ΣΠΟΝΔΗ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΙΚΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ

NAYAΓΙΟ ΤΟΥ F/B ΗΡΑΚΛΕΙΟ(ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ 1966)


Του Κώστα Γ. Μαμαλάκη
Η τραγωδία η ασύλληπτη
Κλείνει ο κύκλος των σαράντα ημερών, που παίχτηκε στις Φαλκονέρας τα νερά, η
θαλάσσια τραγωδία η ασύλληπτη!
Το βαθύτερο σημείο του Αιγαίου, 700 μέτρα έγιναν υγρός τάφος αμέτρητων
ανθρώπων. Αδικα χαμένων ανθρώπων.
Τραύμα ψυχικό βαρύ δεχθήκαμε πρωί πρωί στις 8, αξέχαστα, του περασμένου
μήνα, απο την αποτρόπαιη είδηση, που συγκλόνισε τον κόσμο.
Συμπυκνωμένη η φοβερή ανθρώπινη αγωνία τόσων αθώων υπάρξεων και ο φριχτός
τους θάνατος, θα τυραννά για καιρό πολύ τις θύμησες και θα ματώνεις τις καρδιές!

Σταματά το μυαλό, οταν αναλογισθεί κανείς την νύχτα της κολάσεως στη
Φαλκονέρα!
Τη θύελλα, τα μουγκρητά των κυμάτων, το σκοτάδι , την άβυσσο έτοιμη να καταπιεί
τα πάντα, τον τιτανικό, την αλλοφροσύνη, την απόγνωση, το “τετέλεσθαι” και την
αγωνία, που κάνει να σαλεύει ο νους απο φάσμα φοβερού θανάτου. Του πνιγμού. Οι
περισσότεροι επιβάτες θα πετάχτηκαν απο τον ύπνο, οταν το νερό είχε φθάσει στα
προσκέφαλά τους, και τους είχαν εγκλωβίσει στις καμπίνες φρακάροντας τις πόρτες
τους.
Αυτος ο φρικαλέος θάνατος απο ασφυξία, σε συμφιλιώνει με άλλα είδη.. θανάτου.
Διεξοδος σωτηρίας ειναι αυτές τις φοβερές στιγμές ένα πιστόλι!
Ο θάνατος στο ειρηνικό κρεββάτι του σπιτιού, γίνεται τότε, σχεδόν γλυκειά
νοσταλγική σκέψη, ενός υπέρτατου αγαθού!
Ενα καράβι θεόρατο, ξεκινά λικνίζοντας ανθρώπινα όνειρα. Πόθους, καημούς,
ελπίδες πολλών ανθρώπων! Λίγα λεπτά της ώρας ήτα αρκετά, για να γίνει το
θεόρατο αυτό καράβι η πλωτή νεκροφόρα τους.
Ανώδυνα, ειρηνικά, επιθυμεί η εκκλησία του Χριστου τα τέλη της ζωής μας.
Διαφωνουν ομως μαζί της οι εγκληματικές ψυχές μερικών ανθρώπων. Αυτών που
καπηλεύονται και τον Πανάγαθο Θεό!.
Θέλημα Θεού λέει, είναι οι πόλεμοι! οι πόλεμοι η κατακτητικοί.
Θέλημα Θεού και το ναυάγιο της Φαλκονέρας! και βέβαια, θέλημα, αλλά οχι προς
Θεού αλλά ανθρώπων! Ασυνείδητων ανθρώπων!
Δεν είναι περίεργο να αφήνονται ελεύθεροι λίγοι άνθρωποι και αν προκαλούν σε
τόσους πολλούς μυριάδες μυριάδων άβουλους τόσα πένθη, τόσα δάκρυα, τόσες
καταστροφές, τόση μαζεμένη οδύνη και σπαραγμό!
Και τα ταξίδια συνεχίζονται. Τα υποψήφια θύματα αρκούνται. Γιατι απο τους
ανθρώπους δεν περιμένουν μεγάλα πράγματα- να ψελλίσουν με πίστη αλλα και
λαχτάρα της εκκλησίας την ευχή: “Υπέρ Πλεοντων!”

Σήμερα που κλείνει ο κύκλος των σαράντα ημερών στέλνουμε πάλι, με σφιγμένη
καρδιά και ανείπωτο πόνο, τη σκέψη μας στα μαρτυρικά αθώα θύματα! και τα κλαίμε!

