Ρεθεμνιώτες που γέμιζαν χρώμα την Αποκριά

H κρίση ευτυχώς έχει αφήσει ανεπηρέαστο το κέφι των Καρναβαλιστών Κι έτσι θα έχουμε πάλι την ευκαιρία να τους καμαρώσουμε την Κυριακή . Θα έπρεπε ίσως να ευχηθούμε καιρού επιτρέποντος, αλλά έχει αποδειχθεί ότι το κέφι των χιλιάδων αυτών ανθρώπων, κάθε ηλικίας, μπορεί να ανεβάζει τον υδράργυρο σε πείσμα του χιονιά
Αυτό το κέφι ήταν η κινητήριος δύναμη για ζωή και πριν πολλές δεκαετίες. Μόλις ελευθερώθηκε η Κρήτη αμέσως ξεχείλισε η διάθεση του κόσμου να κλέψει πολλές μέρες του χάρου με αυτοσχέδια γλέντια
Κι όσο περνούσε ο καιρός οι ανάγκες για ξεφάντωμα έβαζαν το νου σε πυρετώδη σκέψη
ΤΟΝ ΠΑΛΙΟ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ
Ο χρονογράφος της εποχής Μιχαήλ Μύρωνος Παπαδάκις , με τις τόσο παραστατικές του περιγραφές, μας δίνει την εικόνα εκείνων των προσπαθειών που δημιούργησαν τελικά και το Ρεθεμνιώτικο Καρναβάλι
Όπως κάθε φορά μας, μας πληροφορούν τα πληρέστατα κείμενά του, κι εκείνες τις Απόκριες του 1915 ο κόσμος είχε μεγάλη διάθεση να ξεφαντώσει. Κι ας έμεναν τα εμπορεύματα στα ράφια κι ας είχε προδώσει και η παραγωγή λαδιού τις τόσες προσδοκίες.
Δεν θα τους έβαζε κάτω κι εκείνη τη χρονιά τους Ρεθεμνιώτες η ανέχεια.
Πηγαίο και άφθονο ήταν το κέφι .Με το που έπεφτε το βράδυ γέμιζαν σπίτια και μαγαζιά από ανθρώπους που διψούσαν για γλέντι . Καλλιτέχνες κάθε επιπέδου είχαν την τιμητική τους . Οι περιζήτητοι βέβαια ήταν ο Νικήστρατος με το βιολί του και τις μαντινάδες του, ο Δαλέντζας με τη λύρα του και ο Αγιούτης με το μπουζούκι του
Η γενική ευθυμία έδινε άφεση και στα παιδιά να ξεφύγουν από το μέτρο με δαιμονισμένο θόρυβο και ατέλειωτο παιχνίδι.
ΟΙ ΠΡΩΤΟΣΤΑΤΕΣ ΤΟΥ ΚΕΦΙΟΥ
Για τις μορφές τώρα που πρωτοστατούσαν και κανοναρχούσαν τα γλέντια γράφει σχετικά ο Μιχαήλ Παπαδάκις.

«Ποιος δεν θυμάται τον Μανώλη τον γαλατά τον πατέρα του γλύπτη Ιω. Κανακάκη. Τον καλό και αστείο στην εμφάνιση του, που μόνο με τη θέα της γελάς.
Είχε δέκα η δώδεκα παιδιά ανήλικα στο λαιμό του και μόνο τον κόπο και τον ημερονύκτιο μόχθο του διά να τα συντηρήσει στη ζωή. Και όμως αυτός ήταν εκείνες τις Αποκριές ο βασιλιάς του Καρναβαλιού στο Ρέθεμνος.
Είχε και συνεργάτες εκλεκτούς. Οι δάσκαλοι Σταυρακάκης, Ηλιακάκης που παίζανε βιολί, ο Μανόλης (Χρύσανθος) Βιτζικουνάκης μαντολίνο, Αρτέμης Μπεμπισάκης, Μ. Ηλιακάκης, Κ. Βαρούχας, Π.Σκαντάλης, Ιω. Καμπουράκης, Ν. Γουναρίδης καλοί τραγουδιστές. Είχαμε κάνει ένα άρτιο αποκριάτικο συγκρότημα με καλλιτεχνικά μέλη του, τους εκλεκτούς πολίτες και πραγματικούς καλλιτέχνες επιπλοποιούς , Νίκο και Βαγγέλη Μουντριανάκη, από τους οποίους ο πρώτος έπαιζε ωραία κιθάρα και τραγουδούσε περίφημα.
Όλοι αυτοί με μακριές και φιλότιμες προσπάθειες και δοκιμές παρουσιάσαν πράγματα που δεν ξανάγιναν και ούτε νομίζω πως είναι βολετό να ξαναγίνουν στο Ρέθεμνος.»
ΚΑΙ ΕΓΕΝΕΤΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΡΜΑ
Αυτοί οι άνθρωποι που ξεσήκωναν τον κόσμο ήταν και οι δημιουργοί του πρώτου άρματος
Διαβάζουμε σχετικά:
«Οι αδερφοί Μουντριανάκηδες, σκάρωσαν επάνω σε ένα μακρύ κάρο, ένα τεράστιο μαντολίνο που είχε δώδεκα μέτρα μάκρος, τέσσερα πλάτος και δυο μέτρα βάθος. Έκαμαν το σκελετό με λεπτά ξύλα και τον επένδυσαν με πανί που είχε καφέ και άσπρες λουρίδες όπως είναι εκείνες του μαντολίνου.
Μάσκες ήσαν τα κλειδιά και ο καβαλάρης αυτού του πρωτότυπου μαντολίνου οι χορδές του άσπρα σχοινιά και τριγύρω του ήταν λουλούδια.
Ο θρόνος του Καρνάβαλου ήταν στο κάρο στερεωμένος, αλλά φαινόταν να είναι στη βάση του μαντολίνου εκεί που στερεώνονται οι χορδές. Μέσα στο μαντολίνο θα έμπαιναν όλοι οι ανώτεροι τραγουδιστές και οργανοπαίκτες και ο Βασιλιάς θα καθότανε στο θρόνο του και θα κουνούσε τις χορδές του μαντολίνου με ένα ταραχτή, που είχε στο μαγαζί και ανακάτευε το γάλα.»
Η ΜΕΓΑΛΗ ΜΕΡΑ
Κυριακή του 1915. Όλη η δράση είχε μεταφερθεί στη Σοχώρα γιατί εκεί μόνο είχαν άνεση χώρου να δουλέψουν οι κατασκευαστές και να χωρέσει το άρμα.
Και συνεχίζει ο Παπαδάκις:
«Έζεψαν ένα τεράστιο άλογο, φοράδα που είχε αγορασμένη από τους Ρώσους ο μακαρίτης ο Γκαγκας. Και το άλογο οδηγούσε ένας Οθωμανός ο Αμπτουλλας, που το είχε και το δούλευε και τις άλλες μέρες κουβαλώντας πέτρες και λάδια και τον εγνώριζε.
Όταν όλοι πήραν τις θέσεις τους, άρχισε η θριαμβευτική παρέλαση του Καρναβαλιού.
Ο Βασιλιάς ντυμένος με κόκκινα και χρυσά ρούχα και στέμμα, έδινε συνθήματα.
– Εμπρός παιδιά να φύγουμε
όλοι μας για τα ξένα
με το δικό μας Βασιλιά
του Καρναβάλου Στέμμα.
– Εμπρός παιδιά, δουλειά παιδιά
τη μέρα και τη νύχτα
Ναχωμε χρυσή καρδία.
-Τωρα καθένας ας χαρεί
καιρό που δεν εχαρει
Τώρα που είναι νιος και νεις
τώρα ας χαρεί.
Ακολούθησαν η «ανθισμένη αμυγδαλιά» και άλλα ωραία τραγουδάκια της εποχής. Και οι μελωδικές φωνές και οι ήχοι των οργάνων σαν έβγαιναν από το τεράστιο μαντολίνο, αποτελούσαν ένα πραγματικό χαριτωμένο σύνολο ωδικής και μουσικής μαζί, που δεν ξανάδε το Ρέθεμνος.
Αυτό το πρώτο άρμα είχαμε κατασκευάσει δεκαετία του 90 με τα παιδιά του Πολυκλαδικού που παρακολουθούσαν τα προαιρετικά μαθήματα δημοσιογραφίας.
Μετά την παρέλαση , μέρες μετά το βρήκαμε πεταμένο και σε κομμάτια , κάπου στο Ατσιπόπουλο.
Αργότερα το παρουσίασε και άλλη ομάδα. Ελπίζουμε αυτό τουλάχιστον να έχει προστατευθεί.
Η ΠΟΡΕΙΑ ΕΚΕΙΝΟΥ ΤΟΥ ΚΑΡΝΑΒΑΛΟΥ
Ας γυρίσουμε όμως και πάλι σε κείνο το όμορφο χθες.
Το κάρο με τον Καρνάβαλο ξεκίνησεν από την Μαρμαρόπορτα, πέρασε στο Αμπουχούρι, Μεγάλη Πόρτα, Άμμος Πόρτα, πέρασε την οδό Αρκαδίου, μέχρι το φούρνο του Ροδινού που ήταν στον Πόρο του λιμανιού και γύρισε πίσω τον ίδιο δρόμο.
