Σε κάθε επέτειο Ολοκαυτώματος γίνεται αναφορά στους νεκρούς, με την ανάλογη απόδοση τιμών.
Ακούγονται ονόματα που σημαίνουν κάτι μόνο σε συγγενικά πρόσωπα. Για τους άλλους είναι απλά ένα όνομα που σημαίνει θυσία και υπέρτατο πατριωτισμό.
Κι όμως οι άνθρωποι αυτοί που δόθηκαν του χάρου με το ηθικό ψηλά και την αξιοπρέπεια στάση ζωής μέχρι το οδυνηρό τέλος, είχαν κι αυτά επιθυμίες, ανάγκες, όνειρα. Ήθελαν να ζήσουν με τους αγαπημένους τους, ξεδιπλώνοντας όλες τις πτυχές της βιολογικής τους ηλικίας, απολαμβάνοντας τη χαρά των παιδιών κι αργότερα των εγγονών.
Μπορεί τα χέρια για τους περισσότερους να γέμιζαν ρόζους. Ακόμα όμως και στην πιο σκληρή βιοπάλη η ζωή είναι όμορφη.
Κι ο έρωτας τον κάνει ομορφότερο Αν κρίνουμε όμως από τα νεότερα στοιχεία των ιστορικών ερευνών τα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας που σαν όνομα βρίσκονται πια στην επιφάνεια των μαρμάρινων μνημείων, είχαν ενεργά ενταχθεί στην αντίσταση.
«Ματωμένες» μνήμες
Σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Λεβεντάκη, οι Γερμανοί που κύκλωσαν και την Κρύα Βρύση εκείνη την αποφράδα ημέρα της 22ας Αυγούστου 1944, μάλλον πως είχαν πάει «συστημένοι». Διαφορετικά δεν θα υπήρχε λόγος ο επικεφαλής του αποσπάσματος να κρατά μια κόλα χαρτί με ονόματα και να εκφωνεί πατρώνυμα και έτος γέννησης ακόμα!
Εκείνη τη μέρα, 2003 ήταν Αύγουστος και τότε, ο εκλεκτός εκείνος άνθρωπος είχε θυμηθεί τα γεγονότα για μια ακόμα μνημόσυνη αναφορά.
«Εφτάξανε οι Γερμανοί, μου είπε, εζώσανε το χωριό κι αρχίσανε να μαζεύουν όλους τους χωριανούς στην πλατεία. Μόλις βεβαιώθηκαν ότι μας μάζεψαν όλους η πρώτη δουλειά ήταν να μας αφαιρέσουνε τις ταυτότητες.
Μας πήρανε τις ταυτότητες, τις οποίες μας είχανε βέβαια αυτοί εκδώσει.
Ναι και μετά από λίγο μας βάλανε μέσα στο σχολείο, το οποίο ήταν εδώ τότε.
Στο σχολείο όλοι γυναίκες, άντρες. Μετά από μισή ώρα ζήτησαν να βγουν οι άνδρες έξω και μας οδήγησαν στην εκκλησία. Μείνανε οι γυναίκες μόνες στο σχολείο. Εβάλανε φρουρούς, εκεί πέρα στην εκκλησία, μας φρουρούσανε και μετά είπανε των γυναικών ότι «εσείς θα πάτε τώρα να πάρετε από τα σπίθια σας λίγα πράγματα (εφόδια ας πούμε -ρουχισμό-δεν ξέρω, τρόφιμα), γιατί το χωριό «καπούτ», θα το κάψουμε, θα το πυρπολήσομενε».
Εμένα η μητέρα μου, συγκεκριμένως, ήρθενε από το ιερό, από ‘κει πέρα από τη θύρα του ιερού και μου τα ‘πενε αυτά τα πράγματα και μάλιστα τα είπα και μου προφύλαξενε κάτι πράγματα του μαγαζιού: μια μηχανή, μια ραπτική μηχανή που την είχα ως τσαγκάρης. Τις γυναίκες αφήκανε ελεύθερες και πήγανε όντως και πήρανε ό,τι μπορούσανε η κάθε μια, τα φορτώσανε στα γαϊδουράκια που ‘χανε, στα ελάχιστα ζώα που ‘χανε την ώρα εκείνη στο χωριό, τους γέρους όπως εμπορούσανε και τους πήρανε και φύγανε. Εμείς στην εκκλησία. Εκεί απέξω έχει στηθεί ένα, σαν έκτακτο στρατοδικείο, από τον επικεφαλής με το επιτελείο ντου.
