Με λαμπρότητα οι Κρήτες είχαν τιμήσει την επέτειο της Εθνικής Παλιγγενεσίας το 1930.
Οι πρώτες εκδηλώσεις έγιναν 15 Αυγούστου στα Σφακιά αρχής γενομένης από του Ασκύφου.
Οι περισσότερες βέβαια ήταν μνημόσυνα, καθώς με την απελευθέρωση της υπόλοιπης Ελλάδας, η Κρήτη πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος, για τη συμμετοχή της στην επανάσταση. Και η υπόμνηση αυτή χρειάζεται καθώς, σήμερα, επιφανείς προσωπικότητες, που ανέλαβαν τον επίσημο εορτασμό των 200 χρόνων, αμφισβητούν τη σημαντικότητα της συμμετοχής αυτής.
Στ’ Ασκύφου, υπό τους κρό
τους του παλιού τηλεβόλου και τους ήχους παιάνων εψάλη επιμνημόσυνη δέηση στον ιστορικό πλάτανο, όπου το 1830 ο Μουσταφά Πασάς κρέμασε μεγάλο αριθμό επαναστατών.
Τι τραγική ειρωνεία αλήθεια, ενώ η Ελλάδα ανάσαινε τον αέρα της λευτεριάς, πλήρωναν με τη ζωή τους τόσοι λεβέντες, για το δικαίωμα της Κρήτης να ζει λεύτερη.
Επόμενος σταθμός ήταν η Ίμβρος, όπου μετά τη δοξολογία μίλησε εμπνευσμένα ο Αγαθάγγελος Λαγουβάρδος, που ήταν τότε τοποτηρητής Λάμπης και Σφακίων.
Ο μετέπειτα θρυλικός ηγούμενος Πρέβελη με λόγια μεστά πατριωτισμού συγκίνησε το ακροατήριο μέχρι δακρύων. Στο βήμα του ομιλητή τον διαδέχθηκε ο Σφακιανός στην καταγωγή, αλλά σημαίνουσα προσωπικότητα του Ρεθύμνου, ο δικηγόρος Σταύρος Κελαϊδής, που έδειξε για μια ακόμα φορά πόσο βαθύς γνώστης υπήρξε της τοπικής ιστορίας.
Στεφάνους κατέθεσαν μετά όλες οι αρχές, εκπρόσωποι των Σφακιανών του Ρεθύμνου και της οικογένειας Μαλανδράκη.
Τα στεφάνια του δήμου Ρεθύμνου και στις δύο τελετές κατέθεσε ο Μανούσος Χατζηγρηγοράκης.
Ακολούθησε η παραδοσιακή φιλοξενία των Σφακιανών, που λόγω της επετείου ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο, ενθουσιάζοντας τους εκατοντάδες των επισκεπτών. Δεν έλειψαν και τα ριζίτικα, από δύο ομίλους, που εντυπωσίασαν και που έδωσαν χαρακτηριστικό τοπικό χρώμα στον επίσημο εορτασμό.
Να σημειωθεί ότι αρκετοί Ρεθεμνιώτες είχαν μεταβεί στα Σφακιά για να παραστούν στις εκδηλώσεις αυτές.
Εκδήλωση στον Πρινέ
Από τις επίσημες εκδηλώσεις ήταν κι αυτή που έγινε στον Πρινέ Ρεθύμνου επίσης στις 15 Αυγούστου. Η ιδέα ήταν του προέδρου της Κοινότητας Δημητρίου Μπεμπή εφέδρου υπολοχαγού που είχε προσκαλέσει όλες τις αρχές. Σημειωτέον ότι ανταποκρίθηκαν όλες.
Τιμές απέδωσαν διμοιρία στρατού από το τάγμα Ρεθύμνου που είχε παραταχθεί έξω από την καθεδρική εκκλησία του χωριού, ομάδα προσκόπων και η μουσική του Ορφανοτροφείου.
Στις 5 το απόγευμα ακριβώς άρχισαν να φθάνουν οι τοπικές αρχές. Ο νομάρχης Σταματίου, ο τμηματάρχης Αυτοδιοίκησης Σφακιανάκης και ο Διοικητής Χωροφυλακής Δεληγιαννάκης.
Μετά την ακολουθία οι αρχές μετέβησαν στην πλατεία του χωριού, όπου έγιναν τα αποκαλυπτήρια μαρμάρινης αναθηματικής πλάκας, με τα ονόματα των πεσόντων από Πρινέ, Γεράνι και Βεδέρων κατά τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες. Τα ονόματα είχαν γραφτεί με χρυσά γράμματα.
Συγκινημένος ο Μπεμπής διάβασε τα ονόματα, ενώ οι σάλπιγγες είχαν σημάνει προσοχή, οι στρατιώτες παρουσίαζαν όπλα και οι πρόσκοποι είχαν πάρει θέση χαιρετισμού.
Μετά από κάθε όνομα που φώναζε ο Μπεμπής, ο πρόεδρος των αναπήρων Μαρκάκης αντιφωνούσε τον τόπο που έπεσε καθένας ηρωικά.
Στη συνέχεια ο νομάρχης απεκάλυψε το μνημείο και η τελετή έκλεισε με την ανάκρουση του εθνικού ύμνου.
Ένας νεαρός πήρε μετά θέση στο βήμα του ομιλητή με εμφανές το άγχος από την επισημότητα της στιγμής.
Ήταν ο τελειόφοιτος Γυμνασίου Εμμανουήλ Ματθαίου Τσιριμονάκης, αδελφός πεσόντος σε μάχη που συγκίνησε τους πάντες με την ομιλία του.
Αυτός ο φέρελπις νέος που γεννήθηκε στον Πρινέ το 1913, θα σπούδαζε αργότερα δικηγόρος και θα περνούσε στην ιστορία σαν ένα από τα σημαντικά στελέχη της αντίστασης στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής. Το βιβλίο του «Εθνική Αντίσταση» (1941-1944) θεωρείται από τις πλέον έγκυρες πηγές και απέσπασε ασυνήθιστα ευμενείς κριτικές από σημαντικά πρόσωπα, όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Μανούσος Μανούσακας κ.ά.
Μετά τον νεαρό μαθητή πήρε το λόγο ο έφορος Προσκόπων Ρεθύμνου Μάνος Τσάκωνας, που με το χάρισμα του ομιλητή, που διέθετε, αναφέρθηκε στις μεγάλες στιγμές του Ρεθύμνου κατά την επανάσταση του 1821 με τις οποίες συνδέεται και ο Πρινές με το άξιον τέκνον του Ιερολοχίτη Μάρκο Καλούδη.
Για τον ήρωα αυτό και το κληροδότημα υπέρ του χωριού του έχουμε κάνει αρκετά αφιερώματα που υπάρχουν και στο Πολιτιστικό Ρέθυμνο.
Μετά τις ομιλίες έγινε κατάθεση στεφάνων, ακούστηκε ο ύμνος της Κρήτης και προσφέρθηκαν αναψυκτικά σε όλους που ήρθαν να τιμήσουν την μεγάλη αυτή εκδήλωση. Επί μέρες λάμβαναν το εύσημα για την πρωτοβουλία και την άριστη οργάνωση, ο πρόεδρος Δημήτρης Μπεμπής και οι σύμβουλοι Χαρ. Καλούδης, Δημ. Κατζούρης, Γεώργιος Βερνάδος και Ευάγγελος Κλαψινός.
Σεπτέμβρη μήνα γίνεται γνωστό ότι ο Σύνδεσμος δημοσιογράφων Χανίων, αποφάσισε να οργανώσει στο Ρέθυμνο με την ευκαιρία της εκατονταετηρίδας μια θεατρική παράσταση από θίασο ερασιτεχνών ηθοποιών της πόλης τους με ηθογραφικό θέμα.