Το σύνθημα του γυρισμού έδωκε ο Βασιλιάς Καρνάβαλος με αφάνταστα γέλια φωνές και τραγούδια. Τα μπαλκόνια, τα παράθυρα, οι στέγες των σπιτιών ήσαν γεμάτες κόσμο που πετούσε λουλούδια και φασόλες στο μαντολίνο του Καρνάβαλου.
«ΦΧΙΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ-ΦΧΙΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ»
Και όλοι πείραζαν το Βασιλιά.
Ο φίλος του ο γέρο Γαληνος ο ζωγράφος, αντίς άλλης υποδοχής του εφώναζε…
«Φχιου Βασιλιά, φχιου Βασιλιά» και του έκανε μανίκια. Και ο Βασιλιάς του έδειχνε με Βασιλική αξιοπρέπεια, πως τονε γράφει σε μέρος του σώματος του που δεν μπορώ να σας πω.
Ο Γιάννης ο Τερζης που ήταν εκεί που τώρα είναι το χρυσοχοείο Κουγιτου πέταξε του Βασιλιά δυο κρεμμύδες, από το μαγαζί του.
Κι ο Βασιλιάς του είπε, αποτεινόμενος στο πλήθος…
-Εδώ είναι ο Γιάννης ο Τερζής με το μεγάλο φέσι
κι ανε βολή κανιούς ποσάς
να πα να τονε χ@@ει.
Όταν ο Βασιλιάς είδε ένα παπά να παρακολουθεί κι αυτός του είπε…
-Όποιος δεν τον αγαπά
τον αφεη τον παπά
ναχει την τρομάρα του
και τη λιγωμάρα του.
Κι όταν όλο το πλήθος τον επευφημούσε, του χειρονομούσε και του φώναζε και αυτός, είχε και έλεγε ανεξάντλητα αστεία.
Σαν Βασιλιάς υπόγραφε και κάπου κάπου Και είχε για πένα ένα τεράστιο καλάμι και για καλαμάρι τον…πισινό της φοράδας. Εκεί βουτούσε και υπόγραφε.
ΠΑΝΔΑΙΜΟΝΙΟ ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΕΙΣ
Κι αυτές τις χειρονομίες και τους αστείους μορφασμούς του Βασιλιά ο κόσμος δεχότανε με χάχανα, με φωνές και σφυρίγματα, πανδαιμόνιο ολόκληρο.
Από τα μπαλκόνια που πετούσαν λουλούδια στο μαντολίνο και οπού άλλου ήθελαν. Οι έγκλειστοι σ’ αυτό έριχναν κι αυτοί λουλούδια με μια λαβίδα της επινοήσεως του Μουντριανακη που τα πετούσε μακριά.
Η περιοδεία του Καρναβαλιού με αδιάπτωτο και αυξανόμενο κέφι κατέληξε πάλι στη Σοχωρα…
Και από εκεί οι Ρεθυμνιώτες έπιασαν τους δρόμους και τις πλατείες, τα μαγαζιά, τα σπίτια και συνέχιζαν το γλέντι τους και άλλοι πήγανε στο θέατρο «Ιδαίον Άνδρον» του Σπανδαγου, που ήταν δημόσιος χώρος.
Όλη τη νύχτα βάσταξε το αξέχαστο εκείνο γλέντι σε όλη του την ένταση.»
Η ΜΕΓΑΛΗ ΩΡΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΗΓΗΤΙΚΗΣ
Χρόνια αργότερα, δεκαετία του 60 , μια ομάδα ανθρώπων με επικεφαλής τον Κώστα Μανουρά, τον Κώστα Καννά, τα Δασκαλάκια,
κι άλλους πολλούς , είχαν μεγάλες φούριες στο χώρο που μπορούσαν να δουλέψουν
Ήταν η μεγάλη ώρα για την Περιηγητική.
Το πνεύμα συνεργασίας διάχυτο παντού
Σ΄εκείνα τα πρώτα Καρναβάλια έδωσε το στίγμα του και ο συνθέτης μας Μπάμπης Πραματευτάκης αλλά από την πλευρά του αρχιτέκτονα Ήταν πριν πάει στο Μόναχο για σπουδές.
Σχεδίαζε άρματα και φυσικά επόπτευε και βοηθούσε στην κατασκευή.
Από τα πιο γνωστά έργα του, το άρμα της χελώνας , που συμβόλιζε την πορεία του πολιτισμού στην χώρα αλλά και στην πόλη.
Λεπτομέρεια χαρακτηριστική,αντί για δόρυ ένα στυλό «μπίκ» που μόλις είχε κυκλοφορήσει.
