Ως ευ παρέστης Βασιλεύ της τρέλλας, της χαράς, του γέλωτος, της τέρψεως και πάσης
ευθυμίας πάσης ιδέας σκωπτικής και όψεως ιλαράς διώκτα δε της σκέψεως και θλιβεράς ανίας.
{Ως ευ παρέστης Βασιλιά της πιο τρελλής χαράς του γέλωτος, της τέρψεως και πάσης ευθυμίας πάσης
ιδέας σκωπτικής και όψης ιλαράς διώκτα δε της σκέψεως της θλιβεράς ανίας}
Κομφετί μνήμης από Ρεθεμνιώτικες Απόκριες
Ήταν άνθρωποι του κεφιού οι Ρεθεμιώτες. Με την ανοικτή τους καρδιά και τη δίψα τους για γλέντι,
ξόρκιζαν τη μιζέρια της καθημερινότητας. Και δεν είναι μόνο όσα περιγράφει ο Παντελής Πρεβελά-
κης στο ‘Χρονικό μιάς Πολιτείας’. Γεμάτες οι εφημερίδες της εποχής απο εκθέσεις για πληστηριασ-μούς. Ακόμα λοιπόν και σε εποχή σκλαβιάς κι ανείπωτης ανέχειας, εκείνοι φρόντιζαν, ιδιαίτερα τις
απόκριες, να κλέβουν ‘μιά του Χάρου’.
Σταύρος Ρακιντζής: Το να βρεθούμε απο την μία στιγμή στην άλλην ηταν κάτι σαν όνειρο. Καλέ, να διαλυθεί
τόσο απότομα κάτι τόσο απότομα το σκοτάδι της δουλείας, και να συναντάς τους τούρκους ζαρω-
μένους και ταπεινομένους. Αυτό ηταν κάτι το απίστευτο, που για να το πιστέψει κανεις, έπρεπε να
περάσει αρκετός καιρός. Η αλλαγή της ζωής, αυτή, υποσυνείδητα προκαλούσε μίαν ευθυμίαν και
μίαν τάση για γλέντι, απερίγραπτη.
-Αιμιλία Μιχελιδάκη: Το καρναβάλι του Ρεθύμνου, ή το καρναβάλι της Κρήτης, ή το καρναβάλι της
καρδιάς μας, έχει διάφορες ονομασίες ανάλογα πώς το βιώνει και το αντιλαμβάνεται κανείς, μετράει πολλά χρόνια ζωής, και συγκεκριμένα έναν αιώνα ζωής. Η πρώτη καταγεγραμμένη μαρτυρία περι διορ-
γάνωσης καρναβαλιού στο Ρέθυμνο είναι το 1901 και οταν λέμε καταγεγραμμένη μαρτυρία εννοούμε
βιβλιογραφία, εννοούμε δημοσιεύματα στον τοπικό τύπο, εννοούμε ποιήματα που έχουν γραφτεί κτλ.
Αυτές ειναι οι βασικές μας πηγές. Το 1901 λοιπόν, περίοδος που ειναι ενεργή η παρουσία των Ρώσσων
στην Κρήτη, η οποία, όπως γνωρίζουμε διήρκησε μέχρι το 1908…
-Γιώργης Καλομενόπουλος ΠΟΛΥ ΠΑΛΙΕΣ ΑΠΟΚΡΙΕΣ (Γύρω από τα 1908-1909).
Χρόνια παλιά. Καιρούς μακριά, τη ρεθεμνιώτικη Αποκριά με κέφι πάντα άκρατο
στην πόλη μας τη σκάρωνε και τέλεια… τη μασκάρωνε. Ένα άξιο ‘Κομιτάτο’.
Χασές, Καούνης, Γοβατζής, Τίτος Ζακάκης, Δερμιτζής, Καφάτος, Πενθερούδης,
ο Μανουσάκης κι ο Άστρινός, Καλομενόπουλος Γιαννιός, Κούνουπας και Σκουλούδης.
-Εύα Λαδιά: Ποιοί να ήταν άραγε οι Ρεθεμνιώτες αυτοί, που αναφέρει ο βάρδος του Ρεθύμνου,
Γιώργης Καλομενόπουλος; Και πρώτα – πρώτα, ποιός να ηταν τάχα ο Χασές;
-Λεωνίδας Καούνης: Ευάγγελος (Καστρινός_). Ηταν του μπαμπά μου πρώτος ξάδερφος, και
εργαζόταν σε τράπεζα ή εταιρία, δέν θυμάμαι. Εν πάση περιπτώσει, σε όλες τις εκδηλώσεις ηταν πα-ρών. Πρωτοπόρος ητανε. Έπαιζε κι ωραία μαντολινάττα.
-Αιμίλια Μιχελιδάκη: … διοργανώνεται το πρώτο καρναβάλι με ευθύνη του Κομιτάτου, μιάς οργα-
νωτικής επιτροπής. Το καρναβάλι διεξήχθη στην οδό Τσάρων, την σημερινή οδό Αρκαδίας, όπου και
προκάλεσε σκηνικό πολέμου. Ο κόσμος πανηγύριζε, τα μπαλκόνια ηταν κατάμεστα και πετούσαν,
ελλείψει κουφέτων και οικονομικής δυνατότητας για κάτι άλλο, μπιζέλια, φασόλια και κομφετί. Αυτή
τη μαρτυρία τη βρίσκουμε απο έναν αρθρογράφο, στην εφημερίδα Πατρίς που δημοσιεύτηκε το 1901,
και υπογράφει ώς ‘Ρεθυμνιώτης’. Η επόμενη μεγάλη διοργάνωση καρναβαλιού ειναι ακριβώς ενα χρόνο
μετά, δηλαδή το 1902, οπου εχουμε καρναβάλι, και μάλιστα έχουμε και βράβευση των καλύτερων αρ-
μάτων. Εκεί, εχουμε έντονο το στοιχείο της συμμετοχής του κόσμου, περισσότερο με την έννοια του
θεατή, παρά εκείνης του ενεργού συμμετέχοντα στην πομπή. Το καρναβάλι του 1902, οπου μεταξύ των
αρμάτων που βραβεύτηκαν, ηταν και ενα που έφερε το τραγούδι ” Έλα βρε Χαραλάμπη, να σε παντρέ-
ψουμε, να φάμε και να πιούμε και να χορέψουμε”. Αναπαριστούσε εναν γάμο, εν πάση περιπτώσει, και
τα προικιά ηταν φορτωμένα στα 15 κουρασμένα και ίσως ατάϊστα γαϊδουράκια, κι έγινε η σχετική σά-
τιρα. Το 1907, επίσης απο τον τοπικό τύπο, πληροφορούμεθα οτι διοργανώνεται καρναβάλι και απο την
αρθρογραφία καταλαβαίνουμε οτι καυτηριάζεται ο καθωσπρεπισμός και η τάση της αριστοκρατικής
κοινωνίας του Ρεθύμνου, η οποία ηταν ολιγομελής, υφίσταντο όμως ώς τέτοια, να μιμιθεί τη γαλλική
κουλτούρα, τόσο στη γλώσσα, όσο και στη συμπεριφορά, όσο και στην ένδυση. Το καρναβάλι του
1908 και του 1909, υποθέτουμε οτι διοργανώθηκε, ανατρέχοντας σε μίαν ασφαλή πηγή, αυτή του
Καλομενόπουλου, του αγαπητού μας ποιητή, ο οποίος κάνει αναφορά σε αυτό, στο ποίημα του ‘Πολύ
Παλίές Απόκριες’. Βέβαια, την περίοδο της αποκριάς, δε γιόρταζαν μόνον οι άνθρωποι της πόλης,
αυτοι που αντάλλασσαν επισκέψεις σε σπίτια ή συμμετείχαν σε οργανωμένες γιορτές ή παρακο-
λουθούσαν τις καρναβαλικές πομπές όταν αυτές διοργανώνονταν, διασκέδαζαν και οι άνθρωποι της
υπαίθρου. Εκει λοιπόν, τα πράγματα ηταν πολύ πιο απλά, πολύ πιό αυθόρμητα και πολύ λιγότερο
οριοθετημένα. Οι άνθρωποι φόραγαν οτι είχαν στο σπίτι τους, κάλυπταν εντελώς το πρόσωπο τους, κι
αντάλλασσαν επισκέψεις σε σπίτια, όπου είχε προηγηθεί η διαδικασία της αναγνώρισης, κατα την
οποία οι νοικοκύριδες θα έπρεπε να μαντέψουν ποιοί ειναι οι μασκαράδες που μπήκαν στο σπίτι τους,
για να τους κάνουν τη σχετική πλάκα.
-Βαρβάρα Σκαρβέλη: Ο αδερφός της μάνας μου, ο αξιωματικός, ειχε πάει στην Κορέα, και είχε
φέρει πολύ ωραία κιμονό, robe de chambre, τα οποια χρησιμοποιούσαμε τοτε και ντυνόμαστε
μασκαράδες. Όλα τα Περβόλια και τα Μισσίρια, τα παιδάκια ερχόνταν και μας ζητούσαν ρούχα να
ντυθούνε καρναβάλια.
-Νίκος Σκαραβέλης: Στα σπίτια έπρεπε να ξεμασκαρευτεί ένας, για να μας ανοίξει, γιατί φοβόντανε.
-Αιμίλια Μιχελιδάκη: Στην Αρχή ηταν παντομίμα, για να μήν αναγνωριστούν απ’ τη φωνή, και στη
συνέχεια, αφού γινόταν η αναγνώριση, με οτι ειχε ο καθένας στο σπίτι του, φίλευε τους μασκαρεμέ-
νους επισκέπτες του και γίνονταν μικρές γιορτές.