Η είδηση συνοδεύεται και από σχόλιο του Πολύβιου Τσάκωνα, που «μαλώνει» τους τοπικούς πολιτιστικούς φορείς για την αδιαφορία που δείχνουν προς το παρόν, ενώ αυτοί θα έπρεπε να πάρουν τέτοιες πρωτοβουλίες.
Ήταν μάλλον αυστηρός στην κρίση του αυτή ο αξέχαστος στυλοβάτης του πνευματικού Ρεθύμνου γιατί όλοι ετοιμάζονταν για την κορύφωση των εκδηλώσεων σε συνδυασμό με τις εκδηλώσεις για την επέτειο της Αρκαδικής Εθελοθυσίας.
Παραμονές κυριαρχούν στον τοπικό τύπο παραινέσεις προς τους Ρεθεμνιώτες να δώσουν το επίκαιρο χρώμα με το σημαιοστολισμό οικιών και καταστημάτων.
Στις 9 Νοεμβρίου γίνεται η λαμπρή τελετή στην πλατεία του Άγνωστου Στρατιώτη με την αποκάλυψη και του αγάλματος. Να θυμίσουμε ότι τότε η θέση του αγάλματος ήταν απέναντι από το πέλαγος.
Να τονίσουμε επίσης την ακριβή ημερομηνία, γιατί άλλες πηγές αναφέρουν ότι τα αποκαλυπτήρια έγιναν στις 8 Νοεμβρίου. Ήταν στις 9 Νοεμβρίου 1930 σύμφωνα και με το πλήρες ρεπορτάζ της εφημερίδας «Εφημερίς των Συζητήσεων» του Πολύβιου Τσάκωνα.
Είχε παραταχθεί από τις 9.30 το πρότυπο τάγμα Ευζώνων, του 44ου Τάγματος και της μοίρας Πυροβολικού υπό το γενικό πρόσταγμα του ταγματάρχου Φουντουλάκη.
Είχαν παραταχθεί επίσης τρεις ομάδες προσκόπων με επικεφαλής τον Στυλ. Παπαδάκη και σχολεία.
Τιμές απέδιδαν επίσης η μουσική της Μεραρχίας Κρήτης και του Ορφανοτροφείου.
Στην επιμνημόσυνη δέηση εκτός από το ιερατείο της πόλης συμμετείχε και Αρμένιος ιερέας.
Τον πανηγυρικό εκφώνησε ο τότε πρόεδρος των εφέδρων αξιωματικών Πολύβιος Τσάκωνας. Ήταν ένας λόγος εμπνευσμένος, μέρος του οποίου υπάρχει στο συμφωνικό έργο του Μπάμπη Πραματευτάκη «Προμάχων Αίνος».
Στην κατάθεση στεφάνων προκάλεσαν συγκίνηση οι προσφωνήσεις του γυμνασιάρχη Μιχαήλ Πρεβελάκη, που τόνισε ότι μεταξύ των νεκρών των πολέμων υπήρξαν και μαθητές αλλά και του προσκόπου Γεωργίου Ιωάννου Γιαννούλη, που με ποιητικό τρόπο απευθύνθηκε στους ένδοξους νεκρούς.
Ξεχώριζε το Ρέθυμνο
Την ίδια περίοδο γίνονταν παρόμοιες εκδηλώσεις σε 87 πόλεις της χώρας.
Κατά γενική ομολογία πάντως το Ρέθυμνο ξεχώριζε και σε θεματική εκδηλώσεων αλλά και σε άριστη οργάνωση.
Ο πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής Ελλάδος, Ιωάννης Δαμβέργης είχε τονίσει χαρακτηριστικά ότι μόνο η Τρίπολις «μπορεί να διαμφισβητήσει τα πρωτεία εις το Ρέθυμνον, δια την τάξη και την μεγαλοπρέπειαν της εορτής…».
Αυτό βέβαια οφείλετο κυρίως στον νομάρχη Σταμάτη Σταματίου τον γνωστό ΣΤΑΜ ΣΤΑΜ της Ελληνικής Λογοτεχνίας που ήξερε να αξιοποιεί τις καλλιτεχνικές και πνευματικές δυνάμεις του τόπου.
Επειδή είναι άγνωστος στους πολλούς αξίζει να σταθούμε λίγο στην προσωπικότητά του.
Ένας σπουδαίος άνθρωπος
Ο Σταμάτης Σταματίου, γνωστότερος ως Σταμ. Σταμ. όπως υπέγραφε τα κείμενά του, γεννήθηκε το 1881 στη Ναύπακτο.
Σε ηλικία 14 ετών πήγε στην Αθήνα, όπου τελείωσε τις γυμνασιακές σπουδές του στο Λεόντειο Λύκειο και φοίτησε κατόπιν στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, με τα λεφτά που έβγαζε από την εργασία του.
Διακρίθηκε ως δημοσιογράφος, ευθυμογράφος και σκιτσογράφος.
Σε νεαρή ηλικία άρχισε να δημοσιεύει σκίτσα στη «Διάπλαση των Παίδων», αλλά και λογοτεχνικά κείμενα. Λίγο αργότερα προσελήφθη στην εφημερίδα «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη, όπου αργότερα έγινε και διευθυντής. Συνεργάσθηκε και με άλλες εφημερίδες και περιοδικά, όπως η «Πατρίς», το «Έθνος», το «Μπουκέτο», η «Πρωία», η «Έδεσσα κ.λπ.
Ο Σταματίου διακρίθηκε για το πηγαίο χιούμορ του, διαλέγοντας στα ευθυμογραφήματά του ως ήρωες πνευματώδεις και γραφικούς τύπους της ελληνικής υπαίθρου ή αφηγούμενος ιστορίες από το Στρατό, που τα χρόνια εκείνα είχε μεγάλη συμμετοχή σε πολεμικές επιχειρήσεις.
Ο πρώτος τόμος των Απάντων του με τίτλο «Ιστορίες του Χωριού» κυκλοφόρησε το 1946, αλλά ο Σταματίου δεν πρόλαβε να τα δει τυπωμένα γιατί πέθανε εκείνη τη χρονιά. Προλόγιζε ο Δημήτρης Ψαθάς, που είχε χαρακτηρίσει τον συγγραφέα «καλόκαρδο σατιρικό». Το 1973 κυκλοφόρησε και ο τόμος με τίτλο «Εύθυμα και Σατιρικά».
Ο Σταματίου υπηρέτησε ως στρατιώτης στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο και ως έφεδρος δεκανέας στο Β’ Βαλκανικό Πόλεμο παίρνοντας μέρος σε πολλές μάχες.
Στη Στρώμνιτσα έγινε ήρωας…
Διακρίθηκε ιδιαίτερα στη μάχη της Στρώμνιτσας, όταν στις 10 Ιουλίου 1913, έβλεπε ότι στο αντίπαλο βουλγαρικό τμήμα με το οποίο πολεμούσαν υπήρχε μια κόκκινη σημαία. Αυτή η σημαία τον προκάλεσε και τον εκνεύρισε. Έτσι, αποφάσισε να την πάρει. Ρίχτηκε στην μάχη που γινόταν με ξιφολόγχες, σώμα με σώμα, πάλεψε με τον βούλγαρο σημαιοφόρο, και την άρπαξε αν και δέχτηκε πολλά χτυπήματα. Αυτή η σημαία ήταν για τον Σταματίου το μεγάλο λάφυρο. Τιμητικά προήχθη σε λοχία για την ανδρεία του.
Η κόκκινη σημαία, που άρπαξε στη μάχη ο Σταματίου, σήμερα φυλάσσεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας. Ανήκε στη Αρμενική Λεγεώνα, ένα σώμα Αρμένιων εθελοντών της Βουλγαρίας και έχει διαστάσεις 0,96Χ1,34 μ.
