Πώς ο Προμαχώνας του Φρουρίου (RIVELLINO) δεν έγινε ξενοδοχείο

 

Παρακολουθώ από τις εφημερίδες την προσπάθεια του Δήμου να ανακαινίσει τον Προμαχώνα της Φορτέτζας και να τον διασκευάσει σε Συνεδριακό – Πολιτισμικό Κέντρο. Θεωρώ πολύ σωστή την ιδέα αυτή, γιατί συμβάλλει στην πάγια επιδίωξη της πόλης να αναπτύξει τον Τουρισμό δια του Πολιτισμού, και χαίρω που ομόθυμα προωθείται από όλες τις πτέρυγες της Δημοτικής Αρχής.

Σκέφτηκα ότι δεν θα ήταν άσκοπο να προσθέσω μερικά στοιχεία που διατηρώ στη μνήμη μου για το σημαντικό αυτό θέμα. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι από τον Φεβρουάριο του 1968, που εισηγήθηκα στις παραγωγικές τάξεις τις πόλης μας και στο Δημοτικό Συμβούλιο τον καθορισμό του Τουρισμού ως κύριας αναπτυξιακής κατεύθυνσης του τόπου, είχα έμμονη ιδέα τη δημιουργία Αρχαιολογικού Μουσείου, ξέροντας ότι στις αποθήκες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και στα Μουσεία των γειτονικών πόλεων βρίσκονται σπουδαία ρεθεμνιώτικα ευρήματα, ικανά να συγκροτήσουν το δεύτερο μινωικό Μουσείο της Κρήτης.

Έτσι όταν το επόμενο έτος 1969 καταργήθηκαν οι φυλακές του Ρεθύμνου, είδα στην κατάργηση αυτή μια πολύ καλή ευκαιρία να αποκτήσει η πόλη Αρχαιολογικό Μουσείο και ζήτησα από το Υπουργείο Δικαιοσύνης να παραχωρήσει το κενό κτίσμα στο Δήμο για τον κοινωφελή αυτό σκοπό.

Ο Υπουργός, Ηλίας Κυριακόπουλος, καθηγητής Νομικής του Α.Π.Θ., το είδε θετικά. Τον φιλοξενούσα στο τραπέζι μου στη Γιορτή του Κρασιού, όταν ένας αστυνομικός του έφερε ένα σήμα που τον καλούσε να ορκιστεί Υπουργός την επομένη το μεσημέρι, κι από τότε διατηρούσαμε πολύ καλές σχέσεις. Όμως η Διευθύντρια Περιουσίας του Υπουργείου, οχυρωμένη πίσω από κάποιες νομικές διατάξεις και μια
Απόφαση του ίδιου Υπουργού να εκποιηθούν όλα τα μη εν χρήσει ακίνητα του Υπουργείου για να χτιστούν με το προϊόν δύο σύγχρονα συγκροτήματα φυλακών, αρνιόταν πεισματικά να συναινέσει. Είχε βρεθεί και αγοραστής για τον Προμαχώνα μας, δεν έμαθα ποτέ ποιος, που ήθελε να τον αγοράσει και να τον μετασκευάσει σε ξενοδοχείο. Έτσι ο Υπουργός καθόρισε μια σύσκεψη στο Ρέθυμνο, στην Εισαγγελία, που στεγαζόταν τότε στο Νομαρχιακό Μέγαρο, προκειμένου να βρεθεί μια λύση. Στη σύσκεψη αυτή συγκρούστηκα μετωπικά με τη Διευθύντρια Περιουσίας υπό την αμήχανη διαιτησία του Υπουργού.
– «Εγώ δεν παραβιάζω τον νόμο», κραύγαζε εκείνη.
– «Ούτε εγώ παραβιάζω τον αρχαιολογικό νόμο. Ο Προμαχώνας είναι Ιστορικό