Ρακιντζής: Ολα σχεδόν τα σπίτια ηταν ανοιχτά, και μέσα στρωμμένα τραπέζια, με μεζέδες της
εποχής. Οι δέ, όχι μόνο νέοι αλλα και ηλικιωμένοι, παρέες – παρέες τα επισκέπτοντο…και με τραγούδια
και χωρούς κατεβρόχθηζαν όλα τα καλολοΐδια, που άφθονα προσφερόντανε, όπως λουκάνικα, απάκια,
σύγλινα, οματές κι οτι άλλο υπήρχε εκείνη την εποχή, με καλή καρδιά. Συνήθως η διασκέδαση τότε,
άρχιζε μετά τη λειτουργία και πρό του φαγητού. Το μεσημέρι εως και τις απογευματινές ώρες που
θα περνούσε ο καρνάβαλος το γενικό γλέντι έφτανε εις το κατακόρυφο._)
-Αιμίλια Μιχελιδάκη: Βέβαια, στην ύπαιθρο, τηρούνταν και με μεγαλύτερη ευλάβεια τα θρησκευτικά
έθιμα, δηλαδή τα ψυχοσάββατα, η διανομή κόλλυβων, σε φίλους και γείτονες για να συγχωρέσουν τον
αποθανόντα, όπως επίσης και οι νοικοκοιρές μαγείρευαν φαγητά, ειδικά την ημέρα της Τσικνοπέμπτης,
ή και τα ψυχοσάββατα και τα έδιναν στους φτωχούς της γειτονιάς, του χωριού ή των γειτονικών τους
χωριών, ανάλογα πού υπήρχε ανάγκη.
-Νίκος Δερεδάκης:Τα Περβόλια, το πιό κοντινό προάστιο των Περιβολίων,(το top partie, πουλέγαμε_), γιόρταζε με το δικό του μοναδικό τρόπο τις απόκριες. Χωρίς να ειναι οργανωμένο το καρναβάλι, πα-ρέες Περβολιανών, έχοντας ως ορμητήριο κι ως στέκια της περιοχής, τα οποία εκείνη την εποχή ανθού-
σαν και ηταν πάμπολλα, μασκαρεύονταν κιολας απο την Τσικνοπέμπτη και γύριζαν απο σπίτι σε σπίτι.
Εκεί περνούσαν με τον δικό τους μοναδικό τρόπο αυτές τις ημέρες της ξεγνοιασιάς και του κεφιού.
-Αλκιβιάδης Μαυράκης: (Σε κάνανε παρέα_). Ειχαν ιδιωτικά παρεάκια με επίκεντρο τον Λαγό.
Κυρίως σε σπίτια και μάλλον το δικό μου ηταν το επίκεντρο. Ερχόντανε πάρα πολλοί. Ερχόντανε μπα-
ρμπάδες που ειχαμε στο Ρέθυμνο, Περβολαράκης, Φουντιδάκης, ολοι αυτοί, και ανοίγαμε το τραπέζι.
Και μετά, σ’ αυτούς κολλούσανε και πάρα πολλοι άλλοι θαμώνες της περιοχής. Το κυρίως καφενείο
ητανε (του Παντελή, πάντα, του Κιρμιζάκη_). Γιατί μια εποχή ήταν 15 καφενεία στα Περβόλια, απο
του (Γκουτσουλίδη_) μέχρι του Κόρακα την καμάρα.
-Νίκος Δερεδάκης: Τα Περβόλια ήτανε διάσημα εκείνη την περίοδο και για ένα μοναδικό έθιμο, το
οποίο χάνεται στα βάθη των αιώνων, κανείς δε ξέρει απο που έρχεται. Σίγουρα υπολογίζουμε οτι θα
εχει τις ρίζες του στην Αιγυπτιοκρατία και ειναι το έθιμο της ‘Καμήλας’. Τώρα θα μου πείτε, τί δουλειά
έχει η καμήλα με τα Περβόλια. Κανείς σίγουρα δεν ξέρει, πάντως γνωρίζουμε οτι κάποιοι περβολιανοί
φορούσαν παλιά ρούχα, ηταν στοιχιασμένοι δυό-δυό, μπορεί και τρείς-τρείς, κάτω απο ένα μακρύ
τσουβάλι, ειχανε αντί για κεφάλι καμήλας, μιά μουτσούνα γαϊδάρου, και πήγαιναν δρόμο-δρόμο, σπίτι-
σπίτι, καφενείο-καφενείο και μ’ αυτόν τον τρόπο διακωμωδούσαν τις απόκριες. Τα παιδιά, τα αλάνια
της περιοχής των Περιβολίων, δεν έχαναν βέβαια την ευκαιρία. Έφευγαν απο τα σπίτια, έφευγαν απ’
τις μανάδες και ακολουθούσαν την καμήλα σε όλη της τη διαδρομή.
-Αιμίλια Μιχελιδάκη: Το έθιμο της ‘Καμήλας’ αναβιώνει στο Ρέθυμνο, στην περιοχή των Περιβολίων
αλλα και στην Πόλη. Ενα έθιμο που στο διάβα του χρόνου αποσύρθηκε, γιατί αυτό τελικά που διαπισ-
τώθηκε ήταν η ανάγκη των ανθρώπων να ξεχάσουν την καθημερινότητα τους, να αποδράσουν απο αυ-
τή. Και μην ξεχνάμε, οτι τις δεκαετίες εκείνες, σε συνδυασμό με τις πολύ ισχυρές κοινωνικοπολιπικές
αλλαγές, τους κλυδωνισμούς, τις εσωτερικές διαμάχες και τη διεθνή ανασφάλεια, η ζωή ηταν πολύ
δύσκολη. Η καθημερινότητα ηταν πολύ δύσκολη. Στο Μικρό μας Ρεθυμνάκι, τη φτωχή τούτη πολιτεία
των ψαράδων, των εργατών, των ανθρώπων του μόχθου, αυτοί δεν ηταν εύκολο να συμμετέχουν σε
αυτές τις γιορτές, εάν προϋπέθεταν οικονομική συμμετοχή. Παρ’ ότι λοιπόν το έθιμο της καμήλας
αγκαλιάστηκε αρχικά, στη συνέχεια αποσύρθηκε γιατί υπογράμμιζε αυτή τη μιζέρια και αυτή τη
φτώχεια. Ως έθιμο όμως αναβιώθηκε αρκετές φορές.
-Νίκος Δερεδάκης: Και μπορεί το έθιμο της καμήλας να ξέφτυσε για κοινωνικούς λόγους, ομως ένας
Περβολιανός σθεναρά συνέχισε να κάνει και ν’ αναπαριστά το έθιμο της καμήλας.
-Αλκιβιάδης Μαυράκης: Ο Τσακμάκας ήτανε που την είχε κάμει και τη γύριζε στο Ρέθυμνο. Ναί, ο
Τσακμάκας. Ωραίος τύπος, ωραίος άνθρωπος.
(13.50 -Εκφωνητής:: Το πρώτο άρμα: Οι φτωχοί πολύτεκνοι φαμελίτες, ίδρωναν για το μεροκάματο
που ηταν δυσεύρετο. Ίσως γι’ αυτό εκείνη τη χρονιά, η απόκρια γιορτάστηκε ξέφρενα, με τις Παρέες
των γλετζέδων να μην κλείνουν μάτι._)
-Αιμίλια Μιχελιδάκη: Το 1915 εχουμε το πιο γνωστό και το πιό αγαπητό καρναβάλι στην ιστορία του
Ρεθυμνιώτικου καρναβαλιού, τουλάχιστον του παρελθόντος, διοτι έχουμε τους αδερφούς
Μουντριανάκη, τον Κανακάκη και πολλούς άλλους Ρεθυμνιώτες, οι οποιοι φτιάχνουν το
υπερμεγέθες μαντολίνο στ’ οποιο μέσα έμπαιναν καρναβαλιστές, τριγύρω υπήρχαν μασκαρεμένοι με
μουσικά όργανα και το οποιο φυσικά προκάλεσε μεγάλη αίσθηση και ηταν και το καρναβάλι που συ-
ζητήθηκε πολύ και που ακόμα το θυμόνται όσοι ζούν και μιλούν γι αυτό.
-Βαγγέλης Στεφανάκης: Ο (14.32 Ψυλλάκης_) βιολιτζής, κι ο (Μπάσος ο λουκουματζής ή μπάσος ο
Λουκουματζής_) τα δυό μου (‘ντριανάκια(εκ του ανήρ, μάλλον)_), καλά Ρεθεμνιωτάκια. Και δυό δασ-
κάλοι ευσταλείς, Ηλιακάκης Παντελής με τον (Μαργιολιτάκη_), τον Γιώργο Ζολινδάκη. Κείνο το χρό-
νο τον παλιό, μολις (εκκινούσε_) το σχολειό, κι απόκριες πλησιάζαν, το (κίρο ή κίτρο_) ετοιμάζανε.
-Ανδρέας Κούνουπας: Επικεφαλής του Καρνάβαλου ηταν η φιλαρμονική του δήμου, με εύθυμα εμβα-
τήρια, καμαρωτή – καμαρωτή και βροχή τα χειροκροτήματα. Στο τέλος περνούσε ο βασιλιάς Καρνά-
βαλος, και προκαλούσε γάλο ενθουσιασμό και πανζουρλισμό. Ηταν καθισμένος πάνο σε ψηλό, χρυσο-
ποίκιλτο θρόνο, με φανταχτερή φορεσιά, με στέμμα και σκύπτρα, μουστάκια και γένια άσπρα. Γύρω
του βουερή αλλοπρόσαλη μασκαραδοακολουθία τραγουδούσε: “Εμπρός να φύγουμε μακριά, με τον
Καρνάβαλο παιδιά, στη βάρκα τιμονιέρη, να πάμε σ’ άλλα μέρη. Εμπρός παιδιά, γλέντι χαρά, τα νιάτα
φεύγουν, δεν ξαναγυρίζουν πιά. Εμπρός παιδιά, γλέντι χαρά, πρίν φτάσουμε στα γειρατειά”.
Όταν ο βασιλιάς έφτανε στο δημαρχείο, ο πρόεδρος της επιτροπής τον προσφωνούσε, κι αυτός απαν-
τούσε. Σε μιά απ’ αυτές τις υποδοχές ο πρόεδρος είπε με στίχους: “Καλωσόρισες βασιλιά. Να μείνεις
στο Ρέθυμνο, γιατί εμείς εδώ είμαστε βαρείς, μουρμούρηδες, σοβαροί και απρόσιτοι, και έχουμε ανά-
γκη απο εσένα, να μας πείς κανένα αστείο να γελάσουμε και να γίνει η ζωή μας ένα συνεχές γλέντι
και τραγούδι”. Ο βασιλιάς, που ηταν ο γνωστός (17.08 γαλατάς Κανακάκης_), γλεντζές κι αυθόρμη-
τος σηκώθηκε όρθιος στο άρμα του, κοίταξε τον κόσμο γύρω του έγινε απόλυτη ησυχία, για να μπορέ-
σει να ευχαριστήσει για την υποδοχή. Αυτός όμως στράφηκε προς τον πρόεδρο και είπε δυνατά:
-“Σκατά”. Η απάντηση ήρθε ακαριαία απ’ τον πρόεδρο: “Να τα φάς (γαλατά_)”. Το πανδαιμόμιο και το
γέλιο που ακολούθησαν είναι αδύνατο να περιγραφούν.