ΚΩΣΤΗΣ ΜΑΥΡΟΥΛΑΚΗΣ

“Εμένα διάβηκε η ζωή όλη ένα δάκρυ από το πρωί ως την εσπέρα..΄”
(Κοντές ντε Νουάιγ)

Ανάμεσα στα θύματα κι ενα βασανισμένο, σεμνό και αξιαγάπητο παιδί του
Ρεθύμνου. Ο λαμπρός Δημοσιογραφος Κωστής Μαυρουλάκης. Δεν επιχειρούσε
βέβαια -πού τέτοια πολυτέλεια!- ταξίδι αναψυχής με το μοιραίο πλοίο.
Ανάγκες σκληρής βιοπάλης τον έκαμαν να ταξιδέψει. Και τον ρούφηξε η υγρή
άβυσσος! ολοι οι θάνατοι είναι άδικοι! Αλλα του Κωστή Μαυρουλάκη φριχτός ο
θάνατος του και σπαραχτικά άδικος! Γιατι είχε εξοφλήσει αυτός ο μεγαλομάρτυρας
της ζωής, ολες τις οφειλές του προς τα ανθρώπινα βάσανα! στο Πέρασμά τους απο
τη ζωη κράτησε αγόγγυστα το βάρος του Σταυρού του, υποφέροντας μυστικά. Κι
ανέβαινε υπερήφανα με εγκαρτέρηση και αξιοπρέπεια τον Γολγοθά του!
Ήταν γραφτό φαίνεται ο μαρτυρικός του θάνατος να αποτελέσει την κορύφωση της
εξαγνιστικής πονεμένης γήινης πορείας του. Την ανθρώπινη τελείωσή του!
Ονειρα πλάθουν στη ζωή οι άνθρωποι. Και πρέπει, κατα πως λενε, σταδιακά να
πραγματοποιούνται για να έχει ενδιαφέρον η ζωή.
Εσύ όμως Κωστη μου αλησμόνητε, δεν αξιώθηκες ουτε ένα σου όνειρο να δεις να
σαρκώνεται!

Έκρυβες ομως μέσα σου ενα ρωμαλέο ψυχισμό και αντιμετώπιζες πάντα τις
αντιξοότητες της ζωής καρτερικά σχεδόν αισιόδοξα. Ήσουν γενναίος, με έμφυτη
διακριτικότητα, ευγένεια, καρδιά άδολη, πλούτο ψυχής!
Δε χάρηκες ποτέ σου, σε κύκλωναν διαρκώς οι αναποδιές της ζωής – δεν είχες
γελάσει ποτέ “μέσα σου” αλλα είχε τέτοιο ψυχικό μεγαλείο, ωστε έκρυβες τον πόνο
σου πάντα, μ’ενα χαμόγελο για να μην κάνεις κοινωνούς της πίκρας σου τους
τρίτους. Δεν ήθελες εξ’ αιτίας σου, να πικραίνονται οι άνθρωποι.
Ήσουν υπόδειγμα οικογενειάρχη, ανθρώπινης αξιοπρέπειας, και ο στερημένος
ασκητικός βίος σου στάθηκε άσπιλος!
Ήσουνα φίλος πιστός, και είχες καθαρά τίμια μάτια! Το Ρέθεμνος που τόσο πιστά
υπηρέτησες κι αγάπησες μοιρολογά το άμοιρο βασανισμένο παιδί του με του ποιητή
τους πικρούς σαν την αλόη στίχους:
“Να κράταγε το ταξίδι σου μέρες πολλές ή λίγες, να μετρώ! Μα γιε μου, εσύ στ’
αγύριστα μου μίσεψες και πήγες!”
Ο Μαυρουλάκης ήταν Κύρηκας αισιοδοξίας.
Αυτός που δεν είδε καμία άσπρη μέρα. Αγωνιστής αλύγιστος της Δημοκρατικής
Ιδέας, με φυλακίσεις, διωγμούς, ασυμβίβαστος, ενώ νυχθημερόν του κτύπαγε την
πόρτα η ανέχεια κι είχε γυναίκα και παιδιά!
Αλλα και ο απόστολος της ημερότητας της πραότητας, της ανεξικακίας, στη ζουγκλα
των παθών.
“Πιστεύω του” η πολιτική και κοινωνική Δημοκρατία. Ο αντίπαλος του η
μισαλλοδοξία. Πολέμιος της πάντα. Ηταν φτιαγμένος απο μια στόφα πολύτιμη,
απαραίτητη για την ανέφελη κοινωνική συμβίωση. Απέραντη η καλοσύνη και η
ανθρωπιά του. Σεμνός, ταπεινός αθόρυβος άκακος σαν αρνάκι. αθρός με πολλά
πνευματικά ενδιαφέροντα, αγνός Ιδεολόγος, αγωνιστής ακατάβλητος. Μαχητικός για
τα ιδανικά του. Δειλός στα δικαιώματά του στη ζωή. Ηταν ένας σωστός ενας πλήρης
άνθρωπος ο Μαυρουλάκης. Γιατι δεν ήταν “εκ του κόσμου τουτου”.
Ηταν γεννημένος Δημοσιογράφος ο Μαυρουλάκης. Με τα Δημοσιογραφικά
προσόντα που είχε αν ο αστερισμός του δεν του έβαζε τροχοπέδη, που
αποχωριζότανε τον τόπο του, που αγαπούσε με πάθος θα είχε εξελιχθεί σε ένα απο
τους άριστους της Αθηναϊκής Δημοσιογραφίας.
Καταπιανότανε με επιτυχία κα θαυμαστή ευχέρεια, και με το χρονογράφημα, τις
επίκαιρες καμπάνιες, το ευθυμογράφημα, το σατιρικό στίχο. Εέχε γράψει και
αξιοπρόσεκτους λυρικους στίχους. Αλλα το φόρτε του ήταν το πολιτικό άρθρο να
γράφει εκτός απο τα άλλα και δύο πολιτικά άρθρα καθε μέρα. Αυτο συνέβαινε συχνά.
Ητανε δε και μοναδικός συντάκτης, της εβδομαδιαίας εφημερίδας του. Και είχαν τα