Ο οποίος έμπαινε τακτικά μέσα στην εκκλησία και αναζητούσε διάφορα ονόματα. Και θυμούμαι συγκεκριμένα και φώναξε «Φώτιος Πελαντάκης- Ιωάννης Ασουμανάκης».
Του Ιωάννη Ασουμανάκη ο πατέρας, παρουσιάστηκε και του λέει: «Αυτός είναι ο γιος μου και δεν είναι εδώ, δουλεύει σ’ ένα μετόχι, εκεί κάτω, μαζεύει χαρούπια». Λέει «όλοι δουλειά, όλοι χαρούπια, όλοι δουλειά, όλοι παρτιζάνοι στο βουνό» κι έτριξε τα δόντια ντου και έφυγενε, εβγήκε έξω. Εβγήκε, εμπήκε κι άλλες δυο φορές μέσα κι εζητούσε διάφορα άτομα. Δεν τα θυμούμαι κι εγώ τώρα. Και στο τέλος, δηλαδή κατά τη μία η ώρα, πουθενά, δωδεκάμιση, είχαν πάρει απόρρητη διαταγή και μας απέλυσαν.
Οι δε υπόλοιποι που ‘μειναν εδώ στο χωριό, που ενομίζαμε εμείς ότι τους εκρατήσανε για αγγαρεία, το ίδιο απόγευμα, εδώ στο διπλανό που είναι τώρα το κενοτάφιο, τότε ήτονε κοινοτικό κατάστημα τους έβαλαν μέσα και από το καταφύγιο στη Βουβάλα που είχαν καταφύγει αρκετοί χωριανοί είδαν καπνούς. Και νομίσανε ότι ήτονε ένα καταφύγιο και του βάλανε φωτιά. Αλλά δυστυχώς είχανε εκτελέσει τσ’ ανθρώπους. Και δυστυχώς ακόμα δεν υπάρχουν ενδείξεις να τους εκτελέσανε με όπλα.
Γιατί το σχολείο ήτονε δίπλα και δεν εφανήκενε ίχνος θρανίου. Και πάει να πει ότι εβάλανε θρανία μέσα, τους βάλανε και καθίσανε, είχανε ψεκάσει με κάποια εύφλεκτη ύλη και δώκανε φωτιά για να μην τους πάρουνε χαμπάρι για πυροβολισμούς ότι τσ’ εκτελούνε.
Έτσι κρουφτήκανε ζωντανοί. Ε, αυτή η εκδοχή δηλαδή υπάρχει, γιατί έτσι έχει εξήγηση το πράμα. Εβάλανε τα θρανία και καίγανε, καίγανε, ίσαμε να καούνε τα σώματά ντωνε καλά και την επομένη ακούσαμε εδώ πέρα εκρήξεις. Και χαλάσανε τα ντουβάρια του σπιθιού αυτού του κενοταφίου. Εχαλάσανε τα ντουβάρια και τσι πετρώσανε. Και μετά εσυνεχίσανε αυτοί εδώ πέρα και κάμανε οκτώ μέρες από τη μια Τρίτη έως την άλλη Τρίτη. Και αδειάζανε το χωριό, ό,τι βρίσκανε ας πούμενε για τα εφόδια των ανθρώπων: τροφές, καρπούς, λάδια, ό,τι βρίσκανε ότι μπορούσανε να παίρνουνε. Ναι και τα οδηγούσανε στο Ρέθυμνο. Είχανε αποθήκες και τα πηγαίνανε και από ‘κείνη την Τρίτη εμάθαμε ότι εφύγανε από εδώ πέρα. Εφύγανε. Και εγυρίσανε οι χωριανοί. Εγώ δυστυχώς δεν ήμουν εδώ, γιατί όπως σας είπα είχα πιαστεί και ήμουνε μέσα αλλά οι πρώτοι που ήρθαν εδώ πέρα, δεν εγνωρίζανε τίποτα δεν εμπορούσανε να δούνε ίντα κάμανε τσ’ ανθρώπους απού εδιαλέξανε. Τι έγιναν.
Κι ένας ήτονε ο Καπετάνιος, πρώτος θείος του Θοδωρή του Πελαντάκη και είδενε εδώ πέρα μύγες, εδώ απού τσ’ είχανε σκοτωμένους είδενε κι είχενε πολλές μύγες μαζεμένες. Και λέει: «Βρε παιδιά, εδώ τσοι «χουνε».