Ο Σταματίου στο δημόσιο βίο
Ο Σταμάτης Σταματίου υπήρξε έμπιστος του Ελευθερίου Βενιζέλου και ανέλαβε διάφορες σημαντικές κρατικές θέσεις.
Μεταξύ άλλων υπηρέτησε στο γραφείο Τύπου της Γενικής Διοίκησης Ηπείρου. Ως υποδιοικητής στο Σιδηρόκαστρο. Το Σεπτέμβριο του 1915 τοποθετήθηκε στο Καστελλόριζο και το 1916 ως νομάρχης στην Καστοριά.
Προσχώρησε στο Κίνημα Εθνικής Άμυνας, και εξ αυτού του λόγου παύθηκε από την κυβέρνηση της Αθήνας. Το 1918 ανέλαβε νομάρχης Φλώρινας και στη διετία 1919-1920 νομάρχης Πέλλας. Όταν το 1920 ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές και ανέλαβαν οι Λαϊκοί, παύθηκε από την νομαρχία, στην οποία επανήλθε κατά τη διάρκεια της επαναστατικής κυβέρνησης των Γονατά – Πλαστήρα (1922-1923). Κατά την περίοδο αυτή ειδικά, βοήθησε αποφασιστικά τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής και του Πόντου να χτίσουν τα σπίτια τους αρχίζοντας μια νέα ζωή στις καινούργιες πατρίδες. Επέβλεπε ο ίδιος τα έργα και επικοινωνούσε με τους πρόσφυγες για τα προβλήματά τους. Το 1924-1925 ανέλαβε νομάρχης Δράμας και παύθηκε αργότερα από τη δικτατορία του Θεόδωρου Πάγκαλου. Το 1930-1933 ήταν νομάρχης Ρεθύμνου.
Στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940, έστελνε ανταποκρίσεις από το Πόγραδετς.
Νυμφεύθηκε με την Εδεσσαία Θεανώ Δώδου το 1922.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής άρχισε η επιδείνωση της υγείας του. Πέθανε σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης τον Οκτώβριο του 1946.
Ήταν μέλος της Ενώσεως Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών και του Συνδέσμου Σκιτσογράφων.
Για τη εθνική προσφορά του το 1919 του είχε απονεμηθεί ο Αργυρός Σταυρός του Τάγματος του Σωτήρος. Ως νομάρχης Φλώρινας το 1918 τιμήθηκε από την Γαλλική κυβέρνηση με τον τίτλο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής.
Οι συντελεστές της μεγάλης επιτυχίας
Στη επιτυχία όμως των εκδηλώσεων συνέβαλαν και άλλοι Ρεθεμνιώτες. Αξίζει να τους αναφέρουμε. Ήταν λοιπόν οι Ευάγγελος Μουνδριανάκης, Αλκής Μυσιρλίδης και Ιωάννης Καρατζάς που ξόδεψαν πολύ χρόνο και δυνάμεις για τη διακόσμηση της πόλης. Σε μια εποχή που δεν υπήρχαν οι δυνατότητες να υποστηριχθεί με τεχνικά μέσα μια τέτοια κοπιώδης προσπάθεια. Σκεφτείτε πόσο κόπο απαιτούσε μια απλά ανάρτηση από τη στιγμή που ο «γερανός» ήταν κάτι εντελώς άγνωστο.
Ο λοχίας Σαραντινός που είχε πάρει πάνω του όλη την ευθύνη συντονισμού της Λέσχης για την φιλοξενία των επισήμων.
Από τους «μάρτυρες» της διοργάνωσης φαίνεται να ήταν ο Γραμματέας της Επιτροπής Αικατερινίδης, που μάλλον πως ήταν ο «σάκος του μποξ» για την εκτόνωση των μελών της Επιτροπής σε κάθε αστοχία. Κι όμως, όπως αναφέρει ο σχολιαστής, δεχόταν τα πάντα με ένα γλυκό και «αιώνιο» χαμόγελο. Ο σκοπός μετρούσε. Και η πόλη έπρεπε να διακριθεί.
Στη χορεία των θριαμβευτών και οι πρόσκοποι των οποίων οι αρχηγοί: Παπαδάκης Στ., Βουρλάκης Γ., Πατριαρχέας Β., Γεωργουλάκης Ν. και οι υπαρχηγοί Γαβαλάς Μ., Δαφέρμος Ι. και Τσάκωνας Φώτιος δέχτηκαν δημόσια πολλούς επαίνους.
Για την άψογη εμφάνιση των μαθητών έλαβε τα εύσημα ο γυμναστής Κουράκης. Αλλά και η δασκάλα Δροσάκη, (δεν αναφέρονται τα μικρά ονόματα) επαινέθηκε για την ωραία εμφάνιση των μαθητριών με τα εθνικά χρώματα.
Διακρίθηκε επίσης ο καθηγητής Πατριαρχέας για την ωραία θεατρική παράσταση που οργάνωσε με ένα έργο του Φρέρη στο πλαίσιο των εκδηλώσεων.
Εύφημο μνεία διαβάζουμε και για τους κατοίκους Περιβολίων, Μαρουλά, Χρωμοναστηρίου, Ρουσοσπιτίου, Πλατανέ, Μυσσιρίων, Άδελε, Πηγής, Μέσης, Κυριάννας, Καβουσίου και Αμνάτου που με τις αψίδες και τον όλο διάκοσμο που επιμελήθηκαν έδωσαν τον πανηγυρικό χαρακτήρα στις εκδηλώσεις όταν επίκεντρο έγινε με τη σειρά της η Μονή Αρκαδίου.
Ήταν εντυπωσιακό πράγματι το πέρασμα προς Αρκάδι με τόσο πανηγυρικό διάκοσμο και μάλιστα εξαιρετικής αισθητικής.
Οι μοναχοί Αρκαδίου με τον ηγούμενό τους Αμβρόσιο Ζαχαράκη έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους για να μείνει έντονη η μνήμη από το προσκύνημα στο ιστορικό μοναστήρι όλων των επισήμων.
Τέλος δεν έμεινε παραπονεμένη η Χωροφυλακή. Επαινέθηκαν οι υπηρεσίες που πρόσφερε με την εποπτεία του Ταγματάρχη Σταυρόπουλου.
Ειδική εύφημος μνεία και στον Ανθυπομοίραρχο Παπουτσάκη, που επιμελήθηκε την τροχαία κίνηση με τόση ευσυνειδησία που απεδείχθη εφάμιλλος ευρωπαϊκής υπηρεσίας.
Πώς ήταν άραγε η ατμόσφαιρα στο Ρέθυμνο όταν ετοιμάζονταν οι εκδηλώσεις που συνδυάζονταν με τις καθιερωμένες για την επέτειο του Αρκαδίου;
Από διάφορες αιχμές σε σχετικά δημοσιεύματα φαίνεται πως αρκετές φορές η Οργανωτική Επιτροπή βρέθηκε προ αδιεξόδου εξαιτίας κάποιων συγκρούσεων μεταξύ των μελών. Αυτό είναι σύνηθες σε ομάδες ανθρώπων που σέβονται την αποστολή τους και πρεσβεύουν ότι εχθρός του καλού είναι το καλύτερο.
Στην εποχή που μιλάμε τα αξιώματα δίδονταν αναλόγως προσόντων. Τα μέλη της επιτροπής ήταν οι κορυφαίοι του πνεύματος και της διανόησης. Είχαν άποψη. Είχαν γνώση του αντικειμένου. Η συμμετοχή τους σε μια επιτροπή δεν ήταν ανταπόδοση πολιτικής υποστήριξης ή καλών δημοσίων σχέσεων. Γι’ αυτό κάποτε η συμμετοχή σε μια επιτροπή καλλιτεχνική κυρίως ήταν μεγάλη αναγνώριση ικανοτήτων και ανάλογης εμπειρίας για την επιτυχία του στόχου.