καλογραμμένα κύρια άρθρα του, ενα ύφος ρέον, ευπρέπεια και με τα επιχειρήματά
τους έπειθαν.
Με την εφημερίδα του “Νέος κόσμος” που έβγαζε συνέχεια απο το 1961, υπηρέτησε
πιστά και με αγωνιστικό μένος τα τοπικά ζητήματα, τις λαϊκές διεκδικήσεις και τη
Δημοκρατία.
Θυμάμαι με ειχε εντυπωσιάσει το κύριο άρθρο του στο πρώτο φύλλο του “Νέου
Κόσμου” του ανυπόγραφο βέβαια όπως, απο σεμνότητα, του άρεσε να αφήνει τα
δημοσιεύματά του.
Πολυγραφότατος πολυεδρικός και καταπληκτικά ταχύς, ενα μετάλλιο, χρόνια
κρυμμένο στην ανωνυμία ηταν αξέχαστος!
Τον τελευταίο καιρό που έμενα στο Ρεθεμνος γράφοντας στην Κρητική Επιθεώρηση”
ερχότανε συχνά τα βράδυα κατάκοπος στα τυπογραφεία της και με συντρόφευε .
προσφερόταν πάντα με ευγένεια που σκλάβωνε να μου ξεκουράζει λέει τα ματια
βοηθώντας με στη διόρθωση των τυπογραφικών δοκιμίων. Υστερα φεύγαμε πάντα
μάζί και διασχίζαμε απαραίτητα ολη την προκυμαία, για να καθαρίσουν λίγο τα
σωθικά του απο τις αναθυμιάσεις του αντιμονίου.
Του άρεσε να στέκει λίγο και να ατενίζει στο βάθος ρεμβάζοντας τον ατέρμονα
πόντο. Και τότε ένα φως γαλήνης σχεδόν ιλαρό περίχυνε τηνα αγαθή μορφή του.
Πού να φανταστείς άτυχε Κωστή οτι σε λίγες μέρες θα παγιδευόσουν μόνιμα στα
ενάλια βάθη!..
Υστερα με συνόδευες ίσαμε τη Νερατζέ, στην πόρτα του πατρικού μου. Δε θα
ξεχάσω – πόσο το έκανα γούστο- εκείνο το ιδιότυπο χαρακτηριστικό, τσιριχτό γελάκι
σου, που σαν κατάφαση μαζί με κλίση του κεφαλαίου σου- λιγόλογος ήσουνα πάντα-
τα λεγόμενά μου αμα τα επιδοκίμαζες. Πόσο με ανακούφιζε η συντροφιά σου η καλή.
Ηταν ανασασμός, γιατι μου γαλήνευε την ψυχή και ένιωθα εμπιστοσύνη για τον
άνθρωπο.
Και αποχωριζόμαστε εγκάρδια, σε λίγο. Κι έβλεπα τη σιλουέτα σου να ξεμακραίνει
ανάλαφρα περπατώντας στην υγρή Ρεθεμνιώτικη νύχτα, τυλιγμένη στο λεπτό σου
γκρίζο αδιάβροχο, δίνοντας μια πρόσθετη μελαγχολική νότα στο Ρεθεμνιώτικο στενό
που δεν χώραγε τον καημό σου το μεγάλο!
Τώρα αισθαντικέ, ωραίε ψυχικά Νεκρέ μας, δε θα σε βρούμε ούτε στη συνοικία των
νεκρών του Ρεθύμνου για να σου φέρουμε λίγα λουλούδια. Το αλαφρό χώμα της
Μεσαμπελίτισας γης δε σκεπάζει το βασανισμένο σου σώμα. Οταν όμως η ρότα του
πλοίου θα μας περνά απο τον υγρό τάφο τόσων αθώων μαρτυρικών ανθρώπων,
πάνω απο τον τάφο σου Κωστή μας, πού να μας πάρει ο ύπνος! Άγρυπνους να μας
κρατούν οι πικρές μνήμες! πάνω στο ραντισμένο απο δάκρυα μαξιλάρι, θα στήνουμε
τ’ αυτί, μήπως ακούσουμε κανένα μήνυμα, καθώς τα ύφαλα του πλοίου θα σχίζουν
τα βαθιά νερά της Φαλκονέρας.

