Κρητική Επιθεώρηση 27/03/1982
Ήταν ένας από τους διαλεκτούς, τους αψεγάδιαστους, ο γνωστός σ’ όλους τους
αγωνιστές της Εθνικής Αντιστάσεως της Κρήτης, Κουκοστάθης. Της Εθνικής Αντιστάσεως,
που άρχισε με την Μάχην της Κρήτης τον Μάιον του 41 και ετελείωσε με την παράδοση
των Γερμανών στα Χανιά τον Μάιον του 45.
Είχε μεταβάλει, με τ’ άλλα τέσσερα αδέλφια του, τον Γιάννη, τον Αετό, τον Παύλο
και τον Σταύρο, και με τον παπά Γιάννη Αλεβυζάκη, τα δίδυμα χωριά τους, Βιλλανδρέδο και
Αλώνες, Σταθμό, Ορμητήριο, όλων των Αγωνιστών της Λευτεριάς. Όλοι, άνδρες και
γυναίκες, ενήλικοι και ανήλικοι, ήσαν μυημένοι στον αγώνα αυτόν. Και πηγαίνοντας εκεί
ενόμιζες ότι ζούσες σ’ ελεύθερο έδαφος. Ήσουν δικός τους. Και αυτοί ήσαν δικοί σου.
Ζούσαν, κάθε στιγμή τον κίνδυνον του εξολοθρεμού τους από τον αιμοβόρο
κατακτητή με τέτοια ψυχραιμία και ηρεμία, που θάλεγες πως γιαυτούς ήταν άγνωστη η
«έγνοια» του κινδύνου για τον χαμό τους.
Όλοι εγνώριζαν όλα, όσα γύρω τους εγίνοντο. Και όμως, αν τους ρωτούσες, θα
σούλεγαν πως δεν ξέρουν τίποτε. Εκεί, στην περιφέρεια των δίδυμων αυτών ηρωικών
χωριών, ήτο εγκατεστημένος, σχεδόν μόνιμα, κατά το διάστημα της Γερμανικής Κατοχής,
ένας από τους ασυρμάτους του Στρατηγείου της Μέσης Ανατολής, με τον Στόκ Μπριτζ
(Σήφη) στην αρχή, και τον Ντίκ Μπάρνες (Παύλο) αργότερα.
Και από τον ασύρματον αυτόν διεβιβάσθη στον Λη – Φέρμορ, από το Στρατηγείον
της Μέσης Ανατολής, το μήνυμα για τον χρόνο και τον τόπον της αναχωρήσεως της ομάδος
του με τον απαχθέντα Γερμανό Στρατηγό Κράιπα για την Αίγυπτο. Εκεί ο Ληφόρμερ, το
1942, μπορούσε να βαπτίση, και εβάπτισε ένα παιδί του Λουκοστάθη δίδοντάς του το
όνομα Αγγλία, να γλεντήση και να μεθύση, ξέγνοιαστος.
Γιατί ήξερε ότι ευρίσκετο σ’ ελεύθερο έδαφος με «βιγλάτορα» τον Λουκοστάθη. Και
σ’ αυτόν, «στα λημέρια του», είχεν οδηγήσει την ομάδα του με τον Κράιπε τον Μάιον (11 –
13), του 44, για να φιλοξενηθή στην σπηλιά, που ήταν τόσο γνώριμη, για τις δύσκολες
στιγμές, σ’ αυτόν και σ’ όλους τους αγωνιστές της Εθνικής Αντιστάσεως, δυο ημερόνυκτα,
και να έχη αυτός ο Λουκοστάθης με τους άνδρες του, την ευθύνην της φρουρήσεως αλλά
και της συντηρήσεως της ομάδας αυτής που εγίνετο με απλοχεριά και ανοικτόκαρδα, ώστε
να γράψη ο Στάνλεϋ Μος στο βιβλίο του «Κακό Συναπάντημα στο φως του φεγγαριού»
(στο οποίον περιγράφεται η απαγωγή του Κράιπε): «Μας έκαμε ένα γεύμα ο σύντεκνος
Στάθης που ήταν το καλύτερο απ’ όσα είχαμε φάει στο Νησί. Το μενού ήταν: Ένα
μωρογούρουνο μαγειρεμένο με αυγά, βούτυρο και χυμό λεμονιού, σφακιανές
μυζηθρόπιτες, τυρί και στάκα, συνοδευόμενα από ένα εξαίρετο κρασί». Και σταματούσε
με τον Σταύρο τον αδελφό του. Έτρεχαν να πληροφορηθούν για κάθε τι που αφορούσε την
ασφάλειάν μας, και μας το μετέδιδαν μόνον αφού ήσαν σίγουροι για ό,τι μας έλεγαν. Και,
όταν ήρχοντο, δεν παρέλειπαν να φέρουν άφθονα τρόφιμα για πλούσια γεύματα, κρασί,
ρακί και κουβέρτες. Και ο Κράιπε έμενε εκστατικός για την αποφασιστικότητα, την
ζωντάνια τους, την ολόψυχη αφοσίωσή τους στον αγώνα. Ίσως τότε μόνον
συνειδητοποίησε πόσον οι Κρητικοί μισούσαν τους Γερμανούς…».
Έκαμεν ο Λουκοστάθης το καθήκον του προς την Πατρίδα μας όπως ήθελε και
διακήρυσσε ο Κοραής: «Όχι δι’ ελπίδα αμοιβής αλλά δια την Ελευθερίαν». Που τον βρήκε,
όταν ήλθε τον Οκτώβρη του 44, από πλούσιο κτηνοτρόφο που ήτο πάμπτωχος. Γιατί ό,τι
είχε τα είχε διαθέσει για τον αγώνα. Και άρχισε να αναδημιουργείται εκ της τέφρας του,
μένοντας στο χωριό του, χωρίς να επιζητή προβολές και αμοιβές. Εκεί τον βρήκε η Αγγλική
Πρεσβεία στην Αθήνα όταν τον κάλεσε για να του απονείμη το μεγαλύτερον παράσημον
που ο Βασιλεύς της Αγγλίας έχει δόσει μόνον σε δυο ή τρεις ακόμη στον Νομό Ρεθύμνης.
Και η Πατρίδα μας τον αναγνώρισε Οπλαρχηγόν Α΄ Τάξεως.
Απέθανε τα μεσάνυκτα της 25 Μαρτίου, και κηδεύτηκε χθες στο χωριό του. Με την
συμμετοχήν των κατοίκων των γύρω χωριών, πολλών φίλων και συναγωνιστών του από το
Ρέθυμνον, ακόμη και από μακρινά χωριά που επληροφορήθηκαν τον θάνατον του. Και όλοι
τον έκλαψαν. Γιατί ήταν ο καλός φίλος, ο αγνός πατριώτης, το σεμνό παλικάρι, που
πραγματικά η μνήμη του θα παραμένη αιώνια.
Εμμ. Μ. Τσιριμονάκης