Η διακόσμηση της πόλης είχε γίνει με δαπάνες του δήμου και είχε ανατεθεί το βαρύ καθήκον της εποπτείας στο Μάνο Τσάκωνα, γνωστό και μη εξαιρετέο για την υψηλή αισθητική που τον χαρακτήριζε.
Εκείνος για καλύτερο αποτέλεσμα ζήτησε και είχε τη συνδρομή δυο ακόμα συμπολιτών με καλλιτεχνική φύση Ήταν κάποια δις Π. Παυλάκη και κάποιος κύριος Σκεπασιανός αγνώστων λοιπών στοιχείων.
Η επιλογή πάντως του Τσάκωνα ήταν απολύτως σωστή αν κρίνουμε από το αποτέλεσμα που δέχτηκε τις πιο θερμές κριτικές.
Η Αρκαδίου είχε διακοσμηθεί από το ένα άκρο μέχρι το άλλο με γιρλάντες από μυρτιές και μορφές αγωνιστών μέσα σε στεφάνια.
Μια αψίδα να φανταστούμε ήταν όλη αυτή η κεντρική οδός της πόλης που τόνιζε τη μεγάλη επισημότητα της εορτής. Αψίδες είχαν τοποθετηθεί και στην αποβάθρα προ του δημαρχείου και στην αρχή της οδού Γιαμπού. Η προκυμαία Ελευθερίου Βενιζέλου ήταν κι αυτή γεμάτη σημαίες και μυρτοστόλιστη με ωραίους συνδυασμούς.
Στην όλη προετοιμασία έβαλαν το χεράκι τους και οι περίοικοι που η όλη ατμόσφαιρα τους ανέβαζε τη διάθεση σπάζοντας τη ρουτίνα της καθημερινότητας.
Από την παραμονή των εκδηλώσεων άρχισε να συρρέει κόσμος από την ενδοχώρα του νομού. Είχαν αρχίσει να καταφθάνουν και οι αρχές από την άλλη Κρήτη. Ο γενικός διοικητής Κρήτης Κατεχάκης, οι νομάρχες Ηρακλείου και Λασιθίου, ο δήμαρχος Χανίων Ιωάννης Μουντάκης, με αντιπροσωπεία από το δημοτικό συμβούλιο, δήμαρχος Αγίου Νικολάου Εμμ. Σκύβαλος, με ένα δημοτικό σύμβουλο, ο γενικός επιθεωρητής Παιδείας Κρήτης, και φυσικά οι βουλευτές Σκουλάς και Ασκούτσης.
Για τη φιλοξενία τους είχαν ανοίξει τα σπίτια των οικογενειών της πόλης που είχαν αυτή τη δυνατότητα. Εκεί οδηγούσαν τους ξένους μέλη του Γυμναστικού Ομίλου που είχαν εκπαιδευτεί προηγουμένως για το σκοπό αυτό προκειμένου να κάνουν στους επίσημους καλεσμένους μας και μια μικρή ξενάγηση στην πόλη.
Ενθουσιώδης υποδοχή
Στις 6 του Νοέμβρη 1930 κατέπλευσε το ατμόπλοιο «Άφοβος», στο οποίο επέβαινε λόχος προτύπου τάγματος ευζώνων με τη μουσική τους. Ήταν συνολικά 150 άνδρες.
Σ’ αυτούς επιφυλάχθηκε ενθουσιώδης υποδοχή εν μέσω κωδωνοκρουσιών από τον νομάρχη, τον δήμαρχο και τα σχολεία της πόλης που είχαν παραταχθεί στην αποβάθρα. Μαζί τους κι ένα πλήθος κόσμου που δεν ήθελε να χάσει το εντυπωσιακό θέαμα.
Την επομένη στις 6.30 το πρωί οι μπάντες της Φρουράς Χανίων, των Ευζώνων και του Ορφανοτροφείου περιήλθαν την πόλη παιανίζοντας τον εωθινό. Την ίδια ώρα ακούστηκαν και 21 κανονιοβολισμοί από τα πυροβόλα της μοίρας Πυροβολικού, που είχε μετασταθμεύσει για το σκοπό αυτό από τα Χανιά. Στις 7.30 κατέπλευσε και το εύδρομον «Έλλη». Εδώ χρειάζεται η συνδρομή της πνευματικής μας ηγεσίας γιατί είναι σπουδαίο να διευκρινιστεί αν το πλοίο ήταν αυτό που δέκα χρόνια αργότερα τορπιλίστηκε από τους Ιταλούς στην Τήνο ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο. Η θέα του πλοίου έδωσε το σύνθημα για να συγκεντρωθούν αρχές και κοινό στην αποβάθρα.
Είχαν το λόγο τους. Σε λίγο θα υποδέχονταν τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Μπορεί σήμερα να ακούγεται υπερβολικό, αλλά για τους Ρεθεμνιώτες η άφιξη του Εθνάρχη που λάτρευαν ήταν ένα μεγάλο γεγονός. Πράγματι στις 8.15 αποβιβάζεται ο Βενιζέλος, ενώ ο τόπος σείεται κυριολεκτικά από τις ζητωκραυγές. Εκτός από στρατιωτική και πολιτική ηγεσία τον συνοδεύουν ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Γεώργιος Χατζηδάκης, ο διευθυντής του Λογιστηρίου του υπουργείου Γεωργίας Β. Λαμπρινάκης ως εκπρόσωπος του εν Αθήναις Συλλόγου Ρεθυμνίων «Το Αρκάδι» και επτά δημοσιογράφοι απεσταλμένοι ισάριθμων εφημερίδων της Αθήνας.
Ο Βενιζέλος μετά την υποδοχή κατευθύνθηκε στο δημαρχείο από τον εξώστη του οποίου παρακολούθησε μεγαλειώδη παρέλαση.
Στο πέρασμα των αγωνιστών απευθύνει σύντομο χαιρετισμό τονίζοντας τη σημασία να τιμάς μια τέτοια επέτειο κάνοντας προσκύνημα στο Αρκάδι και εξέφρασε την ευγνωμοσύνη σε κείνους που με τον αγώνα τους μας χάρισαν τη λευτεριά μας.
Σε λίγο ένα θέαμα θα τον αφήσει άναυδο. Μαθήτριες περνούν έχοντας σχηματίσει την ελληνική σημαία. Μια εξαιρετική ιδέα της δασκάλας Ευαγγελίας Δροσάκη που καταχειροκροτήθηκε.
Κι ήταν φυσικό γιατί ήταν θέαμα μοναδικό για μια μικρή πόλη στερημένη από ευκαιρίες μεγάλης καλλιτεχνικής έκφρασης.
Μετά την παρέλαση ακολούθησε πρόγευμα και κατά τις 9:00 το πρωί ξεκίνησαν όλοι για το Αρκάδι.
Εδώ πήραν τη σκυτάλη οι κάτοικοι των χωριών από όπου περνούσαν οι επίσημοι. Οι κοινότητες Χρωμοναστήρι, Ρουσσοσπίτι, ο Αθλητικός Όμιλος Άρης Περιβολίων είχαν στήσει αψίδες λίγο έξω από την πόλη στη θέση Δεληγεωργιανά. Αψίδες υπήρχαν παντού Περιβόλια, Μισσίρια, Πλατανές, Μαρουλάς, Προσφυγικός συνοικισμός Τσεσμέ. Στα χωριά Άδελε, Πηγή, Μέση και Κυριάννα οι κάτοικοι έραιναν το πέρασμα των επισήμων με φύλλα δάφνης μαζί με τους μαθητές που είχαν παραταχθεί κατά μήκος του δρόμου. Στο Άδελε έγινε μια στάση για να τιμηθεί η μνήμη του πυρπολητή Κωστή Γιαμπουδάκη.