-Αιμίλια Μιχελιδάκη: Είμαστε σε μία περίοδο, οπου οι γυναίκες απέχουν απο το να ντύνονται δημό-
σια, απ’ το να εκτίθενται δημόσια, σε αυτές τις πομπές. Επομένως μιλάμε για καρναβαλικές πομπές,
τις οποίες στελέχωναν μόνο άντρες. Οι γυναίκες και ειδικά οι νεαρές κοπέλες, απο σεβασμό στον πατέ-
ρα τους και για να μην εκτεθούν στα δημόσια μάτια και στην τοπική κοινωνία, παρακολουθούσαν τις
εκδηλώσεις απο τα μπαλκόνια των σπιτιών τους ή συμμετείχαν, οι τυχερές που ανήκαν σε πλούσιες
οικογένειες, στις χοροεσπερίδες που προαναφέραμε.
-Λεωνίδας Καούνης: Πρέπει νά’ μουν εγώ πέντε – έξι χρονών και γι’ αυτό είπα το ‘26. Δεν ξέρω αν είναι το ’27, το ‘25 και μισό. Θυμάμαι που περάσανε το μεγάλο αυτό άρμα, που είχε τη βασσιλοπούλα,
ηταν ένας (Δράγασης_), ένα ωραίο παιδί. Τότε δεν ηταν δυνατό κοπέλα να παρουσιαστεί γιατί ηταν
μόνο με την (19.06 εσθήτα_) γυμνός (ο νεαρός_). Ενα μάρμαρο ήτανε. Ητανε στο άρμα πάνω η βασσι-
λοπούλα με το στέμμα, πάνω στο άρμα έλεγε: “Ώ αργυρά πανσέληνος, ελάττωσε το φώς σου, γιατί το
φώς της ηλεκτρικής, περνάει το δικό σου”. Άλλο άρμα ήταν αυτό με το μαντολίνο που απ’ οτι κατάλα-
βα επανελήφθη, γιατι ηταν στα πρώτα – πρώτα και επαρήλασε κι αυτό. Παρήλασε κι ένα άλλο, σάν
ένα κασόνι με δύο ρόδες, που το έσερνε ενα γαϊδουράκι, και ήτανε μέσα δυο αγόρια, ντυμένα κυρίες
και πετούσανε φασόλια. Όχι κομφετί, μόνο φασόλια στον κόσμο. Ενα ολόκληρο (20.22 εννοεί σκεύος
που ήταν γεμάτο φασόλια_) που τους πετούσε τα φασόλια.
-Ανδρέας Κούνουπας: Όλος ο δρόμος για τα καταστήματα ήταν στολισμένος με πολύχρωμες γιρλάν-
τες. Τα μπαλκόνια και τα πεζοδρόμια ήταν γεμάτα κόσμο που περίμενε την παρέλαση, και πετούσε μαζί
με τις σερπατίνες, το χαρτοπόλεμο και λούπινα. Στο δημαρχείο ηταν εγκατεστημένη η επιτροπή υποδο-
χής του Καρνάβαλου και βράβευσης του καλύτερου μεμονομένου μεταμφιεσμένου και του καλύτερου
άρματος. Σε λίγο άρχιζαν να περνούν οι μασκαράδες, ντυμένοι με φανταστικές στολές, με υποκλίσεις
και σκέρτσα, για να πάρουν το βραβείο. Φακίρης, Άγγελος, Κινέζος, Σατανάς, Ισπανός, Χερουβίμ, κλπ.
Μετά περνούσε το γαϊτανάκι, αμάξια με ανθοδέσμες, η καμήλα με τους καμηλιέρηδες, γόνδολα, πετα-
λούδες, άρματα σε ράγια, με χανούμισες, τεράστιο μαντολίνο, πλαισιομένο με μαντολινάτες,
ταυρομαχίες με το (19.48 κλπ, κλπ_).
-Λεωνίδας Καούνης: Θυμάμαι το τεράστιο, ,μαντολίνο που ειχαν κάνει τα αδέρφια Μαυριαννάκη.
Στο μαντολίνο μεσα ηταν ένα ολόκληρο συγκρότημα μουσικής, με τις θαυμάσιες μαντολινάτες και
τραγούδια. Πάρα πολύ ωραίο. Σα θύμιση, έρχεται σε πρώτη θέση αυτό με τη βασσιλοπούλα και του Δράγαση τον γιό, γιατί λαχταρούσα να νιώσω απο τη ζωή αυτή και ηταν μια ωραία περίοδος τότε.
Ολες εκείνες τις μέρες, ντυμένα τα παιδιά, οικογενειακές συγκεντρώσεις σε σπίτια. Πολύ όμορφα,
πάρα πολύ ωραία.
-(Παιδάκια: Ώς απόφτανε τριώδη, η παρέα μας στο πόδι.
Ο Κοσμάς τ’ Αριστειδάκη, τον Κωστάκη, το Λαμπάκη.
Ο Πιάρης_), ο Κοντούλης κι ο Γκαλεροφουντούλης.
Και του (μόνια το κοπέλι_), με τον Κουρουποβαγγέλη.
Κι ο ψηλός Παπαδοσταύρος, κι ο (Μοιριανός ή Μουριανός_) ο Ταύρος.
Ο Μιτσομιχελιδάκης κι ο Βασίλης Σκευάκης,
ο Γιωργάκης Τσουδερός. Εις το κέφι, δροσερός.
Μιά παρέα (περιβόλιοι_), που την καμαρώναν όλοι.
Και τ’ ωραίο της το κόρο, πού κανε πολύ μεγάλο ντόρο.
Και το κέφι που σκορπούσε, ως νιώτη το ζητούσε.
Κλείναμε όλοι τα βιβλία, λησμονούσαμε θρανία.
Πόσ’ ωραία μασκαρεμένοι, μές’ τα ντόμινο ντυμένοι.
Εγυρνούσαμε στα σπίτια, θεέ μου γλέντια και ξενύχτια.
Κρασιά, ούζα και μεζέδες, και καντρίλες και λασιέδες.
(Μπάς κι ο .. κι ο Σωτήρης..οτι ποθείς_)
Και η ώρα σάν το φέρει, πώς το τρίβουν το πιπέρι.
Κι αποκριάτικο χορό, στης ακρίβειας τον καιρό.
Και στο τέλος του δερβίσση, ο μουχαμπελές ν’ αρχίσει.
Κέφι, χαρά, αστεία, γέλια, και του χρόνου βρέ κοπέλια.
Επεισόδιο ουδέν, και ο λογαριασμός μηδέν.
Και αύριο εις’ άλλα σπίτια, ως του τόπου η συνήθεια. _)
-Μπάμπης Πραματευτάκης: Ιδιαίτερη εντύπωση θυμάμαι οτι μου έκανε ο “Μουτζούρης με την Καμήλα”, όπως επίσης και οι “Γύφτοι με την αρκούδα”, την οποία ειλικρινά σου λέω, ενω πολλοί
γελούσανε, εγώ δε γελούσα, δε ξέρω γιατί λυπόμουνα το ζώο, επειδή στη μύτη του ειχαν ενα χαλκά,
απο τον οποίο χαλκά ξεκινούσε το σχοινί που κρατούσε ο Γύφτος την αρκούδα.
-Αιμίλια Μιχελιδάκη: Ερχόμαστε στη δεκαετία απο ‘20 εως ‘30, οπου έχουμε την άφιξη χιλιάδων Μικρασιατών στο Ρέθυμνο, ανθρώπων βασανισμένων, ρακένδυτων, μέχρι να ξεζαλιστεί η πολιτεία
μας, να οργανωθεί και να βοηθήσει αυτούς τους ανθρώπους, πέρασαν κάποια χρόνια, οπου οι εορτασμοί των αποκριών ήταν ελάχιστοι, και δεν βοηθούσαν και οι καιρικές συνθήκες, γιατί ανέκαθεν ο καιρός, ακόμα και σήμερα, αποτελεί ένα πολύ ισχυρό χαρτί, που μπορεί να καθορίσει την εξέλιξη
των γιορτών, να τις ακυρώσει ή να ευνοησει την τέλεση τους. Οι Μικρασιάτες λοιπόν, που με τον καιρό εντάχθηκαν στην τοπική κοινωνία και προσέθεσαν σε αυτή πολύ σημαντικά κομμάτια της
διατροφικής, μουσικής και χορευτικής κουλτούρας τους. Περιζήτητοι οι Μικρασιάτες στα γλέντια που οργανώνονταν στα καφενεία και τα σπίτια, με τα σαντούρια, τους μπαγλαμάδες, τα τραγούδια τους,
αλλα και τις γεύσεις τους τις ιδιαίτερες, τις πλούσιες, που παντρεύτηκαν με την τοπική κουζίνα και
εμπλουτίστηκε η τοπική παράδοση σε όλα τα επίπεδα. Ο τοπικός πολιτισμός και η κουλτούρα.
-Βασλεία Καζαβή: Αλλα τα μάτια τους κλαίγανε, η λέξη πατρίδα δεν έφυγε ποτέ απο τα χείλη τους.
Να πάνε τέσσερις-πέντε γυναίκες σε ένα σπίτι: Τί θα κάνεις εσύ σήμερα; Ε νά μωρή, να κάνουμε πίτες,
να κάνουμε χαλβαδόπιτα για την καθαρά Δευτέρα, να κάνουμε τον σουρά. Ο σουράς ηταν μία συνταγή
οπου γεμίζανε την πλάτη του αρνιού με κιμά. Η μαμά μου δεν έβαζε κιμά γιατί ειχε το κρέας. Μόνο
έβανε πιλάφι, ρύζι, κανελογαρύφαλλα, λίγο δυόσμο, μερικά κουκουνάρια και κρασί ή ούζο, ένα
ποτηράκι. Τ’ ανακατεύουν μετά και γεμίζουν το σουρά. Σουρά εννοούσαν την οπή, την τρύπα. Καθώς
τρώγαμε μιά μέρα, η γιαγιά μου η κακομοίρα, γύρισε κι είδε όλη την παρέα, τα πράγματα, και σηκώνεταιι απάνω και παίρνει το πιρούνι και δίνει μιά στο (…_). -Μωρή Σταματούλα, λέει της μάνας
μου, τί γυρεύουμε εμείς εδωπέρα; Καλε μάνα, τώρα το θυμήθηκες. Τί να κάνουμε, για δέ, όπου γή και
πατρίς.