Μνημείο και αν ο αγοραστής σας μετακινήσει έστω και ένα χαλίκι, θα τον βάλω φυλακή», κραύγαζα εγώ. Ισοπαλία, η σύσκεψη έληξε χωρίς αποτέλεσμα.
Αφού απέτυχα να πάρει ο Δήμος τον Προμαχώνα δωρεάν, την επόμενη μέρα έκαμα μια αναφορά προς την Κυβέρνηση και ζητούσα να ακυρωθεί η απαλλοτρίωση του κτίσματος η οποία είχε γίνει το 1957, αφού είχε πάψει να ισχύει ο λόγος για τον οποίο είχε γίνει, και να αποδοθεί το μνημείο στον προηγούμενο ιδιοκτήτη του που ήταν ο Δήμος.

Σε 15 περίπου μέρες εμφανίστηκε στον Δήμο ένας κύριος και μου συστήθηκε ως Λουκάς Πάτρας, Υπουργός άνευ Χαρτοφυλακίου, που είχε έρθει για να εξετάσει το θέμα. Τον πήγα επί τόπου, καθώς και στη Φορτέτζα, όπου του ανέπτυξα το Πολιτιστικό – Τουριστικό Πρόγραμμα του Δήμου, και ακόμη στο τζαμί της οδού Τομπάζη που ήταν αποθήκη αρχαιοτήτων και του έδειξα όγκο σπουδαίων ευρημάτων μέσα στα κονιορτοβριθή κασόνια.

Μου είπε ότι θα εισηγηθεί θετικά και πραγματικά σε κανένα μήνα πήρα μια Απόφαση που ακύρωνε μεν την απαλλοτρίωση, αλλά δυστυχώς, υποχρέωνε τον Δήμο να επιστρέψει στο Υπουργείο Δικαιοσύνης το τίμημα που είχε εισπράξει, 443.550,50 δρχ.

Αυτό ήταν σοβαρό πρόβλημα! Πού να βρεθούν τόσα λεφτά, από ένα Δήμο 14.500 δημοτών; Αποφάσισα λοιπόν, να μοιράσω τη δαπάνη σε δύο φορείς, που είχαν κάποια λεφτά: Έφτιαξα έναν φάκελο με φωτογραφίες του Προμαχώνα, του Φρουρίου και πλείστων αρχαιοτήτων στα κασόνια των αποθηκών της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, έβαλα και το Πρόγραμμα Πολιτιστικής – Τουριστικής Ανάπτυξης του Ρεθύμνου και πήγα στον φυσικό προϊστάμενο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης Υπουργό Εσωτερικών, που ήταν ο ρεθεμνιώτης Στ. Παττακός, ο οποίος επιδοκήμασε το θέμα και ενέκρινε την επιχορήγηση του Δήμου με το ποσόν των 221.000 δρχ. Κατόπιν πήγα και στο Υπ. Πολιτισμού και συμφωνήσαμε να καταβάλει το άλλο μισό του ποσού, για να φτιάξομε το Μουσείο στον Προμαχώνα.

Πρέπει να πω ότι με το Υπουργείο Πολιτισμού είχαμε πολύ στενή συνεργασία σε όλα τα κλιμάκιά του, τόσο σε τοπικό επίπεδο με τους αξέχαστους Μανώλη Μπορμπουδάκη, Έφορο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων, και τη Χρυσούλα Τσομπανάκη, Έφορο Νεωτέρων Μνημείων, όσο και σε επίπεδο κορυφής, ιδιαίτερα με τον Δ/ντή Αρχαιοτήτων, τον καθηγητή μου στο Πανεπιστήμιο γίγαντα της Αρχαιολογίας Σπύρο Μαρινάτο, στον οποίο κατά μέγα μέρος οφείλω την αγάπη μου για τις αρχαιότητες και το ήξερε.

Ο Μαρινάτος έδωσε εντολή στο Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων (ΤΑΠΑ) να καταβάλει το άλλο μισό του τμήματος του Προμαχώνα, ώστε να αποξενωθεί το Υπουργείο Δικαιοσύνης από το μνημειακό αυτό κτίσμα και να προχωρήσει το θέμα. Κι εγώ από την πλευρά μου ανέθεσα στον άξιο Νομικό Σύμβουλο του Δήμου Κώστα Αντωνάκη να κάμει τα δέοντα από την πλευρά του Δήμου.