Στην Αμνάτο υποχρεώθηκαν τα αυτοκίνητα να σταματήσουν για να συνεχίσουν με υποζύγια πλέον οι επίσημοι την διαδρομή τους μέχρι το Αρκάδι. Δεν υπήρχε δρόμος όπως σήμερα.
Σε μια σπουδαία ημερίδα που είχε γίνει στο Σπίτι του Πολιτισμού με θέμα «Ελευθέριος Βενιζέλος και Ρέθυμνο» ακούστηκαν εξαιρετικά ενδιαφέρουσες εισηγήσεις. Τότε ο αξέχαστος Γιώργης Αγγελιδάκης μετέφερε τις αναμνήσεις του, καθώς είχε τύχει μικρό παιδί να παρακολουθεί τις εκδηλώσεις αυτές. Ακούστηκε και ένα ακόμα χαριτωμένο στιγμιότυπο που παραθέτουμε. Ο αξέχαστος γιατρός με το γνωστό χιούμορ που διέθετε μετέφερε τον προβληματισμό των παραγόντων για το υποζύγιο που θα χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά του Εθνάρχη. Η επιλογή είχε καταντήσει ολόκληρο ζήτημα. Είχε πει σχετικά ο γιατρός:
«Από κει και πέρα (από Αμνάτο) δεν υπήρχε δρόμος. Κάμανε τότε τη σκέψη που να τον βάλουνε. Να τον βάλουμε σ’ ένα άλογο; κι αν το άλογο τόνε ρίξει; Να τον βάλουμε σ’ ένα γάιδαρο; Δεν ταιριάζει κοτζάμ Βενιζέλος να καβαλικεύει γάιδαρο. Έτσι τον βάλανε σ’ ένα μουλάρι». Όση ώρα ο Βενιζέλος ήταν πάνω στο μουλάρι τέσσερις άνθρωποι ήταν γύρω του να τον προσέχουν. Μετά το Αρκάδι, ο τότε δήμαρχος Ρεθύμνης, Τίτος Πετυχάκης, τον πήγε στον μετέπειτα κήπο της πόλης, ο οποίος τότε ήταν τούρκικο νεκροταφείο και «το χαλούσε ο δήμαρχος για να το κάνει δημοτικό κήπο». Ο δήμαρχος κάθε φορά που ήθελε να δείξει κάτι στο Βενιζέλο, έβαζε το καπέλο του. «Τόνε σκουντήξανε τότε και του λένε «βγάλε το καπέλο». Το ίδιο έγινε και τη δεύτερη φορά. Την τρίτη φορά που έβαλε το καπέλο και του είπαν «βγάλε το καπέλο» λέει «αϊ στο διάολο για καπέλο» και τού ‘δωκε μια και το πέταξε πέρα».
Οι εκδηλώσεις στο μοναστήρι
Στο ιστορικό μοναστήρι τους υποδέχτηκαν ο Μητροπολίτης Τιμόθεος, ο τοποτηρητής Λάμπης και Σφακίων Αγαθάγγελος, ο ηγούμενος Διονύσιος Ψαρουδάκης και όλη η αδελφότητα της μονής και ιερατείο από άλλες περιοχές.
Μετά τη δοξολογία με το ιστορικό λάβαρο να προπορεύεται οι επίσημοι και οι αρχές κατευθύνθηκαν στο Ηρώο της Μονής. Μετά από την επιμνημόσυνη δέηση και τους 12 κανονιοβολισμούς μίλησε ο Τιμόθεος σαγηνεύοντας το ακροατήριό του. Ο λόγος του εκείνη την ημέρα ήταν ιδιαίτερα εμπνευσμένος. Ακολούθησε κατάθεση 89 συνολικά στεφανιών και στη συνέχεια ο Ελευθεριος Βενιζέλος κατέθεσε το θεμέλιο λίθο του Ιστορικού Κρητικού Μουσείου.
Παρετέθη η καθιερωμένη μακαρία στην τράπεζα της μονής. Μετά το γεύμα που είχε βέβαια και τις απαραίτητες προσφωνήσεις και αντιφωνήσεις, προπόσεις και ευχές ο Βενιζέλος δεν μπορούσε να μην ικανοποιήσει παράκληση των αγωνιστών που ήθελαν μια αναμνηστική φωτογραφία μαζί του. Μετά τη φωτογράφηση ήρθε η ώρα της επιστροφής στο Ρέθυμνο. Μόλις έφθασαν ο Εθνάρχης πήγε στο σπίτι του Μάνου Τσάκωνα για λίγη ανάπαυση και μετά μετέβη στο δημαρχείο, όπου θα δινόταν δεξίωση. Αμέσως μετά ο Βενιζέλος είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει στο Ιδαίον Άντρον το έργο «Μπροστά στο θάνατο» του Φρέρη που παρουσίασαν μαθητές και μαθήτριες υπό την καθοδήγηση του καθηγητή τους Πατριαρχέα. Ακολούθησαν ζωντανές εικόνες που είχε επιμεληθεί η Π. Παπαδάκη, εντυπωσιακές όπως κάθε δημιουργία της ταλαντούχου εκπαιδευτικού.
Επιστροφή ξανά στο Δημαρχείο, όπου ο Βενιζέλος παρακολούθησε λαμπαδηφορία στρατού και μαθητών. Το επίσημο δείπνο δόθηκε στη Στρατιωτική Λέσχη.
Στις προπόσεις που έγιναν ο Εμμ. Γενεράλης ζήτησε από τον Βενιζέλο να πάρει επίσημο χαρακτήρα η επέτειος του Αρκαδίου, όπως είχε γίνει για την επέτειο του Μεσολογγίου. Ο Βενιζέλος διαβεβαίωσε ότι θα εξετάσει το αίτημα που το βρήκε δίκαιο.
Στην δική του ομιλία ο Βενιζέλος τόνισε και τα εξής:
«Με πολλήν χαράν επισκέπτομαι το νομόν Ρεθύμνης ασχέτως με την ιεράν εντολήν που μας εκαλεί εις το Μεγάλο μας Αρκάδι. Ο κ. δήμαρχος εξήρε το γεγονός ότι ενώ φροντίζω δια να παγιώσω την ειρήνην, πηγαίνω και προσκυνώ τους τάφους εκείνων που μας εχάρισαν την ελευθερίαν. Αλλά που υπάρχει αντίθεσις; Είνε άξιο ευγνωμοσύνης οι εργασθέντες την ανεξαρτησίαν του έθνους μας, Αλλά την ελευθερίαν μας εχάρισαν διατί; Δια να επιτιθέμεθα οι μεν κατά των άλλων εσαεί ή δια να κρεμάμε το ζωνάρι μας μήπως το πατήση κανείς απρόσεκτος και τον σκοτώσουμε.
