’ άγιο σου τ’ όνομα

 βάνω προσκυνητάρι,

 η προσευχή μου η πρωινή

το βραδυνό – τροπάρι!…

Αθήνα, Γενάρης 1972

Ι.Μ.Δ.

Αφήστε μια απάντηση