Αυτό είναι συνοπτικά το ιστορικό του σημερινού προβλήματος, το οποίο είναι στην ουσία του φαινομενικό και όχι ουσιαστικό. Η καταβολή εκ μέρους του ΤΑΠΑ του μισού τιμήματος έγινε υπέρ του Δήμου, ύστερα από το προσωπικό διάβημά μου προς τον Δ/ντή Αρχαιοτήτων αείμνηστο Σπύρο Μαρινάτο. Το Υπουργείο Πολιτισμού δεν είχε κανένα δικό του σχέδιο για τον Προμαχώνα και δεν θα είχε καμιά ανάμιξη στο θέμα με δική του πρωτοβουλία, αν δεν ήταν πρόγραμμα και αίτημα του Δήμου. Και η τυπική διαδικασία ήταν, μετά την καταβολή του συνόλου του τιμήματος της απαλλοτρίωσης στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, να επανέλθει αυτοδίκαια η κυριότητα του μνημείου στον προηγούμενο ιδιοκτήτη τον Δήμο, ανεξάρτητα από το ποιος κατέβαλε το μισό τίμημα, και κατόπιν ο Δήμος να το μεταβιβάσει στο Υπουργείο Πολιτισμού με τον όρο να δημιουργήσει σ’ αυτό Αρχαιολογικό Μουσείο. Όμως εκείνη την περίοδο η τότε Κυβέρνηση, στοχεύοντας στον περιορισμό της γραφειοκρατίας, είχε δώσει εντολή προς τις Δημόσιες Υπηρεσίες να απλοποιούν τις διαδικασίες («Παρανομήσατε εν ανάγκη») και ακολουθώντας την εντολή αυτή οι αρμόδιοι υπάλληλοι συνέπτυξαν τις απαιτούμενες δύο μεταβιβάσεις (Υπ. Δικαιοσύνης προς Δήμο και Δήμος προς Υπ. Πολιτισμού) σε μια: Υπ. Δικαιοσύνης κατ’ ευθείαν προς Υπ. Πολιτισμού για να εκτελέσει το πρόγραμμα του Δήμου, να δημιουργήσει Αρχαιολογικό Μουσείο στην πόλη του Ρεθύμνου.

Αυτή είναι η ουσία του θέματος, η κυριότητα του Προμαχώνα όφειλε να έχει επανέλθει στον Δήμο, αλλά πήγε κατ’ ευθείαν στο Υπ. Πολιτισμού για να έχει τη νομική δυνατότητα να διαθέσει πιστώσεις του για την εκτέλεση του δημοτικού Προγράμματος, για λόγους απλοποίησης της γραφειοκρατίας. Επομένως, μετά τη μεταφορά της μουσειακής λειτουργίας σε άλλο χώρο, η κυριότητα του κτίσματος όφειλε και οφείλει να αποδοθεί στον Δήμο, στον οποίο άλλωστε και με τη στενή γραφειοκρατική αντίληψη ανήκει το μισό του Προμαχώνα, αφού έχει καταβάλει στο Υπ. Δικαιοσύνης το 50% του τιμήματος που είχε εισπράξει το 1957. Η άποψη του Υπ. Πολιτισμού να στηριχθεί στο γεγονός ότι το ΤΑΠΑ κατέβαλε το 50% του τιμήματος στο Υπ. Δικαιοσύνης και να κρατήσει το κτίσμα δεν είναι σοβαρή, είναι, ας μου επιτραπεί να το πω, κωμική.