-(30 Αμανες_): Από ξένο τόπο κι απ’ αλαργινό, ήρθε ένα κορίτσι, φως μου, δώδεκα χρονώ.
Είχε μαύρα μάτια και σγουρά μαλλιά. Είχε και στο μάγουλό του φώς μου μια ελιά.
-Αιμίλια Μιχελιδάκη: Οι Μικρασιάτες τηρούσαν τα έθιμα, δηλαδή τον καθαρισμό του σπιτιού για τον
ερχομό της Σαρακοστής γιόρταζαν (πέρα απο τις παρέες σε σπίτια και μαγαζιά, γιόρταζαν κυρίως την
Καθαρά Δευτέρα. _)
-Βασλεία Καζαβή: Τώρα είν’ αποκριές, που χορεύουν κι οι γριές, (όχι εγώ βέβαια)μια γριά ασκήμο-
μούρα, στράβοκάνα και καμπούρα. Άντρα ήθελ’ η καρδιά της, για να δει στην αγκαλιά της.
-Νίκος Δερεδάκης: Το κέφι των Ρεθεμνιωτών παρέμεινε στο ζενίθ, παρά τα οικονομικά
προβλήματα που αντιμετώπιζε το σύνολο σχεδόν της τοπικής κοινωνίας. Μπορεί κάποιες χρονιές,
λόγω των τοπικών θεμάτων και περιπετειών, να μή γίνονταν μαζικές γιορτές πάντως οι Ρεθεμνιώτες
δεν έχαναν το κέφι τους.
-Αιμίλια Μιχελιδάκη: Το Ρεθυμνιώτικο Καρναβάλι λοιπόν θα μπορούσαμε να πούμε οτι ελάχιστες
φορές λειτούργησε ώς μέσω αντίστασης ή τρόπος ανατροπής της καθεστηκυίας τάξης, το status quo,
έστω και για μία μέρα. Γι’ αυτό και έχει ιδιαίτερη αξία μια πολύ ωραία αναφορά, που βρίσκουμε στο
θαυμάσιο βιβλίο του Ρενεδάκη, τους “Βουκέφαλους”, όπου μιλόντας για το καρναβάλι και αναφερό-
μενος στην περίοδο 1912-1913, οπου έχουμε στο Ρέθυμνο την παρουσία των προξένων της Γαλλίας,
της Ιταλίας και της Αγγλίας, που μένουν στην οδό Τσάρων, τη σημερινή Αρκαδίου, και έχουμε και τους
Τούρκους στο Ρέθυμνο, τους Τουρκοκρητικούς. Ειναι λοιπόν η πομπή του καρναβαλιού, οπου παρε-
λαύνει ο Βασιλιάς Καρνάβαλος με ένα άρμα – λεωφορείο, το οποίο με περισσή φροντίδα κατασκευά-
στηκε για να δούν οι Ρεθυμνιώτες της εποχής πώς ειναι τα λεωφορεία. Μια κατασκευή που προκάλεσε τον θαυμασμό και το δέος κάποιων (για το καινούριο_), αλλα και τη χλεύη κάποιων άλλων, ταξιδεμέ-
νων στο εξωτερικό, οι οποίοι επέμεναν οτι τα λεωφορεία δεν ειναι έτσι. Ενω λοιπόν η Πομπή ειναι σε
εξέλιξη, περνάει απο τη Μεσκηνόβρυση, την κρήνη Rimondi δηλαδή, και κατευθύνεται στην οδό
Τσάρων. Οι πρόξενοι με τα καλά τους ρούχα, παρακολουθούν την πομπή, οι Ρεθυμνιώτες ειναι στα
μπαλκόνια, πανηγυρίζουν και πετούν μπιζέλια, φασόλια, κουφέτα, κομφετί. Aκούγεται ξαφνικά ένας
πολύ δυνατός θόρυβος, και γυρνάνε όλοι απορρημένοι, για να διαπιστώσουν οτι ο αείμνηστος Κανα-
κάκης, ο οποίος έγραψε ιστορία στο Ρεθυμνιώτικο Καρναβάλι, είχε πάρει ένα κάρο, είχε ντύσει ρακέν-
δυτους, τα παιδιά του και κάποιους φίλους του. Κάποιοι πλαισίωναν το κάρο, κάποιοι άλλοι πάνω στο
κάρο με μεγάλες κοιλιές, και με τις σημαίες της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Αγγλίας. Έτρωγαν με με-γάλα κουτάλια και πιρούνια σατιρίζοντας ή υπονοόντας οτι οι πρόξενοι ειναι αυτοί που έχουν τα χρή-
ματα, εκμεταλλεύονται εδώ τον τόπο και ειναι η ισχυρή τάξη. Εν πάση περιπτώσει, τους χλεύαζε, οι
πρόξενοι θορυβήθηκαν αποχώρησαν αλλα απο τον κόσμο άλλοι τους επευφήμησαν κι άλλοι άρχισαν
να τους πετούν λεμόνια και πορτοκάλια, γιατί φοβήθηκαν για την εξέλιξη που θα έχει αυτή η σάτιρα,
με αποτέλεσμα το άρμα να διαλυθεί και να λήξει άδοξα, σ’ ότι αφορά το μέγεθος της διαδρομής που,
ήθελε ν’ ακολουθήσει, αλλα πολύ δοξασμένα αναφορικά με τη σάτιρα που επέτυχε έναντυ της εξου-
σίας.
-Ευριδίκη Τζιράκη: Το 1957 η ανήσυχη κεφάτη παρέα μας δεν αρκέστηκε στους επίσημους χωρούς
των συλλόγων. Αποφάσισε μ’ ελάχιστα χρήματα να ντυνόμαστε κάθε φορά και ν’ αντιπροσωπεύουμε
κάποιο θέμα. Να παρελαύνουμε στους δρόμους, ωστε να σκορπούμε κέφι, με ύφος καρναβαλικό. Ονει-
ρευόμαστε δηλαδή τον Καρνάβαλο. Πιερότοι, με τα πουκάμισα στριφωμένα, τα ισιώναν απο κάτω, κολλημένους χρωματιστούς χάρτινους ρόμβους, όπως και στο χάρτινο χωνί καπέλο μας. Εγώ και η Άννα η (35.18 Συναντσάκη_), η οποία δέν είχε πολύ δουλειά στο μαγαζί, τσάκα-τσάκα να μου κάνουν,
τα σχέδια, να τα κόψουμε, έτοιμα. Οι μάσκες μας ηταν λευκές γιατι απαγορευόταν μαύρη μάσκα εκεί-
νον τον καιρό και κάποιοι αστυνομικοί μας παρακολουθούσαν απο μακριά, μην τύχει και παρεκτρα-
πούμε. Σιγά-σιγά μαθεύτηκε η παρέα, και τα Ρεθεμνιώτικα σπίτια άρχισαν ν’ ανοίγουνε. Να μας καλούν, να μας κερνούν, να μας εύχονται και να μας ευχαριστούν για το κέφι που τους προσφέραμε.
-Μανόλης Καρνιωτάκης: Αυτό που μου ερχεται στο μυαλο, θυμάμαι το πρώτο μασκαριλίκι που ντύ-
θηκα ηταν εκεί γύρω στο ‘59 και μάλιστα εκεί, στα βομβόπληκτα. Με στήσανε πίσω απο μία ξύλινη
πόρτα, φωνάξανε και τον Τριαντάφυλλο τον Βαγγέλη, ο οποιος ζούσε κοντά μας, και με τράβηξε μια
φωτογραφία. Απο το ‘59 που θυμάμαι τον εαυτό μου πρώτη φορά ντυμένο μασκαρά εως το ‘61-62,
πόσες χιλιάδες χρόνια πρέπει να πέρασαν για να φτάναμε τότε σ’ εκείνο το περιβόητο καρναβάλι που
διοργάνωνε η Περιηγητική Λέσχη.
-Ελένη Τζέτζου: Άν ρωτήσεις, όχι τους νέους αλλα τους παλιούς Ρεθεμνιώτες, ή τουλάχιστον της
δικιάς μου ηλικίας, Καρναβάλι, αμέσως έρχεται στο μυαλό μας η Περιηγητική. Δεν ειναι κολακεία
αυτό, ειναι η πραγματικότητα. Σήμερα ρωτάς τους παλιούς Ρεθεμνιώτες, θα σου πούν Περιηγητική.
Η Περιηγητική πραγματικά ηταν η κινητήριος δύναμη, όπως είπε κι ο κύριος Κώστας, για μεταπο-λεμικά ν’ αναβιώνεται αυτός ο δεσμός που υπήρχε.
-Κώστας Κανάς: …ενώ ειχε παράδοση, απο προπολεμικά, με το καρναβάλι. Γι’ αυτό το 1959 η Περιη-
γητική Λέσχη απεφάσισε ν’ αναβιώσει αυτήν την παράδοση (37.17_) και προσπάθησε να την συντηρή-
σει. Ο πρότος σκοπός αυτός. Η αναβίωση της παράδοσης. Ο δεύτερος σκοπός ήτανε να γίνει μιά προβολή στη πόλη, μέσω αυτού του Καρναβαλιού, διότι όπως είπατε πάλι, η πόλις μας δεν ήταν αυτή που ειναι σήμερα και αυτό πρέπει να το αντιληφθούν οι σημερινοί νέοι, οι οποίοι βλέπουνε το σημε-
ρινό Ρέθυμνο και νομίζουν οτι ειναι έτσι όπως το βρήκανε και όπως το βλέπουν σήμερα. Τότε ήταν μιά πολιτεία. Τη λέγαν η “Παντέρμη Πολιτεία” κι ένας απ’ τους σκοπούς της αναβίωσης του Καρναβαλιού όπως επίσης και της “γιορτής κρασιού” ήτανε για να προβληθεί κάπως αυτή η πολιτεία. Και τέλος σκο-
πός του Καρναβαλιού ηταν και (38 και μέσω ψυχαγωγίας, για εκείνη την εποχή._) Ηταν πραγματικά ένα μέσω ψυχαγωγίας διότι όσοι ασχολούμεθα με τις εργασίες και τις προετοιμασίες για το Καρναβάλι,
ηταν και μέσω διασκεδάσεως, για όλους σχεδόν τους Ρεθυμνιώτες. Και πάω να σας πώ, οτι μ’ εκείνα
τα οικονομικά και λοιπά μέσα, που υπήρχαν τότε, όταν ορχανωνόταν το Καρναβάλι, είχε μεγάλη επιτυ-
χία, διότι συμμετείχε όλος ο κόσμος. Όπως σας είπα γιατί ηταν και ένα μέσω ψυχαγωγίας.