Ίσως τοτε ακούσω εκείνο το ιδιότυπο τσιριχτό γελάκι σου Κωστή μου, τώρα που
έχεις λυτρωθεί και θα θεωρείς εκείνες τις φρικτές ώρες, περασμένες, ξεχασμένες
ασήμαντες. Και τότε θα ησυχάζουμε και θα μας παίρνει ο ύπνος!

ΕΠΙΘΑΝΑΤΙΟ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΜΑΥΡΟΥΛΑΚΗ

Ταξιδεμένε φίλε μου, που σ’ έχασα
να’ ξερες πως και πόσο σ’ έχω κλάψει
δε θα παραπονιούσουν πώς σε εξέχασα
κι ενα θυμηντικό δε σου’χω γράψει.
Απο την μαύρη νύχτα, που μαθεύτηκε
τ’ απάντεχο μαντάτο του χαμού σου,
λυπητερό στο σπλάχνο μου αναδεύτηκε
το μοιρολόϊ τ’ αποχωρισμού σου.
Μα εγώ την πίκρα στην καρδιά μου στέρνιαζα,
και είχα βαριά στο στήθος μου πετρώσει
κι έσερνα φωνή, δεν αναστέναζα,
να μη ξεδώσει ο πόνος ν’αναλαφρώσει..
Μα τώρα που το δάκρυ μου ξεχείλισε,
κόμπο και κόμπο καταπίνω,
απ ’ την καρδιά στα χείλη ξανακύλησε,
κι έκαμε τ’ αναφυλητό μου θρήνο:
Πολύ νωρίς εμίσεψες και μ’αφηκες
κι έφυγες χωρίς αντίο,
γιατι μήδε κι εσύ δεν το φαντάστηκες
πως έμπαινες στου Χάρου το Πορθμείο!
Κι εγώ που στο ταξίδι, το θανάσιμο
δεν έλαχα να σ’αποχαιρετήσω,
το ξαφνικό και τραγικό στου χάσιμο
ακόμη δε μπορω να συνηθίσω.
Καθε βραδυά, στο πάρωρο ξαγρύπνι μου,
κανω παρέα με τη θύμησή σου,
και κάθε αργαδινή στο πρωτοϋπνι μου,
πιάνω κουβέντα στ’όνειρο μαζί σου.

Και κάθε δείλι που μονοημεριάζομαι
ολοι οι παλιοι σύντροφοί σου
κι οι φίλοι θλιφτοί το Συναξάρι σου διαβάζομε
κι ανάβουμε στην Μνήμη σου καντήλι.

Κώστας Απανωμεριτάκης .

Αφήστε μια απάντηση