Ας δούμε τώρα και μια άλλη πλευρά του θέματος. Η αποστολή του Υπ. Πολιτισμού είναι κατά τη γνώμη μου διττή: Αφ’ ενός να στηρίζει και να προάγει τον Ελληνικό Πολιτισμό, έναν από τους πλουσιότερους και γονιμότερους Πολιτισμούς σε παγκόσμια κλίμακα, και αφ’ ετέρου να προάγει, ως πολιτικό όργανο, τη γενικότερη πρόοδο του κράτους.
Με τα κριτήρια αυτά ας δούμε πώς αξιολογείται το θέμα, δηλαδή ο Προγραμματισμός του Δήμου και ο Προγραμματισμός του Υπ. Πολιτισμού σχετικά με το ιστορικό Μνημείο του Προμαχώνα:

Ο Προγραμματισμός του Δήμου, όπως έχω διαβάσει στις εφημερίδες, είναι να άρει την ετοιμορροπία του Μνημείου και να το διαμορφώσει ως Συνεδριακό – Πολιτιστικό Κέντρο. Είναι σημαντικό αναπτυξιακό έργο, ως πολιτισμική και τουριστική υποδομή της πόλης. Ο στόχος αυτός εντάσσεται απόλυτα μέσα στην αποστολή του Υπ. Πολιτισμού, το οποίο θα έπρεπε να ευγνωμονεί τον Δήμο που αναλαμβάνει δική του δουλειά.

Ο στόχος του Υπ. Πολιστιμού, από ό,τι συνάγεται από τη μέχρι σήμερα χρήση του Μνημείου μετά τη μεταφορά του Μουσείου στον Άγιο Φραγκίσκο, είναι να το χρησιμοποιήσει ως αποθήκη αρχαιολογικών ευρημάτων. Η χρήση αυτή δεν είναι πολιτισμική, είναι καθαρά αποθηκευτική, δηλαδή παντελώς ασύμβατη με τη μνημειακή φύση του κτίσματος.

Όμως ο Προμαχώνας χτίστηκε στη θέση αυτή, για να προστατεύει την πύλη του φρουρίου από τις βολές των πυροβόλων. Αποτελεί μέρος του αμυντικού συστήματος του φρουρίου και αναπόσπαστο τμήμα του και επιβάλλεται ο ενιαίος χειρισμός του φρουρίου και του Προμαχώνα του από αρχαιολογική, λειτουργική και περιβαλλοντική άποψη, δεν επιτρέπεται επιστημονικά ο κατακερματισμός του μνημείου. Ούτε η αποθήκευση πολύτιμων αρχαιολογικών ευρημάτων κάτω από τη Δαμόκλεια Σπάθη της ετοιμορροπίας επιτρέπεται. Δεν είναι σωστές επιλογές αυτές και κάνουν σοβαρό λάθος αυτοί που τις εισηγούνται και αυτοί που τις υιοθετούν.

Ύστερα είναι και η άλλη πλευρά του θέματος: Το Συνεδριακό – Πολιτιστικό Κέντρο που σχεδιάζει να κάμει ο Δήμος στον Προμαχώνα είναι πολύ καλή υποδομή για τον πολιτισμό του Ρεθύμνου αλλά και για τη στήριξη του αστικού Τουρισμού του, που έχει σημαντική επίδοση και συμβάλλει ουσιωδώς στη διάχυση του τουριστικού εισοδήματος σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα.

Προσθέτω ότι παλιότερα απέρριψα μια μεγάλη πλουτοφόρα για την πόλη επένδυση για την κατασκευή στη Φορτέτζα ξενοδοχείου 1000 κλινών (έχω γράψει σχετικό σημείωμα), αποβλέποντας στη διαμόρφωσή της σε Πολιτιστικό Κέντρο ευρύτερης ακτινοβολίας και στοιχείο τουριστικής υποδομής της πόλης, με σεβασμό προς την ιστορικότητα του Μνημείου. Δεν μπορούσα και δεν μπορώ να φανταστώ ότι το Υπ. Πολιτισμού επιμένει στη φόρτιση ενός σημαντικού ιστορικού Μνημείου με μια μη πολιτισμική χρήση, όπως η αποθήκη.

