ΠΑΝΤΕΛΗ ΣΑΒΒΑΚΗ :ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ και ΑΝΕΞΗΓΗΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η’

 

 

ΠΡΩΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ

Η Γιαγιά μου ήταν η Μητέρας της πεθαμένης Μαμάς μου. Όταν πέθανε η Μαμά μου ήμουν 5 ετών. Η Γιαγιά μου αυτή με ανέθρεψε. Με αγαπούσε περισσότερο από τα παιδιά της και την αγαπούσα περισσότερο από την Μαμά μου! Τα γράφω αυτά για να τονίσω την αγάπη που είχε ο ένας στον άλλο.

Μια μέρα, στην κατοχή, πληροφορήθηκε ο πατέρας μου επισήμως και από πολλές πλευρές ότι εμένα με σκότωσαν οι Γερμανοί, όταν προσπάθησα να δραπετεύσω πηδώντας από το εν κινήσει τραίνο που μας μετέφεραν οι Γερμανοί. Λεπτομερώς αυτά τα γράφω στο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ. Κατόπιν αυτών ο πατέρας μου απεφάσισε να μου κάμει τα μνημόσυνα.

Την παραμονή του πρώτου μνημοσύνου η Γιαγιά μου πέφτει στο κρεβάτι για να κοιμηθεί. Τότε συνέβη το απίστευτο και Ανεξήγητο. Ήταν νύχτα και απόλυτο σκοτάδι. Τότε η Γιαγιά μου βλέπει ένα εκτυφλωτικό λευκό φως εις την εξώπορτα του δωματίου. Γυρίζει το κεφάλι της και βλέπει στο φως την πεθαμένη Μαμά μου, δηλαδή την πεθαμένη κόρη της. Τότε η Μαμά μου (η πεθαμένη) της λέει:

Άκου Μητέρα αυτά που θα σου πω γιατί είναι αληθινά:

– Ο Παντελής μας Ζει. Δεν πέθανε.

– Είναι στην Αμερική.

– Όταν σου λένε ότι πέθανε να κάνεις τον ΣΤΑΥΡΟ ΣΟΥ και να τους λες ότι ΖΕΙ γιατί σου το είπα εγώ.

– ΔΕΝ θα πεθάνεις Μάνα αν δεν τον δεις.

Τότε η Γιαγιά μου τη ρωτάει:

Πότε θα έλθει ο Παντελής;

Αμέσως εξαφανίσθει η Μαμά μου, χωρίς να της απαντήσει και ξανάγινε πάλι απόλυτο σκοτάδι.

Τρελή από ανείπωτη χαρά η Γιαγιά μου τρέχει και πάει στο σπίτι του Γιου της του Γιώργη Κουμεντάκη και του λέει: Γιώργη ο Παντελής μας ΖΕΙ!

Ποιος σου το είπε Μάνα.

– Η αδελφή σου η Ελένη, η Μάνα του Παντελή.

– Μάνα, πήγαινε να κοιμηθείς, όνειρο είδες.

– Όχι την είδα μέσα από την κλειστή πόρτα μέσα σε ένα άσπρο φως… είναι αλήθεια και θέλω να το πιστέψεις.

– Μάνα μην το πεις αυτό σε κανένα γιατί έχω να παντρέψω τέσσερις κόρες και δεν θα τις παίρνει κανείς όταν θα ξέρουν ότι έχουν τρελή Γιαγιά.

– Δεν είμαι τρελή και θα πάω να το πω στον πατέρα του Παντελή να μην του κάμει αύριο το μνημόσυνο.

Πήγε νύχτα και το είπε του πατέρα μου, αλλά και αυτός ΔΕΝ την πίστεψε και έκαμε την επομένη το προγραμματισμένο Μνημόσυνο.

Η Γιαγιά μου δεν πήγε στο Μνημόσυνο και φώναζε ότι είναι αμαρτία να κάνουν Μνημόσυνο σ’ ένα ζωντανό. Γιατί ο Παντελής είναι ζωντανός. Της πηγαίνανε κόλλυβα, αλλά αυτή δεν τα έτρωγε.