Και σκάφτουνε λιγάκι και βγάνουνε πέτρες, εσκάφτανε κι αρχίσανε να βρίσκουνε τσι σάρκες τωνε. Και ανακαλύψανε δηλαδή ότι εδώ είχε γίνει η εκτέλεση».
Ένας φιλότιμος εκπαιδευτικός
Έτσι έγινε η επιλογή και η εκτέλεση των 30 πατριωτών που με τους άλλους πέντε αποτέλεσαν τους νέους Εθνομάρτυρες που πλήρωσαν το βαρύ φόρο αίματος για την συμμετοχή της Κρύας Βρύσης στον αγώνα.
Ευτυχώς για τους ήρωες ένας φιλότιμος εκπαιδευτικός ο κ. Γιώργος Μαυροτσουπάκης, παράλληλα με άλλα σημαντικά στοιχεία που έγιναν και ύλη σε συλλεκτικής αξίας ημερολόγια του συλλόγου, μας δίνει τα πορτραίτα των ηρώων της Κρύας Βρύσης.
Και μας δίνει την ευκαιρία με τα στοιχεία που έχει συγκεντρώσει να κάνουμε ένα διαφορετικό προσκλητήριο τιμής στους ήρωες μάρτυρες με την ευκαιρία της επετείου Ολοκαυτώματος και της στερνοκόρης του Κέντρους της Κρύας Βρύσης.
Ποιοι ήταν οι ήρωες
-Ασουμανάκης Γεώργιος του Μιχαήλ (Φαντάσης)
Μοναχογιός. Από τους ωραιότερους νέους του χωριού. Φοίτησε δυο χρόνια στο Γυμνάσιο. Πολέμησε στην Αλβανία. Γονείς του ο Μιχάλης και η Ευγενία.
-Ασουμανάκης Μιχαήλ του Κωνσταντίνου (Ρετσετάς)
Αγροφύλακας του χωριού τότε. Καλοκάγαθος και φιλότιμος άνθρωπος με μεγάλη οικογένεια.
-Βαβουράκης Γεώργιος του Ιωάννη (Μπατζακογιώργης).
Γιος του Γιάννη και της Ασπασίας, γεωργός. Για χρόνια ήταν μυλωνάς στην φάμπρικα του Βεριδοηλία.
-Βαβουράκης Εμμανουήλ του Ιωάννη.
Γεωργός. Γιος του Γιάννη (Κωνσταντογιάννης) και της Φωτεινής. Εργατικός και καλοσυνάτος άνθρωπος, στήριγμα της πολυμελούς οικογένειας του πατέρα του.
-Βαβουράκης Ευάγγελος του Πέτρου
Γεωργός. Γιος του Πέτρου και της Καλλιώς. Είχε το προσωνύμιο παπα Βαγγέλης, επειδή είχε ως προοπτική το ιερατικό αξίωμα. Με ιδιαίτερη επίδοση στο κυνήγι.
-Βαβουράκης Ιωσήφ του Ηλία.
Γεωργοκτηνοτρόφος. Εργατικός και ευθύς άνθρωπος. Είχε το προσωνύμιο «ζερβός» επειδή ήταν αριστερόχειρας.
-Βαβουράκης Μιχαήλ του Ηλία.
Γεωργοκτηνοτρόφος. Αδερφός του Σήφη και του Νικολάκη (Χαμπιολάρη). Συνεπής και εργατικός άνθρωπος. Δεν ήταν ανάμεσα στα επιλεγέντα θύματα. Δεν παρουσιάστηκε στο προσκλητήριο των Γερμανών, στην εκκλησία, αλλά βρέθηκε νεκρός σε μια καλύβα στο Μελισσόκηπο με το όπλο του δίπλα.
-Κανακάκης Γεώργιος του Ηλία.
Γεωργός. Πρόεδρος της Κοινότητας κατά τη δεκαετία του 20. Διέφυγε από τη δυτική πόρτα της εκκλησίας και κατευθύνθηκε απέναντι προς τα Λεβεδιανά, όπου μάλλον καταπλακώθηκε από τα ερείπια κατά τις ανατινάξεις.
-Κανακάκης Ηλίας του Γεωργίου (Βρουλίτης).
Γεωργός. Γιος του Γεωργίου Κανακάκη που προαναφέραμε.
-Κανακάκης Εμμανουήλ του Κωνσταντίνου.