Ανακεφαλαιώνω:
• Η κυριότητα του Προμαχώνα ανήκει εξ ολοκλήρου στον Δήμο, υπέρ του οποίου το ΤΑΠΑ κατέθεσε στο Υπ. Δικαιοσύνης το ήμισυ του τμήματος.
• Η χρήση που προτείνει ο Δήμος είναι από πολιτισμική και τουριστική άποψη ορθή και δυναμική.
• Η χρήση που επιφυλάσσει το Υπ. Πολιτισμού είναι εσφαλμένη και παθητική, ασύμβατη με την οργανική αποστολή του Υπουργείου.
Εν όψει των ανωτέρω, αλλά και της κρισιμότητας των γενικότερων συνθηκών κατά την τρέχουσα περίοδο, το Υπ. Πολιτισμού οφείλει στους Ρεθεμνιώτες μια απάντηση στο ερώτημα: Θέλει την ενίσχυση του Ρεθύμνου σύμφωνα με τη δική του αποστολή ή θυσιάζει την αποστολή του και την πρόοδο του Ρεθύμνου για χάρη μιας μικρόψυχης βόλεψής του;
Εύχομαι και απευθύνω έκκληση προς το Δημοτικό Συμβούλιο να διατηρήσει την ενότητά του στο θέμα αυτό ως γενικότερου ενδιαφέροντος.

 

