Στις εισόδους των πόλεων παλιά υπήρχαν φυλάκια
ελέγχου των εισερχομένων προς πώληση αγροτικών
προϊόντων. Οι αγρότες δηλαδή, που κουβαλούσαν με
τα ζώα τους ένα φόρτωμα καυσόξυλα, όσπρια,
ξυλοκάρβουνα, λάδι, σιτηρά, φρούτα, κηπευτικά ή ότι
άλλο παρήγαγαν ήταν υποχρεωμένοι να σταματήσουν
στα φυλάκια αυτά και να πληρώσουν ανάλογο φόρο.
Έτσι, καθιερώθηκε να ονομάζεται η περιοχή του
ελέγχου, <<φόρος>>.
Σε πολλές πόλεις της Ελλάδος, σε όλες σχεδόν, για
πολλά χρόνια υπήρχαν τοποθεσίες που ονομάζονταν
Φάρος, εξ’ αυτής της αιτίας.
Φυσικά, ουδέποτε στον λαό μας, ο φόρος, η εφορεία,
τα εντάλματα του χωροφύλακα, οι εισπράκτορες του
φόρου και όλα τα συναφή με το κρατικό αυτό σπορ
ήταν δημοφιλή.
Και δεν ήταν δημοφιλή αγαπητοί αναγνώστες όχι γιατί
ο λαός μας ήταν απειθής ή γιατί δεν καταλάβαινε την
αξία των οικονομικών εσόδων του κράτους για την
πρόοδο, την πληρωμή των υπαλλήλων του, την άσκηση
πολιτικής πρόνοιας ή τις αμυντικές του ανάγκες. Δεν
ήταν δημοφιλή ολ’ αυτά γιατί και ο τελευταίος πολίτης,
ειδικά αυτός, αντιλαμβάνονταν ότι η φορομπηχτική
πολιτική σκόπευε κυρίως την τσέπη της φτωχολογιάς
είτε άμεσα είτε έμμεσα. Ακόμα, η πείρα του κοσμάκη
από τις διαδικασίες είσπραξης του φόρου ή των χρεών
του στην αγροτική τράπεζα από τους εισπράκτορες ή
τους χωροφύλακες που κρατούσαν τα εντάλματα και
τον κυνηγούσαν, ήταν πολύ ζοφερή.
Συλλήψεις, φυλακίσεις, φυγοδικίες και φόνοι ακόμα,
εκτός από το ξεπούλημα περιουσιών και σπιτιών, ήταν
στην ημερήσια διάταξη. Ο χωροφύλακας έκανε χρήση
του όπλου του με τη μεγαλύτερη ευκολία πολλές φορές
και ξάπλωνε αυτόν που κυνηγούσε με ένα ένταλμα
πληρωμής στην τσέπη, νεκρό στο χώμα. Τι να
πρωτοθυμηθεί κανείς και τι να περιγράψει από αυτό το
κυνηγητό των φτωχοδιαβόλων. Οι περισσότεροι
φυγόδικοι ήταν χρεώστες του δημοσίου κυρίως φτωχοί
αγρότες. Με 3% τιμάριθμο οι βιομήχανοι και οι άλλοι
οικονομικά ισχυροί έπερναν δάνεια με τόκο 1,5%, ενώ
οι αγρότες με 5% ή 6% και περισσότερο που έφταναν
με τους τόκους υπερημερίας 14%!…
Αντιλαμβάνεται κανείς τις συνέπειες από αυτή την
πολιτική και τα δράματα του κοσμάκη. Στην κατοχή οι
Ιταλογερμανοί, στη θέση των φόρων, τοποθετούσαν
συνήθως τα δικά τους φυλάκια ελέγχου.
Πόστο ντί μπλόκο το ονόμαζαν.
Πόσα δράματα και αγωνίες δεν έζησαν οι άνθρωποι
κατά τη διάρκεια του ελέγχου ή κατά τη διάρκεια της
προσπάθειάς τους να ξεφύγουν τον έλεγχο
παρακάμπτοντες αυτά τα φυλάκια οι Έλληνες σκλάβοι,
και μάλιστα αυτοί, που προσπαθούσαν να περάσουν
όπλα, σημειώματα ή άλλα υλικά της εθνικής μας
Αντίστασης ή ήταν αναμεμιγμένοι ενεργά στον αγώνα
και εκτελούσαν αποστολές. Δεν θάθελα εδώ να
αναφερθώ στα δικά μου προσωπικά βιώματα, για
λόγους που έχουν να κάνουν με τον σεβασμό της
μνήμης αυτών που έδωσαν τη ζωή τους σ’ αυτή την
προσπάθεια .
Θα μου πείτε, αγαπητοί αναγνώστες, τι μ’ έπιασε και
θυμήθηκα όλα αυτά σήμερα τα οδυνηρά και σας χαλάω
το πρωινό;
Εύλογη ερώτηση.
Εν τάξει δεν τρέχει τίποτα. Μη βάζετε κακό στο νου σας.
Απλώς η θέα κάποιων μεταλλικών φραγμών στη
Μεγάλη Πόρτα και την Αρκαδίου και η είδηση περί
αστυνόμευσης δημόσιας, δημοτικής και ιδιωτικής των
φραγμών αυτών και η είδηση ότι ο αντιδήμαρχος βγήκε
παγανιά το βράδυ κυνηγώντας νεαρούς παραβάτες και
άλλα πολλά που ακούγονται περί την εφαρμονήν
δακτυλίου στην παλιά μας πόλη, μου τάφεραν στη
μνήμη.
Πόστο ντι μπλόκο δηλαδή…
Ρεθεμνιώτικα Νέα 9 Μαΐου 1997