Τελικά όλοι κατάλαβαν ότι τρελάθηκε και κανείς δεν την πίστευε.

Αυτή τους έλεγε: ξέρω ότι με θεωρείτε τρελή αλλά δεν είμαι. Όταν θα έρθει ο Παντελής θα του πω ότι με θεωρούσατε τρελή και τότε θα δείτε εγώ είμαι η τρελή ή εσείς που πάτε στα Μνημόσυνά του. Μου είχε κάμει ο πατέρας μου μέχρι τα 9μηνα μνημόσυνα. Όλα τα παραπάνω μου τα είπε όπως τα γράφω η ίδια η Γιαγιά μου όταν επέστρεψα και πήγα και την είδα. Τον πατέρα ρώτησα τι σκέφτηκε όταν του τα είπε η Γιαγιά μου. Ο πατέρας μου, μου λέει:

Πίστεψα ότι αυτά που έλεγε δεν ήταν αλήθεια γιατί έλεγε ότι εσύ ήσουν στην Αμερική, ενώ όλοι ξέρουμε ότι σκοτώθηκες στην ΙΤΑΛΙΑ και μάλιστα το ακριβές μέρος στην ΙΤΑΛΙΑ μας το έγραψε ο ΕΡΥΘΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ.

Δεν έμενε και ο Ανθ/γος ΠΛΟΥΤΣΗΣ Χ. που ήταν στο ίδιο βαγόνι με εσένα και σε είδε πως σκοτώθηκες.

Όταν τα έλεγε η Μαμά μου εγώ ήμουν στη ΝΕΑΠΟΛΗ της ΙΤΑΛΙΑΣ που είχαν καταλάβει οι Αμερικανοί, άρα ήταν Αμερική και έδαφος δηλαδή Αμερική. Όταν ένας Στρατός καταλαμβάνει μια περιοχή αυτή ανήκει εις το έθνος που ανήκει ο Στρατός.

Εδώ οι Αμερικάνοι κατέλαβαν την Ιταλία. Νεάπολη της Ιταλίας. Η Νεάπολη ήταν τότε αμερικανική πόλις και εγώ λοιπόν τότε που τα έλεγε η Μαμά μου στη Γιαγιά μου ήμουν στην Αμερική. Δεν τα είπε η Μαμά όταν δραπέτευσα. Τα είπε μετά και ρώτησα πότε και είχα λογαριάσει ότι εγώ τότε που τα έλεγε είχα περάσει το ΓερμανοΑμερικανικό μέτωπο και παρουσιάστηκα στους Αμερικάνους, το μέτωπο ήταν Βόρεια Νεάπολης. Αυτοί με πήγαν για ένα μήνα στη ΝΕΑΠΟΛΗ.

Ρώτησα όλους τους αρμόδιους επιστήμονες και λοιπούς ανθρώπους ασχολούμενους με τα μεταφυσικά αλλά κανείς δεν μπόρεσε να μου δώσει ποτέ εξήγηση. Εγώ και ο πατέρας μου εδώσαμε μία εξήγησης στο γιατί η Μαμά μου είπε στη Γιαγιά μου: Όταν σου λένε ότι πέθανε να κάνεις τον Σταυρό σου.

Η εξήγηση είναι ότι πήδησα από το τραίνο και δεν σκοτώθηκα: Στις 14 Σεπτεμβρίου ημέρα του Τιμίου Σταυρού. Δηλαδή πιστεύομεν ότι η Χάρις το Τιμίου Σταυρού με έσωσε και γι’ αυτό ο πατέρας μου όσο ζούσε έκανε αρτοκλασία στον Τίμιο Σταυρό κάθε χρόνο στις 14 Σεπτεμβρίου.