Πώς ο Προμαχώνας του Φρουρίου (RIVELLINO) δεν έγινε ξενοδοχείο
Θα γίνει τώρα αποθήκη;
Β’
Στο προηγούμενο Σημείωμα είδαμε πώς βρέθηκε ο Προμαχώνας στη διάθεση του Υπ. Πολιτισμού, αφού κατέβαλε ο Δήμος και το ΤΑΠΑ για λογαριασμό του Δήμου το τίμημα της απαλλοτρίωσής του από το Υπ. Δικαιοσύνης. Στο σημερινό θα δούμε τη συνέχεια.
Για όσο διάστημα η Διεύθυνση Μουσείων του Υπουργείου εκπονούσε τη Μελέτη, ζήτησα να χορηγηθεί μια πίστωση για να καθαιρεθούν τα κελιά των φυλακών και τα νεωτερικά κτίσματα, ώστε να ετοιμαστεί ο χώρος με μόνο το ιστορικό κέλυφος.
Η πίστωση χορηγήθηκε και ανάδοχος του έργου αναδείχτηκε ο μακαρίτης Αντώνης Βιστάκης, ο οποίος γκρέμισε τα εσωτερικά κτίσματα, εκτός βέβαια από τον ναό της Αγίας Αικατερίνης που είχαν κτίσει, όπως λεγόταν, φυλακισμένοι στη μέση του χώρου.
Είχαμε πρόβλημα. Επισκέφθηκα τον μακαριστό μητροπολίτη μας Τίτο και τον παρακάλεσα να δεχτεί τη μεταστέγαση της Αγίας Αικατερίνης σε άλλο ναό που αναλάμβανε να χτίσει ο Δήμος.
Η απάντηση ήταν: «Έργο μου είναι να κτίζω και όχι να κατεδαφίζω ναούς. Επειδή όμως δεν θέλω να εμποδιστεί ένα έργο της πόλης, θα συμφωνήσω αν χτίσετε πρώτα τον νέο ναό. Η Αγία δεν μπορεί να μείνει ούτε μια μέρα άστεγη».
Ήταν σωστό και την ίδια μέρα πήρα τους αρμόδιους Αρχαιολόγους και ανεβήκαμε στη Φορτέτζα. Είχα εντοπίσει ένα θολωτό κτίσμα αμέσως πριν από το Επισκοπικό Μέγαρο που η πρόσοψη και η οπίσθια όψη του έλειπαν, γιατί τα πελέκια είχαν διαρπαγεί από τους δημότες. Ο προσανατολισμός του ήταν σωστός και τους πρότεινα να διασκευάσουμε και να συμπληρώσουμε το ουδέτερο αυτό βενετσιάνικο κτίσμα σε ναό, προσθέτοντάς του πρόσοψη με καμπαναριό και από την ανατολική πλευρά ιερό. Τους άρεσε η ιδέα και κάλεσα τους πιο γνωστούς λιθοξόους της πόλης να δώσουν προσφορά. Απ’ αυτούς ο καλλιτέχνης Γιώργος Διακουμάκης πρόσφερε δωρεάν το καμπαναριό και ζήτησε ελάχιστα για να υπόλοιπα. Φυσικά δεν αρνηθήκαμε.
Αλλά ο χρόνος πίεζε να αρχίσει το έργο του Μουσείου, που είχε εν τω μεταξύ δημοπρατηθεί, γιατί έμπαινε χειμώνας και οι προθεσμίες έτρεχαν. Όταν είχαν σκαφτεί τα θεμέλια της πρόσοψης και του ιερού του ναού και είχαν τοποθετηθεί όλοι οι πατικοί κρηπιδόλιθοι της τοιχοποιίας, έμαθα ότι την επόμενη μέρα θα συνεδρίαζε η Ιερά Σύνοδος Κρήτης και θα απουσίαζε ο μακαριστός Τίτος. Τότε αποτόλμησα μια απρέπεια, που δεν θα έκανα ποτέ για δική μου υπόθεση, βασιζόμενος στην αλληλοκατανόηση που είχαμε με τον αλησμόνητο μητροπολίτη μας: Κάλεσα τον μακαρίτη Μιχάλη Καραγιάννη και του είπα να βρίσκεται αξημέρωτα στον Προμαχώνα με ένα μεγάλο μηχάνημα. Πήγα κι εγώ με δυο εργάτες του Δήμου και μαζέψαμε καθετί κινητό από τον ναό. Την καμπάνα την κατέβασα ο ίδιος ανεβασμένος στη φούχτα του φορτωτή, από φόβο μη χτυπήσει κανείς εργάτης, και ασφαλίσαμε τον εξοπλισμό του ναού σε δημοτικό χώρο. Σε 2 ώρες δεν υπήρχε ναός.
Το βράδυ που το έμαθε ο μακαριστός Τίτος άστραψε και βρόντηξε και φοβήθηκα ότι θα τιμωρούσε αυστηρά τον ιερέα της ενορίας της Κυρίας των Αγγέλων, ο οποίος βέβαια δεν είχε πάρει είδηση τις ενέργειές μου για να τον ενημερώσει και δεν είχε καμιά ευθύνη. Το πρωί τον επισκέφθηκα στο γραφείο του, του ζήτησα συγνώμη και τον παρακάλεσα να πάμε μαζί στη Φορτέτζα. Είδαμε τη νέα στέγαση της Αγίας Αικατερίνης, του άρεσε πάρα πολύ και το θέμα έληξε. Ακόμη λυπούμαι για την ταραχή που του προξένησα.