– Δηλαδή η συμμετοχή του κόσμου ήταν μεγαλύτερη, απ’ ότι τώρα, αναλογικά βέβαια με τον πληθυ-
σμό; -Για εκείνη την εποχή η συμμετοχή ηταν πολύ ικανοποιητική διότι, όπως σας είπα και πρίν, ηταν
και ένα μέσω ψυχαγωγίας. Ο κόσμος δηλαδή συμμετείχε διοτι παράλληλα ψυχαγωγείται κι αυτός.
-(40.05_): Πάντα θυμάμαι, γύρω στο ‘61-‘63, το σάλος που γινότανε στη λεοφόρο Κουντουριώτου. Ξεκινούσαν, αςπούμε απο τη σωχώρα τότε τα άρματα, και τώρα άρματα.. τί νομίζεις…με κάτι κόντρα
πλακέ, με κάτι πανιά που πήγαινε ο καθένας, θεωρώ. Και βέβαια, αυτό που έμενε πάντα ήταν εκείνες οι
περιβόητες κεφάλες. Κεφάλες που έφτιαχνε η Περιηγητική Λέσχη στην έδρα της, στα εργαστήρια της.
Θυμάμαι τις ηλικίες των νεαρών που ασχολούνταν με το στήσιμο της Κεφάλας και τις στολές, τότε το
Καρναβάλι, άν εγώ ημουν 10, αυτοί ηταν 30 και πάνω. Θυμάμαι τον Βαγγέλη τον Στεφανάκη, τον
Μανουσάκη, τον (40.10 Μπουγητάκη τον Χάρη_), την Ολγάρα, τον Μανουρά, τον αείμνηστο Κανά,
βέβαια θεωρώ οτι έπρεπε να τον πώ πρώτο αλλα θα κάνουμε μια ιδιαίτερη κουβέντα για τον Κώστα
τον Κανά. Ένα σωρό ανθρώπους που πρωτοστατούσαν τότε για να γίνει το Καρναβάλι στο Ρέθυμνο.
-(40.30_): Οι άνθρωποι οι οποίοι εκείνη την εποχή πραγματικά εργάστηκαν πάρα πολύ και κατα τη δικιά μου γνώμη άφησαν όνομα που λέμε ητανε κάποιος Πετουσάκης, μάλλον Γιώργος. Μία καλλι-
τεχνική φυσιογνωμία, ο οπίος κατασκεύαζε τα μεγάλα καρναβαλικά κεφάλια κτλ, όπως επίσης και
Αποστόλου.Αυτοί οι δύο, εκείνη την εποχή κατα κάποιο τρόπο, ήταν η καρδιά του καρναβαλιού.
Όμως αυτό που θυμάμαι ειναι οτι όλοι οι Ρεθυμνιώτες με μεγάλη αγάπη, και χωρίς βέβαια ένα νερό
να πίνουνε, εργαζότανε μόνο και μόνο για να φτιάξουμε το καρναβάλι.
-(41.40_): Με το καρναβάλι ασχολήθηκα τελειώνοντας το λύκειο. Ηταν η πρώτη χρονιά, το έτος ’59
με ’60, οπότε η Περιηγητική Λέσχη, όπως οργάνωνε τα προηγούμενα χρόνια έτσι και τότε, κάλεσε
όλους τους Ρεθυμνιώτες που ειχαν την ευχαρίστηση να βοηθήσουν στην οργάνωση του, πολύ πετυ-
χημένου καί καλλιτεχνικά και απ’ όλες τις απόψεις, τότε καρναβαλιού, στα μέτρα φυσικά των δυνα-
τοτήτων μας τα χρόνια εκείνα, να βοηθέσουμε στην κατασκευή των αρμάτων κλπ. Έτσι προσήλθα κι
εγώ στο κάλεσμα. Τότε πρόεδρος της Περιηγητικής ήταν ο Κώστας Μανουράς και η Όλγα Δασκαλάκη
πρωτοστατούσε, ήταν νομίζω πρόεδρος εκείνα τα χρόνια. Επιπλέον ο αδερφός της ο Κώστας Κανάς, ο
οποίος ηταν μέσα σε όλα. Έτσι λοιπόν για πρώτη φορά προσήλθα στην πρώην χαρτοπαικτική λέσχη,
ένα μεγάλο κτήριο ιδιοκτησίας (43.15 κάρτελ_) που ειναι προς το λύκειο ελληνίδων, βγαίνοντας στην
παραλία. Εκεί λοιπον στις δυο μεγάλες αίθουσες που υπήρχανε συναντήσαμε για πρώτη φορά, το διοι-
κητικό συμβούλιο της Περιηγητικής, αλλα κυρίως τους υπεύθυνους για το καλλιτεχνικό μέρος που
ήτανε ο τότε εκλεκτός ταλαντούχος Πετουσάκης και Αποστόλου.
-(43.43_): Εγώ το πρώτο άρμα που ειχα κάνει ήταν με υλικά που αγόραζε ο αείμνηστος φίλος μου ο
Γιώργος ο (Δελιγιώτσης_) και τότε κυκλοφόρησαν: “Ο Πολιτισμός”. Τοτε αν δείτε φωτογραφίες έδειχ-
να ένα άρμα στο οποίο καθόταν ο ανηψιός μου, που σήμερα ειναι παππούς, και το τραβούσε μία χελώ-
να με χαλινάρια. Απο πάνω έγραφα “Ρέθεμνος”, οτι δηλαδή το Ρέθυμνος προχωράει προς τον πολιτισ-
μό, αλλα με βήμα χελώνας. Εκείνο που είχε σκεφτεί ο Δελιγιώργης ο συγχωρεμένος ηταν αντί γι’ ακόν-
τιο στο άρμα να βόλουμε ένα μεγάλο κοντυλοφόρο. Θυμάμαι οτι τοτε κυκλοφορούσε το Bic, πρώτη
φορά κατα κάποιο τρόπο. Για να βάλουμε πάνω στον κοντυλοφόρο Bic ή να διαφημήσουμε το Βic, και
είπε αν μπορει να μας βοηθήσει οικονομικά η εταιρία, αλλα τίποτα. Όλα τα έξοδα τα πλήρωσε ο Δελι-
γιώργης. Παράλληλα είχαν παρελάσει κι άλλα πολλά για την εποχή εκείνη άρματα. Ο Ρεθεμνιώτικος
κόσμος βέβαια συμμετείχε γιατί απο άλλους νομούς ήταν δύσκολο να έρθουν. Η μετακίνηση δεν ήταν
και τόσο απλή.
-(45.38_): Κι ηταν πολύ συγκινητική κι εντυπωσιακή η ατμόσφαιρα που επικρατούσε στα άτομα που δουλεύανε. Όπως πισεύω ακόμη και σήμερο, μεταξύ των ομάδων το ίδιο συμβαίνει. Πηγαίναμε νωρίς το απόγευμα και φεύγαμε ξημερώματα.
-Ευτύχης Τζαγκαράκης: Τότε που υπήρχανε οι παλιές φρουρές, να το πούμε πιο απλά, οι άνθρωποι
που πραγματικά πρόσφεραν για το Ρέθυμνο, όπως ήταν ο μακαρίτης ο Καννάς ο Κώστας, η Όλγα η
Δασκαλάκη και άλλα άτομα, ο Μάνος Αστρινός.
-Πόπη Τσάκωνα Αστρινού: Kαταρχήν δεν συνήθιζε ποτέ να πηγαίνει στο καφενείο. Εκείνος πάντοτε
τις ελεύθερες ώρες του ασχολιόταν με τα κοινά. Δηλαδή, είτε στο δημαρχείο ήτανε φροντίζοντας πάνω
από το ωράριό του ορισμένα πράγματα που κυρίως αφορούσαν τα πολιτιστικά θέματα της πόλης, είτε
τα Σωματεία όπου ανακατευόταν. Την Περιηγητική την αγάπησε πάρα πολύ. Συνεργάστηκε πάρα πολύ
από τα ιδρυτικά μέλη της Περιηγητικής με την Όλγα, με τον Φωτόπουλο, με τον Καννά, με τον “Κουσ-
κουμπέκο”, όπως λέμε τον αδερφό της Όλγας. Δούλευαν μέρες και νύχτες για να ετοιμάσουν το καρνα-
βάλι. Ήταν ακριβώς ο άνθρωπος που ήθελε την λεπτομέρεια, ήταν τελειομανής, ο, τι έπιανε στα χέρια
του ήθελε να βγαίνει σωστό και ακριβές βέβαια. Και μετά τη δουλειά του και τη ξεκούραση του βρισ-
κόταν πάντα με την ομάδα του καρνάβαλου αρκετές μέρες, για να μη πω μήνες, πριν το καρναβάλι για
να ετοιμάσουν αυτές τις ωραιότατες γιορτές που έδιναν στη πόλη πραγματικά μια εικόνα χαράς στους
μικρούς και στους μεγάλους, με πολύ αξιοπρέπεια και πολύ λεπτομέρεια στην απόδοση των αρμάτων
και οτιδήποτε έκαναν. Δηλαδή ήταν εξακριβωμένα αυτά που έπρεπε να γίνουν. Δεν έκαναν ο, τι-ο, τι.
Μετά από έλεγχο θα έμπαινε το κάθε πράγμα το οποίον θα παρουσιαζότανε τις ημέρες του
Καρναβαλιού.
-Ευτύχης Τζαγκαράκης: Εγώ διέθετα τα γαρύφαλλα που στολίζανε, βοηθούσα και στο στόλισμα όσο
μπορούσα διότι είχαμε υποχρεώσεις στο μαγαζί και δε μπορούσα να αφιερώσω πολύ χρόνο. Όμως
αυτό το οποίο ζητάγανε από εμένα να μπορούσα να είμαι σύντομος, το προσέφερα πάντα. Δεν ήμουνα
ποτέ αρνητικός. Άλλωστε έπρεπε όλοι να βοηθήσουμε εκείνη την εποχή αφού ήτανε ένα ξεκίνημα του
καρναβαλιού, να βοηθήσει ο Ρεθεμνιώτης και ο κάθε Ρεθεμνιώτης.