Άμα πέθανε κάνω εγώ την αρτοκλασία αυτή στον Τίμιο Σταυρό και θα την κάνω όσο θα ζω. Όταν επέστρεψα από τον πόλεμο και είχαν φύγει οι Γερμανοί από το Σπήλι, το Ρέθυμνο και όλη την Κρήτη και είχαν μαζευτεί στα ΧΑΝΙΑ πήγα στο Σπήλι. Την πρώτη που πήγα και είδα ήταν η Γιαγιά μου.

Αυτή μου τα είπε όπως τα γράφω. Ακόμα μου είπε: Άκου παιδί μου Παντελή όλοι αυτοί που είναι εδώ τους έλεγα πως ζεις και με θεωρούσαν τρελή και το καταλάβαινα και τους το έλεγα ότι δεν είμαι τρελή. Τώρα Παντελή μου ρώτησέ τους εγώ ήμουν η τρελή ή αυτοί ήταν οι τρελοί που δεν πίστευαν τη Μαμά σου που μου το είπε. Όλοι γέλασαν. Εκάθησα αρκετή ώρα και τότε μου λέει η Γιαγιά μου να πάμε στην άλλη μου Γιαγιά (τη Μητέρα του Πατέρα μου) να χορέψουμε οι τρεις μας γιατί έτσι συνεφώνησαν.

Πήγαμε και χορέψαμε οι δυο μου Γιαγιάδες κι εγώ.

Τότε έρχεται ο Θείος μου ο Μανώλης Σαββάκης και τους λέει: Αφήστε τον Παντελή να πάει στο καφενείο γιατί έχει μαζευτεί όλο το χωριό να τον δούνε και να ανοίξει το χορό.

Η Γιαγιά μου άρχισε να με φιλάει και να με ξαναφιλάει και της λέω: Γιαγιά αύριο το πρωί θα έρθω εγώ πάλι στο σπίτι σου.

Τότε αυτή μου λέει το ξέρω παιδί μου Παντελιώ, αύριο το πρωί θα έρθεις… Οπωσδήποτε!

Εγώ έφυγα τρέχοντας και πήγα το καφενείο και χορεύαμε όλη τη νύχτα με όλους τους χωριανούς.

Το πρωί, πριν ξημερώσει, ακούμε την καμπάνα του χωριού να κτυπά πένθιμα!

Είχε πεθάνει η Γιαγιά μου! Όπως το είχε πει το όραμα της Μαμά μου, στη Γιαγιά μου: ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΑΝ ΔΕΝ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΠΑΝΤΕΛΗ.

Με είδε και ΠΕΘΑΝΕ!!

Ότι είπε η πεθαμένη Μαμά μου ήταν όλα Αληθινά!

(Όλα απίστευτα και ανεξήγητα).

 

ΔΕΥΤΕΡΟ ΓΕΓΟΝΟΣ

Έχω ένα εξαδελφάκι που λέγεται Στέλιος Σαββάκης του Στεφάνου και της Στέλας-Ελένης.

Αυτός ο εξάδελφός μου όταν μου έκαμαν το πρώτο μου μνημόσυνο ήταν παιδάκι προσχολικής ηλικίας, δηλαδή 4 ή 5 ετών.

Όταν η Μητέρα του γύρισε από το μνημόσυνο του είπε: Στελάκι έλα να φας κόλλυβα του ξαδέλφου σου του Παντελή και να πεις «Ο Θεός να του συγχωρέσει».

Τότε το Στελάκι λέει στη Μαμά του:

Ο εξάδελφος ο Παντελής ο Εύελπις ζει δεν πέθανε!

Ποιος σου το είπε αυτό παιδάκι μου;

Κανείς Μαμά. Ο Παντελής Ζει!

Η Μαμά του παίρνει το Στελάκι και το πάει στον Πατέρα μου, και του λέει: Άκουσε κουνιάδο τι λέει το Στελάκι, ρώτησε το γιατί δεν τρώει τα κόλλυβα του Παντελή.