Αγροφύλακας. Δυνατός σωματικά άνδρας και δυναμικός στις δραστηριότητες. Μέλος του ΕΑΜ είχε αναπτύξει αντιστασιακή δραστηριότητα. Ήταν άρρωστος εκείνη τη μέρα κι έμεινε στο σπίτι της αδελφής του Μαρίας (Μαρκομανώλαινας). Το πτώμα του βρέθηκε μετά στο «Ριζόπλακο», όπου μάλλον τον πήγαν και τον εκτέλεσαν.
-Κανακάκης Ιωσήφ του Κωνσταντίνου.
Είχε υπηρετήσει ως χωροφύλακας. Μετά την παραίτηση από τη Χωροφυλακή, γύρισε στο χωριό, όπου έκανε το ζαχαροπλάστη, τον κουρέα και τον έμπορο. Δεν ήταν στους αρχικά επιλεγέντες, αλλά μάλλον τον βρήκαν και τον εκτέλεσαν μετά.
-Λαγουδάκης Γεώργιος του Παντελή.
Γεωργός. Γονείς του ο Παντελής και η Ειρήνη και αδελφός του ο Παντελογιάννης.
-Λαγουδάκης Μανούσος του Παντελή.
Γεωργοκτηνοτρόφος. Αδελφός του προηγουμένου, λυράρης.
-Λαμπάκης Νικόλαος του Γεωργίου.
Γεωργοκτηνοτρόφος. Είχε γεννηθεί στο χωράφι στου Τσεβδογιάννη την εποχή του θέρους.
-Λεβεντάκης. Γεώργιος του Μιχαήλ.
Γεωργός. Γιος του Μιχάλη και της Κλεοπάτρας.
-Λεβεντάκης Εμμανουήλ του Μιχαήλ.
Τσαγκάρης. Αδελφός του προηγουμένου. Άριστος μαθητής στο σχολείο, αλλά δεν συνέχισε στα Γράμματα Έμαθε την τέχνη δίπλα στο θείο του, τον Τίτο και την ασκούσε σ’ ένα δωμάτιο δίπλα στο χώρο της εκτέλεσης.
-Λεβεντάκης Εμμανουήλ του Νικολάου.
Γεωργός. Άνθρωπος εργατικός και με πολύ χιούμορ Πρώτος εξάδελφος των δύο προηγουμένων.
-Μανουσάκης Γεώργιος του Νικολάου.
Κτηνοτρόφος και λυράρης. Ένας από τα τρία αδέλφια που εκτελέστηκαν την ίδια μέρα.
-Μανουσάκης Οδυσσέας του Νικολάου.
Γεωργός, χτίστης και καλός κυνηγός. Αδερφός του προηγούμενου. Την ίδια μέρα εκτελέστηκε και ο γιος του Λευτέρης.
-Μανουσάκης Ελευθέριος του Οδυσσέα.
Κτηνοτρόφος. Γιος του προηγουμένου.
-Μανουσάκης Χαράλαμπος του Νικολάου.
Κτηνοτρόφος. Αδελφός του Γιώργη και του Οδυσσέα που αναφέρθηκαν πριν. Άλλα δυο αδέλφια τους έδωσαν η ζωή τους στους αγώνες της πατρίδας. Ο Μανόλης στους Βαλκανικούς πολέμους και ο Γιάννης στην Αλβανία.
-Μαυροτσουπάκης Εμμανουήλ του Μιχαήλ.
Γεωργός και ξυλοκόπος. Ήπιος και εργατικός άνθρωπος.
-Πετρακάκης Γεώργιος του Νικολάου.
Γεωργός. Ασχολήθηκε και με το εμπόριο. Μέλος της ενοριακής επιτροπής του χωριού.
-Πετρακάκης Εμμανουήλ του Πέτρου.
Επιλοχίας. Γονείς του ο Πέτρος και η Στυλιανή Πετρακάκη. Ο ένας από τα τρία αδέλφια που εκτελέστηκαν την ίδια μέρα.
-Πετρακάκης Ευάγγελος του Πέτρου.
Γεωργός. Σοβαρός άνθρωπος από τα σεβαστά πρόσωπα της Κρύας Βρύσης. Αδελφός του προηγούμενου.
-Πετρακάκης Κωνσταντίνος του Πέτρου.
Γεωργός. Αδελφός των προηγουμένων. Ένας ακόμα αδελφός τους σκοτώθηκε στην Αλβανία.
-Πετρακάκης Μιχαήλ του Γεωργίου.
Γεωργός. Εκλεγμένος πριν από τον πόλεμο πρόεδρο της Κοινότητας, τον οποίο έπαυσαν το 1943 οι Γερμανοί.
-Πιτσιδιανάκης Αντώνιος του Μιχαήλ.