Και χορηγός του άρματος ο αξέχαστος συμπολίτης Γιώργης Δεληγιώργης που το μαγαζί του στην πλατεία 4ων Μαρτύρων , έμεινε ιστορικό, γιατί από το μπαλκόνι του που ήταν συνήθως και το βήμα στις κεντρικές προεκλογικές συγκεντρώσεις, γινόταν η προσφώνηση και αντιφώνηση του Καρνάβαλου.
ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΥΔΡΟΓΕΙΟ
Από τα πιο κομψά άρματα που εμπνεύστηκε ο Μπάμπης Πραματευτάκης ήταν μια γόνδολα που δεσπόζει στα φωτογραφικά φλάς μπακ παλιών Καρναβαλιών και μια υδρόγειος σφαίρα.
Αυτή παρα λίγο να δημιουργήσει και μια παρεξήγηση Παρίστανε την υδρόγειο και πάνω της τσακώνονταν δυο γαϊδούρια
Αυτό προκάλεσε ανησυχία σε γνωστό συμπολίτη μήπως το θέμα προκαλέσει …αναμόχλευση παθών καθώς δεν είχε σβήσει η κόντρα αριστερών –δεξιών. Κι έτσι ο Μπάμπης Πραματευτάκης για να μη δημιουργηθούν εντυπώσεις και χαλάσουν τη διάθεση των θεατών, έβαλε την επιγραφή «Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα» θέλοντας να δείξει τη ματαιότητα της αντιπαράθεσης καθώς όλοι είναι περαστικοί από τον πλανήτη αυτό.
ΠΕΡΙΖΗΤΗΤΟΣ ΚΙ ΑΥΤΟΣ
Κι ένας ακόμα συμπολίτης ήταν περιζήτητος στα συνεργεία που κατασκεύαζαν τα άρματα. Ο Βαγγέλης Στεφανάκης . Ήταν εξειδικευμένος στην κατασκευή των τεράστιων κεφαλών με χαρτοπολτό , μια διαδικασία καθόλου εύκολη που ήθελε μεγάλη επιδεξιότητα αλλά και μαθηματικό νου για να υπολογίζει τις διαστάσεις.
Είχαν κατασκευαστεί περίπου 17 κεφαλές που πλαισίωναν τις παρελάσεις του Καρναβαλιού για αρκετές διοργανώσεις. Δυστυχώς όμως καταστράφηκαν όταν κάηκε η αποθήκη της Περιηγητικής μαζί με αρκετό άλλο πολύτιμο, μουσειακό υλικό
Κι έχουν να πουν οι παλιότεροι ότι σε μια παρέλαση ο Βαγγέλης Στεφανάκης, είχε εντυπωσιάσει και εμφανισιακά ως ιππότης σε άλογο ….
Ο ΑΞΕΧΑΣΤΟΣ ΜΑΡΚΟΣ
Εντυπωσιακή πάντα και η παρουσία του αξέχαστου Μάρκου Γιουμπάκη, που πάντα εύρισκε τρόπους να βγάζει γέλιο σε αποκριάτικες παρελάσεις.
Κανένας ,που τα έζησε, δεν μπορεί να ξεχάσει το «δοχείο νυκτός» και τα «λουκάνικα» Κι ακόμα μάλιστα γελάει
Κι εδώ πρέπει να υπογραμμιστεί πως το κάθε τι θέλει τρόπο Ακόμα και το πιο χυδαίο θέμα μπορεί να παρουσιαστεί χαριτωμένο και ξεκαρδιστικό αν ξέρεις να το δώσεις Και ο αξέχαστος Μάρκος ήταν πρύτανης στην καλοπροαίρετη σάτιρα
Εκείνες τις εποχές η χαρισματική σε φωνή και εν γένει καλλιτεχνική φύση, Ευριδίκη Κούνουπα Τζιράκη, περνούσε βδομάδα έντασης Στο κομμωτήριό της συνωθούνταν όλες οι κομψές κυρίες για να χτενιστούν Και να σημειωθεί ότι όλες στην προσπάθειά τους να μη χαλάσουν την κόμμωση ,μέχρι τη βραδιά του χορού που θα πήγαιναν, έχαναν τον ύπνο τους Αλλά μπρος στα κάλλη τι ήταν η ταλαιπωρία; Όσο για την περιζήτητη κομμώτρια παρά την κούραση , μόλις τέλειωνε τη δουλειά της , έσπευδε να φρεσκαριστεί και να τρέξει στα οικογενειακά και άλλα γλέντια όπου το Κουνουπέϊκο πρωταγωνιστούσε με τις αγγελικές φωνές του.
Αλλά το οδοιπορικό μας στο χαρούμενο αυτό παρελθόν του Ρεθύμνου έχει και συνέχεια.
Εύα Λαδιά

Αφήστε μια απάντηση