-Ιωάννα Καψάλη: Ο παππούς στον υπόγειο είχε έναν δικό του χώρο με όλα του τα εργαλεία, τακτο-
ποιημένα, φτιαγμένα και οποτεδήποτε ήθελε να φτιάξει κάτι, γιατί γενικότερα πιάνανε τα χέρια του,
δεν ήταν μόνο καλλιτεχνική φύση, και μερεμέτια και πατέντες, δηλαδή μέχρι και σήμερα εμείς στη κα-
θημερινότητά μας βλέπουμε πράγματα τα οποία μας τον θυμίζουν. Γιατί είναι δικές του ιδέες, δικές του
κατασκευές. Τον θυμάμαι μικρή όταν ήμουν έφτιαχνε, χαρακτηριστικά θυμάμαι ήταν ένα λιοντάρι
άρμα, φαντάζομαι στις τελευταίες φορές που είχε συμμετάσχει γιατί και εγώ λογικά σε εκείνες τις
τελευταίες φορές τον πέτυχα. Όπως επίσης θυμάμαι που με έπαιρνε μαζί του στον Δημοτικό Κήπο που
έφτιαχνε διάφορα για τη γιορτή του κρασιού την ώρα που εργαζόταν. Και με έπαιρνε μαζί του, εγώ
έπαιζα, αυτός έφτιαχνε. Είχε κάθε διάθεση να δείξει πως φτιάχνει το κάθε τι. Δηλαδή δεν ήταν αφοσιω-
μένος στη δουλειά αλλά παράλληλα ήθελε να δείξει στην εγγονή του είτε στον οποιοδήποτε άλλο. Να
μεταφέρει δηλαδή τις γνώσεις του, τον τρόπου που φτιάχνει ο, τι φτιάχνει.
-Βασιλεία Πρινιωτάκη: Επέβλεπε ο Μανουράς αλλά χειρωνακτικά χέρια δεν προσέφερε πολλά
πράγματα ας πούμε. Οι άλλοι όλοι όπως ο Αντωνογιαννάκης ο Μανώλης, ο Ηλιάκης ο Νίκος αυτοί
προσέφεραν τα εργατικά χέρια δηλαδή. Γιατί άλλο είναι να λες, ας πούμε μια ιδέα, να πεις κάτι αλλά,
άλλο είναι να βάλεις τα χέρια σου να το φτιάχνεις αυτό το οποίο σκέφτεται ο άλλος, καταλάβατε; Η
Όλγα (50.50_) πάρα πολύ, η οποία συμμετείχε πάρα πολύ στον Καρνάβαλο. Κάθε βράδυ ήταν εκεί
πέρα. Ναι, βέβαια. Ήταν η Ευρυδίκη Κούνουπα, ήταν πολύ κόσμος από το Ρέθυμνο που πηγαίνανε.
Ο Γιώργος ο Κούναπας ο γέρος, η Ευρυδίκη η Κούνουπα, ήταν πολλοί που εργαζόντουσαν εκεί πέρα.
-(43.43_): Σωματεία και τα λοιπά, όλοι γινόμαστε ένα. Και εγώ ήμουν μετά στη Περιηγητική αλλά αυ-
τό το πράγμα δεν έλεγε τίποτα. Σπουδαίο ήτανε ότι σαν Ρεθεμνιώτης ήθελες να προσφέρεις για αυτό το
πράγμα και προσφέραμε όλοι μας. Θυμάμαι εργαζόμαστε μέχρι 2:00, 3:00, 4:00 η ώρα μετά τα μεσά-
νυχτα διότι όλη η εργασία αυτή γινότανε τη νύχτα που οι άνθρωποι είχανε φύγει από τις δουλειές τους.
Όμως πραγματικά θυμάμαι με μεγάλη χαρά. Και για μας ήτανε μεγάλο πανηγύρι με τα αστεία και τα
πειράγματα που γινόντουσαν εκεί που φτιάχναμε τα άρματα και περνούσαμε πάρα πολύ ωραία.
-Μιχάλης Καράς: Τον πρώτο χρόνο η Περιηγητική ήταν αυτή που βοήθησε αυτή τη προσπάθεια του
καρναβαλιού στο Ρέθυμνο και η οποία βέβαια είχε και κάθε χρόνο μεγαλύτερη επιτυχία γιατί όλοι οι
Ρεθεμνιώτες βοηθούσαν αυτή τη προσπάθεια αφιλοκερδούς απ’ ότι μου έχουνε αφηγηθεί οι παλαό-
τεροι. Δουλεύανε στον Άγιο Φραγκίσκο, μαζευότανε, είχαν τα υλικά τους και άνδρες και γυναίκες. Οι
γυναίκες αναλαμβάνανε δουλείες με ραψίματα, στολές και τέτοια να φτιάξουνε λουλούδια χάρτινα και
γιρλάντες και τέτοια που δεν υπήρχαν τότε στο εμπόριο. Να βάψουνε και να τρουκάρουνε ορισμένα
καρναβαλικά κεφάλια και τέτοια. Και το βράδυ να’ ρθούνε με το τσουκάλι τους ή με το ταψί τους και
με το κρασί τους και με το μεζέ τους για να προσφέρουνε κάτι σε όλους τους εργαζόμενους στη παρέα.
Αυτή βέβαια ήταν μία διαδικασία που ευχαριστούσε πολύ περισσότερο το κόσμο παρά τη τελευταία
Κυριακή γιατί ήτανε η παρέα κάθε βράδυ, η παρέα, η παρέα, η παρέα τις Κυριακές όλη μέρα. Και το
αποτέλεσμα ήταν να μαζεύουνε όλο το κόσμο του Ρεθύμνου, όλα τα χωριά όσους μπορούσαν να κατε-
βούνε γιατί εγώ έζησα από πολύ μικρός το καρναβάλι και δεν ήταν και εύκολες οι μετακινήσεις απ’ τα
χωριά. Παρ’ όλα αυτά το Ρέθυμνο γέμιζε ασφυκτικά από κόσμο και ήτανε για εκείνη την εποχή το
συμβάν της χρονιάς. Αυτό το πράγμα με έκανε να μπω στο πειρασμό όταν μεγάλωσα να προσπαθήσω
και εγώ να κάνω κάτι με τη παρέα μου, με τους δικούς μου ανθρώπους και για να προωθήσουμε και για
να μη χαθεί το έθιμο.
Κομφετί μνήμης από Ρεθεμνιώτικες Απόκριες ( Μέρος 2o )
Κύδων, Περιηγητική
-Σπύρος Λούπης: Και έρχεται κάποια περίοδος όπου οι εκδηλώσεις ατονούν.
-Κανάκης: Ατονούν οι εκδηλώσεις από το 1983 που έγινε το τελευταίο μεγάλο καρναβάλι. Το ‘84 και
‘85 το ανέλαβε ο Δήμος αποκλειστικά και από τότε αρχίζει και ατονεί το καρναβάλι. Καταλάβατε..
Διότι πραγματικά την εποχή που κάναμε εμείς το καρναβάλι, χωρίς τα οικονομικά μέσα, είχε μεγαλύ-
τερη απήχηση και μεγαλύτερη ανταπόκριση και συμμετοχή. Και σε όλες τις εκδηλώσεις νομίζω, όταν
μπει ο οικονομικός παράγοντας στη μέση ότι κάπως διαφθείρει πολλές φορές την παράσταση. Δια-φθείρει πολλές φορές την εκδήλωση. Γι’ αυτό κι έγινε από το ‘83 και έπειτα. Ο Δήμος διέθετε τα οικο-
νομικά μέσα αλλά δεν υπήρχε η ψυχή που χρειάζεται. Δεν είναι μόνο το οικονομικό.
-Σπύρος Λούπης: Το μεράκι..
-Καταλάβατε; Αυτό έλειψε.
-Καρράς: Το ‘85 όταν αρχίσαμε με τον Γιώργο τον Χατζιδάκη και τον Πέτρο.. θα θυμηθώ το επίθετο.
Τρία άτομα σε ένα χώρο που μας έδωσε ο Νίκος ο Γιακουμάκης και φτιάξαμε τρία άρματα. Τρία άρ-
ματα. Βέβαια άρχισαν να έρχονται φίλοι και να έρχονται φίλοι και να έρχονται φίλοι.. να μεγαλώνει η
ομάδα. Φτιάξαμε το “Ζωοκλεφτικό”. Φτιάξαμε ένα διαστημόπλοιο γιατί μας είχε εξαγγείλει τότε ο Νο-
μάρχης ο Μερεντίκης οτι θα μας φτιάξει αεροδρόμιο στο Λατζιμά και φτιάξαμε ένα διαστημόπλοιο που
ονομάσαμε “Δραμαμίνη” και που έγραφε στο πλάι Ρεθεμνιώτικη Αεροπλοΐα και από κάτω έδρα Λατζι-
μάς. Και ένα παιδικό άρμα. Το αποτέλεσμα ήταν να πάρουμε το πρώτο βραβείο με το “Ζωοκλεφτικό”.
Να οργανώσουμε μετά σε ένα κέντρο, σε μία μεγάλη ταβέρνα το πρώτο Παγκρήτιο Ζωοκλεφτικό Συν-
έδριο με πολύ μεγάλη επιτυχία και πολλά δρώμενα και αυτό μας έδωσε ιδιαίτερη χαρά και κουράγιο να
συνεχίσουμε για τον επόμενο χρόνο. Μετά από κανένα μήνα μας κάλεσε ο δήμαρχος ο Χρήστος ο Σκουλούδης τότε στο Δήμο και συζητήσαμε για το τι μέλλει γενέσθαι για την επόμενη χρονιά. Και εφ-όσον ακούστηκαν πάρα πολύ όμορφες ιδέες, εγώ τόλμησα να αναφέρω το πρόβλημα με τους δρόμους
και με τις λακούβες, που αντιμετωπίζαμε εμείς άμεσα σαν καρναβαλιστές, γιατί τα οχήματά μας βέβαια
ήταν παλιά και σαραβαλιασμένα και τέτοια. Και ο Δήμαρχος εξοργίστηκε, σηκώθηκε όρθιος και με έβ-
ρισε και μου είπε λόγια ακατανόμαστα. Τότε σηκώθηκε ο συγχωρεμένος ο Κανάς ο Κώστας σαν πρό-
εδρος Περιηγητικής Λέσχης προς τιμήν του και είπε: “ Δε δέχομαι ποτέ ο Δήμαρχος να φέρεται και να
μιλά έτσι σε ένα καρναβαλιστή που πρόσφερε στο Ρέθυμνο, που πήρε το πρώτο βραβείο, που έκανε
μία παρατήρηση όχι για να προσβάλει αλλά για κάποια προβλήματα που υπάρχουν να δέχεται όλο αυτό
το υβρεολόγιο του Δημάρχου. Εμείς δε θα ξανακάνουμε καρναβάλι στο Ρέθυμνο”. Το παν και το ‘καναν. Καρναβάλι στο Ρέθυμνο από το ‘85 και μετά δε ξανάγινε.
