Από τα βαθιά τα πέλαγα
νοσταλγικής καρδιάς λιγ’ άνθια πέσαν στο χαρτί
χαρούμενα, θλιμμένα..΄
(χαρίζεται σε κάποιο καινούργιο ζευγάρι)
Ξαναθυμούμαστε και παλι τα παλιά
με του Χριστού τη γέννηση, τη λαμπερή και Θεία
με του λιβανωτού την ευωδιά
τη φωτερή της εκκλησίας κεροδοσία.
Παντού σκορπιεται η χαρά
με τον αχό βαρύ ήχο της καμπάνας
στα σπίτια και στα μαγαζιά
με των παιδιών ξεφωνητά
σαν κάποιοι αντίλαλοι πυκνοί
δοσμένοι, απ’ την καρδιά της μάννας.
Εδώ το γέλιο απλώνεται παντού
πλειο πέρα όμως το δάκρυ
που μέσα του λάμνει η λύπηση
φτωχές καρδιές … σε κάποια άκρη.
Μάτια φτωχών, που’ χουνε γίνει ταπεινά
γεμάτα έγνοιες, καλοσύνη
τ’ αντίκρισμα τους, που βαραίνει την καρδιά
ετσι, καθώς της θύελλας τα’ χει χτυπήσει η θλίψη.
Κι όλοι ακούν τα σήμαντρα
κι όλοι κάτι ελπίζουν πως θαρθη’ μέρα χαρωπή
λυτρωτική ημέρα…
να σκορπιστούν οι καταχνιές
της πείνας η φοβέρα
με το αστέρι τ ‘όμορφο το άστρο της ελπίδας
πάνω απ’ τη φάτνη του Χριστού…
Πόσο γλυκύ του λυτρωμού αυτό το φως
σαν χάδι σαν νανούρισμα απαλό
και ενώ γύρω μας τυλίγει ο στοχασμός
πλέγμα απλώνεται παντού η ΕΙΡΉΝΗ
κι’ η αγάπη σα δροσούλα,
σαν πνοούλα.. σαν παρηγοριάς αχός!
ΣΕΙΡΙΟΣ. Εφ. «Βήμα»1959