Ηθέλαμεν ν’ απαλλαγώμεν από ένα ζυγόν και να οργανώσωμεν ένα κράτος ικανόν να αναπτύξει τας δυνάμεις μας, τας αρετάς της ψυχής, τον πλούτον της χώρας και να δώσει την ευημερίαν εις τον Λαόν. Εις τα όρια που διέγραψε η ζωτικότης του Ελληνικού Λαού αποκατεστάθη το Κράτος δυνάμενον ν’ αφωσιωθή εις τα έργα ειρήνης. Εις την Άγκυρα είπα εις τον Κεμάλ, ότι είμαι υπερήφανος δια την ιστορία του Λαού μου. Ήλθε ο καιρός να ξεχάσωμε τα περασμένα. Αι περιστάσεις άλλαξαν και έπρεπε ν’ αλλάξη και η πολιτική μας. Και μ’ εχειροκρότησαν. Είμαι ευτυχής διότι και κατά την επίσκεψίν μου αυτήν διεπίστωσα ότι τα αισθήματα των συμπολιτών μας προς την Κυβέρνησιν μου διατηρούνται αμείωτα. Υψώ το ποτήριον υπέρ της πόλεως και του νομού Ρεθύμνης».
Κατά τις 11:00 το βράδυ αυτής της τόσο γεμάτης μέρας ο Εθνάρχης με την ακολουθία του ετοιμάστηκε για επιστροφή στην Αθήνα. Στην προκυμαία είχε και πάλι συγκεντρωθεί πλήθος κόσμου για να τον αποχαιρετήσει, ενώ η νύχτα έγινε μέρα από πυροτεχνήματα κατά την επιβίβαση του Βενιζέλου στην ατμάκατο που θα τον μετέφερε στο πλοίο «Έλλη».
Εκείνη τη νύχτα η πόλη φωταγωγήθηκε με μοναδικό τρόπο. Ήταν ο λαμπρός επίλογος ενός σπουδαίου εορτασμού που άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις σε όλους.
– Ούτε ο καύσωνας εμπόδισε τους χιλιάδες προσκυνητές να παραστούν
Το Μελιδόνι δεν μπορούσε να λείπει από το επίσημο πρόγραμμα, αφού εκεί είχε γραφτεί μια ακόμα συγκλονιστική σελίδα εθελοθυσίας όταν οι Τούρκοι προσπαθούσαν να καταστείλουν την επανάσταση στο Μυλοπόταμο.
Ας αφήσουμε και σήμερα τη φαντασία μας να γυρίσει πίσω στο χρόνο και να ζήσουμε την ατμόσφαιρα στο Μελιδόνι, που είχε την τιμητική του την Κυριακή 17 Αυγούστου 1930.
Από τα ξημερώματα ξεκίνησαν οι αρχές για το ιστορικό χωριό άλλοι έφιπποι και άλλοι με αυτοκίνητα. Ήταν από την πόλη και όλα τα χωριά του νομού.
Στην αψίδα που είχε στηθεί στο Πέραμα περίμενε ο βουλευτής, Βασίλης Σκουλάς, να υποδεχτεί τον υπουργό Γενικό Διοικητή Κρήτης Πετυχάκη που έφθασε κατά τις 10:00 το πρωί συνοδευόμενος από τον Επίσκοπο Τιμόθεο και τον Νομάρχη Σταμάτη Σταματίου.
Μετά τις σύντομες προσφωνήσεις συνέχισαν όλοι για Μελιδόνι. Εκεί τους περίμεναν νέοι και νέες με τοπικές φορεσιές. Εντυπωσιακές ήταν οι γυναικείες φορεσιές των Ανωγείων με το μαχαιρίδιο στη μέση, όπως τονίζει στο ρεπορτάζ του ο ρεπόρτερ της εποχής, αναφέροντας και τα ονόματα των κυριών και δεσποινίδων που αποτελούσαν την αντιπροσωπεία από το ιστορικό κεφαλοχώρι.
Ήταν: Χαρίκλεια Σαλούστρου, Ροξάνη Σπιθούρη, Ελευθερία Μανουρά, Ελένη Σαλούστρου, Ζαφειρένια Τρούλη, Ελένη Καλλέργη, Μαργαρί Σμπώκου, Ειρήνη Μανούσου και οι νεαρότερες Ελένη Σκουλά, Ειρήνη Σκουλά, Ελένη Σαλούστρου, Βιργινία Σαλούστρου, Περσεφόνη Σκουλά, Μαρία Καλλέργη και Ασημένια Ανδρεαδάκη.
Η εκδήλωση στο σπήλαιο
Εψάλη πρώτα η δοξολογία στον κεντρικό ναό του χωριού και στη συνέχεια ο δικηγόρος Αντώνης Καλαϊτζάκης εκφώνησε τον πανηγυρικό της ημέρας.
Ένα τηλεβόλο λείψανο κρητικών επαναστάσεων με τους κανονιοβολισμούς του έδωσε ένα πανηγυρικό χρώμα στην ατμόσφαιρα. Κατά τις 11.15 άρχισαν την ανάβαση στο σπήλαιο. Μέσα στην καρδιά του Αυγούστου με ζέστη αφόρητη ήταν μαρτυρική η πορεία για όλους. Αποτελούσε όμως προσκύνημα στην μνήμη των γενναίων που τέλειωσαν τη ζωή τους στο σπήλαιο για να ταπεινώσουν τον βάρβαρο πολιορκητή. Το ίδιο μαρτυρική ήταν και η κατάβαση στο σπήλαιο που το 1930 δεν είχε καμιά από τις παρεμβάσεις που κάνουν την πρόσβαση ευκολότερη.
Οι δυσκολίες αυτές πρόσθεσαν άγχος στην οργανωτική επιτροπή. Πώς θα κατέβαινε τόσος κόσμος στο σπήλαιο; Ξεπερνούσαν τους 3.000 οι προσκυνητές.
Αναγκάστηκαν να μοιραστούν τον προβληματισμό τους με τον Κατεχάκη κι εκείνος χωρίς δεύτερη σκέψη διέταξε να απαγορευθεί η κάθοδος όλων για να μην υπάρξουν ατυχήματα και από ασφυξία.
Θα κατέβαινε μόνο η επίσημη αντιπροσωπεία. Έτσι κι έγινε. Θα αναρωτηθεί ο σημερινός αναγνώστης, πώς φωτίστηκε η κάθοδος εκείνη την εποχή;
Είχε αναλάβει κάποιος εμποροβιομήχανος από το Πάνορμο ονόματι Μελιδόνης να κάνει την εγκατάσταση με μερικούς λαμπτήρες που δημιούργησαν όμως μια εξαιρετικά επιβλητική ατμόσφαιρα, καθώς το φως έπεφτε στους σταλαχτίτες.
Εκεί στο κενοτάφιο τελέστηκε με βαθειά κατάνυξη η δέηση για τις ψυχές των μαρτύρων και στη συνέχεια μίλησε ο Επίσκοπος Τιμόθεος περιγράφοντας με την ρητορική του δεινότητα το χρονικό της θυσίας και προκαλώντας ρίγη συγκίνησης στους ακροατές.
Ακολούθησε κατάθεση στεφάνων από τις αρχές. Στεφάνι εκ μέρους του Συλλόγου Ρεθυμνίων «το Αρκάδι» κατέθεσε ο Ιωάννης Δρουλίσκος.
Γύρω στις 2:00 το μεσημέρι άρχισαν να ανεβαίνουν προς την έξοδο οι επίσημοι. Έξω από το σπήλαιο αναφέρθηκε στο χρονικό της ημέρας και ο καθηγητής Δαφέρμος με λόγια που φόρτιζαν το πατριωτικό αίσθημα.
Στις 3:00 πλέον το μεσημέρι, κατάκοποι αλλά ικανοποιημένοι που έφεραν σε πέρας μια τόσο δύσκολη αποστολή χρέους και τιμής, επέστρεψαν στο Μελιδόνι οι επίσημοι, όπου και παρεκάθισαν σε πλούσιο γεύμα απολαμβάνοντας την παραδοσιακή φιλοξενία της περιοχής. Το γεύμα δεν αφορούσε μόνο τους επισήμους. Αυτοί κάθισαν στο επίσημο τραπέζι. Οι υπόλοιποι προσκυνητές μοιράστηκαν στα σπίτια του χωριού. Κάθε οικογένεια είχε αναλάβει να φροντίσει, ώστε κανένας προσκυνητής να μην φύγει παραπονεμένος. Πήγε 6:00 το απόγευμα για να σηκωθούν από το τραπέζι και κατά τις 8:00 είχαν φθάσει οι επίσημοι στο Ρέθυμνο έχοντας απολαύσει ένα θαυμάσιο Αυγουστιάτικο απόγευμα.