Γιατί Στελάκι δεν τρως τα κόλλυβα;

Δεν τα τρώγω γιατί ο Παντελής μας ΖΕΙ!

Ο πατέρας μου τα έχασε. Τότε το πιάνει στα χέρια του και το σηκώνει ψηλά και το λέει.

Αν είναι αλήθεια αυτό που λες θα σε κάμω χρυσό.

Μετά ήλθε ο πατέρας του ο Στέφανος Σαββάκης (αδελφός του πατέρα μου) και είπε και σ’ αυτόν τα ίδια.

Τότε ο πατέρας του (ο Στέφανος) του λέει.

Άκου Στελάκι αυτό που λες ότι ο Παντελής Ζει να μην το πεις σε κανένα άλλο. Φοβήθηκε ο θείος μου ο Στέφανός ότι το παιδί του κάτι έπαθε (τρελάθηκε) και γι’ αυτό απαγόρευε να το λέει σε άλλους.

Άλλωστε είναι γνωστό και σίγουρο ότι ο Παντελής είναι Νεκρός!

Είναι σήμερα το έτος 2006. Ζει η θεία μου η Στέλα και προ ημερών που φέραμε τη συζήτηση μου διηγήθηκε πάλι αυτή την ιστορία.

Επίσης πέρυσι στη βάφτιση ενός ανιψιού του ο Στέλιος Σαββάκης διηγήθηκε αυτή την ιστορία σε όσους είχαν πάει στο σπίτι μετά τη βάφτιση.

Ο Στέλιος ο Σαββάκης του Στέφανου ήταν Διευθυντής του κεντρικού καταστήματος της ΓΕΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ και σήμερα είναι συνταξιούχος και όταν συναντιόμαστε τα συζητάμε.

Ποιος  μπορεί να εξηγήσει  ποιος είπε σε ένα παιδάκι 4 ετών ότι ζω και ήταν απολύτως βέβαιο που δεν πίστευε τους Γονείς του που του έλεγαν ότι ο Παντελής (δηλαδή εγώ) είναι Νεκρός και γι’ αυτό τον κάνουμεν τα Μνημόσυνα. Ποιο παιδάκι προσχολικής ηλικίας ξέρει περισσότερα απ’ ότι ξέρουν οι Γονείς του;

Μάλιστα να επιμένει ότι ο Παντελής Ζει!

(Απίστευτο και ανεξήγητο).

 

ΤΡΙΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ

Ένας εξάδελφός μου ονόματι Γιάννης Κουμεντάκης του Γεωργίου, είναι της ίδιας περίπου ηλικίας με μένα και όταν ήμαστε μικρά παιδάκια παίζαμε μαζί στην αυλή της Γιαγιάς μας. Ο Πατέρας του και η Μητέρα μου ήταν παιδιά της Γιαγιάς μου (που με ανέθρεψε).

Η αγάπη μεταξύ μας ήταν πάρα πολύ μεγάλη, τόσο όταν ήμασταν μικρά παιδιά όσο και τώρα.

Αυτός μένει στη Νέα Ελβετία και κάπου – κάπου συναντιόμαστε και τα λέμε. Σήμερα που γράφω είναι 2006.

Αυτός λοιπόν όταν έμαθε ότι την επομένη θα γινόταν το μνημόσυνό μου, σκέφτηκε να γράψει τον επικήδειό μου.

Επειδή κόλλες χαρτιού δεν υπήρχαν τότε πήγε από τον Μπακάλη και πήρε ένα κομμάτι χαρτί που ήταν ένα έγγραφο του Αγρονομίου Σπηλίου, που είχε πολύ μέρος λευκό για να γράψει τον επικήδειον.

Το γράφω αυτό γιατί έχω τον επικήδειο και είναι σ’ αυτό το χαρτί γραμμένο και το σπουδαίο είναι ότι δεν έχει καμιά μουτζούρα ή σβήσιμο. Σ’ Αυτό θα αναφερθώ παρακάτω.