-Μάνος Τσάκωνας: Ήδη στο Ρέθυμνο από το 1990 έχει ξεκινήσει το Κυνήγι του Θησαυρού, ενα
Κυνήγι διαφορετικό από τα Κυνήγια σε άλλες πόλεις γιατί κάποιες παρέες εδώ έχουν την ιδέα το
Κυνήγι Θησαυρού στο Ρέθυμνο να έχει σχέσει με την ιστορία της πόλης. Έτσι οι γρίφοι είναι δεμένοι
με τις πληροφορίες από τα βιβλία που υπάρχουνε μέχρι τότε για τη πόλη. Και αν δεν ξέρεις την ιστορία
της πόλης του Ρεθύμνου, δεν μπορείς να λύσεις το γρίφο.
-Καρράς: Το ‘92 το Team fm προετοίμαζε το Κυνήγι του Θησαυρού στο οποίο με καλούσανε για την
οργάνωσή του. Από το Κυνήγι του Θησαυρού σκεφτήκαμε να παροτρύνουμε τις ομάδες για κατέβουνε
στο κυνήγι, γιατί ήταν ένα καρναβαλικό παιχνίδι, το Κυνήγι του Θησαυρού. Με πολύ χιούμορ τότε,
παιχνίδια διάφορα. Και πράγματι πέτυχε αυτή η προσπάθεια και οι περισσότερες ομάδες του Κυνηγιού
άρχισαν να παίρνουν μέρος στο Κυνήγι του Θησαυρού. Το ‘92 ήρθαν οι Γαλάτες με τον Στέλιο τον
(05.56 Σαλβαδάκη-Σαλδαράκη_) αρχηγό και ήρθε θυμάμαι και ο Μανώλης ο Σκευάκης, που κάνει τα
γλυπτά, τη πέτρα, τα διάφορα καλλιτεχνήματα. Και αρχίσαμε να δουλεύουμε έξω από το μαγαζί μαζεύ-
οντας οτι σκουπίδια, ξύλα, χαρτόνια, σύρματα και αγοράζοντας μερικά χρώματα κάναμε πέντε άρματα.
Κάναμε ένα κάλεσμα από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς την ίδια μέρα προς του Ρεθεμνιώτες πως 24
του Φλεβάρη τότε, θα γίνει ξανά καρναβάλι στο Ρέθυμνο και όποιος θέλει να έρθει έξω από το μαγαζί
μου, κάτω από του Κόρακα τη καμάρα, από εκεί θα ξεκινήσουμε. Και μία αφίσα που μας έφτιαξε ο
Γιάννης ο Καλαϊτζάκης και τη κολλήσαμε έξω απ’ όλα τα σχολεία και μερικές έτσι στο Ρέθυμνο. Το
αποτέλεσμα ήταν να μαζευτούνε περίπου 1.500 Ρεθεμνιώτες τη μέρα που τους καλέσαμε.
-Στέλιος Σαλβαράκης: Πραγματικά έτσι είναι. Πριν από τη μισή μου ζωή και λίγο παραπάνω, γιατί
πριν από πόσα χρόνια ακριβώς είναι δε θυμάμαι, είχα μία πολύ ιδιαίτερη εμπειρία που με έδεσε με αξιόλογους ανθρώπους, με έκανε να αγαπήσω ακόμα πιο πολύ τη πόλη μου. Πιστεύω έκανα κάτι το
οποίο το βρίσκουμε μπροστά μας τώρα και θα το βρούνε οι επόμενοι να το γιγαντώσουνε. Και όπως
και έχει γίνει πραγματικά. Αυτή την εμπειρία την έζησα κοντά στον Μιχάλη τον Καρρά, ο οποίος ήτανε
ο εγκέφαλος, με την καλή και με την κακή έννοια, ο δαιμόνιος αυτός αεικίνητος άνθρωπος με το χαμό-
γελο συνέχεια κάτω από το μουστάκι του. Ο δημιουργικότατος… ντάξει, φτάνει τώρα μου’ χει δώσει
αρκετά. Λοιπόν, έτυχε να μένουμε δίπλα και σιγοντάροντας ο ένας τον άλλον και οι υπόλοιπο της
παρέας λέμε γιατί να μην έχουμε καρναβάλι. Ο Μιχάλης είναι ένας τύπος διονυσιακός, εντελώς. Έπεσε
η ιδέα, το ψάξαμε λίγο, δεν μας ενδιέφερε γιατί σταμάτησε το καρναβάλι. Εμάς μας ενδιέφερε γιατί δεν
έχουμε καρναβάλι.
-Καρράς: Α, εντωμεταξύ θα πω ότι στο ραδιοφωνικό σταθμό το ‘ράδιοΡέθυμνο’ που δούλευε η Μαρία
η Πετράκη και μας ρώταγε τι θα κάνουμε τη Κυριακή. Της είπα πως: “Θα κατέβουμε να τρομοκρατή-
σουμε το Ρέθυμνο”, χαριτολογώντας. Και εκείνη έφτιαξε ένα σποτάκι και τό ‘βαζε κάθε ώρα στο ράδιο
ότι οι τρομοκράτες θα κατέβουν να τρομοκρατήσουν το Ρέθυμνο. Τότε λοιπόν σκεφτήκαμε ότι μιας και
θα είμαστε τρομοκράτες…τότε πήραμε το όνομά μας. Η νονά μας είναι η Μαρία, πήραμε το όνομα μας
Τρομοκράτες. Φτιάξαμε την βομβάρδα με μπαρούτι, φιτίλι και χαρτοπόλεμο, κατεβήκαμε και πραγμα-
τικά τρομοκρατήσαμε ευχάριστα το Ρέθυμνο. Οι Ρεθεμνιώτες περάσανε πάρα πολύ καλά και άρχισε ο
κόσμος να κουβεντιάζει πιο ζεστά να ξαναφτιάξουμε καρναβάλι στο Ρέθυμνο με τη βοήθεια του Δήμου βέβαια που συμπαραστάθηκε αρκετά γιατι έβαλε το χέρι στη τσέπη και έτσι ξανάρχισε το καρναβάλι.
Κύδων, Περιηγητική
-Σπύρος Λούπης: Κύριε Κανάκη, γιατί αφήσατε τα πρωτεία; Γιατί παραδώσατε την οργάνωση του
καρναβαλιού στο Δήμο και εσείς πλέον γίνατε πλέον σύμβουλος και ακολουθείτε;
-Κανάκης: Κοιτάξτε να δείτε. Την εποχή που οργάνωσα το καρναβάλι, με τα μέσα εκείνα, τα οικονο-
μικά και με τις συνθήκες εκείνες που περνάγαμε, μπορούσαμε και φτιάχναμε ένα καρναβάλι, το οποίο
πραγματικά και ήταν και αξιόλογο. Μην ξεχνάμε όμως ότι ζούμε στον 20ο αιώνα και εδώ πέρα έχει
πάει ο άνθρωπος στο φεγγάρι. Και οπωσδήποτε το καρναβάλι πρέπει να έχει μεγαλύτερες αξιώσεις
σήμερα για να γίνει. Δεν έχουμε τα οικονομικά μέσα τα οποία χρειάζονται σήμερα για να αναλάβουμε
το βάρος όλο αυτό σαν Περιηγητική Λέσχη. Καταλάβατε; Ενώ τότε παλαιότερα όλο το βάρος το είχαμε
εμείς. Με ιδιον οικονομικό μέσον, ο, τι μπορούσαμε από συνδρομές των μελών, από τη γιορτή κρασιού
την οποία κάναμε, η οποία είχε κάποιο έσοδο αν έμενε κάποιο έσοδο το διαθέταμε πάλι για
εκδηλώσεις οι οποίες δεν είχαν κάποιο έσοδο όπως ήταν το καρναβάλι, ο Άγιος Βασίλης και κάτι άλλο.
Ήθελε οπωσδήποτε μία μεγαλύτερη προσφορά ατόμων και ομάδων γιατί δεν είχαμε πια τη δύναμη να
κρατήσουμε το βάρος αυτό. Γιατί οπωσδήποτε σας λέω το καρναβάλι έπρεπε να έχει κάποια μεγαλύτε-
ρη άνοδο. Και ο Δήμος καλά έκανε και το ανέλαβε διοτι κατάφερε και πραγματικά εμψύχωσε τους νέ-
ους και τους έδωσε τα κίνητρα που χρειάζεται για να γίνει το καρναβάλι δηλαδή η ψυχή και το μεράκι.
Ο (11.17_) εμψύχωσε τους νέους οι οποίοι συμμετέχουν σήμερα με πολύ κέφι και αυτό είναι πολύ απ-
ελευθερωτικό και πολύ θετικό.
-Καρράς: Οι ομάδες του Θησαυρού δώσανε μεγάλη ώθηση σε αυτό το πράγμα σε αυτό το πράγμα για-
τί ήταν πάρα πολλές και με πάρα πολλά μέλη η κάθε ομάδα, ήδη στελεχωμένες, έτοιμες και έτσι ξαναρ-
χίσαμε το καρναβάλι.