Ο Εορτασμός στο Αμάρι
Από τον εορτασμό δεν θα μπορούσε να λείψει το Αμάρι. Σε ένα μεστό περιεχομένου ρεπορτάζ παίρνουμε λίγη από την ατμόσφαιρα και κείνης της εκδήλωσης που περιγράφεται στο φύλλο της «Κρητικής Επιθεώρησης» της 1ης Αυγούστου 1930.
Η εκδήλωση έγινε την Κυριακή 27 Ιουλίου 1930 με επίκεντρο τη Μονή Ασωμάτων.
Και στην εκδήλωση αυτή από «φυλακής πρωίας» ξεκίνησαν οι προσκυνητές από όλο το νομό για να τιμήσουν μια από τις ηρωικότερες περιοχές.
Στους Αποστόλους συναντούν οι διερχόμενοι την πρώτη αψίδα. Συμπληρώνοντας ένα δίωρο ευχάριστης διαδρομής ήταν στην ώρα τους οι «χωραΐτες» στη Σχολή Ασωμάτων που θα γινόταν η εκδήλωση. Εκεί μια ακόμα κοσμοπλημμύρα έδινε επίσημο χρώμα στην εκδήλωση. Κάθε χωριό με το μπαϊράκι και τους λυράρηδές του ήταν εκεί.
Παρέστη και αντιπροσωπεία προσκόπων επίσης από το Ρέθυμνο με αρχηγό τον Μιχαήλ Πρεβελάκη και υπαρχηγό τον Νικόλαο Φραγάκη. Από κοντά και η Μουσική του Ορφανοτροφείου που δεν έλειπε από καμιά εκδήλωση.
Οι επίσημοι καθυστέρησαν να φθάσουν επειδή τους είχαν ετοιμάσει υποδοχή στους Αποστόλους και τους κράτησε ο Βασίλης Σπανουδάκης με μια ενδιαφέρουσα αναφορά του στη θρυλική μάχη που έγινε εκεί στην είσοδο του χωριού το 1868.
Και στην εκδήλωση αυτή ήταν παρών ο Αγαθάγγελος Λαγουβάρδος, τοποτηρητής τότε της Μητρόπολης Λάμπης και Σφακίων.
Μετά την καθιερωμένη δοξολογία στη Μονή Ασωμάτων, ο Αγαθάγγελος αναφέρθηκε στους αγώνες και του κλήρου για την αποτίναξη του τυραννικού ζυγού.
Ακολούθησε επιμνημόσυνη δέηση σε ένα αγρό εκεί κοντά, όπου είχαν βρει τραγικό θάνατο αμέτρητα γυναικόπαιδα σε κάποια από τις βάρβαρες επιδρομές του κατακτητή.
Εκείνος πάντως που «έκλεψε» την παράσταση ακόμα μια φορά ήταν ο Γεώργιος Ανδρεδάκης ή Ανδρεδής, ο επιφανής γιατρός και βουλευτής που είχε αναλάβει τον πανηγυρικό της ημέρας. Αναφέρθηκε στους αγώνες των Αμαριωτών και αρκετές φορές η φωνή του «θόλωνε» από τη συγκίνηση.
Ακολούθησαν και άλλες ομιλίες.
Αν και η επιτροπή είχε συστήσει να περιοριστεί ο χρόνος εκφώνησης των ομιλιών ο Κατεχάκης δεν δέχτηκε με κανένα τρόπο να γίνει αυτό έστω κι αν ο καύσωνας έκανε βασανιστική την παραμονή.
Αμέσως μετά ακολούθησε γεύμα σε μια πανηγυρική ατμόσφαιρα.
Επίλογος στο Μέρωνα
Στο διάστημα αυτό επωφελήθηκαν πρόεδροι κοινοτήτων να πάρουν κάποιους από τις αρχές και να τους ξεναγήσουν στο χωριό τους.
Το απόγευμα στο ναό της Αγίας Παρασκευής που βρίσκεται κοντά στη σχολή Ασωμάτων έγινε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εκδήλωση στη διάρκεια της οποίας ο δικηγόρος Ιωάννης Τσουπάκης αναφέρθηκε στους Χορτάτσηδες των οποίων οι τάφοι σώζονται μέσα στο ναό.
Το βράδυ γράφτηκε ο επίλογος στον Μέρωνα, που είχαν προγραμματίσει να επισκεφθούν με την ευκαιρία αυτή οι Πρόσκοποι.
Όλο το χωριό ήταν στο πόδι για να περιποιηθεί τους επισκέπτες του με προεξάρχοντες τον ιερέα Κ. Χαραλαμπάκη, τον πρόεδρο Γ. Σημαντήρα και τους Πανάγο Βαμιαδάκη, Ν. Χατζηδάκη και Ελευθέριο Χαροκόπο.
Έτσι ιδανικά έκλεισε ο εορτασμός της 100ετηρίδας και στο Αμάρι.
Μια ενδιαφέρουσα έκδοση
Οι εφημερίδες της εποχής «Κρητική Επιθεώρηση» και «Εφημερίς των Συζητησεων» περιγράφουν με λεπτομερή στοιχεία τις εκδηλώσεις για τα 100 χρόνια της Εθνικής Παλιγγενεσίας.
Υπάρχει όμως και μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έκδοση του εκλεκτού Ρεθεμνιώτη κ. Μάνου Τσάκωνα, που εστιάζει περισσότερο στις εκδηλώσεις του Ρεθύμνου που έγιναν παρουσία του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Η δική μας γραφίδα είναι φτωχή να αναφερθεί στην έκδοση αυτή όταν την παρουσίασε τόσο χαρισματικά από τις στήλες των «Ρ.Ν.» αμέσως μετά την κυκλοφορία της, ο επιφανής φιλόλογος, θεολόγος, συγγραφέας και ιστορικός ερευνητής κ. Κωστής Ηλ. Παπαδάκης αναφέροντας μεταξύ άλλων:
«Τοπικός τύπος, Αρχεία, λογοτεχνία, φωτογραφίες, αντικείμενα, προφορικές μαρτυρίες και παραδόσεις αποτελούν πηγές για την ιστορία της καθημερινής ζωής ενός τόπου και όλα μαζί φωτίζουν και αισθητοποιούν, κατά το δυνατόν, και τη δική μας πορεία και διαδρομή στο συνανθρώπινο αυτού του τόπου παρελθόν. Με τέτοια εφόδια και, κυρίως, με μια φιλόκαλη έκδοση υπό τον τίτλο: «Ρέθυμνο 1930» και υπότιτλο: «Ο μεγαλοπρεπής Εορτασμός του Αρκαδίου παρουσία του Ελευθερίου Βενιζέλου», μια έκδοση γεμάτη ασπρόμαυρες φωτογραφίες, έγγραφα και δημοσιογραφικές ανακοινώσεις και αναγγελίες ο συμπολίτης πολιτικός μηχανικός κ. Μάνος Φ. Τσάκωνας, βάλθηκε να σκαλίσει και να επαναφέρει μνήμες μιας περασμένης όμορφης και ευκλεούς για την πόλη μας ημέρας και, ειδικότερα, του Σαββάτου της 8ης Νοεμβρίου 1930, όταν επισκέφθηκε και τίμησε με την παρουσία του το Ρέθυμνο και τους εορτασμούς που οργανώθηκαν στην πόλη μας για τα 64α Αρκάδια και την 100ετηρίδα από της Ελληνικής Ανεξαρτησίας ο πρωθυπουργός και Εθνάρχης της Ελλάδος Ελευθέριος Βενιζέλος.