Ωστόσο το έργο της μετασκευής του Προμαχώνα σε Αρχαιολογικό Μουσείο δεν ήταν «τυχερό»: η αρχική Μελέτη δεν πρόβλεπε υπόγειο και ζήτησα επίμονα να αναθεωρηθεί και να σκαφτεί ο βράχος, για να γίνει Εργαστήριο Επισκευής Αρχαιοτήτων. Η τροποποίηση έγινε, αλλά ο ωραίος υπόγειος χώρος που προέκυψε χρησιμοποιήθηκε από το Υπουργείο ως Εκθετήριο και ο κυρίως χώρος στο ισόγειο και τον όροφο διαμορφώθηκε σε γραφεία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Η χρήση αυτή ήταν παράβαση της συμφωνίας μας, αλλά δεν θέλησα να προκαλέσω ρήξη στις σχέσεις μας, γιατί είχαμε κοινά πολύ μεγαλύτερα θέματα, όπως η διάσωση και ανάδειξη της Παλιάς Πόλης. Τώρα το Εκθετήριο μεταφέρθηκε στον Άγιο Φραγκίσκο, υποθέτω λόγω ακαταλληλότητας της στέγασής του στον Προμαχώνα.
Για την εποχή πάντως που έγινε και για πολλά χρόνια ο Προμαχώνας έδωσε λύση στο θέμα του Αρχαιολογικού Μουσείου στο Ρέθυμνο.
Όταν, πολύ αργότερα, οι συνθήκες ωρίμασαν και παρουσιάστηκε η δυνατότητα να ενταχθεί σε ευρωπαϊκό πρόγραμμα η δημιουργία ενός μεγάλου Αρχαιολογικού Μουσείου, που τόσο χρειάζεται το Ρέθυμνο, ζήτησα από το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης να μεταφέρουμε με δαπάνη του Δήμου τη Σχολή Αστυνομίας σε σύγχρονες εγκαταστάσεις σε χώρο του Δήμου δίπλα στα πευκόφυτα και να αποδώσει στον Δήμο τον χώρο που είχε προσφέρει για την ίδρυση της Σχολής, ώστε να φτιάξουμε εκεί ένα καταπληκτικό Αρχαιολογικό Μουσείο και στα έγκατά του ένα μεγάλο υπόγειο γκαράζ. Την πρόταση αυτή υποστηρίξαμε με πάθος με τον αείμνηστο Γιάννη Κεφαλογιάννη, αλλά προσέκρουσε στη σθεναρή άρνηση των στρατηγών της Αστυνομίας στην Αθήνα και του εδώ προσωπικού της Σχολής και δεν ευοδώθηκε. Έτσι λειτουργεί η Ελλάδα μας, χωρίς την αίσθηση του δημόσιου συμφέροντος και χωρίς αναπτυξιακή προοπτική για το μέλλον.
Εκτιμώντας, εξ άλλου, ότι από τότε που ο Δήμος παραχώρησε δημοτικούς χώρους για την ίδρυση Δημόσιων Υπηρεσιών οι εποχές είχαν αλλάξει ριζικά και οι σύγχρονες αναπτυξιακές προοπτικές της πόλης απαιτούν νέες λειτουργίες στους παλαιούς χώρους με μεταφορά των δημόσιων λειτουργιών σε περιφερειακές θέσεις, είχα διατυπώσει ανάλογη πρόταση και για το στρατόπεδο «Θεοδωράκη» στον Κουμπέ με προσφορά δημοτικού χώρου στου Σωματά, προκειμένου να αξιοποιηθεί ο χώρος υπέρ της πόλης, καθώς και για το κτίριο της Στρατολογίας με προσφορά μεταστέγασής της με δαπάνη του Δήμου, για να γίνει Μουσείο της Μάχης της Κρήτης, για το οποίο ο μακαρίτης Μάρκος Πολιουδάκης και πολλοί άλλοι έχουν συγκεντρώσει πλούσιο υλικό. Αυτό πρέπει να γίνει κάποτε.
Οι αναπτυξιακές αυτές προτάσεις, παρά τις ισχυρές πιέσεις που ασκήθηκαν, δεν έγιναν δεκτές για λόγους που δεν αντέχουν δημόσια συζήτηση. Τώρα, κάτω από τις σημερινές δυσοίωνες συνθήκες, αν δεν γίνει κάτι έστω την ύστατη ώρα, κανείς δεν ξέρει ποια τύχη θα έχουν τα σημαντικότατα αυτά ακίνητα, αν θα λάβουν δηλαδή «προσθετική» ή «απομυζητική» χρήση για την πόλη.
Τα μόνα από τα μεγάλα ακίνητα του Δημοσίου στο Ρέθυμνο που καρπώθηκε μέχρι στιγμής η πόλη είναι η Φορτέτζα και το στρατόπεδο «Κουνδουράκη» στη Σοχώρα. Εύχομαι να προστεθούν και τα άλλα.
* O Δημήτρης Ζ. Αρχοντάκης είναι τ. δήμαρχος Ρεθύμνης

 

Αφήστε μια απάντηση