Κάθισε λοιπόν και άρχισε να γράφει. Σκέφτηκε να αρχίσει με ένα δίστιχο. Το γράφει λοιπόν πολύ εύκολα και ποίημα δεν είχε γράψει ποτέ μέχρι τώρα.

Συνεχίζει με μεγάλη ευκολία να γράφει ποίημα!

Όπως μου είπε ο ίδιος λες και κάποιος του κρατούσε το χέρι του και έγραφε και του έρχονταν εύκολα και οι ομοιοκαταληξίες. Πιστεύει ότι θα ήταν η Νεκρή Μητέρα μου, μια και αυτή παρουσιάστηκε και στη Γιαγιά μας.

Τέλος πάντων έγραψε τον επικήδειο που ήταν ένα ποίημα.

Την επομένη το διάβασε στο Μνημόσυνο και όλοι έκλαιγαν.

Πόσο συγκινητικός ήταν.

Όταν τελείωσε το Μνημόσυνον όλοι οι χωριανοί του έδιδαν συγχαρητήρια για το ωραίο ποίημα.

Του έλεγαν, το σπουδαιότερο ότι έχει ποιητική φλέβα και ότι θα γίνει ένας μεγάλος ποιητής αρκεί να αρχίσει να γράφει ποιήματα. Κανείς στο χωριό ποτέ δεν είχε γράψει ποίημα.

Αυτός λοιπόν το πίστευε γιατί είδε πόσο εύκολα έγραψε το ποίημα αυτό (τον επικήδειο).

Άρχισε λοιπόν να προσπαθεί. Δεν κατάφερνε τίποτα.

Μετά πεθαίνει ο πατέρας του, ο οποίος κι αυτός ήταν πολεμιστής και μάλιστα ανάπηρος πολέμου το ένα το πόδι ήταν ξύλινο!

Αυτός λοιπόν πολεμιστής όπως εγώ, αλλά εγώ στερούσα, γιατί δεν ήμουν ανάπηρος.

Είχε λοιπόν μια όμοια ευκαιρία να γράψει πάλι ένα ποίημα επικήδειο. Ακόμα ήταν ο πατέρας το που αγαπούσε πολύ περισσότερο από εμένα.

Παίρνει χαρτί και προσπαθεί να γράψει ποίημα αλλά δεν μπορούσε.

Μετά πεθαίνει η Μητέρα του που υπεραγαπούσε, δεν κατάφερε να γράψει ποίημα επικήδειο.

Έκαμε αρκετό καιρό στη Μακρόνησο και είχε όλο το χρόνο να γράψει ποίημα για την ιδεολογία που τον είχε συγκλονίσει και γι’ αυτό άλλωστε τον είχαν στην Μακρόνησο, αλλά δεν κατόρθωσε να γράψει κανένα ποίημα εκτός από το ποίημα που ήταν ο επικήδειός μου.

Ο Γιάννης Κουμεντάκης. Δεν είχε γράψει ποτέ του ποίημα, έγραψε ποίημα τον επικήδειό μου, μετά δεν κατόρθωσε ποτέ του να γράψει άλλο ποίημα!

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΕΓΡΑΨΕ Σ’ ΟΛΗ ΤΟΥ ΤΗ ΖΩΗ!

(τον επικήδειό μου)

(Απίστευτο και ανεξήγητο)

 

 

 

Ο ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ (ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΙΣ ΣΠΗΛΙ)

Τρία μας ήλθαν σύννεφα στο μαύρο το νησί μας

το ένα φέρνει αστραπόβροντα τ’ άλλο χαλαζοβρόχια

το τρίτο το μακρύτερο μαντάτα του Παντελή μας

 

——-

 

Ήρθανε νέα θλιβερά, λόγια φαρμακωμένα

πως είναι ο Παντελής νεκρός πολύ μακριά στα ξένα

 

——-

 

Ο υιός των εικοτεσσάρων χρονών του κόσμου το καμάρι

των ευελπίδων της Σχολής ήτο γερό λιθάρι.