Πρόκειται για ένα πραγματικά αρχιτεκτονικό -κατά την επιτυχή έκφραση του συγγραφέα- και εντυπωσιακά -θα πρόσθετα εγώ- πρωτότυπο και προσεγμένο στις λεπτομέρειές του στήσιμο ενός βιβλίου, που διαβάζεται και κατανοείται εύκολα και σου δίνει πολλά για τον τόπο σε μια συγκεκριμένη, μεγαλειώδη, της ιστορικής του πορείας στιγμή, όταν «η πόλις ολόκληρος έπλεεν εις πέλαγος κυανολεύκων, δαφνών, μυρσινών και ταπήτων…». Όλα στο βιβλίο αυτό του κ. Μάνου Τσάκωνα ξεκινούν, κατά την ομολογία του, από τη γνωστή τετρασέλιδη εβδομαδιαία εφημερίδα της οικογένειας με το όνομα «Εφημερίς των συζητήσεων» (15/8/1930- 1/11/1931) με εκδότη τον αδελφό του πατέρα του Πολύβιο Β. Τσάκωνα. Το ξεφύλλισμα της εφημερίδας αυτής μαζί με τα έγγραφα τριών πολύτιμων Αρχείων της οικογένειας αποτέλεσαν το corpus εκείνο από το οποίο ο συγγραφέας άντλησε το υλικό του παρουσιαζόμενου με το σημείωμά μας αυτό βιβλίου του. Και πρόκειται, ειδικότερα, για το Αρχείο, αφενός, του Πολύβιου Τσάκωνα, το οποίο με ιδιαίτερο σεβασμό διέσωσε και προστάτευσε ο αείμνηστος σε όλους μας γαμπρός του και λόγιος Ρεθυμνιώτης, Μανός Γ. Αστρινός, ο οποίος και το εμπλούτισε, περαιτέρω, και με δικές του νεότερες αρχειακές συλλογές και, αφετέρου, το επίσης σημαντικό για την εποχή του Αρχείο του πατέρα του συγγραφέα Φώτη Β. Τσάκωνα.
Το εξιστορούμενο μέσα από τα παραπάνω τρία Αρχεία και την εφημερίδα του Πολύβιου Τσάκωνα γεγονός αφορά σε μια μεγαλειώδη στιγμή του Ρεθύμνου, του έτους 1930, όπως αυτό υποδηλώνεται επιτυχώς και από τον εκφραστικότατο υπότιτλο του βιβλίου που προαναφέραμε: «Ο μεγαλοπρεπής Εορτασμός του Αρκαδίου παρουσία του Ελευθερίου Βενιζέλου», υπότιτλο αρυόμενο εξ ολοκλήρου από την επιτυχή πρώτη αυτού διατύπωση από τον αείμνηστο Μανό Αστρινό στον αντίστοιχο φάκελο του Αρχείου, που έχει «κεφαλαίοις γράμμασιν» ως εξής: «Ο ΜΕΓΑΛΕΙΩΔΕΣΤΕΡΟΣ ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΠΟΤΕ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ». Η μετάδοση αυτού του συναισθήματος, που βίωσε το Ρέθυμνο τόσο έντονα μέσα του την ημέρα εκείνη, είναι που ώθησε και τον συγγραφέα στην απόφασή του να προβεί στην έκδοσή του αυτήν.
Πρόκειται, ακριβώς, για τη μεγαλειώδη ημέρα της 8ης Νοεμβρίου 1930, κατά την οποία συνεορτάσθηκε με την επέτειο των 100 χρόνων της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, και η επέτειος της Αρκαδικής Εθελοθυσίας, θέλοντας, με τον τρόπο αυτόν, οι Ρεθυμνιώτες να δώσουν στον εορτασμό των Αρκαδίων περισσότερη αίγλη και πανελλήνιο χαρακτήρα, όπως γινόταν μέχρι τότε με τον εορτασμό -εφάμιλλου ιστορικού γεγονότος- της Εξόδου του Μεσολογγίου, με τη συμμετοχή και επιζώντων αγωνιστών των ενδόξων Κρητικών αγώνων «με τας σεβασμίας όσον και αρηΐους μορφάς τους και τα αρχοντικά σαλβάρια των κοσμούμενα εις την μέσην με αργυροποκίλτους μαχαίρας και κουμπούρας, πολύτιμα ενθύμια της πολεμικής δράσεώς των», όπως αργότερα γλαφυρότατα περιγράφεται η μετοχή αυτή των Κρητών αγωνιστών στον εορτασμό από την «Εφημερίδα των Συζητήσεων» (φύλλο 15/ 22-11-1926).
Στο βιβλίο, περαιτέρω, καταγράφονται λεπτομερώς όλες οι προετοιμασίες του εορτασμού που πυκνώνονται, νομίζουμε, στα λόγια της 10μελούς Επιτροπής, που φανερώνουν όσο τίποτε άλλο την προσπάθεια των Ρεθεμνιωτών να οργανώσουν έναν, κατά το δυνατόν, μεγαλειώδη, πανελλήνιου κύρους και χαρακτήρα εορτασμό, που θα καθιστούσε το Αρκάδι, στις 8 Νοεμβρίου κάθε έτους, αν μη τι άλλο, «πανελλήνιον προσκύνημα».
Ο συγγραφέας έχει καταφέρει να παραθέσει επιτυχώς στο εν λόγω βιβλίο του όλα τα αποσπάσματα, θεωρούμε, της «Εφημερίδας των συζητήσεων» αλλά και των Αρχείων της οικογένειας, που αφορούν στο μεγάλο αυτό ιστορικό γεγονός. Επίσης, και το …ευθυμογράφημα του αείμνηστου καθηγητή μας στο Γυμνάσιο Ρεθύμνου Κώστα Α. Ξεξάκη «Ο Βενιζέλος στο δρόμο προς το Αρκάδι» (Ρεθεμνιώτικα Νέα 12/5/1992) αποτελεί ένα ακόμα κεφάλαιο του παρουσιαζόμενου βιβλίου που συμπληρώνει επιτυχώς το κύριο σώμα του εξαίρετου αυτού βιβλίου, ενώ στις τελευταίες σελίδες του παραθέτονται, να σημειώσουμε, και τα σχετικά με τα Αποκαλυπτήρια του «Ηρώου Πεσόντων Ρεθυμνίων» (αυτή ήταν η αρχική ονομασία του γνωστού μας Μνημείου του σημερινού «Αγνώστου Στρατιώτη», έργο του γλύπτη Δημητρίου Περάκη) ονομασία που, δυστυχώς, τελικά δεν επικράτησε, γιατί, φαίνεται πως στάθηκε ισχυρότερη η επιθυμία των Ρεθεμνιωτών να έχουν και αυτοί, όπως και κάθε πόλη ελληνική, ένα μνημείο αφιερωμένο στον «Άγνωστο Στρατιώτη». Κρίθηκε, λοιπόν, σωστό από τους Ρεθεμνιώτες και τα αποκαλυπτήρια του «Μνημείου των Ηρώων» να γίνουν, επίσης, με τη σύμπτωση των λαμπρών εκείνων, με την παρουσία του Ελευθερίου Βενιζέλου, εορτασμών όταν το Ρέθυμνο, ακόμα, θα ήταν ντυμένο «στα γιορτινά του»!»
Είναι και το βιβλίο μια έκδοση που δεν θα πρέπει να λείπει από καμιά βιβλιοθήκη.