Γεωργός. Πολύ εργατικός χαμηλών τόνων άνθρωπος.
-Πιτσιδιανάκης Κωνσταντίνος του Γεωργίου (Πιπερόκωστας).
Γεωργός και λυράρης. Μερακλής και γλεντζές άνθρωπος, από τους καλύτερους χορευτές του χωριού, του άρεσε να χαίρεται τη ζωή.
-Σαρτζετάκης Γεώργιος Γεωργός. Ένας από τους γιους του είχε ενταχθεί στην αντάρτικη ομάδα του Πετρακογιώργη και σκοτώθηκε το 1943 στη μάχη στο Τραχήλι στον Ψηλορείτη Κρύφτηκε σ’ ένα σπηλιάρι πίσω από το σπίτι και μάλλον εκεί τον εκτέλεσαν οι Γερμανοί.
-Φωτάκης Εμμανουήλ του Κωνσταντίνου (Σπανός).
Καφετζής. Έξυπνος και δραστήριος άνθρωπος. Το καφενείο του ήταν εκεί που είναι τώρα η πλατεία στο «Παπούρι».
-Φωτάκης Ιωάννης του Κωνσταντίνου.
Γεωργός. Αδελφός του προηγούμενου.
-Ψυχαράκης Βασίλειος του Στυλιανού.
Γεωργός. Έπαιζε και λύρα.
-Ψυχαράκης Γεώργιος του Ιωάννη.
Γεωργός. Απλός και πράος άνθρωπος.
-Ανυφαντάκης Ιωάννης του Εμμανουήλ.
Γεωργός από τα Σαχτούρια. Βρέθηκε στο χωριό επειδή δούλευε ως μηνιάτορας στου Σκουληκομανώλη και είναι άγνωστο πως επιλέχτηκε να εκτελεστεί μαζί με τους Κρυοβρυσανούς.
Η ζωή ξαναπήρε την ανηφόρα
Γενναιόψυχοι οι κάτοικοι της Κρύας Βρύσης βάλθηκαν να αναστήσουν το χωριό τους. Μας είχε πει σχετικά ο κ. Θεόδωρος Πελαντάκης επίτιμος διευθυντής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και εκλεκτός συνεργάτης μας:
«Την αρχή της Άνοιξης του επόμενου χρόνου άρχισαν να σκάβουν τα ερείπια του μαρτυρικού χωριού για να το ξαναδημιουργήσουν. Με φοβερές θυσίες, στερήσεις και κόπους άρχισε να ξαναχτίζεται το χωριό, αλλα ο πόνος από το χαμό των 35 ήταν απαρηγόρητος. Ήταν απερίγραπτο το χτύπημα του χωριού από την απώλεια των 35 συγχωριανών, γιατί ολόκληρες οικογένειες σχεδόν ξεκληρίστηκαν, μάνες έμειναν χωρίς παιδιά, γυναίκες χωρίς τους συζύγους τους, αδέρφια χωρία τους αδερφούς τους και τα παιδιά, αρκετά παιδιά χωρίς πατέρα.
Με μεγάλο αγώνα το χωριό άρχισε να δημιουργείται από τη στάχτη. Οι χωριανοί, βοηθώντας ο ένας τον άλλο, ξανάχτισαν πολλά σπίτια. Το Υπουργείο Ανοικοδομήσεως έχτισε το συνοικισμό «Νέα Κρύα Βρύση», για τον οποίο έγινε λόγος παραπάνω. Πολλά σπίτια διατηρούνται στην κατάσταση που τα άφηκαν οι Γερμανοί, γιατί ο πληθυσμός του χωριού λιγόστεψε σημαντικά από δυο λόγους. Ο ένας είναι η εκτέλεση των 35 και ο άλλος η απομάκρυνση πολλών από το χωριό για να αναζητήσει καλύτερης τύχης σε κάποιο αστικό κέντρο ή σε κάποια άλλη χώρα».
Το χωριό είναι μικρό αλλά μεγαλουργεί χάρις στους κατοίκους τους με τα τόσο φιλόξενα αισθήματα Έτοιμοι πάντα να ανοίξουν το σπιτικό τους σε κάθε ξένο.
Και συνεχίζει την πορεία της στο χρόνο η Κρύα Βρύση παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι κάτοικοί της είναι πια επιστήμονες και ζούνε στο Ρέθυμνο και σε μεγαλουπόλεις. Δεν ξεχνούν όμως το χωριό τους και πάντα νοιάζονται για την προκοπή του.
Εύα Λαδιά