Γελάτε, Γελάτε.
Γελάτε μωράνθρωποι που η ζωή σας είναι ένα όνειρο. Όνειρο που
πλέει στην επιπολαιότητα που δεν βυθίζεται στην ουσία για να ψαρεύσει
μιαν αλήθεια για να μορφώση μια μυαλωμένη κρίση.
Κατάντησε –το λέει αυτό ο Όσκαρ Ουάιλντ στο DE PROFUNTIS
του- κατάντησε η σκέψη μου νάναι άλλων γνώμαι και τα πάθη μας
ερανίσματα. Τίποτε δικό μας καμμιά σκέψη έμπνευση μας καμμιά αρχή
κτήμα μας. Είναι σαν να πάσχουμε από ένα είδος πιθηκισμού που η
ιατρική πολυγλωσσία θα τον χαρακτήριζε «κακοήθους μορφής» και
έχουμε δεθή σκλάβοι χειμερινών ονείρων που γεννούν τα
εξωφρενικώτερα δόγματα… Και έτσι γελάμε γελάμε τρελλά σαν να μας
κερνάη μέσα σε αργυροκάλυπτο κροντήρι το ονειροπόθητο μέθυ η
ευτυχία.
Πρωτοχρονιά.
Και γελάμε γελάμε σαν τα παιδιάκια με τις ολόλευκες ψυχές και τις
ελευθερώτριες αφροντισιές που ξεχύνανε απ’ τη χαρά τους χαρά που
τους πλημμυρίζει τα μικροσκοπικά μυαλάκια τους στ’ αντίκρυσμα των
θείων δώρων που κάνουν το καινούργιο χρόνο φορτωμένα όπως είναι
στη νεανική τους ράχη να λυγίζη από το βάρος στ’ αντίκρυσμα ενός
μολυβένιου στρατιώτη ή μιας ώμορφης κουκλίτσας ή ενός καραγκιόζη
που ίσως βαπτισθή και… Ζαχαρίας και γελάμε.
Και οι χρόνοι έρχονται ραγδαίοι και ο καθένας τους κάτι μας χαρίζει
ελάχιστο δείγμα της μεγάλης του ευσπλαχνίας, μια ρυτίδα που θα μας
στολίση το μέτωπο ή μια άσπρη τρίχα που θα ξεπετάται αντάρτικα από
τις καλλιτεχνικοκαμωμένες μπούκλες των μαλλιών μας ξεσκεπάζοντας
–η φλύαρη- ένα θανάσιμο μυστικό που μεις οι γυναίκες κατά προτίμησι
το κρύβομε βαθειά στην καρδιά μας σκεπάζοντας το προστατευτικά με
το βαθύπυκνο πέμπλο του μυστηρίου…
Ρέθυμνο – Λουίζα Μύλλερ