 

——-

 

Λιονταρινά πολέμησε βγαίνοντας απ’ τη Σχολή

στο μέτωπο πληγώθηκε μ’ άλλους πολλούς μαζί

 

——-

 

Πέρασαν μέρες θλιβερές πάρα πολύς καιρός

στην Ιταλία αιχμάλωτος το ‘γραψε ο Ερυθρός Σταυρός

Τα χρόνια εκυλούσανε με την ανάμνησή του

έδιδε ελπίδες και ζωή στους άμοιρους γονείς τους.

Ω Παναγιά στο μέτωπο πού ‘σουνε στα πλευρό του

γιατί τον εγκατέλειψες τώρα στον ερχομό του.

Τρία διαβήκαν απ’ αρχής τα χρόνια της σκλαβιάς σου

κ’ τώρα στο ξημέρωμα ήλθαν τα ύστερά σου.

Ω ξενιτειά φαρμακερή κάμε για τους γονείς του

και φύλαττε προσεχτικά  το δύστυχο παιδί τους

Χάρε εφάνηκες σκληρός δεν άφησες να ζήσει

μ’ έχει αδέλφια και γονείς οπίσω του ναφήσει.

Και συ μανούλα του γλυκιά πάρε για σύντροφό σου

στα πονεμένα στήθια σου τα’ όμορφο Παντελιώ σου

Κλάψετε-κλάψετε γλυκά και σφυχταγκαλιασθείτε

του κάτω κόσμου ταιριαστά μαζί να του χαρείτε.

Και συ πατέρα δύστυχε μα πώς να σου το πω!

πως έχεις εις τους ουρανούς ζευγάρι ταιριαστό.

Ας πλέξωμεν εγκώμιον και δάφνινον στεφάνι

σε κείνον όπου άφησε ανάμνηση καλή

σαν άλλος ήρπαξας πολεμιστής στον κόσμον δεν εφάνη

θα γίνομε στα έργα σου πιστοί και σεβαστοί

 

Τα πράμματα τριγύρω σου όλα κλαίνε

Σαν πλάσματα που νοιώθουνε βαθειά

Στολές ξεθωριασμένες και σπαθιά

Όλα θαρρείς ζωντάνεψαν και λένε

 

«Στου ύπνου σου γαλήνη ω Πονεμένε»

 

Κουμεντάκης Ιωάννης

Κάτοικος ΝΕΑΣ ΕΛΒΕΤΙΑΣ (Αθήνα)

 

Σημείωση

Ουδέποτε κατόρθωσε να γράψει άλλο ποίημα καίτοι το επιχείρησε πολλές φορές.

 

 

 

ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΗΡΩΑ ΣΤΡΑΤΗΓΟ Παντελή ΣΑΒΒΑΚΗ

Όπως εκφωνήθηκε στην τιμητική εκδήλωση που ο Σύλλογος των Σπηλιανών της ΑΘΗΝΑΣ διοργάνωσε, προς χάριν του, στις 17 Αυγούστου 1994 στο ΣΠΗΛΙ, στην αίθουσα του Πνευματικού Κέντρου της Ιερ. Μητροπόλεως

ΛΑΜΠΗΣ & ΣΦΑΚΙΩΝ

Είναι μεγάλη η τιμή, που γίνεται στο ΣΠΗΛΙ,

Σεβασμιώτατε. Κι εσείς, Συγχωριανοί και φίλοι.

Τί απόψε αξιωνόμαστε εν’ από τα παιδιά μας

ολόθερμα να σφίξουμε στη Σπηλιανή αγκαλιά μας.

Τον ΠΑΝΤΕΛΗ, τον ΣΤΡΑΤΗΓΟ, τον ΗΡΩΑ ΣΑΒΒΑΚΗ,

που πολλοί τον θυμόμαστε από μικρό παιδάκι.

Και να του πούμε: ΕΥΓΕ ΣΟΥ, ΣΠΗΛΙΑΝΟ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙ,

τον ΔΙΓΕΝΗ ξεπέρασες στην αντρειά, τη χάρη.