-Μάνος Τσάκωνας: Στα 1993 λοιπόν, ο τότε δήμαρχος Δημήτρης Αρχοντάκης έχει την ιδέα μήπως
μπορούμε να κάνουμε καρναβάλι και πάλι στη πόλη μας μέσα από τις ομάδες οι οποίες ήδη υπάρχουν
στο Κυνήγι του Θησαυρού. Έτσι γίνετε μία πρόσκληση στο Δημαρχείο της πόλης και ο Δήμος Ρεθύμ-
νης θυμάμαι συγκεκριμένα ότι προσφέρει 300.000 δραχμές, σε κάθε ομάδα η οποία θα κάνει άρμα και
5.000 δραχμές, σαν μία χορηγία για κάθε στολή για τους νέους καρναβαλιστές. Δημιουργούνται περί-
που 15 ομάδες για να κάνουν το πρώτο καρναβάλι, έχουμε τα πρώτα άρματα και από το 1993 το καρ-
ναβάλι ξεκινάει και πάλι στο Ρέθυμνο. Το Κυνήγι του Θησαυρού γίνονταν μέχρι τότε την τελευταία
Κυριακή της Τυρινής. Το Κυνήγι μεταφέρεται δύο Κυριακές πριν από το 1994 και έχουμε το καρναβά-
λι τη τελευταία Κυριακή της Τυρινής, όπως συνεχίζεται και τώρα. Πολύ γρήγορα αρχίζει το καρναβάλι
α έχει χρόνο με το χρόνο περισσότερο κόσμο κοντά του, οι Ρεθεμνιώτες το αγκαλιάζουν. Εξακολουθεί
τα πρώτα χρόνια να υποστηρίζεται από τη μεγάλη αγάπη των Ρεθεμνιωτών, τη μεγάλη τρέλα θα έλεγα
των Ρεθεμνιωτών για το Κυνήγι του Θησαυρού. Και πάρα πολύ σύντομα έχουμε όχι μόνο την μεγάλη
παρέλαση και το Κυνήγι, αλλά οι εκδηλώσεις αρχίζουν χρόνο με το χρόνο να μεγαλώνουν. Έτσι από το
1996, δηλαδή τρία χρόνια μετά, πολύσύντομα, έχουμε τέσσερεις βασικές Κυριακές πάνω στις οποίες
στηρίζεται το καρναβάλι του Ρεθύμνου. Είναι η πρώτη Κυριακή που αρχίζει το Τριώδιο Τελώνου και
Φαρισαίου όπου γίνονται οι καντάδες και δύο χρόνια αργότερα ξεκινάει και το παιδικό Κυνήγι του
Θησαυρού. Καθιερώνεται στη δεύτερη Κυριακή που είναι η Κυριακή του Ασώτου να είναι το μεγάλο
Κυνήγι. Την τρίτη Κυριακή, την Κυριακή των Απόκρεων έχουμε τα θεατρικά σκέτς, τον χορό των ομά-
δων, όπως ονομάστηκε. Και έχουμε και την τελευταία Κυριακή, την μεγάλη παρέλαση. Μεσολαβεί
φυσικά η Τσικνοπέμπτη που επίσης καθιερώνεται σαν μια μεγάλη εκδήλωση από το Δήμο και απο τις
ομάδες και έτσι έχουμε το νεότερο καρναβάλι. Το νεότερο καρναβάλι με μία όμως ακόμα ιδιαιτερότητα
εδώ στο Ρέθυμνο και διαφορετική ταυτότητα. Ότι οι ομάδες δεν επιλέγουν συνηθισμένα θέματα, όπως
σε άλλες πόλεις. Για παράδειγμα αποφεύγουν την πολιτικοποίηση, τους αρέσει πολύ περισσότερο τα
θέματα τους να είναι ευρηματικά, έχουν σχέση με την ιστορία της πόλης και αρκετά κοντά στην Ανα-
γέννηση. Επηρεάζονται ιδιαίτερα από την ιστορία της πόλης.
-Ανδρέας Καλλέργης: Το παιχνίδι του κρυμμένου Θησαυρού είναι ένα παιχνίδι. Είναι ένα παιχνίδι που
έχει δράση, έχει χαρά, έχει συγκίνηση, προσφέρει γνώση και έχει πολύ φαντασία. Υπάρχει μια ροή με
γρίφους, οι οποίοι πρέπει να λυθούνε για να φτάσεις στο τελευταίο σημείο που είναι κρυμμένος ο θη-
σαυρός. Όποια ομάδα καταφέρει να φτάσει πρώτη είναι και η νικήτρια ομάδα του παιχνιδιού. Αυτοί οι
γρίφοι δίνονται σε όλες τις ομάδες στην αρχή, οι οποίοι σε στέλνουνε σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο.
Όταν λυθούνε σε στέλνουνε σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Ο γρίφος δίνετε είτε με κάποια φράσεις, είτε
με κάποιες εικόνες ή με κάποιο σχέδιο.
-Νίκος Μαρκαντώνης: Με το καρναβάλι δε θυμάμαι ακριβώς πότε ξεκίνησε γιατί ήμουν πάρα πολύ
μικρός. Θυμάμαι φευγαλέα να πηγαίνω στην αίθουσα του Αγίου Φραγκίσκου, όπου εκεί τότε φτιάχνα-
νε τα άρματα (17.36 η Περιηγητική ή οι Περιηγητικοί_), να ανακατεύουμε με τα φελιζόλ, με τις μπο-
γιές, τα υφάσματα. Από εκεί ξεκίνησε η εμπειρία μου και από εκεί ξεκίνησαν και οι θύμησές μου για
το καρναβάλι. Δε μπορώ να πω ότι ήμουν 12 ή 10. Ειναι από όταν με θυμάμαι. Απ’ όταν με θυμάμαι
δύο πράγματα μου χουνε μείνει, σα μικρό παιδί. Να πηγαίνω στη παραλία να κολυμπάω τα καλοκαίρια
και να πηγαίνω στη Περιηγητική να φτιάνω άρματα το χειμώνα. Αυτές είναι οι θύμησες που έχω από
τα παιδικά μου χρόνια. Ήτανε γλέντι, κάθε βράδυ γλέντι. Πειράγματα, φασαρίες με τη καλή έννοια,
πολύ βρώμα και σκόνη και μπογιές και πάντα φασαρίες μετά στο σπίτι. Γιατί δεν υπήρχε περίπτωση,
έφευγε ο πατέρας μου από το μαγαζί όπως ήταν με τα ρούχα του κλασικά, ακολουθούσα και εγώ όπως
ήμουν και γυρίζαμε φυσικά μία μπογιά στο παντελόνι.. στο πουκάμισο εδώ.. και να οι φασαρίες. Και
ήτανε και αυτό μέσα στη διαδικασία, οι φασαρίες αυτές όταν γυρίζαμε, το ξέραμε. Αφού και τώρα αυτό
με το πατέρα μου το λέμε αυτό, ότι θυμάσαι τότε; Ναι. Κάτι άλλο πάλι που μου’ χε μείνει ήτανε όπως
ένα παιδάκι που βλέπει ένα γίγαντα και του δημιουργεί μία τρομερή αίσθηση το πώς αυτοί οι άνθρωποι
κατασκευάζανε αυτές τις μηχανές που κουνούσανε χέρια, που βγάζανε γλώσσες, που κάνανε ήχους.
Ήταν τρομερό πράγμα για μένα, ένα μικρό παιδί, λες και έβλεπα μια ταινία επιστημονικής φαντασίας.
Αυτούς τους ανθρώπους ας πούμε και έλεγα καλά αυτοί δε ξέρουνε, πώς κάνουνε αυτό το πράγμα.
Είναι αυτό που λέμε μεράκι. Δοκιμάζω, μου χαλάει, βάζω κάτι άλλο. Αυτό που τώρα στη γλώσσα μας
το λέμε ‘trial and error’, δοκιμάζω και κάνω λάθος και ξαναδοκιμάζω και ξανά. Πραγματικά αυτό το
πράγμα ήταν που με σημάδεψε πολλά χρόνια μετά όταν ξεκίνησα κι εγώ σα καρναβαλιστής. Λέω
δεν υπάρχει κάτι που να μη γίνεται. Και δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος που να μήν είναι καλλιτέχνης.
Όλοι έχουνε έναν καλλιτέχνη μέσα τους. Μπορεί να μην είναι μπογιατζής αλλά να μπορεί να δουλέψει
με το κοπίδι, μπορεί να μη ξέρει να δουλέψει με το κοπίδι αλλά να μπορεί να φτιάξει τα σύρματα. Είδα
ανθρώπους, οπου ο καθένας, έξω από τη δουλειά του, ήταν τεχνίτης. Και αυτό το πράγμα το είδα αργό-
τερα, όταν ξεκινήσαμε. Όταν ξεκινήσαμε και εμείς που ήταν ο Αντώντης ο Αραμπαζόγλου, ο οποίος
άνθρωπος ουδεμία σχέση είχε με τέχνη και τσουκ τσουκ τσουκ φτιάνει το πρώτο μας άρμα, το σκάλιζε
και έβγαλε τον καλλιτέχνη από μέσα του. Και αυτό για μένα είναι το μεγάλο κέρδος στο καρναβάλι.
Δίνει στη κοινωνία ανθρώπους καλλιτέχνες. Σε κάνει να μαθαίνεις, να βλέπεις μέσα σου, μέσα από
αυτά τα ψιλοπράγματα που κάνεις, ότι μπορείς να κάνεις πράγματα που δε φανταζόσουνα. Αυτό για
μένα είναι το καρναβάλι, να δημιουργείς. Η δημιουργία.
-Εύα Λαδιά: Το Ρεθεμνιώτικο καρναβάλι δεν μας δίνει μόνο καλλιτέχνες αλλά και κοινωνικά ευαισθη-
τοποιημένους πολίτες που δε παραλείπουν, με εκδηλώσεις όλο το χρόνο, να καλύπτουν ανάγκες ευαίσ-
θητων, κοινωνικά, ομάδων. Δε χαρίζουν ψυχαγωγία μόνο τη περίοδο της Αποκριάς αλλά ανακουφίζουν
ολοχρονίς τον ανθρώπινο πόνο. Οι καρναβαλιστές διδάσκουν και ήθος καθώς δένονται με στενούς δεσμούς φιλίας. Σκοπός τους, με κάθε ευκαιρία, να δίνουν στι φίλο τους χαρά. Άνθρωποιπου που αγα-
πούν αυτό που υπηρετούν με πάθος δε διστάζουν να αναγνωρίζουν και να επαινούν τις αξίες εκείνων
που αναβαθμίζουν την αισθητική του καρναβαλιού και τις βραδιές καντάδας, που προσφέρεται η ατμό-
σφαιρα για νοσταλγικές αναδρομές, μνημονεύει η σκέψη με το θυμίαμα της ευγνωμοσύνης εκείνους
που πρωτοστάτησαν στην εδραίωση του καρναβαλιού όπως μας το κληροδότησε ο χρόνος. Κώστα
Μανουρά, Μάρκο Γιουμπάκη, Όλγα Δασκαλάκη, Γιάννη Πρινιωτάκη, Κώστα Καννά και άλλους
τόσους ακόμα αφανείς εργάτες του Ρεθεμνιώτικου καρναβαλιού που θα τιμούμε και θα σεβόμαστε όσο υπάρχει ζωή στο τόπο αυτό, όσο θα υπάρχει καρναβάλι.