Τον ΔΙΓΕΝΗ ξεπέρασες σε τόλμη και ανδρεία,

γι’ αυτό και είς «τας ΔΕλΤΟΥΣ της» σ’ έγραψ’ η Ιστορία.

Και τ’ άγαλμά σου οι Σπηλιανοί, θα πρέπει να σου στέσουν,

τιμή τους και παράδειγμα παντοτινά να σ’ έχουν.

 

Δοξολογείστε, χωριανοί, χαρείτε, μακαρείστε,

π’ απ’ τα δικά μας χώματα τέτοιος βλαστός εβγήκε.

Τέτοιος λαμπρός κυπάρισσος, που δεν θα υπάρξει άλλος

στην τόλμη, την παλληκαριά, το ΨΥΧΙΚΟ ΤΟ ΚΑΛΛΟΣ.

Με της καρδιάς τ’ αμάραντα, ας ράνουμε λουλούδια,

διθυράμβους ας πλέξουμε και αντρειάς τραγούδια.

Τον ΗΡΩΑ να τιμήσουμε, που’ ναι απ’ το χωριό μας,

εδώ κι αυτός γεννήθηκε, είναι ΠΑΙΔΙ ΔΙΚΟ ΜΑΣ.

 

Δοξολογείστε, χωριανοί, γεμίστε περηφάνεια,

κόψετε δάφνες και μυρτιές και πλέξετε στεφάνια,

τον ΗΡΩΑ να στέψουμε, ώ! τι τιμή ΜΕΓΑΛΗ,

σαν ΔΟΞΑ και ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΑ συμπορπατούν ομάδι,

κι ανοίγουν δρόμους να περνάς, Γενναίο Παλληκάρι,

που όλη την αντρειά σου εις του ΘΕΟΥ ΤΗ ΧΑΡΗ,

λέγεις ότι τηνε χρωστάς κι όλη την αντοχή σου,

που ‘καμες ολοκαύτωμα το νεανικά κορμί σου.

Για της Πατρίδας την τιμή και για τη λευτεριά της

κι είδες να θυσιάζονται γι’ αυτήν κι άλλα παιδιά της.

Ο ΘΕΟΣ, λές, σε προστάτευε και σήμερα κοντά μας

σε έχομε και ψέλνουμε ΥΜΝΟΥΣ ΑΠ’ τη ΧΑΡΑ ΜΑΣ.

——————————

—————-

——–

 

(Το ίδιο τούτο Ποίημα -με μια μικρή- παραλλαγή στην αρχή –ειπώθηκε και στην επίδοση ΤΙΜΗΤΙΚΗΣ ΜΕΜΒΡΑΝΗΣ, μετά σχετικού Μεταλλίου, τον ΣΥΛΛΟΓΟ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ, νε σχετική εκδήλωσή του, που διοργάνωσε στις 26 Ιουνίου 1996, στην αίθουσα εκδηλώσεων του ξενοδοχείου «ΤΙΤΑΝΙΑ» στην Αθήνα. Στην εκδήλωση τούτη, ο Στρατηγός κ. Π. ΣΑΒΒΑΚΗΣ, τιμήθηκε, εκτός από Πολεμικός Ήρωας και σαν Καθηγητής Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος του Κράτους, ήτοι της Ανωτάτης Σχολής Πολέμου, στην οποίαν εδίδαξε και τέλος σαν Συγγραφέας λόγω του ότι έχει γράψει την «ΙΣΤΟΡΙΑ του ΕΚΣΤΡΑΤΕΥΤΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΕΛΛΑΔΟΣ στην Κορέα» και το άλλο βιβλίο «ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΕΩΣ», το οποίον κατόπιν Διαταγής του Γ.Ε.Σ. εδιδάσκετο στις Σχολές Εφέδρων Αξιωματικών Στρατού.

Αφήστε μια απάντηση